«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωαν. 1,4-5). Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν µπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν µπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία. Νὰ µποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή, σ’ αὐτὴ τὴ µάταιη δίψα γιὰ στιγµιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν µέσα τους τὴ δύναµη νὰ σταµατήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς! Νὰ µποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια µέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη. Ἂς γνώριζαν µόνο τί εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία. «Τὴν χαρὰν ὑµῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑµῶν» (Ἰωαν. 16, 22). Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόµαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυκτα; Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅµως φτάνουµε σὲ τέτοια βάθη! Πόσο τὰ φοβόµαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραµερίζουµε: «Ὄχι σήµερα, ἀλλὰ αὔριο, ἢ µεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, µόνο, ὄχι σήµερα. ὑπάρχει καιρός».
Ὁ καιρὸς ὅµως στὴν πραγµατικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγµὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρὸς τὸ µοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦµε; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάµεσά µας, δίπλα µας, στέκεται Κάποιος: «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ἂν µόνο παραµερίζαµε τὸ φόβο µας καὶ Τὸν κοιτάζαµε, θὰ βλέπαµε ἕνα τέτοιο, µία τέτοια χαρά, καὶ µία τέτοια περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναµε τὸ νόηµα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ µυστηριώδους λέξης «εὐτυχία».
Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου