Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἰατρεῖο πνευματικό - π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ


Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἰατρεῖο πνευματικό1

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ἡ συγκρότηση τῆς ἐνορίας καί σύνολης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς γίνεται μέ ἕνα μοναδικό καί ἀμετακίνητο στόχο: τή θέωση τῶν μελῶν της. Αὐτός ὁ στόχος πρέπει νά μένει στούς αἰῶνες ἀμετάβλητος... Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά διευκρινισθεῖ κάπως περισσότερο, πῶς νοεῖται ὀρθόδοξα ἡ σωτηρία, πού ἀποτελεῖ τόν μοναδικό στόχο τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς.
Ἡ οὐσιαστικότερη παραποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἀλλοιώνει τελείως τήν οὐσία του, εἶναι ἡ θεώρησή του ὡς μίας «χριστιανικῆς ἰδεολογίας», τήν ὁποία καλεῖται νά ἀποδεχθεῖ ὁ πιστός, γιά νά διαμορφώσει ἀνάλογα τή ζωή του. Στήν περίπτωση αὐτή «μαθαίνει» κανείς τόν Χριστιανισμό, ὅπως μαθαίνει τή γεωγραφία ἤ τήν ἱστορία. Σάν κάποιο μάθημα. Ὁ Χριστιανισμός ὅμως εἶναι μάθημα, ἀλλά συγχρόνως καί «πάθημα». Προσφέρεται ὡς ζωή, ὡς ἔνταξη σέ ἕνα «καινό» (νέο) καί ἀποκεκαλυμμένο τρόπο ζωῆς, τή ζωή πού εἰσήγαγε στήν ἱστορία ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ πιστός καλεῖται νά φθάσει, μέσῳ μίας ὁρισμένης πορείας, σέ σημεῖο πού νά ἐφαρμόζει στόν ἑαυτό του τήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄, 20). Ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι μεταφορικός καί συμβολικός γιά τόν Ἀπόστολο, ἀλλά ἐκφράζει μία ἐμπειρική πραγματικότητα. Εἶναι ἡ «μόρφωσις» τοῦ Χριστοῦ μέσα του («ἵνα μορφωθῆ Χριστός ἐν ἡμῖν». Γαλ. δ΄, 19). Νά γίνει ὁ ἄνθρωπος Χριστός – Θεάνθρωπος «κατά χάριν». Αὐτό εἶναι ἡ θέωση καί ταυτίζεται μέ τή σωτηρία.
Ἡ πορεία σ’ αὐτή τή διαδικασία ἰσοδυναμεῖ μέ θεραπεία. Θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Πρέπει νά καθαρισθεῖ (ἐλευθερωθεῖ) ἡ καρδιά ἀπό τά πάθη, γιά νά μπορεῖ νά φωτισθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι μόνο ἀπό τόν ἁγιοπνευματικό φωτισμό μπορεῖ κανείς, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει στή θέωση, στήν τελείωση δηλαδή τῆς ὑπάρξεώς του μέσα στήν ἄκτιστη δόξα ἤ βασιλεία (φῶς) τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέσα στό ἁγιοτριαδικό Φῶς εἶναι προορισμένος νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ «προορισμός» τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὄντας σ’ αὐτό τό Φῶς, εἶναι ἀληθινά ἄνθρωπος καί συνάνθρωπος, δηλαδή ἀδελφός τῶν συνανθρώπων του. Ἄν δέν ἑνωθεῖ, ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, γεμίζοντας ἄκτιστη θεία χάρη, δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει ἀληθινά (ἀνιδιοτελῶς) τούς συνανθρώπους του καί νά δημιουργήσει μαζί τους αὐθεντική καί γνήσια κοινωνία.
 Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ σωτηρία εἶναι στήν οὐσία της θεραπεία, ἀπαιτεῖ ἀνάλογη θεραπευτική ἀγωγή. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἄσκηση, ὁ ἀγῶνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔχουν διατυπωθεῖ στήν Ἁγία Γραφή καί τή λοιπή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ θεῖες ἐντολές δέν εἶναι παρά «συνταγές» στόν ἀγῶνα τῆς θεραπείας μας. Θεραπεία εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς μας ὑγείας· ἡ ἔνταξη τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στή Θεία Χάρη, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ. 
Ὅπως ὅμως κάθε θεραπεία, ἔτσι καί ἡ προσφερόμενη ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπαιτεῖ εἰσαγωγή στό κατάλληλο πλαίσιο ζωῆς, στό εἰδικό κλίμα, πού καθιστά τή θεραπεία δυνατή καί βεβαῖα. Τή θέση τοῦ νοσοκομείου τῆς σωματικῆς θεραπείας παίρνει ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία-Ἐνορία, ὡς «πνευματικόν ἰατρεῖον», πνευματικό νοσοκομεῖο θεραπείας καί ἀποκαταστάσεως τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Ὁ πιστός πρέπει νά εἰσαχθεῖ σέ μία νέα ζωή καί κοινωνία, ξένη πρός τή ζωή τοῦ κόσμου, πού δέν ἀγνοεῖ μόνο τή θεραπεία, ἀλλά καί τή μέθοδο πραγματώσεώς της. Παράλληλα πρέπει ὁ πιστός νά μάθει νά ζεῖ σ’ αὐτή τή νέα ζωή, ἐγκαταλείποντας τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά εἶναι σήμερα δυστυχῶς πολύ δύσκολο νά τά κατανοήσουμε, διότι οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί συμφυρόμαστε μέ τόν κόσμο καί ἡ ζωή μας δέν διαφέρει στήν οὐσία ἀπό τή ζωή τῶν μή Χριστιανῶν, παρά μόνο σέ μερικά στοιχεῖα «θρησκευτικότητας» πού τῆς δίνουμε.
Ἄν θέλουμε ὅμως νά κατανοήσουμε, τί σημαίνει ἔνταξη στήν ἐν Χριστῷ ζωή, μποροῦμε νά καταφύγουμε σέ ἕνα (ὀρθόδοξο) Μοναστῆρι καί τή συγκρότηση τῆς ζωῆς τους. Ὁ δόκιμος μοναχός εἶναι – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν – ὁ κατηχούμενος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀπό τόν ἀγῶνα του νά ἐνταχθεῖ στή μοναστική ζωή γίνεται ἀντιληπτό, τί σήμαινε στούς πρώτους αἰῶνες ἡ ἔνταξη στήν Ἐκκλησία. Τό Μοναστῆρι μένει στήν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν 4ο αἰώνα ἡ συνέχεια τῆς αὐθεντικῆς Ἐνορίας, γιατί ἀποτελεῖ ἀνεξάρτητη καί ἀνεπηρέαστη ἀπό τόν κόσμο κοινωνία, μέσα στήν ὁποία βρίσκει ἐφαρμογή ὁ λόγος «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὅλη ἡ ζωή ἔχει ὡς κέντρο της τόν Χριστό καί μεταστοιχειώνεται χαρισματικά σέ προσευχή, εὐχαριστία, δοξολογία.


1. Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ἐνορία: ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆνα ²2000, 29-32.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Απο τις καλύτερες φετεινές αναρτήσεις!
Απο τον αντιοικουμενιστή καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό.
Το οφείλατε μιας και δεν γράψατε κάτι για την κοίμηση του, ενω τότε βούιξαν όλα τα ορθόδοξα μπλογκς.

Αντύπας