Στον αδελφό μου Μιχάλη
Ήρθες και µ' ηύρες στ' όνειρο, στον ύπνο το βαθύ µου,
κι ήτανε των Ταξιαρχών, που είχες τ' όνομά σου,
και πέρασα απ' το σπίτι σου να σε πολυχρονίσω,
µα ήταν το σπίτι σου κλειστό κι ήταν αμπαρωμένο,
και πήρα το τηλέφωνο, να σέ 'βρω στην Αθήνα
και χτύπησε ... και χτύπησε ... κι απόκριση δεν πήρα.
Τέτοιαν ημέρα σήμερα πώς έφυγες, πού πήγες,
και δε σε βρίσκω πουθενά να σε πολυχρονίσω;
Κι από την έγνοια την πολλή ταράχτηκε η ψυχή µου
και τ' άνοιξα τα µάτια µου κι ήτανε βουρκωμένα.
Κι όπως ο ύπνος µ' άφηκε κι ο λογισµός ξυπνάει,
το δάκρυ από τα µάτια µου κυλά και δε στεγνώνει,
που θα 'ναι των Ταξιαρχών και θα 'σαι μοναχός σου,
στο άσπρο σου μνήμα, στους Παξούς, στον Άγιο Κωσταντίνο.
Μηδέ βοριάς µηδέ νοτιάς: µου κλείνουνε το δρόµο
µηδέ θαλασσοταραχή µέ σταματάει μακριά σου,
και ταξιδεύω κι έρχοµαι να σέ 'βρω στο Νησί µας.
Πήγα και λειτουργήθηκα πέρα στον Ταξιάρχη
κι ο παπα-Σπύρος λειτουργός, μαζί κι ο παπα-Αντρέας
και τα θολά τα µάτια µου σε βλέπουν στο ψαλτήρι,
κι ύμνους ακούω και ψαλμούς κι ακούω εσύ να ψέλνεις.
Και σαν τελειώνει η εκκλησιά, ερχόμαστε κοντά σου,
και συναζόμαστε πολλοί στ' άσπρο σου μνήμα γύρω,
αδέλφια, πρωτοξάδερφα και φίλοι και γνωστοί σου,
και το καντήλι ανάβουμε και το λιβάνι καίμε
κι αντί για δώρα και γλυκά, σού φέρνουμε λουλούδια
κι αντί να σε φιλήσουμε, το μνήμα σου φιλούμε
κι αντί για πολυχρονισμό, σού κάνουμε τρισάγιο.
Ευτυχία Γερ. Μάστορα (Παπαγεράσιµου)
Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι