Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΕΡΗΛΙΚΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Δώρο Θεού ή βιασμός της φύσης;- Ποιμαντική προσέγγιση - π. Χριστοφόρου Χρόνη


ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΕΡΗΛΙΚΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Δώρο Θεού ή βιασμός της φύσης;- Ποιμαντική προσέγγιση

 Πρωτ. Χριστοφόρου Χρόνη

        Η γέννηση ενός νέου ανθρώπου αποτελεί αναμφισβήτητα δώρο του Θεού σε κάθε ανδρόγυνο. Η τεκνογονία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς σκοπούς του εγγάμου βίου (χαρακτηρίζεται ως υπέροχος σκοπός),[1] αφού παρέχει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να εκπληρώσει την εντολή του Θεού «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε»,[2] χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η στειρότητα ή η ατεκνία[3] στον γάμο συνεπάγεται και την αποτυχία αυτού[4]. Ο αείμνηστος, μεγάλος δογματολόγος, καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης αναφέρει, ότι ο κύριος και τελικός σκοπός του γάμου είναι η πνευματική και ηθική τελείωση των συζύγων, ενώ όλοι οι άλλοι σκοποί είναι δευτερεύοντες και οδηγούν προς τον τελικό σκοπό.[5] Σ’ αυτό συνηγορεί και το αποστολικό ανάγνωσμα της ακολουθίας του μυστηρίου του γάμου, όπου δεν αναφέρεται καθόλου η τεκνογονία, παρά μόνο η πνευματική διάσταση του γάμου και η αγαπητική σχέση των συζύγων, που θα πρέπει να είναι αντίστοιχη με την αγάπη που διέπει τη σχέση Χριστού και Εκκλησίας.[6]

        Αν ο σκοπός του γάμου ήταν αποκλειστικά η τεκνογονία και η παιδοποιία τότε η Εκκλησία θα επέτρεπε οι άνδρες να παντρεύονται και άλλες γυναίκες, εάν η πρώτη τους σύζυγος ήταν στείρα. Αυτό ίσχυε στην Παλαιά Διαθήκη, όπου η ατεκνία θεωρούνταν τιμωρία του Θεού[7] και η άτεκνη στιγματιζόταν και μειονεκτούσε κοινωνικά εφ’ όρου ζωής. Στην Καινή Διαθήκη όμως, στην περίοδο της χάριτος, προέχει ο αγιασμός και όχι η τεκνογονία, γι’ αυτό και η πολυγαμία καταργήθηκε.[8] Ο γάμος χρησιμεύει πλέον για τον αγιασμό των νεονύμφων, οι οποίοι «ἐν γήρει πίονι» και «ἐν καθαρᾷ τῇ καρδίᾳ», έχουν χρέος να εργάζονται τις εντολές του Θεού.

        Δυστυχώς, ως προς το θέμα της τεκνογονίας, παρατηρείται ότι ένα σημαντικό ποσοστό (20%) ζευγαριών, αντιμετωπίζει προβλήματα γονιμότητας, είτε πρόκειται για στειρότητα είτε για ατεκνία. Ως στειρότητα θεωρείται η αδυναμία επίτευξης της επιθυμητής εγκυμοσύνης, ενώ η ατεκνία είναι αποτέλεσμα συνεχών αποβολών (εξαιτίας αμβλώσεων ή πρόωρων τοκετών).[9]

        Μέχρι πριν μερικά χρόνια η μόνη λύση στο πρόβλημα της στειρότητας ή της ατεκνίας ήταν η υιοθεσία. Η υιοθεσία είναι μια νομική πράξη που σκοπό έχει να αποκτήσουν οι θετοί γονείς τέκνο, ήδη γεννημένο, και να το εντάξουν στην οικογένειά τους, δημιουργώντας μια τεχνητή σχέση.[10]

        Τα τελευταία χρόνια, λύση στο θέμα της πατρότητας και της μητρότητας έρχονται, από κοινού να δώσουν, η ιατρική και οι βιολογικές επιστήμες, με την ανάπτυξη της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Λύση στο πρόβλημα γονιμότητας αναζητούν και ζευγάρια μεγάλης ηλικίας δεδομένου ότι ή δε θέλουν ή δε μπορούν να προσφύγουν στη λύση της υιοθεσίας επειδή, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία περί υιοθεσίας, όποιος υιοθετεί ανήλικο πρέπει να έχει συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα.[11] Από τη μια πλευρά χαίρεται κάποιος όταν ακούει ότι χιλιάδες άτεκνα ζευγάρια δέχονται ως δώρο του Θεού ένα παιδί, μέσω της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αλλά από την άλλη υπάρχει έντονος προβληματισμός και έκπληξη, από τις ειδήσεις περί τεκνοποίησης υπερήλικων μητέρων.[12] Η τεκνοποίηση υπερήλικων μητέρων πρέπει να καταδικάζεται και όχι να επαινείται, αφού καταστρατηγούνται τα δικαιώματα του παιδιού προς όφελος της φίλαυτης επιθυμίας της μητέρας να αποκτήσει παιδί, σε ηλικία που θα έπρεπε να αποκτήσει εγγόνι.[13] Έχει λεχθεί ότι με την πρακτική αυτή δημιουργούνται ορφανά παιδιά κατ’ επιλογήν.[14] Αυτή η φρενήρης επιδίωξη απόκτησης τέκνου, από ηλικιωμένους γονείς, έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια τη φύση ή μάλλον γίνεται προσπάθεια βιασμού της φύσης από τον εγωκεντρισμό τους.[15]

         Το θέμα της υπερήλικης μητέρας έχει και μια πιο προχωρημένη διάσταση, αυτή της υποκατάστατης ή δανεικής μητρότητας, όπου ηλικιωμένες μητέρες αναλαμβάνουν να γεννήσουν τα παιδιά των παιδιών τους (τα εγγόνια τους !!!), εάν αυτά έχουν πρόβλημα στειρότητας.[16] Επιστήμονες αναφέρουν, ότι τα παιδιά που έχουν ηλικιωμένους γονείς, θα εμφανίσουν ψυχοκοινωνικά προβλήματα και θα υστερούν έναντι των άλλων παιδιών σε θέματα διαπαιδαγώγησης, συμπεριφοράς,[17] προστασίας, ασφάλειας και φυσιολογικής ανάπτυξης.[18]

        Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν στέκεται ποιμαντικά απόμακρη και αδιάφορη από το συγκεκριμένο πρόβλημα. Αναγνωρίζει και ευλογεί την επιθυμία του ανθρώπου να αποκτήσει τέκνα, κατ’ αναλογία με την επιθυμία του Θεού να δημιουργήσει τον άνθρωπο.[19] Η φιλόστοργη μάνα Εκκλησία αναγνωρίζει, ότι η στειρότητα και η ατεκνία αποτελούν σταυρό για το ζευγάρι, που κάποιες φορές είναι δυσβάστακτος, εάν δε ληφθεί ως δοκιμασία του Θεού. Η Εκκλησία με χαρά δέχεται τις νέες τεχνολογικές και ιατρικές εξελίξεις στο χώρο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής, που δίνουν πολλές ελπίδες σε ζευγάρια με προβλήματα στειρότητας και ατεκνίας. Όμως πολλές φορές αυτή η τεχνολογική εξέλιξη ενέχει σοβαρούς κινδύνους αφού μεταμορφώνει τις επιθυμίες μας σε ανάγκες, εις βάρος της πνευματικής μας ελευθερίας.[20]

        Συνέπεια αυτού είναι η Εκκλησία να προβάλλει σοβαρές αντιρρήσεις και να αντιτίθεται στο θέμα της τεκνοποίησης υπερήλικων μητέρων αφού η ενέργεια αυτή είναι μια αρρωστημένη, φίλαυτη επιθυμία της μητέρας, που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο νεογέννητο παιδί της. Το παιδί οπωσδήποτε θα δώσει ανέλπιστη χαρά στους γονείς του, το ίδιο όμως έχει σοβαρές πιθανότητες να τους στερηθεί σύντομα. Αυτονόητο είναι, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να ευλογήσει και τη γέννηση παιδιού από υποκατάσταση υπερήλικη μητέρα, για τους ανωτέρω λόγους, αλλά και διότι διακόπτεται ο αναπτυσσόμενος σύνδεσμος του εμβρύου με τη γενετική του μητέρα και αναπτύσσεται με την υποκατάστατη, γεγονός που αποβαίνει εις βάρος του παιδιού.[21] Στην Αγία Γραφή έχουμε περιπτώσεις γεννήσεως τέκνου από ηλικιωμένη μητέρα (Σάρα-Ελισάβετ), όμως εδώ πρόκειται για έκτακτη υπερφυσική επέμβαση του Θεού, εντασσόμενη στο σχέδιο της Θείας οικονομίας και όχι για τη φυσική οδό.

         Η Εκκλησία δεν στέκεται απόμακρη από τον κόσμο και τα προβλήματά του. Η Εκκλησία δεν έχει το ρόλο του «αστυνόμου της ηθικής» ή του «επουράνιου εισαγγελέα», ερμηνεύοντας απλά τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Η μητέρα Εκκλησία, στο θέμα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με την προβληματική της (στειρότητα-ατεκνία), έχει να καταθέσει σοβαρές και σωτήριες αντιπροτάσεις. Η Εκκλησία πρωτίστως ευλογεί την τεκνοποίηση μέσα στο γκνων.﷽﷽﷽﷽﷽εγκαταλειμμγωγημιουργ  δημιουργ

άμο αλλά ταυτόχρονα θεωρεί και ολοκληρωμένο το γάμο χωρίς παιδιά.

        Σημαντική στο θέμα αυτό είναι η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο άμβωνας, όπου με την κατάλληλη διδαχή θα μάθει το εκκλησίασμα την πραγματική θεολογική νοηματοδότηση του γάμου.[22] Η στειρότητα και η ατεκνία, αν γίνουν αποδεκτές με ταπείνωση, ως θέλημα του Θεού, οδηγούν στον αγιασμό και τη σωτηρία. Η ατεκνία μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ενεργό συμμετοχή στη λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα αναρίθμητα να είναι τα θαύματα σε άτεκνα ζευγάρια. Άλλωστε ο Θεός δεν έχει ανθρώπινη λογική και μπορεί ένας άτεκνος ή μια στείρα γυναίκα, ηλικιωμένοι ή όχι, υποτασσόμενοι στο θέλημα του Θεού, να φτάσουν σε ύψος αγιότητας, που δεν θα έφταναν αν είχαν τεκνοποιήσει.[23]

        Μία άλλη σοβαρή αντιπρόταση της Εκκλησίας είναι η υιοθεσία ορφανών, απόρων και εγκαταλειμμένων τέκνων από άτεκνα ζευγάρια, (όχι όμως πολύ ηλικιωμένα, αφού η νομοθεσία επιτρέπει την υιοθεσία μέχρι την ηλικία των εξήντα), τα οποία δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ατεκνίας.[24] Με τον τρόπο αυτό και ο πόνος της ατεκνίας περιορίζεται, αλλά συγχρόνως αποδυναμώνεται το εγωιστικό θέλημα και υποτάσσεται στην αγάπη του Θεού.[25] Αξίζει να τονισθεί, ότι η υιοθεσία, ενώ δεν αποτελεί παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνεται αποδεκτή από την κοινή συνείδηση, αφού οπωσδήποτε είναι μια πράξη έμπρακτης αγάπης, ίσως η σπουδαιότερη.


[1] π. Ηλίας Γ. Διακουμάκος, Η αντισό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμστικικοαφέρει για και Λ96.Η

ύλληψη ως ρυθμιστικός παράγων στον οικογενειακό προγραμματισμό-Μικρή συμβολή στην ορθόδοξη Θεολογία του γάμου, εκδ. Παρρησία2, Αθήνα 2011, σ. 51.

[2] Γεν. 1,28.

[3] Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν θεωρεί την ατεκνία πρόβλημα ή αμαρτία, «Ὅταν οὖν ἴδῃς ἄνδρα καὶ γυναῖκα ἐν ἀρετῇ ζῶντας, καὶ ἐν ἀπαιδίᾳ τυγχάνοντας· ὅταν ἴδῃς θεοσεβεῖς ὄντας, καὶ εὐλαβείας ἐπιμελομένους, ἄπαιδας, μὴ νομίσῃς ἁμαρτιῶν εἶναι ἔργα», βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις την Γένεσιν 49, PG 54, 445.

[4] Βασίλειος Γ. Φανάρας, Τεκνογονία και Αντισύλληψη στον Ορθόδοξο Γάμο-Ηθικά σχόλια και σύγχρονη έρευνα, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 28.

[5] Ιωάννης Καρμίρης, «Γάμος», Θ.Η.Ε., τ. 4ος,εκδότης Αθ. Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968, σσ. 197-209.

[6] Εφ. 5, 21-33, «...οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν...»

[7] Γεν. 30, 1-13.

[8] Μοναχός Αγιορείτης Δαμασκηνός, Σχέσεις ανδρογύνου πριν και μετά το γάμο-Μία Ορθόδοξη προσέγγισις, εκδ. Μυριόβιβλος, Άγιον Όρος 2007, σ.130.

[9] Βασίλειος Γ. Φανάρας, Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή-Ηθικοκοινωνική προσέγγιση, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 61.

[10] Έφη Μανωλεδάκη-Κουνουγέρη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙβ, Σχέσεις γονέων και παιδιών, χ.ε., Θεσσαλονίκη 1990, σ. 102.

[11] Εφημερίδα Κυβερνήσεως, Νόμος υπ.αριθμ. 2447/96, κεφ. 13ο, άρθρο 1543, τεύχος Α΄, αρ. φύλλου 278, 30.12.1996.

[12] Προ εικοσαετίας δημοσιεύτηκε η είδηση ότι μια 63χρονη ιταλίδα γέννησε αγοράκι (Βλ. Εφημ. Τα Νέα, 19 Ιουλίου 1994, σ. 41.). Επίσης μια εξηντάχρονη ελληνίδα από τη Ρόδο γέννησε δίδυμα με ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση (Βλ. Βασίλειος Γ. Φανάρας, Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή-Ηθικοκοινωνική προσέγγιση, σ. 92), ενώ ο ηλικιακός πήχης ανέβηκε ακόμη περισσότερο με τη γέννηση παιδιών από 66χρονη μητέρα στη Ρουμανία και από 67χρονη στην Ισπανία (Βλ. http://ygeia.tanea.gr/default.asp?pid=8&ct=13&articleID=12938&la=1, ημ. πρόσβασης 20/12/2018).

[13] Αρχιμανδρίτης Μακάριος Γρινιεζάκης, Βιοηθικές Θέσεις του Μητροπολίτου Γέροντος Εφέσου Κυρού Χρυσοστόμου, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 236 και 240.

[14] Βασίλειος Γ. Φανάρας, Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή-Ηθικοκοινωνική προσέγγιση, ό.π., σ. 93.

[15] Χριστοδούλος, Μακαριωτάτος Αρχιεπισκόπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, «Η εκκλησία για την τεχνητή γονιμοποίηση», εφημ. Πληροφόρηση, Ιούλιος-Αύγουστος 1996, τεύχος 186-187, σ. 7.

[16] Εφημ. Απογευματινή, 9 Δεκεμβρίου 1996, σ. 25. Αναφέρεται στην είδηση ότι στο Λονδίνο γεννήθηκε κορίτσι από τη γιαγιά της Έντιθ Τζόουνς με ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση. Η κόρη της Έντιθ και γενετική μητέρα του κοριτσιού δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.

[17] Ας φανταστούμε μία υπερήλικη μητέρα, η οποία προσέρχεται στο δημοτικό σχολείο για να ρωτήσει για την πρόοδο του ανήλικου παιδιού της. Πώς θα αισθανθεί το παιδί αυτό αλλά και πώς θα το βλέπουν πλέον οι συμμαθητές του; Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται.

[18] Βασίλειος Γ. Φανάρας, Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή-Ηθικοκοινωνική προσέγγιση, ό.π., σ. 93.

[19] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. Περί Δημιουργίας, ΕΠΕ, τ.1ος,σ.142, «Ἐπεὶ οὖν ὁ ἀγαθὸς καὶ ὑπεράγαθος θεὸς οὐκ ἠρκέσθη τῇ ἑαυτοῦ θεωρίᾳ, ἀλλ' ὑπερβολῇ ἀγαθότητος εὐδόκησε γενέσθαι τινὰ τὰ εὐεργετηθησόμενα καὶ μεθέξοντα τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει καὶ δημιουργεῖ τὰ σύμπαντα, ἀόρατά τε καὶ ὁρατά, καὶ τὸν ἐξ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου συγκείμενον ἄνθρωπον».

[20] Περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ, «Ηθική θεώρηση της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής», Φεβρουάριος 2004, τεύχος 2ο, σ. 103.

[21] ό.π., σ. 107.

[22] π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, «Ιερότητα και Κοσμικότητα στην τέλεση της ακολουθίας του Γάμου», στο Ο Γάμος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Πρακτικά Δ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, εκδ. Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Αθήνα 2004, σ. 37.

[23]Πρβλ. Ησ. 56, 3-5, «...καὶ μὴ λεγέτω ὁ εὐνοῦχος ὅτι ξύλον ἐγώ εἰμι ξηρόν. τάδε λέγει Κύριος τοῖς εὐνούχοις· ὅσοι ἂν φυλάξωνται τὰ σάββατά μου καὶ ἐκλέξωνται ἃ ἐγὼ θέλω καὶ ἀντέχωνται τῆς διαθήκης μου, δώσω αὐτοῖς ἐν τῷ οἴκῳ μου καὶ ἐν τῷ τείχει μου τόπον ὀνομαστὸν κρείττω υἱῶν καὶ θυγατέρων, ὄνομα αἰώνιον δώσω αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐκλείψει».

[24] Πρβλ. Ματθ. 19, 11-12, «ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ' οἷς δέδοται... ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω».

[25] Νικόλαος Κόιος, Βιοηθική-Συνοδικά κείμενα Ορθόδοξων Εκκλησιών, εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2007, σ. 108.



Δεν υπάρχουν σχόλια: