H μέθοδος των ιερών Πατέρων της
Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων σε αντιδιαστολή προς τους αρνητές της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
(Α' Μέρος)
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας
καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
(Β΄ Μέρος)
του Γρηγορίου Λαρεντζάκη,
Καθηγητού του
Πανεπιστημίου του Graz
Α΄ Μέρος
Οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς των γιά τήν διατύπωση τῶν δογματικῶν
των ἀπόψεων καί ἀποφάσεων - παράδειγμα πρός μίμηση
Εἶναι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἐποχή οἱ
ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στίς δογματικές τους ἀποφάσεις καί
διατυπώσεις χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους και ὁρολογία εἴτε μέ τό
περιεχόμενο, τό ὁποῖο εἶχε, ἤ δίδοντας νέα χριστιανική σημασία στίς λέξεις ἀκόμα
καί ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό εἶναι γνωστόν. Χρησιμοποιοῦντες οἱ ἱ.
Πατέρες καί τήν γλῶσσαν τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ἐγένοντο περισσότερον
καταληπτοί καί ἁπό τούς συγχρόνους των συζητητές. Ὁ Δημήτριος Τσάμης ἐξετάζων
τό θέμα τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά μέ γενικώτερη
σημασία, γράφει,:
«Οἱ Πατέρες ... Ἐξάλλου ἀντιλήφθηκαν πώς δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν
μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ἐάν δέν μιλοῦσαν τήν γλῶσσα τους καί δέν
χρησιμοποιοῦσαν τήν κοινή ὁρολογία. Οἱ Πατέρες τελικά χρησιμοποίησαν τίς
χρονικές κατηγορίες τῆς θύραθεν σκέψης, θἱοθέτησαν δηλαδή τήν ὁρολογία της,
προσάρμοσαν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν σχετικῶν ὅρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ υἱοθέτηση τῶν φιλοσοφικῶν αὐτῶν ὅρων ἔγινε πετυχημένο μέσο,
γιά νά ἐκφραστοῦν οἱ χριστιανικές ἀλήθειες μέ τά σχήματα τῆς ἐποχῆς τους καί
γέφυρα ἐπικοινωίας μέ τό σύγχρονο κόσμο.[1] Τήν προσαρμογή τῶν φιλοσοφικῶν ὁρων
στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης χαρακτηρίζει ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος
«μετάπλαση».[2] Βέβαια ἀργότερα, ὁρισμένοι στήν Δύση δέν κατανόησαν τήν ἱεραποστολική
καί ποιμαντική αὐτή μέθοδο τῶν Πατέρων καί τούς συκοφάντησαν γιά «ἐξελληνισμό
τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἔπραξαν ὁ πολύς Gustav Adolf von Harnack, ὁ Hans
Lietzmann καί ἄλλοι.
Ὁ ὅρος πρόσωπον ἀπό τήν ὀρθόδοξη
Τριαδολογία στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία
Ἐχρησιμοποιήθη, λοιπόν, ἀπό τούς ἱ.
Πατέρες καί ὁ ὅρος πρόσωπον μέ νέον θεολογικό περιεχόμενον, ἐκκινοῦντες ἀπό τή
θεολογική συζήτηση στήν ἐξέλιξη τῆς Τριαδολογικῆς Θεολογίας κυρίως τῶν μεγάλων
Καππαδοκῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.[3] Στή διήγηση τῆς Γενέσεως γιά τή
δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’
εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν.» Δέν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς Δημιουργό τόν
Τριαδικό Θεό οὔτε καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό ἔκαμαν ἀργότερα
οἱ ἱ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντες τό χωρίον καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία.
Τό αὐτό συμβαίνει καί στήν κατ’ ἀναλογίαν
χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον στήν χριστιανική ἀνθρωπολογία Ἀνατολῆς καί
Δύσεως, δηλ. ἀνθρώπινον πρόσωπον, γιά νά δοθεῖ στόν ἄνθρωπο μεγαλύτερη σημασία
καί ἀξία ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοἰωσιν Θεοῦ δημιούργημα, διότι ὡς εἶναι σέ ὅλους
γνωστό, βάλλεται σήμερα ἡ ἀξιοπρέπειά του, ἡ ἀξία του, ἡ μοναδικότητά του, ἡ αὐθεντικότητά
του καί ἡ ἁγιότητά του πανταχόθεν. «Η αρχή αυτή (δηλ. ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς
προσώπου) ἐκφράζει περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο τήν κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ
δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.»[4] Τοῦτο σημαίνει τήν ἀναγκαιότητα καί τήν ἀποδοχή τῆς
χρησιμοποιήσεως τοῦ ὅρου ἀνθρώπινο πρόσωπο καί γιά τόν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς
συνέβη καί μέ τήν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον καί στήν Τριαδολογία μέ τό
νέο του περιεχόμενο. Ὁ Παῦλος Εὐδοκίμοφ, ἀναφέρει π.χ. ἐπιγραμματικά, ὅτι ὁ
φιλοσοφικός περσοναλισμός «δέν φθάνει ποτέ σ’ ἕναν ἱκανοποπιητικόν ὁρισμό τοῦ
προσώπου. Ἕνας τέτοιος ὁρισμός δέν μπορεῖ νά προέλθη παρά μόνον ἀπ’ τό τριαδικό
δόγμα, ὡς ἀποκάλυψη γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.... Στούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
βλέπομε μιά διακύμανση τῆς ἔννοιας αὐτῆς: ἀρχικά καθορίζεται στό ἐπίπεδο τῆς ἁγίας
Τριάδος καί μόνον μετά τήν σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος περνᾶ στήν χριστολογία καί ἀνθρωπολογία.»[5]
Ὁ Βασίλειος Γιούλτσης ἐρευνῶν τή σχέση τῶν θείων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί
τήν ἀναλογία τῆς Τριαδολογικῆς αὐτῆς πραγματικότητος στήν ἀνθρωπολογία
συμπεραίνει: «Ὡς εἰς τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἔξαρσις τοῦ ὑποστατικοῦ ἰδιώματος
ἀποτελεῖ ἔξαρσιν τῆς μοναδικότητος ἑκάστου ἔναντι τῆς ἑνιαίας Θεότητος, οὕτω
καί ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἡ ἔξαρσις τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ διάκρισιν αὐτοῦ ἔναντι τοῦ ἑνιαίου
ἀνθρωπίνου εἴδους. Συνεπῶς εἰς τό προσωπικόν ἴδιον ἑκάστου ἀνθρώπου συντίθεται ἡ
ἑνότης τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καί χαρακτηρίζεται τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ ἐνοίᾳ
τῆς πληρότητος, τῆς μοναδικότητος καί τῆς αὐθεντικότητος.»[6] Ὁ Βασίλειος
Γιούλτσης τονίζει μάλιστα, ὅτι κατά τόν ἱ. Φώτιον ἑνεκα τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τό πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου «συνεπάγεται κατά τόν
Φώτιον θεώρησιν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ‚τετάρτου‘ μετά τήν Τριάδα προσώπου καί βεβαίως
ἐν ἀδιαμφισβητήτῳ ἐξαρτήσει ἐκ ταύτης.»[7] Καί ὁ τρόπος μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου
εἰς πρόσωπον προέρχεται ἐκ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: «Συνεπῶς ἐντός τῶν ἐκ μόνης
τῆς ἀγάπης ἐκδηλουμένων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ δυνάμεθα νά ἐντοπίσωμεν τήν κίνησιν
αὐτοῦ πρός τόν κόσμον καί τήν διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν μεταμόρφωσιν τοῦ ἀνθρώπου
εἰς πρόσωπον πρός σύναψιν προσωπικῆς μετ’ αὐτοῦ κοινωνίας.»[8] Ὁ Γεώργιος
Μαντζαρίδης τονίζει ἐπίσης: «Τό κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἀναφέρεται εἰς
τόν ἄνθρωπον ὄχι ὡς μεμονωμένον ἄτομον, ἀλλ’ ὡς κοινωνικόν πρόσωπον. Οἱ ἄνθρωποι
δέν ἵστανται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς ἄτομα, ἀλλ’ ὡς πρόσωπα διατελοῦντα ἐν κοινωνίᾳ
καί σχέσει μετ’ ἀλλήλων. Οἱ ἄνθρωποι εἰκονίζουν τόν Θεόν ὡς κοινωνία προσώπων τῆς
αὐτῆς φύσεως.»[9] Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν μάλιστα γιά τήν ὁμοτιμία
καί ἰσοτιμία τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των τόν ἴδιο ὅρο , τόν ὁποῖον χρησιμοποιοῦν
γιά τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. τό ὁμοούσιον, ὅπως χαρακτηριστικά
πράττει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.[10]
Καμμία ἀμφιβολία λοιπόν γιά τήν
χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά τήν ποιοτική του
σημασία σέ σχέση μέ τήν κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στήν Δύση, ὁ γνωστός εὐαγγελικός
θεολόγος καί γνώστης τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας Jürgen Moltmann ἀσχολήθηκε
διεξοδικά μέ τό θέμα καί κατέληξε σέ παρόμοια συμπεράσματα. Παραπέμπει στόν ὀρθόδοξο
θεολόγο Fyodorof καί τονίζει, ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς ἀποτελεῖ τό κοινωνικό μας
πρόγραμμα,[11] πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ποιά ἀντανάκλαση ἔχει ἡ ὕπαρξη τῶν Τριῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί γιά τήν σύγχρονη κοινωνική ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελικός
αὐτός θεολόγος στηρίζεται γιά τήν ἄποψή του αὐτή τῆς κοινωνικῆς ἀπεικονίσεως τῆς
Ἁγίας Τριάδος στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα συγκεκριμένα καί γιά τήν
σημασία τῆς οἰκογενείας, τοῦ ἄνδρα, τῆς γυναῖκας καί τοῦ τέκνου, ὡς τοῦ πυρῆνα
τῆς κοινωνίας, στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό.[12] Ἐπειδή μάλιστα στή Δύση,
τονίζει ὁ Jürgen Moltmann, δέν τονίσθηκε ὅσο θά ἔπρεπε ἡ σημασία τῆς κοινωνίας
τῶν τριῶν προσώπων στήν Ἁγία Τριάδα, ἀλλά πρωτίστως ἡ ἑνότης τῆς οὐσίας καί ἡ
Μονοθεΐα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἀντανάκλαση στήν ἀνθρωπολογία καί στήν κοινωνία ἔφερε
σάν ἀποτέλεσμα τόν «ἰντιβιντουαλισμό», τήν ἀτομοκρατία καί παραμελήθηκε ἡ
κοινωνικότητα τῶν προσώπων καί οἱ διαπροσωπικές σχέσεις στήν κοινωνία. [13]
Γενικά τονίζει καί ὁ θεολόγος αὐτός, ὅτι ἡ μετάπλαση τοῦ ὅρου πρόσωπον διά τῆς
πατερικῆς Τριαδολογίας ἔχει ἐκτεταμένες ἀνθρωπολογικές συνέπειες. Ὁδήγησε στήν
κατανόηση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου...καί στήν κοινωνικότητά του.[14]
Τονίζει δέ ἀνεπιφύλακτα, ὅτι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀναφέρεται στήν κοινωνία τῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἀντικατοπτρίζεται στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων αὐτήν
καθ’ ἑαυτήν καί ὄχι μόνον στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων καί στίς σχέσεις των μεταξύ
των.[15] Σχετικά παραπέμπει καί στόν γνωστό ρουμᾶνο θεολόγο D. Staniloae, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει ὅτι „στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος„ ἀνταποκρίνεται ἡ ἀνθρώπινη
κοινωνία στή μοναδική καί ἀσύγκριτη κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.[16]
Ἡ ἐξέλιξη, λοιπόν, αὐτή τῆς ὁρολογίας
στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία δέν προέρχεται ἀπό κάποια φιλοσοφική σχολή, ἀλλά ἀπό
τήν πατερική Τριαδολογία καί τήν ἀναφορά της καί στήν ἀνθρωπολογία γιά νά
χαρακτηρίσει καί νά ἐξυψώσει τήν ταυτότητα καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἐν κοινωνίᾳ,
χρησιμοποιώντας τήν διατύπωση ἀνθρώπινο πρόσωπο. Αὐτή ἡ πραγματικότητα εἶναι ἤδη
παγκοίνως γνωστή.
Γιά τόν λόγο αὐτό χρησιμοποιεῖται
σήμερα ἡ ἔκφραση «ἀνθρώπινο πρόσωπο» ἀπό θεολόγους, Ἀρχιερεῖς, Ἀρχιεπισκόπους,
Οἰκουμενικούς Ὀργανισμούς, σέ διεθνή καί εὐρωπαϊκά ἐπίσημα Κείμενα. Μέ αὐτήν
τήν ἔννοια τονίζει π.χ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος στό μήνυμά του γιά τό Ἅγιον Πάσχα 2016: «Ὁ Ἀναστάς
Χριστός σέβεται τήν ἐλευθερία καί τήν ἱερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου ἀκόμη
καί αὐτοῦ πού Τόν ἀμφισβητεῖ.» Τό τελικόν Μήνυμα τῆς Β΄ Εὐρωπαϊκῆς Οἰκουμενικῆς
Συνελεύσεως στό Graz τόν Ἰούνιο τοῦ 1997 προτρέπει, ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης
(καί οἱ Ὀρθόδοξες) πρέπει νά παροτρύνουν ὅλους τούς ὑπευθύνους τῆς Εὐρώπης νά
τονίζουν «τήν ἀξιοπρέπεια (ἤ τήν ἀξία die Würde) τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί
τήν ἁγιότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.» Ἐπίσης «νά ἀποκαταστήσουν τήν προτεραιότητα
τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἔναντι τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων...». Ἡ Charta
Oecumenica ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης, (καί τῶν Ὀρθοδόξων) ἡ ὁποία ὑπεγράφη
στό Στρασβοῦργο τό 2001 ἀπό τόν Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, τόν τότε
Μητροπολίτη Γαλλίας καί νῦν Ἑλβετίας Ἱερεμία καί τόν Καρδινάλιο Πράγας Miloslav
Vlk τόν Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Συνόδων τῆς Εὐρώπης,
τονίζει, ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη «ἐπιθυμοῦν, βασιζόμενες στό Εὐαγγέλιο
νά στηρίξουν τήν ἀξιοπρέπεια (ἤ τήν ἀξία die Würde) τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς
εἰκόνος Θεοῦ καί ὡς Ἐκκλησίες νά συμβάλλομε γιά τήν καταλλαγή τῶν λαῶν καί τῶν
πολιτισμῶν.»(Πρόλογος).[17]
Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ἀναφορές σέ
διάφορους τομεῖς τῆς σύγχρονης ζωῆς τῆς ἐκφράσεως «ἀνθρώπινο πρόσωπο» γιά νά ἐκφρασθεῖ
ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ποιοτική διαφοροποίηση ὁρισμένων πράξεων καί ἐξελίξεων
στήν κοινωνία μας, ἐπηρεασμένες ἀπό τό θεολογικό περιεχόμενο τοῦ μεταπλασμένου ὅρου
«πρόσωπον». Π.χ. Καπιταλισμός μέ «ἀνθρώπινο πρόσωπο», «παγκοσμιοποίηση μέ ἀνθρώπινο
πρόσωπο», ἡ Ἑλλάδα ἔδειξε στό προσφυγικό τό «ἀνθρώπινο πρόσωπό της», «νά μή
χαθεῖ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς Εὐρώπης». Μάλιστ, μετά ἀπό ἕνα ἀγῶνα ποδοσφαίρου
εἰς μνήμην ἑνός ἀποθανόντος συμπαίκτου ἐλέχθη ὅτι «Το ποδόσφαιρο ἔδειξε το
ανθρώπινο του πρόσωπο». Τό βιβλίο τοῦ Κώστα Μιχαηλίδη, Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο
Στήν φυσιογνωμική καί τήν ὑπαρξιακή του διάσταση, Ἐκδ. Ἀστήρ 1990,
παρουσιάζεται μέ τά ἑξῆς: «Το πρόσωπο είναι μια μοναδική, απερίγραπτη, σύμφωνα
με την ορθόδοξη παράδοσή μας, ιδιαιτερότητα, που ζει ωστόσο σε μια διαρκή, πολυδιάστατη
ένταση ανάμεσα στον εαυτό της και τον κόσμο, στο οικείο και το αλλότριο, σ'
αυτό, που είναι, και αυτό, που φαίνεται.» Ἡ Ὄλγα Στασινοπούλου διατυπώνει τήν ἐργασία
της:«Από το άτομο στο ανθρώπινο πρόσωπο - Η συμβολή της πατερικής σκέψης στην
υπέρβαση διλημμάτων της κοινωνικής πολιτικής» καί τονίζει: «Η ορθόδοξη
θεολογική σκέψη, με αφετηρία τη διάκριση των προσώπων της Τριαδικής Θεότητας,
προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα
από το ανώνυμο φυσικό άτομο.[18](www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/.../themata.asp?...)
Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἀπό τήν ἐποχή
τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέχρι σήμερα
ἡ σημασία τῆς ἐκφράσεως ἀνθρώπινο πρόσωπο, αὐτή εἶναι ἡ γλῶσσα καί τῆς ἐποχῆς
μας καί στήν θεολογική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολή καί Δύση. Αὐτήν τήν
σημασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου εἶχαν ὑπ’ ὄψη των καί στήν πανορθόδοξη
συντακτική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὅταν χρησιμοποίησαν τήν φράση
«ἀνθρώπινο πρόσωπο» καί κατ’ ἐπανάληψη ἐπεξεργαζόταν τά συνοδικά Κείμενα καί αὐτό
εἶχε ὑπ’ ὄψη της καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ἀποφάσισε δικαίως ἀνάλογα,
χωρίς νά ἔχει κανείς πρόθεση νά φιλοσοφήσει μέ βάση τόν γερμανικό Ἰδεαλισμό!
Πρόθεση τῆς Συνόδου καί ὅλων τῶν
συντακτῶν τοῦ Κειμένου ἦταν, λοιπόν, ἡ ὅσον τό δυνατόν καλύτερη κατανοητή ἔκφραση
καί διατύπωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καί τοῦ ἔντονου ἐνδιαφέροντος τῆς Ὀρθοδοξίας
γιά τήν προστασία καί στήριξη τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά τό λόγο αὐτό τονίζει ἡ Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος: «Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς
δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν καί ἐκ τῆς ἀποστολῆς
αὐτοῦ εἰς τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον, ὑπῆρξε πηγή ἐμπνεύσεως
διά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας....Ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνεξάντλητος
πηγή πάσης χριστιανικῆς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ
μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου.» (Α 1)[19]
Ποῦ εἶναι τό μεμπτόν καί τό μή ὀρθόδοξον
ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ περιεχομένου τοῦ Κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας γιά νά ὑπάρξει τόσο ἔντονη ἀρνητική ἀντίδραση καί πολεμική ἀπό τόν
Σεβασμ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο σέ ἕνα τόσο ζωτικό
θέμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν ὀδυνηρή κρίση τῆς σύγχρονης κοινωνίας; Ἐκτός
τούτου πρέπει νά διαπιστωθεῖ ὅτι τό Κείμενο τῆς Συνόδου συνδέει τό ἀνθρώπινο
πρόσωπο μέ τό κατ’ εἰκόνα καί μέ τό καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου
καί ὄχι μόνο μέ τό κατ’ εἰκόνα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος στήν ἀπάντησή του
στόν καθηγητή Θεόδωρο Γιάγκου. Στήν ἀπάντησή του αὐτή γράφει: «... τό κείμενο
τοῦ 1986 συνέδεε τό πρόσωπο μέ τό κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση Θεοῦ, πού θά
μποροῦσα νά τό ἀποδεχθῶ, ὅπως σαφῶς τό διδάσκει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά τό
πρόβλημα εἶναι ὅτι στό διάστημα μεταξύ τοῦ 2014 καί 2016 ἀπό τήν εἰδική
Διορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειμένων, τό πρόσωπο συνδέθηκε μόνο μέ τό
κατ' εἰκόνα καί ἀφαιρέθηκε τό καθ' ὁμοίωση.»[20] Ὅμως τὀ «καθ’ ὁμοίωση» ὑπάρχει
στό τελικό Κείμενο. Ἀλλά ἐπειδή τό διδάσκει σαφῶς ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τό ἀποδέχεται
ὁ Σεβασμιώτατος καί ὅταν τό «διδάσκει» ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τό ἀπορρίπτει;
Εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος καί οἱ πιστοί ἀκόλουθοί του ἀνώτεροι καί ἀπό κάθε
Σύνοδο;[21]
Γιά τό λόγο αὐτό δέν εἶναι λυπηρό
ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀδικαιολόγητης «ὑποθέσεως» νά δημιουργεῖται τόση σύγχυση,
νά καταπολεμεῖται ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά ἀμφισβητεῖται
τό κῦρος της καί νά τίθεται ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδοξίας σέ κίνδυνο καί νά μήν ὑπογράφεται
τό σχετικό Κείμενό της, τό ὁποῖο ἐκφράζει πλήρως τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τήν ἀγωνία
τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τά προβλήματα τῶν συγχρόνων κρίσεων, παρά μόνον «μέ τήν
ρητή ἐπιφύλαξη ὡς πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο»;
Σκόπιμα ἄφησα τελευταία τήν
μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅπως περιγράφεται πολύ δραματικά γιά
τήν σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά
κυρίως γιά τήν μεγάλη παραμυθυτική σημασία τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, ὅταν οἱ ἄνθρωποι
βλέπονται πρόσωπο πρός πρόσωπο, ἀλλά καί γιά νά τονίσω τί ἀκριβῶς μᾶς λείπει
σήμερα καί κάνει τήν κοινωνία μας φτωχή καί ἀπάνθρωπη καί πολλές φορές παγερά
όδυνηρή καί ἄκαρδη! Πρόκειται γιά τόν γνωστό διάλογο μεταξύ τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου
καί τοῦ κρανίου, τό ὁποῖο συνάντησε στήν ἔρημο: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ὅτι
περιπατῶν ποτε εἰς τήν ἔρημον, εὗρον κρανίον εἰς τό ἔδαφος νεκροῦ ἐρριμένον. Καί σαλεύσας αὐτό τῇ βαΐνῃ ράβδῳ, ἐλάλησέ μοι
τό κρανίον. Καί λέγω αὐτῷ. Σύ τίς εἶ; ἀπεκρίθη
μοι τό κρανίον. ἐγώ ἤμην ἀρχιερεύς τῶν εἰδώλων,
καί τῶν μεινάντων Ἑλλήνων ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.
σύ δέ εἶ Μακάριος ὁ πνευματοφόρος. Οἵαν ὥραν σπλαγχνισθῇς τούς ἐν τῇ
κολάσει, καί εὔχῃ περί αὐτῶν, παραμυθοῦνται ὀλίγον, λέγει αὐτῷ ὁ γέρων. Ποία ἐστίν ἡ παραμυθία, καί τίς ἡ κόλασις;
Λέγει αὐτῷ. ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τῆς
γῆς, τοσοῦτόν ἐστιν πῦρ ὑποκάτωθεν ἡμῶν, ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς ἑστηκότων ἡμῶν
μέσον τοῦ πυρός. Καί οὐκ ἔστι πρόσωπον
πρός πρόσωπον θεάσασθαί τινα, ἀλλά τό πρόσωπον ἑκάστου πρός τόν ἑτέρου νῶτον
κεκόλληται, ὡς οὖν εὔχῃ ὑπέρ ἡμῶν, ἐκ μέρους τις θεωρεῖ τό πρόσωπον τοῦ ἑτέρου.
Αὕτη ἐστίν ἡ παραμυθία.» (Ἀποφθέγματα Μακαρίου, PG 34, 257)[22] Καί προφανῶς
δέν ἐννοεῖ μόνον τήν ἐξωτερικήν ἐμφάνιση τοῦ προσώπου τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ὁλόκληρο
τό εἶναι των, τήν ἀνθρώπινη ὀντότητα. Ἀκριβῶς αὐτή εἶναι καί ἡ τεραστία ἔλλειψη
στήν ἐποχή μας. Δέν ἀποτελοῦμε πλέον κοινωνία προσώπων, ἀλλά ἁπλή συνύπαρξη ἀντιμαχομένων
ἀτόμων μέ συγκρουόμενα συμφέροντα μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ὑπερβολικῆς καί ἀκράτου
ἀτομοκρατίας καί τοῦ ὑπερφύαλου ἀτομικισμοῦ καί ἐγωϊσμοῦ. Ὄχι μόνον δέν ἀποτελοῦμε
κοινωνίαν ἀλληλέγγυων προσώπων, ἀλλά δέν ἔχομε τό θάρρος νά βλεπόμαστε πρόσωπον
πρός πρόσωπον μέ ὅλες τίς συνέπειες μιᾶς κοινωνίας ἐν ἀγάπῃ.
Ἀκριβῶς τήν ἀπάντηση στό κατ’ εἰκόνα
καί καθ’ ὁμοίωση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προϋποθέσεως τῆς δημιουργίας
τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐν κοινωνίᾳ καί ἀγάπῃ, δίδει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός
στήν τελευταία του προσευχή: «21ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ
ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.22κἀγὼ
τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν·23ἐγὼ ἐν αὐτοῖς
καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας
καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.» Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διαπιστώνει ὅτι αὐτό
τό «καθώς» δηλώνει τό πρότυπον, τό παράδειγμα καί τήν εἰκόνα τῆς κοινωνίας τῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί γιά τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων είς τλην Ἐκκλησίαν:
«Ἔλεγεν „Ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς καί ἡμεῖς„ (Ίω. 17, 21), ἵνα ὥσπερ ἐκεῖνος λόγος ὤν
ἔστιν ἐν τῷ ἰδίῳ πατρί, οὕτως ἵνα καί ἡμεῖς, τύπον τινά λαβόντες, καί εἰς ἐκεῖνον
βλέποντες, γενώμεθα ἕν πρός ἀλλήλους τῇ ὁμοψυχίᾳ, καί τῇ τοῦ πνεύματος ἑνότητι,
μή διαφωνῶμεν τε... τό αὐτό δέ φρονῶμεν.»[23]
Καί ἡ ἐσαχατολογική ἐλπίδα,
πεποίθηση καί πίστη ὅλων τῶν χριστιανῶν διατυπώνεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στήν
Ἐπιστολή του πρός Κορινθίους: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι,
τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς
καὶ ἐπεγνώσθην.» (Α’ Κορινθ., 13, 12). Ἰσχυρότερη εἰκόνα τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων
μέ τόν Δημιουργόν Θεόν καί ἡ πληρότης τῆς θεογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας δέν θά ἦταν
εὔκολο νά διατυπωθεῖ. Καί βεβαίως δέν ἐννοεῖ μόνον τήν ἐξωτερικήν ἀναγνώρισιν,
πρόσωπον πρός πρόσωπον, ἀλλά τήν πληρότητα τῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ὑπάρξεως
καί τοῦ βιώματος τῆς ἀμέσου καί ἐντατικῆς κοινωνίας τῆς ἀναντικατάστατης καί ἀμεταβίβαστης
ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν δημιουργόν των Θεόν.
Σωτηριολογικά καί ποιμαντικά
κίνητρα τῶν ἱ. Πατέρων γιά τήν δυναμική διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Χρήσιμον εἶναι ἐπίσης νά ἐπαναφέρομε
στή μνήμη ὅλων ὅτι οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀντιμετωπίζοντας τίς
διάφορες θεολογικές καί δογματικές συζητήσεις τῆς ἐποχῆς των, κυρίως καί
πρωτίστως γιά ποιμαντικούς λόγους, προσπαθοῦσαν νά διατυπώσουν, ὅπου δέν ὑπῆρχαν,
τίς βασικές θεολογικές καί δογματικές ἀρχές τῆς πίστεώς μας. Πολλές φορές μέ
πρωτολειακό χαρακτῆρα χωρίς ἀπαιτήσεις τελικῆς διατυπώσεως, ἀλλά καί χωρίς ὑπερφύαλες
τάσεις οἱ ἀπόψεις των να καταστοῦν δόγμα. Μέ ταπεινοφροσύνη καί ποιμαντική
φροντίδα προσπαθοῦσαν νά συμπαρασταθοῦν στούς πιστούς μέ συμβουλές καί ζωντανά
κηρύγματα, γιά νά ἐπιτύχουν τή σωτηρία των, δηλαδή ἔχοντας ποιμαντικό καί
σωτηριολογικό προσανατολισμό.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες γιά τόν λόγο αὐτό
συνεχῶς ἐτόνιζαν καί παραινοῦσαν νά μή φιλονικοῦμε στήν Ἐκκλησία γιά λέξεις καί
δογματικούς ὅρους, ἀλλά νά φροντίζομε νά ἔχομε μεταξὐ μας ἀγάπη καί τό ἴδιο
φρόνημα! Νά ἀποφεύγομε τά σχίσματα, διατυπώνοντας τό χριστιανικό μας φρόνημα
καί τήν κοινή πίστη μας, ἔστω μέ διαφορετικές λέξεις, νά διατηροῦμε καί νά ἀποκαθιστοῦμε
τήν κοινωνία καί τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἅγιοι καί Μεγάλοι Πατέρες
δέν ἐπεδίωκαν νά στήσουν ἕνα ἀκριβέστατο δογματικό σύστημα μέ ἀπόλυτους καί ἀναντικατάστατους
δογματικούς ἤ μόνον βιβλικούς ὅρους, γιά νά κτίσουν καί μετά νά ὁρίσουν τήν Ἐκκλησία
ἤ γιά νά ποιμάνουν τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἅγιοι καί μεγάλοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤσαν πρῶτα ποιμένες μέ ἀγάπη καί φροντίδα γιά τό
ποίμνιό τους καί μετά δογματολόγοι! Ζωντανό παράδειγμα εἶναι ἡ πρώτη
«Πνευματολογία» πού γράφτηκε ἀπό τόν Μέγα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας τόν ἅγιο Ἀθανάσιο
γιά ποιμαντικούς λόγους. Στήν ἐπαρχία Θμούεως στήν Αἴγυπτο εἶχαν προκληθεῖ ἀνησυχητικές
ταραχές λόγω τῆς ἀμφιβολίας τῆς Θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἐπίσκοπος
Σεραπίων ἔγραψε στόν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιο, τοῦ περιέγραψε τό
ποιμαντικό του πρόβλημα καί τόν παρακάλεσε νά τόν πληροφορήσει τί θά ἔπρεπε νά
διδάσκει στήν Ἐπαρχία του, γιά νά εἰρηνεύσει ταὀ ποίμνιο. Ἐκτός τοῦ ὅτι
διαπιστώνομε ὅτι Ἐπίσκοπος ἐρωτᾶ Ἐπίσκοπον, βλέπομε ὅτι θεολογικά θέματα
δημιουργοῦν καί ποιμαντικές φροντίδες, οἱ ὁποῖες πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ
θεολογική τεκμηρίωση. Οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, οἱ περίφημες Ἐπιστολές
πρός Σεραπίωνα κατά τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος, ἀποτελοῦν, λοιπόν, μέ ποιμαντικά
καί σωτηριολογικά κίνητρα τήν πρώτη δογματική διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου
Πνευματολογίας. Σημαντικόν εἶναι ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ καί ἡ μετριότης καί
ταπεινοφροσύνη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος τονίζει στόν ἐπίσκοπο Σεραπίωνα ὅτι
γράφει αὐτές τίς Ἐπιστολές σύμφωνα μέ τήν γνωστή του παράδοση καί τόν παρακαλεῖ
νά συμπληρώσει τυχόν ἀτέλειες στό περιεχόμενο τῶν Ἐπιστολῶν του. Καμμία λοιπόν ὑπεροψία
περί τῆς τελειότητος τῶν γραφέντων ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο.
Ὁ ἅγιος Μέγας Ἀθανάσιος διεξήγαγε
θεολογικούς διαλόγους μέ ὅλους τούς ἀντιφρονοῦντες ἀρειανούς καί ἡμιαρειανούς
καί πνευματομάχους καί προσπαθοῦσε νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν
χριστιανῶν, στηριζόμενος πάντα στό κοινό φρόνημα καί στό περιεχόμενο τῆς κοινῆς
πίστεως, ὄχι μόνον στίς λέξεις. Δέν τοποθετοῦσε στό προσκήνιο μόνον τούς τύπους
καί μόνον τή γλωσσική διατύπωση τῆς πίστεως: «Ἀλλά καί περί τῆς κατά σάρκα οἰκονομίας
τοῦ Σωτῆρος, ἐπειδή καί περί τούτου ἐδόκουν φιλονικεῖν τινες πρός ἀλλήλους, ἀνεκρίναμεν
καί τούτους κἀκείνους, καί ὅπερ ὡμολόγουν οὗτοι, συνετίθεντο κἀκεῖνοι, ὅτι...».[24]
μετά από διάλογο διαπιστώνεται ἑνότητα περιεχομένου μέ διαφορετική διατύπωση! Ἀκόμα
καί ὁ σπουδαιότερος χριστολογικός ὅρος τῆς ἐποχῆς του, τό ὁμοούσιον, ἐτέθη ὑπό ἀμφισβήτηση,
διότι Σύνοδοι τό εἶχαν ἑρμηνεύσει ἀρνητικά, ἐνῶ ἡ Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἐχρησιμοποίησε
τόν ὅρο αὐτό, ὁμοούσιο, θετικά, γιά νά ἐκφράσει τήν Θεότητα τοῦ Πατέρα καί τοῦ
Υἱοῦ, καί νά ἀπορρίψει τήν ἄποψη τοῦ Ἀρείου, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα. Ὁ ὅρος αὐτός,
ἔλεγαν οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἀρνητικά καί ἐκτός τούτου δέν ἦταν
βιβλικός, καί γιά τόν λόγο αὐτό ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος
δίδει τή σωστή ἀπάντηση: «Οὐκοῦν εἰ τά ρήματα (δηλ. τό ὁμοούσιον) καί οὗτοι ὡς
ξένα προφασίζονται, φρονείτωσαν τήν διάνοιαν, καθ’ ἥν ἡ σύνοδος ἔγραψεν, ἀναθεματίζοντες
ἅπερ ἀναθεμάτισεν ἡ σύνοδος καί λοιπόν, εἰ δύνανται, μεμφέσθωσαν τάς
λέξεις...»[25] Ἦταν λοιπόν διατεθειμένος νά θυσιάσει τόν σημαντικώτερο ὅρο τῆς
Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν θά ὁμολογοῦσαν οἱ ἀντιτιθέμενοι τήν ἀπόφαση τῆς
Συνόδου, ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Θεός καί ὄχι κτίσμα. Οἱ διατυπώσεις εἶναι
χρήσιμες, ἀλλά δέν ἔχουν ἀπόλυτο χαρακτῆρα καί δέν ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τό
ὀρθό φρόνημα καί τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, τό ὁποῖο μπορεῖ νά διατυπωθεῖ καί
μέ ἄλλον τρόπο καί μέ διαφορετική γλώσσα καί διαφορετικές λέξεις. Καί ἐφόσον
διαπιστωθεῖ μετά ἀπό διάλογο τό αὐτό φρόνημα καί ἡ αὐτή πίστη τονίζει ὁ ἱ.
Πατήρ: «πρός δέ τούς ἀποδεχομένους τά μέν ἄλλα πάντα τῶν ἐν Νικαίᾳ γραφέντων,
περί δέ μόνον τό ὁμοούσιον ἀμφιβάλλοντας, χρή μή ὡς πρός ἐχθρούς διακεῖσθαι.
Καί γάρ καί ἡμεῖς οὐχ ὡς πρός Ἀρειομανίτας οὐδ’ ὡς μαχομένους πρός τούς πατέρας
ἐνιστάμεθα, ἀλλ’ ἀδελφοί πρός ἀδελφούς διαλεγόμεθα τήν αὐτήν μέν ἡμῖν διάνοιαν ἔχοντας
περί δέ τό ὄνομα μόνον διστάζοντας.»[26]
Ἕτερος μεγάλος καί ἱερός Πατήρ, ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γνωρίζει αὐτή τήν ποιμαντική καί σωτηριολογική
μέθοδο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, τήν ἐπαινεῖ καί τήν χαρακτηρίζει φάρμακον! «Τῷ δέ
παρ’ ἑαυτοῦ φάρμακον ἐπάγει τῷ ἀρρωστήματι. Πῶς οὖν τοῦτο ποιεῖ;
Προσκαλεσάμενος ἀμφότερα τά μέρη, οὕτωσι πράως καί φιλανθρώπως, καί τόν νοῦν τῶν
γραφομένων ἀκριβῶς ἐξετάσας, ἐπειδή συμφρονοῦντας εὗρε καί οὐδέν διεστῶτας κατά
τόν λόγον, τά ὀνόματα συγχωρήσας συνδεῖ τοῖς πράγμασιν.»[27]
Γνωστόν εἶναι ἐπίσης σέ ὅλους
τούς γνῶστες τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, ὅτι καί ἄλλος Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ ἅγιος Βασίλειος ἐνεργοῦσε μέ τήν ἴδια ποιμαντική εὐαισθησία καί δογματική εὐκαμψία,
ἔδιδε ἀπόλυτη προτεραιότητα ὄχι στίς λέξεις καί τούς ὅρους, ἀλλά στό φρόνημα
καί τό περιεχόμενο τῆς ὀρθῆς πίστεως. Καί δέν νομίζω, ὅτι θά ὑπάρξει κάποιος, ὁ
ὁποῖος θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος μειοδότησε τήν
διδασκαλία περί Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς τήν Πνευματολογία τοῦ ἱεροῦ Πατρός δέν
θά ὑπῆρχε οὔτε ἡ ὀρθή ἀντιμετώπιση τῶν Πνευματομάχων στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
οὔτε καί ἡ ὀρθόδοξη διατύπωση τῆς περί Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλίας στό Σύμβολο
τῆς Πίστεως τῆς Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου. Καί ὅμως οὔτε ὁ ἅγιος Βασίλειος οὔτε
τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ἐχαρακτήρισαν ποτέ τό Ἅγιον Πνεῦμα εὐθέως Θεόν, ἤ ὁμοούσιον,
ἀκριβῶς γιά ποιμαντικούς, ἱεραποστολικούς καί σωτηριολογικούς λόγους ἔναντι τῶν
ἀντιφρονούντων τῆς Ἐπαρχίας του. Τοῦτο ἔπραξε ὁ ἱ. Πατήρ ἀκολουθῶν τόν Ἀπόστολο
Παῦλο, ὁ ὁποῖος «τοῖς πᾶσι γέγονε τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσει» (Α’ Κορ.
9:19-22). Καί αὐτό εἶναι ἡ τελικά ἐπιτυχής ποιμαντική οἰκονομία τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου. Καί ἄν καί ὁ φίλος του Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός κατ’ ἀρχήν ἐλυπήθη
καί παραπονέθηκε γιά τή στάση αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου μέ ἐπιστολή[28], ὅμως
τελικά τό κατάλαβε καί τόν ἐπαινεῖ: «Αὐτοῖς μέν γάρ οὐδεμίαν εἶναι ζημίαν, ὑπαλλατομένων
μικρόν τῶν λέξεων, καί φωναῖς ἄλλαις τό ἴσον διδασκομένοις. Οὐδέ γάρ ἐν ρήμασιν
ἡμῖν εἶναι τήν σωτηρίαν μᾶλλον ἤ πράγμασιν»[29]. Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπερασπίσθηκε
τόν τοιοῦτον Ἐπίσκοπον τῆς Καππαδοκίας, τό «καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας» Βασίλειον
τόν Μέγα καί ἐδόξασε τόν Κύριο.[30]
Καί ἀπό ἕνα συνοδικό λυπηρό
γεγονός προέρχονται σωστά συμπεράσματα: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ὑπῆρξεν
ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅμως δέν
ἄντεξε τά δύσβατα προβλήματα, τά ὁποῖα τοῦ ἐδημιούργουν οἱ ἀδελφοί του ἐπίσκοποι
καί ἀναγκάστηκε νά παραιτηθεῖ τόσον ἀπό τήν ἕδρα του τῆς Ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως ὅσον καί ἀπό τήν Προεδρία τῆς Συνόδου. Δέν θά ἀναφέρω ἐδῶ
τούς λόγους παραιτήσεώς του. Ὅμως ἀποχωρῶν ἀπό τήν Σύνοδο ἐξεφώνησε τόν ἀποχαιρετιστήριο
Λόγο του, τόν περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καί τήν
πνευματική του Διαθήκη γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Γιά τό θέμα τῆς σημασίας τῶν
λέξεων καί τῶν ὅρων διατυπώσεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μᾶς ἄφησε μιά ρητή ἐντολή,
ἐπίκαιρη καί σημαντική μέχρι σήμερα: «τό μέν ἕν, τῇ οὐσίᾳ γινώσκοντες. Καί τῷ ἀμερίστῳ
τῆς προσκυνήσεως. τά δέ τρία, ταῖς ὑποστάσεσιν, εἴτ’ οὖν προσώποις, ὅ τισι
φίλον. Μηδέ γάρ οἱ περί ταῦτα ζυγομαχοῦντες ἀσχημονείτωσαν, ὥσπερ ἐν ὀνόματι
κειμένης ἡμῖν εὐσεβείας, ἀλλ’ οὐκ ἐν πράγμασι.»[31]
Εἶναι χρήσιμον νά ἀναφερθεῖ καί ἡ
γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν στάση καί τήν
μέθοδο τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί παραπέμπων σέ αὐτούς
τονίζει: «Τούτοις συνῳδά καί ὁ μέγας γράφει Βασίλειος. „οὐ χρή προσέχειν
λέξεσιν, ἀλλά τῇ τοῦ σκοποῦ δυνάμει. Κἄν γάρ ἀγράφους τις λέγῃ λέξεις, οὐδέν
διαφέρει, ἕως ἄν εὐσεβῆ τήν διάνοιαν ἔχῃ.
Οἱ δέ αἱρετικοί κἄν ταῖς ἂπό τῶν γραφῶν χρήσωνται, οὐδέν ἦττον ὕποπτοι
καί τόν νοῦν διεφθαρμένοι.„ Τούτων κατ’ οὐδέν ἀπᾷδον καί ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος
διδάσκει Γρηγόριος „...Οἱ δέ σφόδρα προπολεμοῦντες τοῦ γράμματος, ἵστωσαν ἐκεῖ
φοβούμενοι τόν φόβον, οὔ μή ἐστι φόβος, καί σαφῶς γινωσκέτωσαν, ὡς ἔνδυμα τῆς ἀσεβείας
αὐτοῖς ἐστίν ἡ δειλία τοῦ γράμματος.“ (ἐδῶ παραπέμπει στό κείμενο τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ ἀπό τόν 39ον Λόγον του εἰς τά ἅγια Φῶτα PG 36, 345). Στή
συνέχεια παραπέμπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί σέ ἄλλους μεγάλους Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ γιά νά τονίσει, ὅτι δέν ἔχουν
οἱ λέξεις καί οἱ ὅροι προτεραιότητα ἀπό τήν πίστη καί τό γνήσιο φρόνημα.[32]
Τί σημαίνει ἡ φράση «ἑπόμενοι τοῖς
ἁγίοις Πατράσι»;
1) Μετά ἀπό τίς προηγούμενες
παρατηρήσεις τοῦ τρόπου δράσεως καί ἐνεργείας τῶν Ἁγίων καί Μεγάλων Πατέρων,
τούς ὁποίους ἀνέφερα ὀνομαστικῶς καί τόν τρόπον καί τήν ποιμαντική μέθοδό των,
νομίζω, ὅτι ἐάν ἐφαρμοσθεῖ πράγματι τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» δέν θά
δικαιωθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι σήμερον ἀπαιτοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο πράγματα, τά ὁποῖα ἀντιτίθενται πρός τούς ἁγίους Πατέρες.
2) Ὅταν οἱ Σύνοδοι, ἀκόμα καί οἱ
Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἀνέφεραν τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», δέν σημαίνει ὅτι
οἱ Οἰκουμενικές αὐτές Σύνοδοι ἀντέγραφαν στατικά καί μηχανικά ὅλα ὅσα εἶχαν ἀναφέρει
οἱ ἅγιοι Πατέρες, διότι ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀσχολήθηκαν μέ τά ἐπίκαιρα
προβλήματα τῆς ἐποχῆς των, δηλ. μέ τίς νέες ἐκκλησιαστικές καί δογματικές
προκλήσεις, τίς ὁποῖες ἀντιμετώπιζεν ἡ Ἐκκλησία εἴτε σέ τοπικόν εἴτε σέ γενικό
πλαίσιο τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Οὕτε τό τοῦ Ἁγίου Δαμασκηνοῦ «ἐρῶ γάρ ἑμόν οὐδέν»
δέν πρέπει νά ἑρμηνεύεται κατά λέξη, διότι καί αὐτός ὁ ἅγιος Πατήρ, ὁ Μέγας
Δαμασκηνός «εἶπεν ἀρκετά ἐμά», δηλαδή ἡ Θεολογία του βοήθησε πολύ τήν Ἐκκλησία
μας γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν εἰκονοκλαστική θεολογική πλάνη.
[1] Δημητρίου Γ. Τσάμη, Εἰσαγωγή
στήν πατερική σκέψη, ἔκδ. 3η, Θεσσαλονίκη 1990, 96.
[2] Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο
δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄,
Θεσσαλονίκη 2000, 17 Ἑξ.
[3] Πρβλ. Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό
τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον.Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν
τοῦ προσώπου, Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος,
Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, 687 ἑξ.
[4] Άγγελος Αλεκόπουλος, Το ανθρώπινο
πρόσωπο αποτελεί δυναμικό γίγνεσθαι, 12 Αυγούστου 2016 στό Πεμπτουσία.
[5] Παῦλος Εὐδοκίμοφ, Ἡ Ὀρθοδοξία,
, Μετάφρ. Ἀγαμέμνων Τ. Μουρτζόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, 90ἑξ.
[6] Βασιλείου Γιούλτση, Θεολογία
καί διαπροωπικαί σχέσεις κατά τόν Μέγαν Φώτιον, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 20,
Θεσσαλονίκη 1974, 49.
[7] Βασιλείου Γιούλτση, Ὅπ. Παρ.
[8] Βασιλείου Γιούλτση, 50ἑξ.
[9] Γεωργίου Μαντζαρίδου,
Χριστιανική Κοιονωνιολογία, Κατά τάς Πανεπιστημιακάς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη
197129.
[10] Ἀθανασίου, Πρός Σεραπίωνα
II, 3, PG 26, 612B: «ἄνθρωποι γοῦν ὅμοιοι καί ταυτότητα ἔχοντες, ὁμοούσιοι ἐσμέν
ἀλλήλων.»
[11] "Die heilige Trinität ist unser
Sozialprogramm." Jürgen Moltmann, Die versöhnende Kraft der Dreieinigkeit
im Leben der Kirche und der Gesellschaft, in: Ökumenisches Forum 6(1983)55. Πρβλ. καί τό Studienheft
Nr. 15 τοῦ Συμβουλίου τῶν
Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκκλησιῶν (KEK), Genf 1983.
[12] Gregor von Nazianz, Fünf theologische
Reden, Düsseldorf 1963, 239 (XXXI, Rede III). Jürgen Moltmann, Die versöhnende
Kraft der Dreieinigkeit im Leben der Kirche und der Gesellschaft, Ökumenisches
Forum6 (1983) 49ἑξ.
[13] Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό στό Jürgen Moltmann, Trinität und Rech
Gottes, München 1980.
[14] Jürgen Moltmann, Die versöhnende Kraft der
Dreieinigkeit, 47ἑξ.
„Diese Umwandlung des Personbegriffs durch die christliche Trinitätslehre hat
weitreichende anthropologische Folgen gehabt. Sie hat zum Verständnis der
Personalität des Menschen geführt und den anthropologischen Modalismus
überwunden, der den Menschen in seine sozioale Funktionen auflöst“.
[15] Jürgen Moltmann, Die versöhnende Kraft der
Dreieinigkeit, 52
[16] D. Staniloae, The Holy Trinity: Structure
of Supreme Love, in: Theology and the
Church, New York 1980, 73-100.
[17] Ἐδῶ θά μποροῦσαν νά παρατεθοῦν
πολλές ἀναφορές κειμένων, Ἐγκυκλίων, ἀποφάσεων, Μηνυμάτων κλπ. στά ὁποῖα
μαρτυρεῖται ἡ γλωσσική αὐτή ἐξέλιξη καί χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου ἀνθρώπινο
πρόσωπο γιά μεγαλύτερο σεβασμό καί προστασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καί τό Ἀνακοινωθέν
τοῦ Διαθρησκειακοῦ Συμβουλίου τῆς Ρωσίας τῆς 7ης Ὀκτωβρίου 2016 ἐκφράζει τήν ἔκκληση
γιά κατάπαυση τοῦ πυρός στήν Οὐκρανία καί μεταξύ ἄλλων τονίζει: «Το
Διαθρησκειακό Συμβούλιο της Ρωσίας είναι πρόθυμο να στηρίξει παντοιοτρόπως τις
ειρηνευτικές πρωτοβουλίες προς διευθέτηση της συγκρούσεως στην Ουκρανία και
εδραίωση των αρχών των απαράγραπτων δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας του κάθε
προσώπου, του σεβασμού του ιερού δώρου της ανθρώπινης ζωής.» Γράφτηκε από
τον/την Romfea.gr. Παρασκευή, 07 Οκτώβριος 2016
[18] Ὄλγα Στασινοπούλου, Από το
άτομο στο ανθρώπινο πρόσωπο. Η συμβολή της πατερικής σκέψης στην υπέρβαση
διλημμάτων της κοινωνικής πολιτικής,
www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/.../themata.asp?...Βιβλιοθήκη
«Πορφυρογέννητος»
[19] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ, Α, 1.
[20] Ἀναφορά στόν δημόσιο διάλογο
γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, Μιά ἀπάντηση στόν καθηγητή Θεόδωρο Γιάγκου.
Δημοσιεύθηκε 21 Σεπτεμβρίου 2016, στό http://www.amen.gr
[21] Δέν εἶναι τοῦ παρόντος γιά
νά ἀναφερθοῦν οἰ διαφορετικές ἀπόψεις καί τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ
στό περιεχόμενο τοῦ κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωση.
[22] Μεγάλης σημασίας εἶναι τά ἔργα
τῶν καλλιτεχνῶν ὅλον τόν κόσμο, οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν σέ πρόσκληση τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀκαδημίας Κρήτης γιά νά ἐκπονήσουν ἔργα τέχνης ἔχοντα ὡς βάση τήν διήγηση αὐτή
τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μέ θέμα: «Πρόσωπο πρός πρόσωπο». Ἀξίζει νά ἐπισκεφθεῖ
κανείς τήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης καί μόνον γιά τό θέμα αὐτό γιά νά
συνειδητοποιήσει τήν εὐαισθησία τῆς Ἀκαδημίας γιά τό ἐπίκαιρο αὐτό θέμα μέ τήν
πρόσκλησή της αὐτή, ἀλλά καί τήν ἀναγνώριση καί ἀνταπόκριση τόσων πολλῶν
καλλιτεχνῶν γιά τήν σημασία τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καί τόν ἀναγκαῖο
παραμυθυτικό των ρόλο σήμερα.
[23] Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν,
ΙΙΙ, 20, PG 26, 364. ΒΕΠ 30, 267. «...ἀλλά παράδειγμα καί εἰκών...»Ὅπ. παρ. 21,
368, ΒΕΠ 30, 268ἑξ.
[24] Ἀθανασίου, Πρός Ἀντιοχεῖς, 7
PG 26, 804. ΒΕΠ 31, 127.
[25] Ἀθανασίου, De decretis Nicaenae syn. 21, 1, OPITZ II,
17. ΒΕΠ 31, 162.
[26] Ἀθανασίου, De Syn. 41, 1, OPITZ 266. ΒΕΠ 31, 326ἑξ
[27] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 21, 25, εἰς τόν
Μ. Ἀθανάσιον
PG 35, 1125AB.
[28] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐπιστολή
58, Βασιλείῳ, PG 37, 113A ἑξ.. «Μέχρι τίνος ὑπό τῷ μοδίῳ τόν λύχνον κρύψωμεν;»
[29] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγ.
43, 68. Εἰς τόν Μ. Βασίλειον, PG 36, 588.
[30] «αὐτός μέν γάρ, ὡς
τεθάρρηκα, τοῖς ἀσθενοῦσιν ὡς ἀσθενής γίνεται, ἵνα τούς ἀσθενεῖς κερδήσῃ, οἱ δέ
ἀγαπητοί ἡμῶν ἀποβλέποντες εἰς τόν σκοπόν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ καί τήν οἰκονομίαν,
δοξαζέτωσαν τόν Κύριον, τόν δεδωκότα τῇ Καππαδοκίᾳ τοιοῦτον Ἐπίσκοπον, οἷον ἑκάστη
χώρα ἔχειν εὔχεται». Ἀθανασίου, Ἐπιστολή 53, Πρός Παλλάδιον, PG 26, 1168 CD.
[31] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος
42, Συντακτήριος, 16, PG 36, 477A
[32] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Τῷ πάντα
καλῷ καγαθῷ καί σοφῷ νομοφύλακι Συμεών, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ.
Παναγιώτοπυ Χρήστου, (Γ. Μαντζαρίδης, Ν. Ματσούκας, Β. Ψευτογκάς) Τόμ. Β΄
Θεσσαλονίκη 1966, 395ἑξ.
Β΄ Μέρος:
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄
χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα καί τό φρόνημα,
ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ποιμαντική τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατά
συνέπειαν καί τό ἔργον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στή διατύπωση τῆς ὀρθῆς, τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου κανείς ποτέ δέν ἰσχυρίσθηκε, ὅτι καί οἱ δογματικές
λεκτικές διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐπαναλήψεις τῶν προηγουμένων
Συνόδων οὔτε ὅτι εἶχαν ἀπόλυτο θεόπνευστο χαρακτῆρα.[1]
Διαπιστώνεται, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι ἐπέλεγαν ἀπό τόν πλοῦτο τῆς θεολογίας καί τῶν θεολογικῶν ἐκφράσεων τῶν ἱ.
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί συνέτασσαν τόν θεολογικό Ὅρο, δηλαδή τό ἑκάστοτε
Δόγμα. Δέν ἐπεκυρώθησαν ὅλες οἱ θεολογικές γνῶμες καί διατυπώσεις ὅλων τῶν ἱ.
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν οἱ Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας δεν ἔχουν δογματικό καί ἀναντικατάστατο ἤ καί ἀλάθητο κῦρος,
χωρίς νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως καί τοῦ φρονήματός των. Γιά τόν
λόγο αὐτό ἡ χρησιμοποίηση μεμονωμένων ἀποσπασμάτων ἐκ τῶν ἔργων τῶν ἁγίων
Πατέρων καί ἄλλων συγγραφέων τῆς Ἐκκλησίας κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἀποφάσεών της, δέν ἔχει κἄν ἰσοβαρές κῦρος καί δέν
μπορεῖ κἄν νά ὑποβαθμίσει οὔτε νά προσβάλλει τήν αὐθεντία καί τήν ἰσχύ τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά δημιουργεῖ σέ πολλούς ἄσκοπα ἀμφισβητήσεις, συγχύσεις
καί ἐχθρικές στάσεις ἔναντι τῆς Συνόδου, διαταράσσοντας καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας δίδει συγκεκριμένα παραδείγματα καί ἀπαντήσεις στίς
συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενες ἀντιρρήσεις.
Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἤδη ἀπό τήν πρώτη αὐτή Οἰκουμενική
Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι ἀπό τήν Δύση. Βασική ὁρολογία, τήν ὁποία
ἐχρησιμοποίησε ἡ Σύνοδος γιά τήν Χριστολογία ἤταν τό ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρός
τόν Πατέρα, γιά νά ἐκφράσει τήν Θεότητα καί τοῦ Υἱοῦ. Αὐτός ὁ ὅρος ἐκτός τοῦ ὅτι
δέν εἶναι βιβλικός, εἶχε ἀπορριφθεῖ ἀπό προηγούμενη Σύνοδο. Διαπιστώνεται,
λοιπόν, ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε καί ἡ ἀπόφαση αὐτή ἦταν ἔγκυρη καί τελεσίδικη
καί γιά τούς ἀρειανούς. Ὅπως διαπιστώθηκε καί προηγουμένως, ἡ διατύπωση αὐτή τῆς
Συνόδου δέν ἦταν ὅμως καί ἀπόλυτος, καθώς ἐτόνιζε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος
ἔλεγε, ἐάν ἡ λέξη αὐτή θά γινόταν ἀφορμή νά δημιουργηθεῖ σχίσμα, ἄς μή
χρησιμοποιεῖται. Ἀρκεῖ νά γίνει ἀποδεκτό τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, τό ὁποῖο ἤθελε
νά διατυπώσει καί νά διασώσει ἥ Σύνοδος τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τήν ἀπόρριψη τῆς
ἐσφαλμένης ἀπόψεως, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν κτίσμα.
Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Κωνσταντινουπόλεως 381
Στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
Κωνσταντινουπόλεως τό 381, δέν προσεκλήθη ἡ Δυτική Ἐκκλησία καί συνεπῶς δέν
συμμετεῖχε στίς ἐργασίες της κανείς ἐπίσκοπος ἀπό τήν Δύση, οὔτε ὁ ἐπίσκοπος
Ρώμης. Ὅμως ἀνεγνωρίσθη ἀπό τήν καθόλου Ἐκκλησία Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς Οἰκουμενική,
δηλ. καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ἐκλήθη καί δέν ἔλαβε κἄν μέρος.
Στή Σύνοδο αὐτή καί κατά τήν
σύνταξη τῆς «Ὁμολογίας πίστεως», ἡ ὁποία ἀργότερα ἐπεκράτησε ὡς «Σύμβολο
πίστεως», «δέν κρίθηκε ἀναγκαία ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου “ὁμοούσιος” γιά τό ἅγιο
Πνεῦμα, ὁ ὁποῖος θά δυσχέραινε τήν προσχώρηση στήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα τόσον
τῶν Πνευματομάχων ἤ Μακεδονιανῶν, ὅσο καί τῶν μετριοπαθῶν ἀρειανοφρόνων,
συμφώνως καί πρός τίς συστάσεις τοῦ Μ. Βασιλείου.»[2] Καί αὐτό θεωρεῖται
«ποιμαντική Οἰκονομία» γιά τήν σωτηρία ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων καί ὄχι γιά
τήν «σωτηρία» τῶν διατυπώσεων καί τοῦ γράμματος.
Πρέπει ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ, ὅτι ὅταν
ἕνα ἔτος μετά, δηλ. τό 382 ἐκάλεσε ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Δάμασος διά τοῦ αὐτοκράτορος
καί τούς ἀνατολικούς ἐπισκόπους σέ Σύνοδο στήν Ρώμη, συνῆλθαν ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς
στήν Κωνσταντινούπολη, συσκέφθηκαν καί ἔγραψαν μία πολυσήμαντη ἐπιστολή ὅτι γιά
διαφόρους λόγους ἀδυνατοῦν νά μεταβοῦν στή Ρώμη καί νά λάβουν μέρος στή Σύνοδο ἐκείνη.
Ἐτόνιζαν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς «Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[3] τοῦ προηγουμένου ἔτους
(381) στήν Κωνσταντινούπολη εἶχαν δώσει ἀπαντήσεις στά ὑπάρχοντα προβλήματα. Ἐκτός
τούτου, ἀνάφεραν, ἡ ἀπόσταση εἶναι μακρυνή, μερικοί ἐπίσκοποι εἶναι ἡλικιωμένοι
καί ἄρρωστοι, οἱ ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά εἶναι συχνά ἀπόντες ἀπό τίς Ἐπαρχίες
των κλπ. Τήν ἀπάντηση αὐτή τῶν ἀνατολικῶν ἐπισκόπων ἀποδέχθηκε ὁ Πάπας Ρώμης
και οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Δύσεως καί ἀναγνώρισαν τίς ἀποφάσεις τῆς «Οἰκουμενικῆς
Συνόδου» τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381. Ἐπισήμως ἀνεγνωρίσθη ἡ Σύνοδος αὐτή ὡς
Οἰκουμενική ὄχι ἀπό τήν ἑπόμενη Σύνοδο, δηλ. τήν Γ΄ τῆς Ἐφέσου τό 431, ἀλλά ἀπό
τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο Χαλκηδόνος τό 451.
Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος Ἐφέσου
431
Καί ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν
Ἔφεσο, ἡ ὁποία καταδίκασε τόν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, δίδει
σαφέστατες ἀπαντήσεις στούς ἐνισταμένους κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιά τήν ὑπόθεση αὐτή τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου ἐξελίχθηκε προηγουμένως μιά πλούσια ἀλληλογραφία
μεταξύ Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως, Κελεστίνου Ρώμης καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
ὅπου διαφαίνεται μάλιστα καί πάλι ἡ ἀποτελεσματική συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς
καί Δύσεως, ὡς «ἐκκλησιαστικός ἄξονα Ρώμης-Ἀλεξανδρείας».[4] Μετά ταῦτα
συνεκάλεσε ὁ ἐπίσκοπος καί Πάπας Ρώμης Κελεστίνος Σύνοδο στή Ρώμη τό 430, ἡ ὁποία
καταδίκασε τόν Νεστόριο. Τό ἴδιο ἔτος συνέβη ἀκριβῶς τό ἴδιο καί στήν Ἀλεξάνδρεια.
Παρ’ ὅλα ταῦτα δέν σταμάτησαν οἱ ἔριδες. Μετά ταῦτα ἐθεωρήθη στήν
Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα, ἀπό τούς ὀρθοδόξους, ἀλλά καί ἀπό τόν
Νεστόριο, ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν λύση τοῦ
προβλήματος, παρά τό ὅτι ὁ Πάπας Ρώμης λόγω τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ
Νεστορίου στή Ρώμη δέν θεωροῦσε πλέον ἀναγκαία τήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β΄ μαζί μέ τόν συναυτοκράτορα
Βαλεντινιανό τήν 19η Νοεμβρίου 430. Ὁ Αὐτοκράτορας στήν πρόσκλησή του σχετικά
μέ τήν συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων στήν Σύνοδο αὐτή ἐφάρμοσε τό Μητροπολιτικό
σύστημα. Δηλαδή ἐκάλεσε μόνον τούς Μητροπολῖτες καί τούς συνέστησε νά πάρουν
μαζί τους καί μερικούς ἱκανούς ἐπισκόπους.[5] Κανείς λόγος, λοιπόν νά λάβουν
μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας στή Σύνοδο, «γιατί εἶχε
καθοριστική ἀξία καί γιά τήν ἀντιπροσωπευτική ἰσορροπία στή σύνθεση τῶν μελῶν τῆς
συνόδου.»[6]
Καί ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θά ἐρχόταν
δέν ἦσαν ὅλοι παρόντες κατά τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου ὑπό τήν προεδρία τοῦ
Κυρίλλου Ἀλεχανδρείας. Στήν πρώτη συνεδρίαση καί προτοῦ φθάσουν ὅλοι οἱ
συνοδικοί, δηλ. ἀπουσίαζε ἡ Ἀντιόχεια, κατεδίκασε ἡ Σύνοδος τόν Νεστόριο.
Παρά τό ὅτι ὁ Πάπας Ρώμης ἀνέμενε
ὡς φυσιολογικό νά θεωρηθεῖ ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ὁ Νεστόριος ὡς
καταδικασμένος στἠν Ρώμη, δηλ. νά ἀποδεχθεῖ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἁπλῶς καί
μόνον τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης καί νά τελειώσει τό θέμα, ἡ Σύνοδος τῆς
Ἐφέσου ἔπραξε τελείως διαφορετικά καί ἐθεώρησε ὡς δικαίωμά της τήν ἀναγκαιότητα
νά ἐρευνηθεῖ τό πρόβλημα τοῦ Νεστορίου αὐτόνομα καί ἐξ ὑπαρχῆς, ὡσάν νά μήν
συνέβη κἄν ἡ καταδίκη τοῦ Νεστορίου στή Ρώμη ἤ στήν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ ἀντιπρόσωποι
τοῦ Πάπα Κελεστίνου, οἱ ἐπίσκοποι Ἀρκάδιος καί Προΐεκτος καί ὁ πρεσβύτερος
Φίλιππος, ὁποῖοι ἔφθασαν ἀργότερα συμφώνησαν τελικά μέ τήν ἤδη ληφθεῖσα στήν Ἔφεσο
καταδικαστική ἀπόφαση κατά τοῦ Νεστορίου, ὅπως συμφώνησε καί ὁ ἴδιος ὁ Πάπας
Κελεστῖνος.
Ἐάν θά ἤρχοντο περισσότερες ἀντιπροσωπεῖες
Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ προαποφάσεις συνοδικές τῶν Τοπικῶν
των Ἐκκλησιῶν καί ἐπέμενον στήν δεσμευτική των ἀποστολή, τότε δέν θά εἶχε
κανένα νόημα κἄν ἡ Σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι μέ αὐτόν τόν τρόπο
θά καταστρατηγεῖτο ἡ κεντρική ἰδέα τῆς συνοδικότητος. Καί τί θά συνέβαινε, ἐάν
οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἦσαν ἀντιφατικές μεταξύ των γιά τό ἴδιο θέμα;
Ἡ διαδικασία, ὅμως, τῆς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἔδωσε τήν σωστή καί τελική ἀπάντηση.
Ὁ γνωστός ρωμαιοκαθολικός
θεολόγος, καθηγητής W. de Vries περιγράφει τήν κατάσταση γύρω ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο ὡς ἑξῆς: «Γιά τόν Κελεστῖνο εἶχε λήξει τό ζήτημα μέ τήν ρωμαϊκή ἀπόφαση.
Συζητήσεις ἐπ’ αὐτοῦ θά ἦσαν περιττές καί ἐπιζήμιες. Ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα
Προϊέκτος ἀπαιτεῖ μάλιστα συγκεκριμένα ἀπό τήν Σύνοδο νά ἐφαρμόσει ἁπλῶς τήν ἀπόφαση
τοῦ Πάπα. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα ἐτόνιζαν στήν Σύνοδο: Ὁ Πάπας ἀποφάσισε καί ἡ
Σύνοδος πρέπει νά συμφωνήσει μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή. Ὁ πρεσβύτερος Φίλιππος
διαπιστώνει μετά τήν καταδίκη τοῦ Νεστορίου ἀπό τήν Σύνοδο ὅτι: Τά ἅγια μέλη (τῆς
Συνόδου) ἀκολούθησαν τήν κεφαλήν. Ὁ Ἅγιος Πέτρος εἶναι ἡ κεφαλή τῆς πίστεως καί
τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Καιλεστῖνος ἐξισώνεται, λοιπόν, μέ τόν Πέτρον. Ἡ Σύνοδος ὅμως
(συνεχίζει ὁ W. de Vries) εἶχε διαφορετική γνώμη. Δηλαδή: Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καί
ὁλόκληρη ἡ Δύση συμφώνησαν μέ τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου.»[7] Ἐπίσης ἀργότερα
τονίζει ὁ W. de Vries: «Τό ζήτημα εἶναι, πῶς ἀξιολόγησε ἡ Σύνοδος (δηλ. τῆς Ἐφέσου)
τήν ἀπόφαση τῆς Ρώμης. Ἐθεώρησε ὅτι εἶχε λήξει μέ τήν ἀπόφαση ἐκείνη τό ζήτημα
τοῦ Νεστορίου, ἤ ξεκίνησε ἡ Σύνοδος νά ἐπεξεργάζεται τό πρόβλημα αὐτό ἐκ νέου
καί ἔλαβε τίς σχετικές ἀποφάσεις ἐξ ἰδίου κύρους καί ἁρμοδιότητος; Ἀπό τά
Πρακτικά γίνεται σαφές ὅτι ἴσχυσε τό δεύτερον. Ἡ Σύνοδος δέν ἀρκεῖται στό νά ἐπικυρώσει
τήν ρωμαϊκή ἀπόφαση. ... μάλιστα διεξάγεται μιά μακρά συζήτηση πρίν κἄν γίνει ἀναφορά
στήν Ἐπιστολή τοῦ Πάπα. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ Σύνοδος ἐπιθυμεῖ νά ἐρευνήσει ἡ ἴδια
τό πρόβλημα αὐτό καί δέν εἶχε σκοπό νά ἐπικυρώσει ἁπλά τήν ἀπόφαση τῆς
Ρώμης.»[8] Ἡ Σύνοδος μόνον ἀνακοίνωσε στόν Πάπα Ρώμης Κελεστῖνο τίς ληφθεῖσες ἀποφάσεις,
χωρίς νά τοῦ ζητήσει νά τίς ἐπικυρώσει. Ὡς ἐκ τούτου δέν ὑπάρχει καί καμμία ἐπικύρωση
ἀπό τόν Πάπα.[9] Τίς ἀποφάσεις αὐτές τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε καί
ὁ Διάδοχος τοῦ Κελεστίνου, ὁ Πάπας Σίχτος ὁ Γ΄[10]
Σοβαρό γεγονός παραμένει ἐπίσης, ὅτι
παρά τήν, ἐσκεμμένη ἤ μή, καθυστέρηση τῶν ἐπισκόπων (κατ’ ἀρχήν 26, μετά 43 καί
τελικά 54 τόν ἀριθμό) ἀπό τήν Συρία ὑπό τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη καί τήν
πραγματοποίηση δικῆς των Συνόδου κατά τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου καί τοῦ Προέδρου αὒτῆς
Κυρίλλου, τελικά κατόπιν διαπραγματεύσεων καί συνεννοήσεων ἐπῆλθε συμφωνία.
Στή προκειμένη περίπτωση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου τῆς Ἐφέσου διαπιστώνεται, λοιπόν, ὅτι προηγούμενες ἀποφάσεις Τοπικῶν
Συνόδων Ρώμης καί Ἀλεξανδρείας γιά τό ἴδιο θέμα δέν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν, ἀλλά
οὔτε καί ἐμποδίζουν τό ἔργο τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά προβεῖ αὐτόνομα στήν
δική της διαδικασία γιά τήν λύση τοῦ ὑπάρχοντος προβλήματος καί νά λάβει τήν
τελική της ἀπόφαση.
Τοῦτο σημαίνει καί γιά τήν
περίπτωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι δέν μποροῦσαν
ἀποφάσεις τοπικῶν Συνόδων ὁρισμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νά δεσμεύσουν καί νά
προδιαγράψουν τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Βεβαίως οἱ ἀποφάσεις αὐτές πρέπει νά κοινοποιηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο,
ἀλλά ἡ Σύνοδος θά ἀποφασίσει περί τοῦ μέλλει γενέσθαι καί ὄχι νά ὑπάρχει ἡ ἀπαίτηση
ὅτι ἡ Σύνοδος εἶναι ὑποχρεωμένη νά δεχθεῖ τίς τοπικές ἀποφάσεις καί νά τήν
μπλοκάρε. Ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τέτοιες ἀποφάσεις νά
γνωρίζουν, ὅτι ἐκ τῶν προτέρων δημιουργοῦσαν νέα καί ἐν πολλοῖς ἀνυπέρβλητα
προβλήματα καί γιά τίς ἴδιες Ἐκκλησίες των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε, διότι ὡρισμένες
ἐξ αὐτῶν λόγω τῆς οἰκειοθελοῦς αὐτοδεσμεύσεώς των δέν προσῆλθαν κἄν στήν Σύνοδο
τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἄλλες ἀναγκάστηκαν τελικά νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἴδιες τίς ἀποφάσεις
των καί νά προσαρμοσθοῦν ἔστω καί μερικῶς, πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὅμως
μέ μεγάλο τίμημα καί νέες ἐντάσεις κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου μεταξύ τῶν
Συνοδικῶν Πατέρων, ἀλλά καί στό ἴδιο σῶμα των μέ διάφορες ἀντιδικίες καί ἀλληλοκατηγορίες
τηρήσεως ἤ μή τῶν προαποφάσεων τῶν Συνόδων των, μέ ἐλιγμούς καί παλινδρομήσεις.
Ὅλα αὐτά μή ἀναγκαῖα, περιττά καί ἐπιζήμια.
Ἀλλά, ὅπως ἔγινε καί γιά τό κῦρος
καί τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπάρχει ἀκόμα ἡ δυνατότης τῆς ἐκ
τῶν ὑστέρων συμφωνίας καί τῆς προσυπογράψεως τῶν τελικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου
τῆς Κρήτης. Ἡ ἐπίμονη συνέχιση καί ἀδιάκοπη ἐπανάληψη τῶν ἀντιρρήσεων δέν ὀφελεῖ
κανένα.
Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος
Χαλκηδόνος τό 451
Ἄς ἀναφερθεῖ ἐδῶ ἕνα παράδειγμα ἐπί
πλέον ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος: Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά λεχθεῖ,
ὅτι ἡ πρόσκληση τῶν αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας γιά συμμετοχή στή
Σύνοδο «ἀπευθύνθηκε στούς ἀρχιεπισκόπους τῶν “ἐπισημοτάτων” θρόνων (Ρώμης,
Κπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί στούς μητροπολίτες ὅλων τῶν
ἐπαρχιῶν τῆς Ἀνατολῆς.»[11] Ὁ τρόπος προσκλήσεως καί συμμετοχῆς ἔχει σημασία
καί δέν πρέπει νά λησμονηθεῖ. Ὁ Ρώμης Λέων ἀπέστειλε 4 ἀντιπροσώπους.
Ἀξίζει νά γίνει λόγος γιά τόν
τρόπο, μέ τόν ὁποῖο διεμορφώθη ὁ Ὅρος τῆς Συνόδου, ὅπου θά φανεῖ καί ἡ στάση τοῦ
Πάπα Ρώμης Λέοντα μέ τούς ἀντιπροσώπους του στή Σύνοδο, στήν ὁποία δέν εἶχαν
κληθεῖ οὔτε καί ἔλαβαν μέρος ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὥς πρός τό δογματικό ἔργο τῆς
Συνόδου ὑπῆρχε ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ Tomos Leonis, δηλ. τό χριστολογικό Κείμενο τοῦ
Πάπα Λέοντος, ἡ ἐπιστολή του πρός τόν Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, ἔπαιξε τόν
σημαντικώτερο ρόλο γιά τήν διατύπωση τοῦ χριστολογικοῦ Δόγματος τῆς Χαλκηδόνος.
Οἱ ἀντιπρόσωποι μάλιστα τοῦ Πάπα στή Σύνοδο νόμιζαν, ὅτι τό κείμενο αὐτό τοῦ
Πάπα εἶναι οὕτως ἤ ἄλλως ὀρθόδοξον ὡς προερχόμενο ἀπό Πάπα καί ὅτι τό κείμενο αὐτό
θά τεθεῖ ὡς βάση γιά τήν διατύπωση τοῦ Δόγματος τῆς Χαλκηδόνος. Τά συμπεράσματα
ὅμως τῆς ἔρευνας ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Σύνοδος ἔπραξε αὐτόνομα: 1) Κατ’ ἀρχήν, ἐπειδή
ὑπῆρξαν ὁρισμένες θεολογικές ἀμφιβολίες, ἡ Σύνοδος ἐξέτασε τό κείμενο τοῦ Πάπα
καί διεπίστωσε ὅτι τό κείμενο αὐτό εἶναι πράγματι ὀρθόδοξο. Καί κατά τή γνώμη
τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου Wilhelm de Vries, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχε τό κῦρος
καί τό δικαίωμα νά ἀποφανθεῖ κατόπιν ἐξετάσεως, ἐάν ὁ Τόμος τοῦ Πάπα Λέοντος ἦταν
ὀρθόδοξος ἤ ὄχι. Καί μετά ἀπό αὐτήν τήν διαπίστωση τῆς Συνόδου, μάλιστα μέ
συγκριτική ἑρμηνεία καί ἀναφορά στόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας μέ συγκεκριμένες
θεολογικές διευκρινήσεις μεταξύ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου καί
τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ πάπα[12], ἐπιβεβαιώθηκε τὀ ὀρθόδοξον τοῦ Τόμου τοῦ πάπα
Λέοντος ἀπό τήν Σύνοδο[13], μέ τήν ἀναφώνηση συνοδικῶν ἐπισκόπων, ὅτι διά τοῦ
στόματος τοῦ Λέοντος μίλησε ὁ Πέτρος. «Λέων καί Κύριλλος ὁμοίως ἐδίδαξαν». 2)
Γιά νά διατυπώσει ἡ Σύνοδος τόν δογματικό Ὅρο της δέν ἔθεσε αὐτομάτως τό
κείμενο τοῦ Πάπα ὡς βάση, ἀλλά διόρισε μιά συντακτική Ἐπιτροπή. Ἀποτέλεσμα τῶν ἐργασιῶν
τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν, ὅτι ὁ χριστολογικός Ὅρος τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος
στηρίζεται κυρίως στόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας παρά στόν Τόμο τοῦ Λέοντος, ὅπως
διαπιστώνουν νεώτεροι ἐρευνητές, ρωμαιοκαθολικοί, ὅπως εἶναι ὁ W. de Vries,
Dietmar Winkler, Halleux, Grillmeier[14] καί ὀρθόδοξοι, κυρίως ὁ Γεώργιος
Μαρτζέλος σέ εἰδική μελέτη[15].
Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία
τοῦ ἁγίου Λέοντος, Πάπα Ρώμης, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν
18η Φεβρουαρίου, δέν εἶναι ὀρθόδοξη ἤ ὅτι αὐτός εἶναι αἱρετικός, ἤ τέλος ὅτι
γιά τόν λόγο αὐτό οἱ ἀντιπρόσωποί του δέν ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ἤ ἀκόμη ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Πάπας ἴσως πικραμένος διότι ἡ Σύνοδος ἀγνόησε
τήν πρότασή του, ἀπέρριψε τήν Σύνοδο. Καί κατά τήν γνώμη τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ ἐρευνητοῦ
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Alois Grillmeier «ἡ τελική διατύπωση τοῦ Ὅρου τῆς
Συνόδου ἐγινε ἄνευ ὅρων ἀποδεκτή ἀπό τόν πάπα Λέοντα.»[16]
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐπιθυμῶ νά τονίσω
ἐδῶ ἐπιγραμματικά, ἐκτός ἀπό τήν μεγίστη δογματική καί κανονική σημασία τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική στάση τοῦ ἐπισκόπου καί πάπα Ρώμης ἁγίου
Λέοντος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς παράδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου
στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐνεργεῖ δυναμικά, δέν ὑπερβαίνει τούς Κανόνες
καί δέν δημιουργεῖ προβλήματα ὑπεροπτικῶν ἀξιώσεων, οὔτε τελικά ἔθεσε τόν ἑαυτό
του πάνω ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἄν καί εἶχε διαφορετικές ἀντιλήψεις ὡς
πρός τήν ἀναγκαιότητα ἤ μή τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡς φαίνεται καί
μέ τήν ἀλληλογραφία του μέ τόν αὐτοκράτορα, ἄν καί τόσον ὁ πάπας Λέων ὅσον καί
οἱ ἀντιπρόσωποί του στήν Σύνοδο θά προτιμοῦσαν τήν ἄνευ ὅρων ἀποδοχή τοῦ Τόμου
του, χωρίς ἐπανεξέταση καί ἀξιολόγηση καί τήν διατύπωση τοῦ χριστολογικοῦ Ὅρου
χωρίς ἐπεξεργασία νέου κειμένου ἀπό Ἐπιτροπή, ἐν τούτοις μετά τήν τελική
σύνταξη τοῦ Ὅρου καί τήν τελεσίδικη καί ὁριστική ἀπόφαση τῆς Συνόδου οἱ ἀντιπρόσωποι
τοῦ Πάπα ἐδέχθηκαν τήν ἀπόφαση καί δέν ἐγκατέλειψαν τήν Σύνοδο. Ἐπίσης
παραμένοντες στήν Σύνοδο ἀναγνώρισαν τό κῦρος τῆς Συνόδου καί δέν χολώθηκαν, ἐπειδή
ἡ Σύνοδος δέν προτίμησε τήν διατύπωση τοῦ Πάπα, ὥστε νά ὑπογράψουν τό Κείμενο τῆς
Συνόδου «μέ ἐπιφύλαξη», ἤ νά μήν τό ὑπογράψουν, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἔπραξαν «κατά
συνείδησιν»!!
Ὁ πάπας Λέων ἔφερε κατ’ ἀρχήν καί
μετά ταῦτα ἀντιρρήσεις καί ἐδυσκολεύετο νά ἀναγνωρίσει τό κανονικόν μέρος τῶν ἀποφάσεων
σχετικά μέ τίς ἀποφάσεις τίς σχετιζόμενες μέ τήν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.
«Οὐχ ἦττον δέν ἀξιοῖ ὅτι ἡ ἐξουσία του ἐπεκτείνεται ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας».[17]
Ὅμως μετά τίς διευκρινίσεις ἀπό
τόν ἀποκρισιάριό του στήν Κωνσταντινούπολη τόν Κώου Ἰουλιανό καί ἀπό τόν
Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιο ἀποκατεστάθησαν τά πράγματα. Ἔτσι ἀπεδέχθη τίς ἀποφάσεις
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ὑψίστης αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἔγινε μετά
ὅλη του τή ζωή καί κυρίως κατά τά τελευταῖα του χρόνια, ἕνας ἀπό τούς πιό ἔνθερμους
ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθώς τονίζει ἀνεπιφύλακτα ὁ Alois
Grillmeier [18]
Ὁ Πάπας Λέων ὑπήκουσε, λοιπόν,
στίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δέν συνέγραψε μετά τήν Σύνοδο, οἱονεί
μετά τήν ἦττα του, νέα συγγράμματα καί ἀπολογητικά κείμενα προσπαθώντας μέ κάθε
τρόπο νά ἀποδείξει ὅτι ἡ Σύνοδος δέν ἔπραξε σωστά, ἐπειδή δέν ἐδέχθη τελικά τήν
ἄποψή του στήν διατύπωση τοῦ Δογματικοῦ Ὅρου της. Ἀνεγνώρισε τό κῦρος τῆς ὑψίστης
αὐθεντίας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποδέχθηκε τήν ἀπόφασή της καί ἔγινε ὑποστηρικτής
τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Παράδειγμα πρός μίμηση.
Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Κωνστντινουπόλεως 553
Τή Σύνοδο αὐτή συνεκάλεσε ὁ αὐτοκράτωρ
Ἰουστινιανός καί γιά τίς προϋποθέσεις συμμετοχῆς ἐφήρμοσε τό σύστημα τῆς
Πενταρχίας, τό ὁποῖο σημαίνει «ἀντιπροσώπευσιν τῶν πατριαρχείων δι’ ἴσου ἀριθμῶν
ἐπισκόπων»[19] καί ὄχι αὐτό, τό ὁποῖο ἤθελεν ὁ Πάπας, δηλ. «τήν ἐξ ἴσου ἐκπροσώπησιν
Ἀνατολῆς καί Δύσεως.»[20] Τὀ σύστημα τῆς Πενταρχίας ἐφαρμόσθηκε ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο. Ὁ Πάπας Βιγίλιος, ὁ ὁποῖος τότε διέμενε στήν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε
τρεῖς φορές νά λάβει μέρος, ἀλλά ἀρνήθηκε. Ἔκανε ἐπίσης δικές του προτάσεις γιά
τήν λύση τοῦ προβλήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀλλά ἡ Σύνοδος δέν τίς ἀποδέχθηκε.
Ἀπεναντίας ἡ Σύνοδος συνέχισε τίς ἐργασίες της καί διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τόν Πάπα, ὄχι μέ τήν Ἐκκλησία Ρώμης. Ἡ ἀπουσία τοῦ Πάπα δέν ἐμείωσε
καθόλου τήν αὐθεντία τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία «ἀνῆκε στούς παρόντες ἤ ἐκπροσωπούμενους
πατριάρχες».[21] Τελικά ὑπέγραψαν 164 ἐπίσκοποι τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου.
Διαπιστώνεται λοιπόν, ὅτι καί αὐτή ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος διοργανώθηκε καί
πραγματοποιήθηκε μέ νέο κανονισμό καί νέους ὅρους βάσει τῆς ἐκκλησιστικῆς ἐξελίξεως
τῶν δομῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Κανείς λόγος βέβαια περί
τῆς συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἱεροσολύμων Εὐστόχιος δέν ἦταν
παρών, ἀλλά ἐκπροσωπήθηκε ἀπό τρεῖς ἐπισκόπους. Ὁ Πάπας Ρώμης Βιγίλιος, ὡς ἐλέχθη,
δέν ἔλαβε κἄν μέρος στή Σύνοδο, γεγονός, τό ὁποῖο δέν ἐπηρέασε διόλου τίς ἐργασίες
καί τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, οὔτε θεωρήθηκε μειωτικό γιά τό κύρος της.[22]
ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Κωνσταντινουπόλεως 680-681
Συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα
Κωνσταντῖνο τόν Πωγωνᾶτο. Ὁ ἀριθός τῶν συνοδικῶν κυμαίνεται μεταξύ 43 καί 170. Ὁ
Πάπας Ρώμης ἐντιπροσωπεύτηκε ἀπό ἀπό δύο πρεσβυτέρους, τόν Θεόδωρο καί τόν
Γεώργιο καί τόν Διάκονο Ἰωάννη. Ἀπό τήν δυτική Ἐκκλησία ἔλαβαν μέρος 3 ἐπίσκοποι
ἀπό τήν Ἰταλία και o Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος. Ὁ Ἀντιοχείας Μακάριος
καθηρέθη ὡς μονοθελητής καί ἀντικατεστάθη ἀπό τόν νεοχειροτονηθέντα Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος
ἔλαβε μέρος στίς ἑπόμενες συνεδριάσεις. Ὁ Ἀλεξανδρείας ἀντιπροσωπεύτηκε ἀπό τόν
πρεσβύτερο Πέτρο καί ὁ Ἱεροσολύμων ἀπό τόν ἀποκρισιάριο μοναχό-πρεσβύτερο
Γεώργιο. Τό θέμα τῆς Προεδρίας εἶναι ἀμφισβητούμενο. Μέ τήν καταδίκη τοῦ
μονοθελητισμοῦ ἔκλεισε ἡ ἐξέλιξη καί ἡ διατύπωση τοῦ χριστολογικοῦ Δόγματος. Ἡ
Σύνοδος κατεδίκασε καί Πατριάρχες, ὅπως καί προηγούμενες, καί τόν Πάπα Ρώμης Ὀνώριο,
γεγονός ἀναμφισβήτητο, τό ὁποῖο βεβαιώνει καί τήν σημασία, τό κῦρος καί τήν αὐθεντία,
τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ Σύνοδοι αὐτές πάνω ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα στήν Ἐκκλησία, ἀνεξαρτήτως
θέσεων καί ἀξιωμάτων. Καί αὐτό δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἀπό κανένα.
Ἡ συμμετοχή στήν Σύνοδο αὐτή ἦταν
περιορισμένη καί κυρίως μέ ἐκπροσωπήσεις τῶν κενῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, ἐκτός τῶν
Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καί Ἀντιοχείας.
Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος Νίκαια
787
Τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
συνεκάλεσεν ἡ Αὐτοκράτειρα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία κατά τῶν εἰκονομάχων κατ’ ἀρχάς
στήν Κωνσταντινούπολη καί μετά, ἕνεκα ἀπρόβλεπτων ταραχῶν στήν Νίκαια τό 787.
Στή Σύνοδο αὐτή ἐλαβαν μέρος μεταξύ 350 καί 370 συνοδικοί. Ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα
ἦταν δύο πρεσβύτεροι μέ τό ὄνομα Πέτρος. ¨Ο Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος ἦταν
καί ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου. Ἐκ τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων εὑρίσκοντο παρόντες
δύο πρεσβύτεροι σύγγελλοι, Ἰωάννης καί Θωμας, οἱ ὁποῖοι θεωρηθηκαν ἀπό τήν
Σύνοδο ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Πατριαρχείων αὐτῶν, γνωστοῦ ὄντος καί τοῦ εἰκονόφιλου
φρονήματός των. Παρ’ ὅλα ταῦτα τόσον ἡ Σύνοδος αὐτή καθ’ ἑαυτή, ὅσον καί ἡ
καθόλου Ἐκκλησία Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀναγνωρίζουν τήν Οἰκουμενικότητα τῆς
Συνόδου αὐτῆς, ἐκτός τῶν Φράγγων, οἱ ὁποῖοι ὑπό τόν Καρλομάγνο συνεκάλεσαν
Σύνοδο στήν Φρανκφούρτη τό 794 καί ἀπέρριψαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ Πάπας
Ἀδριανός ὁ Α΄ μέ ἐπιστολή του πρός τόν Καρλομάγνο ὑπεστήριξε τίς ἀποφάσεις τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Συμπεράσματα
Μετά ἀπό τά ἀναφερθέντα, τίθεται
τό ἐρώτημα: Ποιά πατερική θεολογία καί ποιά πράξη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς
Α΄χιλιετίας ἐπικαλοῦνται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀρνητές τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης τόν Ἰούνιο
τοῦ 2016, ἐπαναλαμβάνοντες συνεχῶς τά ἴδια καί τά ἴδια ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα
δέν ἀνταποκρίνονται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα καί μέ φανατισμό
σκανδαλίζουν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιφέρουν σύγχυση καί σχισματικές
καταστάσεις;
Οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι δέν ἐπιλέγουν τήν πολεμική καί τήν ἐπιμονή γιά νά νικήσουν καί νά
θριαμβολογήσουν, ἀλλά τόν Διάλογο μέ ἀλληλοσεβασμό, γιά νά βροῦν λύσεις στά
προβλήματα μεταξύ τῶν ἀδελφῶν καί τελικά νά διατυπώσουν κατά τόν καλύτερον
δυνατόν καί ἀντιληπτόν τρόπον τήν ὀρθή πίστη, μή «ζυγομαχοῦντες» περί τάς
λέξεις, ἀλλά ἐπιδιώκοντες τήν ὀρθή διατύπωση τῆς πίστεως μέ βάση τό αὐτό
φρόνημα καί τήν ἐπιτυχία τῆς καταλλαγῆς καί ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας καί μέ
τούς ἀντιλέγοντες αἱρετικούς. «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν ἀδελφούς,
ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα», καθώς τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός[23].
Αὐτή ἡ ἀρχή καταλλαγῆς καί ἑνότητος τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει
διαχρονικό κῦρος καί ἀμείωτη ἐπικαιρότητα μέχρι σήμερα, τόσον γιά τίς διορθόδοξες
ὅσον καί γιά τίς διαχριστιανικές μας σχέσεις.[24]
Γενικά μπορεῖ νά λεχθεῖ, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι συνεκλήθησαν σύμφωνα μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ συνοδικοῦ καί διοικητικοῦ
συστήματος τῆς Ἐκκλησίας καί κυρίως μετά τήν Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς
Χαλκηδόνος μέ τήν σταθεροποίηση τοῦ συστήματος τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν,
χωρίς νά ὑπάρχει πλήρης ὁμοιομορφία στίς διαδικασίες συγκλήσεως καί
πραγματοποιήσεως ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δεδομένου, ὅτι δέν ὑπάρχει ἑνιαῖος
καί καθωρισμένος Κανονισμός γιά τό θέμα αὐτό. Ἄν καί θά ἦταν καλό νά
συμμετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο δέν ἐφαρμόσθηκε σέ καμμία Οἰκουμενική
Σύνοδο τῆς πρώτης χιλιετίας. Τό σύστημα τῆς ἐκπροσωπήσεως ἐχρησιμοποιήθη κατ’ ἐπανάληψη
ἀπό τήν Δυτική καί τίς Ἀνατολικές Ἐκκλησίες καί ἐθεωρήθη δεδομένο, ὅτι μέ τίς ἐκπροσωπήσεις
αὐτές ἐκφραζόταν τό φρόνημα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πρωτίστως τό
φρόνημα καί οἱ ἀπόψεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τίς ὁποῖες ἐκπροσωποῦσαν, χωρίς
βέβαια νά ἀποκλείεται καί ἡ διαφοροποίηση ὡρισμένων ἀπό τίς ὁδηγίες, τίς ὁποῖες
εἶχαν λάβει. Τοῦτο συνέβη π.χ. ὅταν οἱ ἐκπρόσωποι ἐδέχοντο τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων ἔστω καί διαμαρτυρόμενοι, παρά τό ὅτι δέν ἦσαν κατά πάντα σύμφωνες μέ
τίς ὁδηγίες ἤ μέ τά κείμενα, τά ὁποῖα ἔφεραν στή Σύνοδο ἀπό τίς Ἐκκλησίες, εἴτε
κατόπιν ἀποφάσεων τοπικῶν Σύνόδων ἤ ἀπό ἐντολές ἐπισκόπων, τούς ὁποίους ἀντιπροσώπευαν.
Μετά ταῦτα ἀπεδέχθησαν τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων αὐτῶν καί οἱ προκαθήμενοι, οἱ ὁποῖοι
ἀντιπροσωπευόταν στίς Συνόδους ἐκεῖνες. Αὐτό ἔγινε π.χ. ἀπό τόν Πάπα Ρώμης
Κελεστῖνο γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπό τόν Πάπα Λέοντα
γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κλπ. Μέχρι καί τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων
τῆς (Η΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 879/880 ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου ἱ.
Φωτίου ἀπό τόν Πάπα Ρώμης Νικόλαο, οἱ ὁποῖες μάλιστα περιόρισαν καί τις ἀπαιτήσεις
τῆς Δύσεως.
Δέν εἶχαν λοιπόν, οἱ Οἰκουμενικές
καί ἄλλες Σύνοδοι πρώτιστο σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά
τήν διαλεύκανση τῆς ἀληθείας πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Κατεδίκασαν βεβαίως τίς
αἱρέσεις καί τούς αἱρεσιάρχες, ἀλλά πρώτιστο μέλημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ
ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἁρμονική συνύπαρξη τῶν πιστῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐπίσης
οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐρύθμισαν τίς διοικητικές δομές τῆς καθόλου Ἐκκλησίας
καί ἐξέδωσαν τούς Κανόνες τῆς τάξεως στήν Ἐκκλησία καί τῆς βιωτῆς τῶν πιστῶν,
γιά νά ἀντιμετωπίσουν καί συγκεκριμένα προβλήματα τῆς ζωῆς των στήν ἑκάστοτε
συγκυρία. Μάλιστα ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 691 δέν ἀσχολήθηκε
μέ δογματικά θέματα καί προφανῶς δέν κατεδίκασε καμμία αἵρεση. Ἁπλῶς συμπλήρωσε
τήν Ε΄ καί τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἐξέδωσε Κανόνες γιά νά ρυθμίσουν
θέματα τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν «ἐπί δέ τόν κρείττονα καί ὑψηλότερον μεταθῶνται
βίον.»(Mansi XI, 933). Ἑκτός τούτου ἔγινε καί μία τρόπον τινά κωδικοποίηση τῶν
Κανόνων τῶν προηγουμένων Συνόδων καί ἀναπροσαρμογή τοῦ περιεχομένου ὁρισμένων
κανόνων σύμφωνα μέ τίς συγκεκριμένες ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς.[25]
Ὄντως μεγάλο παράδειγμα πρός
μίμηση καί γιά τή σωστή ἀποτίμηση τοῦ ἔργου καί τοῦ πνεύματος τοῦ ἱστορικοῦ
γεγονότος, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
δέν κατεδίκασε μέν μέ νομικό τρόπο πρόσωπα καί καταστάσεις, ἀλλά ἔδρασε θετικά ἀναδεικύοντας
τά προβλήματα καί τίς ἐσφαλμένες ἀτραπούς καί ἔδωσε διορθωτικές καί
κατευθυντήριες γραμμές γιά πλεῖστα ὅσα προβλήματα καί θέματα τῶν πιστῶν καί τοῦ
κόσμου γενικά στή σύγχρονη ἐποχή. Ἔλαβε ἐπίσης ἀποφάσεις καί γιά τήν ἀντιμετώπιση
καί διοικητικῶν θεμάτων, ὅπως εἶναι τό αὐτόνομον.
Ὁ συνοδικός θεσμός στήν Ἐκκλησία
δέν ἔχει μόνο διοικητικό καί δικαστικό, νομικίστικο χαρακτήρα, ἀλλά ἐκκλησιολογικό
καί σωτηριολογικό, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν εὐχαριστιακή σύναξη. Ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία
καί μάλιστα μιά Οἰκουμενική, ἤ Ἁγία καί Μεγάλη δέν εἶναι ἄκαμπτο δικαστήριον, ἤ
ἀστυνόμευση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά γεγονός ἐνεργείας
τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, γεγονός ἐλπίδος καί προοπτικῆς γιά μιά ζωή χάριτος καί ὁδός
σωτηρίας. Τά προβλήματα δέν ἀγνοοῦνται, ἀντιμετωπίζονται καί ὑπερφαλαγγίζονται
μέ προτάσεις αἰσιοδοξίας. Ἡ Σύνοδος εἶναι σύν καί ὁδός, πού σημαίνει κατ’ ἀρχήν
εὐχαριστιακήν κοινωνία μέ λειτουργικές, εὐχαριστιακές συνάξεις ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι
τέλους. Σύνοδος σημαίνει ἀγάπη, συνέργεια καί κοινή πορεία. Σημαίνει ὁδηγός ζωῆς
γιά τό παρόν καί τό μέλλον. Δέν εἶναι χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ
νομικότητα, ἡ δίκη, ἡ τιμωρία, ἡ καταδίκη, ἀλλά ἡ κοινωνία, ἡ κοινή χαρά τῆς Ἀναστάσεως
καί ἡ ἐλπίδα τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Προφανῶς καί ὑπάρχουν τά συγκεκριμένα
προβλήματα, τά ὁποῖα πρέπει νά λυθοῦν καί νά καταδικασθοῦν οἱ ὑπαίτιοι καί οἱ
σκανδαλοποιοί. «Οὐαί δι’ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται!» Ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά
διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἐπειδή μία Σύνοδος δέν καταδίκασε, δέν εἶναι
Σύνοδος. Ἡ ἀνάλυση τοῦ θέματος δέν εἶναι τοῦ παρόντος.
Οὔτε αἰτιολογεῖται ἀπουσία διότι
Τοπικές Σύνοδοι ἔλαβαν ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιῶν των. Καί τήν πρώτη χιλιετία καί
μερικές φορές καί πρίν ἀπό τήν σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων συγκαλο][υντο
Τοπικές Σύνοδοι. Οἱ ἀποφάσεις των μετεφέροντο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀεγινώσκοντο
ἐπιστολές τῶν Τοπικῶν Συνόδων, καθώς ἐπίσης καί ἐπιστολές Ἀρχιερέων, Ἀρχιεπισκόπων,
Πατριαρχῶν καί Παπῶν γιά νά γνωστοποιηθοῦν οἱ ἀπόψεις των. ὅμως αὐτές οἱ ἀνακοινώσεις
καί πληροφορίες δέν ἐδέσμευαν τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων.
Τοῦτο σημαίνει, ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται
στήν πατερική Θεολογία, οὔτε στό πατερικό φρόνημα, οὔτε στή διαδικασία καί τόν
τρόπο λειτουργίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας καί κατά συνέπειαν
οὔτε καί στό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας νά προσπαθοῦν ὁρισμένοι ἐπιμένοντες καί νά
«ζυγομαχοῦν» πεισματικά γιά κάθε λέξη τῶν Κειμένων, νά ψάχνουν δῆθεν γιά ἀντιφατικές
διαδικασιακές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τίς Οἰκουμενικές τῆς
Α΄χιλιετίας καί μέ κάθε τρόπον, ἀπολογούμενοι συνεχῶς, νά θεωροῦν ἑαυτούς ἀνωτέρους
καί τῆς Συνόδου καί νά ἐμφανίζονται ὡς οἱ μοναδικοί σωτῆρες τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως καί πνευματικότητος, ἀλλά καί τῆς ὀρθοδόξου Τάξεως.
Ἀνεξάρτητα ἀπό τό γεγονός, ὅτι
δέν μποροῦν νά πείσουν τήν πλειοψηφία, ἐπιμένουν, ἐπανερχόμενοι, ὡσάν μέ τίς
συνεχεῖς ἐπαναλήψεις νά γίνονται τά ἐπιχειρήματά των πειστικώτερα ἤ πιό ὀρθά. Ἔτσι
δημιουργοῦν ἀπόλυτη καί ἄκαμπτη μειοψηφία, δημιουργοῦν διασπαστικές κινήσεις
καί παρατάξεις μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ δῆθεν ὀπαδούς καί θαυμαστάς τῶν ἡρωϊκῶν
πράξεών των, μιᾶς δῆθεν «πραγματικά ὀρθοδόξου» ἀντιστάσεως!! Ἀπό ποιόν ὅμως
κινδυνεύει ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας;
Βεβαίως ποτέ δέν εἶναι ἀργά. Ὑπάρχει
πάντα ἡ δυνατότης ἀναγνωρίσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μέ τό ἀνώτατο δυνατό κῦρος της γιά ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας σήμερα,
παρόμοια τῆς ὁποίας δέν ἔχει συγκληθεῖ πάνω ἀπό 11 αἰῶνες. Τίποτα περισσότερο ἀλλά
καί τίποτα λιγότερο! Κατ’ ἀκολουθίαν ὑπάρχει καί ἡ δυνατότης προσυπογραφῆς τῶν ἀποφάσεών
της ἀνά πᾶσαν στιγμήν, ὅπως ἔγινε καί σέ πολλές Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς
πρώτης χιλιετίας, ἀρκεῖ νά ὑπάρχει θέληση καί πρόθεση διατηρήσεως καί ἐνισχύσεως
τῆς ἐπιθυμητῆς καί ἀναγκαίας ὀρθοδόξου ἑνότητος. Τά ἐγκριθέντα Κείμενα τῆς
Συνόδου ἔχουν διατηρήσει καί ἐκφράσει κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τό πνεῦμα
καί τό φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας, δίδουν δυναμικές καί ὀρθόδοξες κατευθυντήριες ἀπαντήσεις
σέ πολλά κρίσιμα σημεῖα τῆς συγχρόνου ἐποχῆς καί εὐνοοῦν μιά τέτοια ἀναγνώριση.
Τό μέλλον εἶναι ἀνοικτό καί γιά τά ἑπόμενα συνοδικά βήματα.
[1] Εἶναι γνωστόν, ὅτι τό περί
θεοπνευστίας πρόβλημα καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς (ἀπόλυτη, σχετική, προσωπική κλπ.) ἔχει
ἀπασχολήσει κατ’ ἐπανάληψη τήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία μας.
[2] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, Ἀθῆναι 1992, 538.
[3] Γιά πρώτη φορά χαρακτηρίζεται
ἡ Σύνοδος αὐτή «Οἰκουμενική» ἕνα ἔτος μετά τήν σύγκλησή της.
[4] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 607.
[5] Πρβλ. Karl-Joseph Hefele, Konziliengeschichte,
Bd. 2, Freiburg im Br. 1875, 178. Καί Βασ.
Σταυρίδου, Ὁ Συνοδικός θεσμός εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Θεσσαλονίκη
1986, 319.
[6] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 611.
[7] Wilhelm de Vries, Die Struktur der Kirche gemäß dem konzil von Ephesos (431), in: Anuarium Historiae Conciliorum, 2(1970)25: «Für Cölestin ist der Fall durch das römische Urteil erledigt.Diskussion darüber ist überflüssig und schädlich.
Der Legat (des Papstes)
Proiectus verlangt denn auch ausdrücklich vom Konzil, dass es die Sentenz des
Papstes einfach zur Ausführung bringe. Die Legaten betonen auf dem Konzil: Der
Papst hat entschieden, das Konzil schließt sich nur seinem Urteil an. Der
Presbyter Philipp stellt nach der Verurteilung des Nestorius durch das Konzil
fest:Die heiligen Glieder sind dem Haupt gefolgt. Der hl. Petrus ist das Haupt
des Glaubens und der Apostel. Cölestin wird also mit Petrus gleichgesetzt. Das
Konzil (sagt W. de Vries) war anderer Ansicht, nämlich: Der Bischof von Rom und
der ganze Westen haben sich dem Urteil des Konzils angeschlossen.»
[8] Ὅπ. παρ. 30 ἑξ. "Die Frage ist, wie das
Konzil die Entscheidung Roms wertete. War für das Konzil hiermit der Fall
Nestorios erledigt, oder nahm die Synode den Fall von neuem auf und entschied
ihn aus eigener Machtvollkommenheit? Es ist aus den Akten klar, dass das
letztere zutraf. Das Konzil begnügt sich nicht damit, die römische Sentenz
einfach zu ratifizieren...(eine) ganze Diskussion findet statt, bevor überhaupt
das Schreiben des Papstes erwähnt wird. Es ist offenkundig, dass das Konzil den
Fall selbst untersuchen will und nicht im Sinne hat, nur die römische
Entscheidung zu bestätigen."
[9] Ὅπ. παρ. 32. «Das
Konzil bat Cölestin auch nicht um Bestätigung der Entscheidung; das Konzil
teilt dem Bischof von Rom die Entscheidung mit. Es erfolgt auch keine
Bestätigung der Entscheidung durch den Papst.»
[10] Dekrete der Ökumenischen Konzilien,
besorgt von Giuseppe Alberigo, Giuseppe L. Dosseti, Perikles Ioannou, Glaudio
Leonardi, Paolo Prodi, in Zusammenarbeit mit Hubert Jedin, hg. V. Instituto per
le scienze religiose Bologna, Paderborn u.a. 19733, 38.
[11] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 642.
[12] Πρβλ. V. C. Samuel, Addis Abeba, Unterschiede
zwischen der byzantinisch-orthodoxen und der römisch-katholischen Christologie,
in: Chalzedon und die Folgen. Festschrift zum 60. Geburtstag von Bischof Mesrob
K. Krikorian, hg.v. PRO ORIENTE, Band XIV, Innsbruck-Wien 1992, 188: „Die
illyrischen Bischöfe haben sich in diesem Sinne ausgesprochen: …Hinsichtlich
des Tomos Leonis sind unsere Zweifel als wir mit Anatolius zusammentrafen von
Paschasinus und Lucentius ausgeräumt worden. In Bezug auf Jesus Christus
glauben wir, dass…..Da wir sehen, dass der Tomos mit diesem Glauben
übereinstimmt, bejahen wir ihn.“
[13] Wilhelm de Vries, Die Struktur der Kirche
gemäß dem Konzil von Chalcedon, in: OrChrP 35(1969)103f.: „Der Tomus Leonis
wird also formell zur Diskussion gestellt. Das Konzil urteilt aufgrund seiner
eigenen Autorität darüber, ob Übereinstimmung besteht zwischen den alten
anerkannten Lehrautoritäten und dem Brief Leos. Für das Konzil ist also die
Lehräußerung Leos nicht eine aufgrund der Lehrautorität des Papstes aus sich
selbst schon unbedingt gültige und unanfechtbare Wahrheit, wie dies der Fall
sein müsste, wenn Leo im Namen und in der Autorität des Petrus gesprochen
hätte....Nirgendwo wird zur Begründung der Annahme des Tomus auf eine etwaige
unbedingte Lehrautorität Leos verwiesen. Dem Brief Leos kommt nach Auffassung
des Konzils Autorität nur zu, insofern er von der Synode angenommen wurde.”
[14] Πρβλ. Vgl. Dietmar W. Winkler, Koptische Kirche und
Reichskirche. Altes Schisma und neuer Dialog, Innsbruck Wien 1997, 85f.
”Dementsprechend bedeutsam sind die Forschungsergebnisse von Halleux,
Martzelos, Grillmeier und anderen, die belegen, daß die Definitio
Chalcedonensis vor allem cyrillianisch (mit einem leonischen Kurz-Einschub) ist“.
[15] Πρβλ. τήν μελέτη τοῦ
Γεωργίου Μαρτζέλου, Γένεση καί πηγές τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Συμβολή στήν ἱστορικοδογματική
διερεύνηση τοῦ ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 73 καί
235-239.
[16] Alois Grillmeier, Die Rezeption des
Konzils von Chalzedon durch die römisch-katholische Kirche, in: Chalzedon und
die Folgen. Festschrift zum 60. Geburtstag von Bischof Mesrob K. Krikorian,
hg.v. PRO ORIENTE, Band XIV, Innsbruck-Wien 1992, 219.
[17] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τό
πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, 82.
[18] Alois Grillmeier, Die Rezeption des
Konzils von Chalzedon, 219: „Die letzten Jahren seines Pontifikates waren ganz
darauf gerichtet, dass Chalzedon in der ganzen kirche anerkannt werde…“
[19] Πρβλ. Βασ. Σταυρίδου, Ὁ
Συνοδικός θεσμός εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, 350.
[20] Βασ. Σταυρίδου, Ὁ Συνοδικός
θεσμός εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, 350.
[21] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 715.
[22] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 715.
[23] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος
41, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, 8, PG 36, 440Β.
[24] Grigorios Larentzakis, Diachrone
ekklesiale Koinonia. Zur Bedeutung der Kirchenväter in der orthodoxen Kirche,
in: Anfänge der Theologie, FS J. B. Bauer, hg.v. N. Brox u.a., Graz-Wien-Köln
1987, 355-373. Τοῦ Ἰδίου, Die Bedeutung der Patristik für
das ökumenische Gespräch. Eine orthodoxe Betrachtung, in: Orthodoxe Theologie
zwischen Ost und West, Festschrift für Prof. Theodor Nikolaou, hg. v.
Konstantin Nikolakopoulos, Athanasios Vletzis und Vladimir Ivanov, Frankfurt am
Main 2002, 551-572.
[25] Πρβλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, 763.
1 σχόλιο:
Είναι μια θεολογική άποψη η οποία πρέπει να διαβαστεί από τους Μητροπολίτης που αύριο θα έχουν Ιεραρχία στην Αθήνα.
Δημοσίευση σχολίου