Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος και το Ουκρανικό: μια προσωπική μαρτυρία - Βασιλείου Σαρόγλου

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος και το Ουκρανικό: 
μια προσωπική μαρτυρία

Βασιλείου Σαρόγλου

Μετά την κοίμηση του φωτισμένου αυτού ιεράρχη της Ορθοδοξίας ας μου επιτραπεί να κάνω μια κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας σχετικά με τη στάση του στο λεγόμενο Ουκρανικό ζήτημα.

Το Δεκέμβριο του 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναγνώρισε κάτω από τις γνωστές συνθήκες την αυτοκεφαλία και την εκκλησιαστική κανονικότητα σε ένα τμήμα Ουκρανών Ορθοδόξων (υπό το Μητροπολίτη Επιφάνιο) απομονώνοντας έτσι, εν τοις πράγμασι, το άλλο, ιστορικό, τμήμα των Ουκρανών Ορθοδόξων (υπό το Μητροπολίτη Ονούφριο) που μέχρι τότε εθεωρείτο από όλους, του Οικ. Πατριαρχείου συμπεριλαμβανομένου, η μόνη κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Στους επόμενους μήνες, καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε ακολουθήσει το Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως στην απόφασή του αυτή. (Να υπενθυμίσουμε ότι το ζήτημα του ποιος και με ποιες προϋποθέσεις δίνει αυτοκεφαλία ήταν και είναι ακόμη θέμα επισήμως ανοιχτό προς συζήτηση στην ατζέντα της λεγόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου όλων των Ορθοδόξων, άρα το Πατρ. Κων/πόλεως ενήργησε αψυχολόγητα και μονομερώς).

Ωστόσο εννέα μήνες μετά υπήρχαν ενδείξεις ότι επίκειται η αλλαγή της στάσης ουδετερότητας  της Εκκλησίας της Ελλάδος ώστε να ακολουθήσει αυτή η Εκκλησία το Πατρ. Κων/πόλεως στην αναγνώριση της υπό τον Επιφάνιο Ουκρανικής Εκκλησίας  και στη de facto πλέον περιθωριοποίηση αν όχι και στιγματισμό της φερόμενης ως «ρωσόφιλης» υπό τον Ονούφριο Εκκλησίας.

Ήταν προφανές ότι αν η Εκκλησία της Ελλάδος προχωρούσε σε αυτή την κίνηση (πράγμα που τελικά έγινε τον Οκτώβριο του 2019) τότε μπορούσε να συμπαρασύρει στην ίδια κατεύθυνση και άλλες ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίας.

Συνέταξα λοιπόν αρχές Σεπτεμβρίου του 2019 ένα σύντομο κείμενο, βασικά εικονογραφημένο ώστε τα επιχειρήματα να είναι εύγλωττα και να διαβάζεται γρήγορα. Είχε την καλοσύνη να το δημοσιεύσει, ανεξάρτητα από τις δικές του απόψεις, σε έναν εκκλησιαστικό και θεολογικό ιστότοπο διαπρεπής συνάδελφος καθηγητής του ΑΠΘ. Το κείμενο αυτό αφενός ασκούσε κριτική στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν και οι δύο πλευρές, Μόσχα και Κων/πόλη, η καθεμία εις βάρος της άλλης, αλλά και επισήμαινε τις ευθύνες που είχαν και οι δύο από πλευράς εκκλησιαστικής, ποιμαντικής, και βασικών αρχών δικαίου. Αφετέρου, το κείμενο επισήμαινε ότι η αλλαγή στάσης της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενδεχομένως και άλλων Ελληνόφωνων Εκκλησιών, αντί να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, θα είχε ως δυσάρεστη συνέπεια η για εθνο-πολιτικούς λόγους ενδο-ουκρανική διαίρεση του ορθόδοξου πληθυσμού της Ουκρανίας να μεταμορφωθεί σε βαθύ και μακρόχρονο σχίσμα της όλης Ορθοδοξίας, σχίσμα που θα ήταν εν πολλοίς μια εθνο-πολιτική διαίρεση μεταξύ ελληνόφωνων  και σλαβόφωνων Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Έστειλα το εν λόγω κείμενο σε ορισμένους συναδέλφους καθηγητές και σε τρεις αρχιερείς, εκ των οποίων και στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο με τον οποίο δεν είχα ποτέ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία, απλά τον είχα συναντήσει για πέντε λεπτά στο καθηγητικό του γραφείο ως πρωτοετής της Θεολογικής Αθηνών 35 χρόνια πριν, το 1984 (για την ακρίβεια με είχε ζητήσει στο αμφιθέατρο γιατί είχα εισαχθεί πρώτος στη Σχολή και γνώριζε τη μητέρα μου, η οποία, αρχές του 1970, είχε εργαστεί για μικρό διάστημα κοντά του ως δακτυλογράφος). Από τα Τίρανα, ο Μακαριώτατος μέσω της γραμματείας του έψαξε και βρήκε τα στοιχεία μου στο Βελγικό Πανεπιστήμιο όπου εργάζομαι και μου τηλεφώνησε και συνομιλήσαμε για 45 λεπτά, βασικά για το Ουκρανικό ζήτημα. Ήθελε να μου εκφράσει την ικανοποίησή του για το κείμενο αλλά και να συζητήσει μαζί μου με ποιο τρόπο οι επισημάνσεις του κειμένου θα μπορούσαν να γίνουν γνωστές, ιδιαίτερα στους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα αποφάσιζαν σε λίγες βδομάδες σχετικά με την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της υπό τον Επιφάνιο Εκκλησίας. Την επομένη, και με την κοινή ελπίδα ότι η Ελλαδική Ιεραρχία δεν θα προχωρούσε στην αναγνώριση αυτή, έστειλα το κείμενο αυτό στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και σε ορισμένους Μητροπολίτες.

Ωστόσο τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος συμπαρατάχτηκε με το Πατρ. Κων/πόλεως (περισσότερο για λόγους εθνο-πολιτικούς παρά καθαρά θρησκευτικούς) και την ακολούθησαν το Πατρ. Αλεξανδρείας και η Εκκλησία της Κύπρου, αλλά, μέχρι σήμερα, ούτε το Πατρ. Ιεροσολύμων ή η Εκκλησία της Αλβανίας, ούτε καμιά άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Το σχίσμα στην Ορθοδοξία διευρύνθηκε, και μπορούμε να πούμε έξι χρόνια μετά ότι ίσως παγιώθηκε. Ο ιστορικός του μέλλοντος ίσως εξετάσει εάν η βιαστική αυτή και μάλλον προβληματική αναγνώριση αυτοκεφαλίας που οδήγησε στην απαξίωση της μέχρι τότε κανονικής Ουκρανικής Εκκλησίας ενδεχομένως να αποτέλεσε ένα επιπλέον λόγο ή δικαιολογία για να αυξηθεί η ρωσική επιθετικότητα εναντίον της Ουκρανίας και της Δύσης.

Αυτή η ενέργεια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου δείχνει, νομίζω, την αυθεντική του μέριμνα για μια Οικουμενική και όχι εθνοκεντρική Ορθοδοξία αλλά και το ηθικό του θάρρος να υπερασπίσει, με τρόπο διακριτικό μεν, αλλά στην πράξη και όχι σε ευχολόγια, την ενότητα της Ορθοδοξίας ακόμη και αν αυτό μπορεί να έχει κάποιο τίμημα (βλ. τις επιθέσεις που δέχτηκε από γνωστούς κύκλους για τη στάση του). Μου είπε χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σε εκείνη την τηλεφωνική επικοινωνία: μπαίνω στα 90, ίσως κάτι θέλει ο Θεός από μένα και με κρατάει στη ζωή. Όπως ανέφερε στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Εθνικό Κήρυκα ο Αρχιεπίσκοπος πρ. Αμερικής Δημήτριος, ο μακαριστός Αναστάσιος πονούσε ιδιαίτερα με τις συνέπειες του Ουκρανικού ζητήματος για την όλη Ορθοδοξία.

Ο Βασίλειος Σαρόγλου είναι τακτικός καθηγητής Ψυχολογίας της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Λουβαίν (Βέλγιο). Έχει διατελέσει πρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως της Ψυχολογίας της Θρησκείας καθώς και αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών.