ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
(+25 Ιανουαρίου)
Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης, Δρ. Θ
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
από τους επιφανέστερους πατέρες του 4ου αι., γεννήθηκε στην Αριανζό
της Καππαδοκίας το 329. Ο πατέρας του, Γρηγόριος επίσης καλούμενος,
επίσκοπος Ναζιανζού (328-374), και η μητέρα του Νόννα επέδρασαν καταλυτικά
στη μετέπειτα πορεία του Γρηγορίου.
Σπούδασε στις ακμάζουσες τότε
σχολές, όπως ήσαν, η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Καισάρεια της Παλαιστίνης,
η περίφημη Αλεξανδρινή σχολή και αυτή των Αθηνών. Στην Αθήνα έμεινε
ο Γρηγόριος έξι χρόνια (354-360) και εκεί συνδέθηκε με βαθειά φιλία
με τον «ισάδελφό του», όπως τον ονομάζει, Βασίλειο. Τόσο διακρίθηκε
στις σπουδές του στην Αθήνα, που του προσφέρθηκε καθηγητική έδρα,
που δεν αποδέχτηκε.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα
του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και το 372 ο φίλος του Βασίλειος, ήδη Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας,
τον χειροτόνησε, παρά τη θέλησή του, επίσκοπο Σασίμων.
Μετά τον θάνατο των γονέων
του (374), ευρισκόμενος στη Σελεύκεια της Ισαυρίας, κλήθηκε από
τους Ορθοδόξους της Κων/λεως να κηρύξει τα ορθόδοξα δόγματα (379).
Τότε, μόλις είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Ουάλης, που είχε επιβάλει
τον αρειανισμό, τόσον, ώστε όλοι οι ναοί της πόλης είχαν καταληφθεί
από τους αρειανούς και για τους ορθοδόξους απέμενε μόνον ο μικρός ναός
της αγίας Αναστασίας. Στο μικρό αυτό ναό ο Γρηγόριος εξεφώνισε
τους πέντε περίφημους θεολογικούς του λόγους και γι΄ αυτό έλαβε την
προσωνυμία «Θεολόγος».
Σύγχρονος σχολιαστής του
σημειώνει: «Ο Γρηγόριος υπήρξε ποιητής, νηπτικός και θεολόγος.
Η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί και το μεγαλείο του.
Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε
τις προϋποθέσεις που θέτει στη θεολογία του ο Γρηγόριος. Δηλ. εκφράζει
την πεποίθηση ότι η θεολογία ασκείται με προϋποθέσεις και προοπτικές
που δημιουργεί η ίδια η Εκκλησία. Σημειώνει: «Επί των ημετέρων όρων
ιστάμενοι», δηλ. να στεκόμαστε στους δικούς μας όρους και στη δική
μας ορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή εκφράζεται δια της Εκκλησίας.
Η παράδοση του Γρηγορίου ήταν
μια δύσκολη συνάρτηση της Αλεξανδρινής σχολής του Ωριγένη (3ος
αι.) και των δύο αποστολικών πατέρων Ιγνατίου και Ειρηναίου (2ος
αι.), καθώς και του Μ. Αθανασίου (3ος αι.), φυσικά και του φίλου του Μ.
Βασιλείου (4ος αι.).
Διακρίνει σαφώς στο έργο του
το «θεολογείν» από το «φιλοσοφείν». Ο Γρηγόριος είναι ο
θεολόγος της θεοπτίας. Σκοπός του, όπως γράφει, είναι να ζει, να συναναστρέφεται
με τον Θεό, που είναι η αλήθεια, κάτι που μόνον αυτό εξασφαλίζει άμεση
και ασφαλή γνώση. Πρόκειται για την θεοπτία, η προσωπική δηλ. εμπειρία
της αλήθειας, συντελείται δια της καθάρσεως. Γράφει: «Βούλει θεολόγος
γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, δια των
προσταγμάτων όδευσον· πράξις γαρ επίβασις θεωρίας».
Με την θεολογία του περί θεοπτίας
και τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού γίνεται ο πρόδρομος
του ησυχασμού και της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως
αυτή αναπτύχθηκε τον 14ο αι. Γράφει: «Θεόν, ό,τι ποτέ μεν έστι την
φύσιν και την ουσίαν, ούτε τις εύρεν ανθρώπων πώποτε ούτε μην εύρη».
Και αλλού συμπληρώνει: «Και μικρόν διακύψας, ου την πρώτην τε και ανήρατον
φύσιν και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι... αλλ΄ όση τελευταία και εις ημάς
φθάνουσα». Επίσης, συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε την «περί του Αγ. Πνεύματος»
διδασκαλία του Μ. Βασιλείου».
Την εποχή της Εκκλησίας, από
την Πεντηκοστή και μετά, που έχουμε πλέον την εμφανή παρουσία του
Αγ. Πνεύματος, ο άγιος Γρηγόριος την ονομάζει «Τρίτην Διαθήκην».
Τονίζει δηλ. ότι, όταν έλαβε «πέρας» η «σωματική» παρουσία του Χριστού
στη γη, άρχισε το έργο του Αγ. Πνεύματος, που συνιστά «ελπίδος συμπλήρωσιν»,
κάτι που έγινε με την κάθοδο και «επιδημία» του Αγ. Πνεύματος στη
γη. Τώρα, λοιπόν, το Πνεύμα είναι «ουσιωδώς» παρόν. Όπως ο Υιός επικοινώνησε
με τους ανθρώπους «σωματικώς», έπρεπε να φανεί και το Πνεύμα «σωματικώς».
Όταν ο Υιός επανήλθε στον Πατέρα, ήλθε το Πνεύμα «ως Κύριον». Γράφει:
«Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι
σωματικώς». Και Χριστού προς αυτόν επανελθόντος, εκείνο προς ημάς
κατελθείν· ερχόμενον ως Κύριον» (Σύμβολο πίστεως Β΄ Οικουμ. Συνόδου).
Αλλά και το Χριστολογικό δόγμα
δεν έμεινε έξω από τα δογματικά του ενδιαφέροντα, όσον αφορά στις
δύο φύσεις του Κυρίου.
Ο Απολινάριος, επίσκοπος
Λαοδικίας της Συρίας (369), σφοδρός πολέμιος του αρειανισμού και φίλος
των πατέρων Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού,
περί το 374 άρχισε να διδάσκει ότι ο σαρκωθείς Λόγος δεν προσέλαβε
ολόκληρο τον άνθρωπο. Προσέλαβε, μόνο σάρκα και άλογη ψυχή και όχι
λογική (νου-πνεύμα), την θέση της οποίας κατέλαβε ο Λόγος του Θεού.
Στη θέση αυτή του Απολιναρίου ο Ι. Γρηγόριος διέκρινε χριστολογική,
σωτηριολογική και ανθρωπολογική αίρεση!
Πρώτα Χριστολογική: Ο
Λόγος, κατά τον Γρηγόριο, προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο και γι΄ αυτό
στο Χριστό έχουμε δύο πραγματικές φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη.
Γράφει: «Δύο φύσεις εις εν συνδραμούσαι, ουχ υιοί δύο· μη καταψευδέσθω
η σύγκρασις». Σύμφωνα με τη σωτηριολογική θέση του Γρηγορίου,
για να σωθεί ολόκληρος ο άνθρωπος (σάρκα – ψυχή ή πνεύμα) πρέπει να
προσληφθεί ολόκληρος από τον Θεό – Λόγο. Γι΄ αυτό σημειώνει: «Το απρόσληπτον
αθεράπευτον· ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται». Ακόμη, ο Απολινάριος
αμφισβητούσε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως στο Χριστό και
επομένως και την ενότητα του ανθρώπου (νους η ψυχή και σάρκα) κι έτσι
έκανε προβληματική τη σωτηρία του. Η ανθρωπολογία του Γρηγορίου
είναι συνταρακτική! Γράφει: «ζώον εν εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω
και ορατής φύσεως δημιουργεί (ο Θεός) τον άνθρωπον... οιον (τινά) κόσμον
έτερον (μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν, επί της γης έστησεν, άγγελον
άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως...επίγειον
και ουράνιον... τον αυτόν πνεύμα και σάρκα...ζώον ενταύθα οικονομούμενον
και αλλαχού μεθιστάμενον και – πέρας του μυστηρίου – τη προς Θεόν
νεύσει θεούμενον»1.
Τέλος, ο Γρηγόριος διακρίνεται
ως πολυγράφος συγγραφέας.
Τα έργα του διακρίνονται σ΄ επιστολές
– Λόγους και Έπη.
Σώζονται 246 επιστολές
του, βασικά περιστασιακές και προσωπικές, που φανερώνουν τη ρητορική
του δεινότητα.
Έγραψε 45 Λόγους, που
είναι το ύψιστο δημιούργημά του γλωσικά και θεολογικά. Επίσης, συνέταξε
396 εκτενή και σύντομα ποιήματα, τα περισσότερα σε προσωδιακό μέτρο.
Η «Φιλοκαλία» είναι ένα «Ανθολόγιον»
από τα κείμενα του Ωριγένη, που είχε καταρτίσει ο Γρηγόριος μεταξύ
των ετών 357-360. Το 361 το έθεσε στην κρίση του φίλου του Μ. Βασιλείου.
Η «Διαθήκη» είναι ένα σύντομο
κείμενο που έγραψε ο Γρηγόριος στις 31 Μαϊου του 381, για να διαθέσει
την πατρική του περιουσία.
Το 381 ο Γρηγόριος βρίσκεται
στον Πατριαρχικό θρόνο και είναι Πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Όταν βρέθηκαν μερικοί επίσκοποι που αμφισβήτησαν την εκλογή του,
αμέσως θα εγκαταλείψει τον θρόνο και θα επιστρέψει στη Ναζιανζό,
που το 390 σε ηλικία περίπου 60 ετών θα παραδώσει το πνεύμα του στον
Κύριο.
Είναι ένα θαυμάσιο κείμενο «ο
Συντακτήριος λόγος του», όταν, μετά την παραίτησή του, αποχαιρέτησε
το ποίμνιό του. Αποδεικνύει το ταπεινό φρόνημα του ανδρός όταν θα
πει: «Ει δε τι υμίν εγώ της διαστάσεως αίτιος, ουκ ειμί σεμνότερος Ιωνά
του προφήτου. Βάλετέ με εις την θάλασσαν και παύσεται αφ΄ υμών ο κλύδων
των ταραχών». Βρίσκει, άραγε, πολλούς τέτοιους μιμητές ο Ι. Γρηγόριος!
Η μνήμη του τιμάται στις 25
Ιανουαρίου. Επίσης, και στις 30 Ιαναουαρίου μαζί με τους δύο άλλους
μεγάλους πατέρες το Μ. Βασίλειο και τον Ι. Χρυσόστομο (εορτή Τριών
Ιεραρχών).
Σε μια γενική θεώρηση για
την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας,
θα μπορούσαμε να σημειώσουμε: «Ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός,
είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας, μετά
τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα
στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως. Ο
Γρηγόριος υπήρξε ο ποιητής που έγινε μεγάλος θεολόγος. Η «φυγή»
του από τον κόσμο ήταν συνάρτηση της αναπτυγμένης ευαισθησίας του
και της κλίσης για τον μονήρη νηπτικό βίο. Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις
εστιν η απραξία», ο θεωρητικός και θεοπτικός βίος. Απέφυγε συστηματικά
τη δραστηριοποίησή του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική
φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε.
Η συνύπαρξη των αντιθέσεων στο είναι του επιτεύχθηκε, διότι ο Γρηγόριος
δεν ήταν μόνο ποιητής και νηπτικός, αλλά και μέγας θεολόγος, που φρονούσε
ότι όφειλε να «καρποφορεί», να «ωφελεί» την Εκκλησία και μάλιστα
να «δημοσιεύη την έλλαμψίν Της». Στην περίπτωση του Γρηγορίου συνέβη
το εξής θαυμαστό! Ενώθηκαν ασύγχυτα ο ποιητής, ο νηπτικός και ο θεολόγος.
Και όπως αναφέρθηκε, η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί
το μεγαλείο του, αλλά και την πρώτη δυσχέρεια ερμηνείας του».
1. Παν. Νέλλα «Ζώον θεούμενον»
Εκδ. Εποπτεία, Αθήνα 1979
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου