O Πρωτομάρτυρας Στέφανος, από τη συγχώρεση στην θεοπτία και
το μαρτύριο
Γράφει ο Κωνσταντίνος
Χασόγιας,
Θεολόγος του Ε.Κ.Π.Α
Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων (κεφ. 6-8), γραμμένο από τον Ευαγγελιστή Λουκά, διαβάζουμε ότι η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων αποτελείτο από Εβραίους και Ελληνιστές. Στου στίχους αυτούς των Πράξεων μάλιστα έχουμε την πρώτη σαφή αναφορά για την ύπαρξη ελληνιστών χριστιανών, αν και η παρουσία τους πρέπει να ανάγεται ήδη από τις πρώτες ημέρες της Εκκλησίας. Ήδη διαβάζουμε ότι την ημέρα της Πεντηκοστής ήσαν μεταξύ του πλήθους των Χριστιανών «Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι» (Πρ. 2, 11). Λίγο πιο κάτω, όταν γίνεται αναφορά στον απόστολο Βαρνάβα, βλέπουμε ότι ήταν «Κύπριος τω γένει» (Πρ. 4, 36) , άρα Έλλην. Εβραίοι πάλι, κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, καλούντο οι πιστοί που μιλούσαν αραμαϊκά κι είχαν γεννηθεί στην Παλαιστίνη[1]. Βεβαίως ο ιερός Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι οι Ελληνιστές χριστιανοί που μιλούσαν ελληνικά, ήσαν τω γένει Εβραίοι «καλεῖν τοὺς ἑλληνιστὶ φθεγγομένους οὗτοι γὰρ Ἑλληνιστὶ διελέγοντο, Ἑβραῖοι ὄντες»[2]. Τον όρο Ελληνιστές τον βρίσκουμε επίσης και στο χωρίο 9,29, των Πράξεων[3].
Τότε λοιπόν, παρατηρήθηκε ότι στις «αγάπες», στα γεύματα δηλαδή που παρείχε η κάθε τοπική εκκλησία μετά την προσευχή και τη λατρεία, αδικούντο οι πένητες, οι χήρες και τα ορφανά που ανήκαν στην Εκκλησία και προήρχοντο από τους Ελληνίζοντες. Πιο συγκεκριμένα, οι Ελληνιστές διαμαρτύρονταν προς τους Εβραίους ότι «παραθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν» (Πρ., 6-1). Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, θέλοντας να εξωραΐσει τα πράγματα και να απαλύνει τις εντυπώσεις, σημειώνει ότι:«οὐκ ἤν δὲ κακίας τὸ παροράσθαι τὰς χήρας, ἀλλὰ ραθυμίας»[4], δηλαδή λόγω τεμπελιάς κι όχι σκοπίμως γινόταν η αδικία στις χήρες και τα ορφανά των Ελληνιστών Χριστιανών. Ωστόσο η ανθρώπινη φύση, με τα πάθη της, είναι η ίδια ανά τους αιώνες και δεν αλλάζει.
Εδώ βεβαίως θα αναρωτηθεί κάποιος εύλογα: σε αυτήν την πρώτη Εκκλησία των ενθουσιαστικών τάσεων, που όλοι οι πιστοί πίστευαν ότι η Δευτέρα Έλευσις του Ιησού ήταν θέμα χρόνου και Τον περίμεναν να έρθει από μέρα σε μέρα, ήταν δυνατόν να σημειώνονται αδικίες μεταξύ των μελών της Εκκλησίας; Όποιος εντυπωσιάζεται από το γεγονός φαίνεται να αγνοεί την πτωτική ανθρώπινη φύση που ταλανίζεται από τα πάθη και τις αμαρτίες. Πάθη που εγκαταλείπουν τον άνθρωπο μόνον μετά τη φυγή του από αυτόν τον κόσμο. Κατά συνέπειαν και στην πρώτη, αποστολική λεγόμενη Εκκλησία, σημειώνονταν διακρίσεις μεταξύ των εξ΄ Ιουδαίων και των εξ΄Εθνών Χριστιανών, με τους πρώτους – αφού πίστευαν ότι ο Χριστός είχε ενσαρκωθεί κυρίως για το γένος το δικό τους - να δρούν πολλές φορές εις βάρος των δευτέρων, στερώντας την τροφή από τις χήρες και τα ορφανά των τελευταίων. Είναι φανερό ότι ο αντίδικος διάβολος πολεμούσε εξ αρχής την Εκκλησία του Χριστού και, δυστυχώς, πάντα εύρισκε και βρίσκει έως και σήμερα «πιστούς» που γίνονται όργανα του και δρουν υπό τις εντολές του.
Χρυσοτυπία από ένα βυζαντινό χειρόγραφο
του 9ου μ.Χ. αιώνος με το έργο "Ιερά Παράλληλα" του Αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού, στο οποίο απεικονίζεται η θεοπτία του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου.
Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες απόψεις, οι χήρες και τα ορφανά των Ελληνιζόντων Χριστιανών αδικούντο και στην καθημερινή διανομή άρτου και χρημάτων, εξ ου και το έργο των επτά Διακόνων αναφέρεται ως «διακονία καθημερινή»[5]. Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι επτά Διάκονοι και ποιο ήταν το έργο τους; Οι Απόστολοι, βλέποντας αυτήν την αδικία, προσπάθησαν να θεραπεύσουν την κατάσταση εκλέγοντας και χειροτονώντας σε «Διακόνους», επτά πιστούς οι οποίοι θα είχαν ως έργο να φροντίζουν τους εξ΄Ελληνιζόντων απόρους πιστούς. Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι δεν επρόκειτο για αξίωμα – διακόνημα λειτουργικό, αλλά για διακόνημα τραπεζών, αφού ακόμα δεν είχε θεσμοθετηθεί η «ειδική ιεροσύνη» στην Εκκλησία, αλλά της εκάστοτε λατρευτικής συνάξεως προΐστατο «εις εκ των Αγίων», δηλαδή ένας από τους Χριστιανούς, όπως εντέλλονται οι Αποστολικές Διαταγές[6]. Και μεταξύ αυτών, πρώτοι ο Στέφανος, ο Φίλιππος και ο Νικόλαος, οι οποίοι, μαζί με άλλους τέσσερις Διακόνους, ανέλαβαν να φροντίζουν τις χήρες και τα ορφανά των Ελληνιζόντων Χριστιανών ώστε να μην αδικούνται και να μένουν νηστικά στις «αγάπες», δηλαδή τα κοινά συσσίτια που οργάνωνε η πρώτη Εκκλησία για τα μέλη της.
Σύλληψη και μαρτύριο του Στεφάνου
Πληροφορίες για το αξίωμα και το έργο τους λαμβάνουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 6-8). Εκεί υπάρχει και η πρώτη αναφορά που γίνεται προς το πρόσωπό του Στεφάνου και είναι κατά την εκλογή των Διακόνων. Μαθαίνουμε επίσης ότι ο Στέφανος (Πρ., 6,8) και ο Φίλιππος (Πρ., 21, 8) ασκούσαν παραλλήλως και κηρυκτικό έργο. Αυτή η κηρυκτική δράση τους και το πλήθος των πιστών που τους ακολούθησαν, προφανώς έγιναν και η αιτία να προκληθεί και το μίσος των Ιουδαίων έναντι του προσώπου του Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Πράξ. στ΄8 - ζ΄5, 46-60) μας πληροφορεί σχετικά: «Στέφανος, πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.» Αυτοί λοιπόν από τις συναγωγές των Λιβερτίνων, Κυρηναίων, Αλεξανδρέων και λοιπών που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία του πνεύματος του, τον διέβαλλαν κατηγορώντας τον ότι βλασφημούσε τον Μωυσή και τον Θεό. Δήλωσαν συγκεκριμένα ότι «ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.» Ο Στέφανος συνελήφθη και κλήθηκε σε δίκη από το Μεγάλο Συνέδριο (Σαχεντρίν) των Ιεροσολύμων. Οι δικαστές θαύμασαν με την αθωότητα και την ευγένεια του προσώπου του, δεν ήθελαν να πιστέψουν τις κατ’ αυτού κατηγορίες: «Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;» Τότε εκείνος απολογούμενος ενώπιον του συνεδρίου, κήρυξε με τόλμη την πίστη του στον Ιησού Χριστό ως τον Μεσσία, κάτι το οποίο εξόργισε τους Ιουδαίους. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικασθεί εις θάνατον δια λιθοβολισμού και να μαρτυρήσει – πρώτος αυτός από όλους – για τον Χριστό. Τότε οι διώκτες του «ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ' αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν.» Εν συνεχεία, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων, οι κατήγοροι του άφησαν τα ρούχα τους να τους φυλά ο νεαρός, τότε, μαθητής του Γαμαλιήλ, Σαύλος – ο μετέπειτα απόστολος των Εθνών Παύλος – και άρχισαν να τον λιθοβολούν μέχρι θανάτου ενώ εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται ζητώντας από τον Κύριο να παραλάβει το πνεύμα του: «Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.» Ο Πρωτομάρτυρας της Εκκλησίας, λυγίζοντας από το μαρτύριο του λιθοβολισμού, γονάτισε και ως αληθινός μαθητής του Ιησού, συγχώρεσε αυτούς που τον θανάτωσαν προσευχόμενος με δυνατή φωνή για εκείνους: «Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.» Κλείνοντας την αφήγηση του μαρτυρίου του Στεφάνου, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί ότι ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος επιθυμούσε τη θανάτωση του Πρωτομάρτυρος: «Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.»
Ο λόγος και η θεοπτία του Πρωτομάρτυρα
Απολογούμενος ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος συνόψισε τη θεολογία της Εκκλησίας μέσα στο κύκνειο εκείνο άσμα του (Πρ. Αποστόλων ΣΤ’ 8-15, Ζ’ 1-5, 47-60). Αφού αναφέρθηκε στην ιστορία των Εβραίων, όπως αυτή περιγράφεται μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, τους υπενθύμισε ότι συνεχώς απιστούσαν προς τον Θεό παρά το ότι αποτελούσαν τον «εκλεκτό λαό» Του. Ακόμα και τις φορές που έδειξαν ότι θέλησαν να δοξάσουν τον Θεό, ουσιαστικά φρόντισαν να δοξάσουν τους εαυτούς τους μέσω των έργων τους. Τους θύμησε ότι ο Σολομών έκτισε τον περίφημο ναό του για να δοξάσει τον εαυτό του κι όχι προς δόξαν Θεού αφού ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και, όπως είπε, εάν ήθελε ναούς για τον εαυτό του θα τους είχε κατασκευάσει ο ίδιος που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη: «Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Ο Θεός που δημιούργησε την πλάση ολόκληρη θα έκτιζε και ναούς για να κατωκοίσει ο ίδιος, εάν ήθελε κάτι τέτοιο.
Εν συνεχεία, τους υπενθύμισε ότι οι πατέρες τους σκότωσαν τους Προφήτες που τους έστειλε ο Θεός και πως δεν τήρησαν τις εντολές Του. «Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.» Καθώς τους έφερε αντιμέτωπους με την προγονική απιστία τους, εκείνοι εξεμάνησαν εναντίον του. Τότε όμως ο Θεός επιβράβευσε τη στάση του αφού, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελιστού Λουκά, ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος είδε μια θεοφάνεια, μια θεοπτία του Θεού Πατρός με τον Ιησού Χριστό καθήμενον εν δόξη στα δεξιά Του, όπως ακριβώς απεικονίζεται στην εικόνα της Αγίας Τριάδος. «Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.» Αυτή η θεοπτία ήταν και η επιβράβευση της ζωής και της μαρτυρικής πορείας του Στεφάνου ο οποίος και τελεύτησε τον βίον του οδηγούμενος στο μαρτύριο και προσευχόμενος για τους φονείς του. Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το νεκρό του Στεφάνου και τον έθαψαν με χριστιανικές τιμες.
Τον θάνατο του Πρωτομάρτυρα ακολούθησε διωγμός εναντίον των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα με αποτέλεσμα να διασκορπιστεί η τοπική Εκκλησία στις πέριξ περιοχές. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Ελένη ανακάλυψε το λείψανο του το οποίο και μεταφέρθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μεγάλο στην Κωνσταντινούπολη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Δεκεμβρίου, η εύρεση των λειψάνων του στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ η ανακομιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Λουθηρανοί και οι Αγγλικανοί τιμούν τη μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου, ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η ημέρα της εορτής είναι επίσημη αργία.
Μαρτυρίες περί του Αγίου Στεφάνου
Όπως ήδη αναφέραμε, η μόνη μαρτυρία που έχουμε για τον Άγιο Στέφανο ευρίσκεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Μαρτυρίες για το πρόσωπο του δεν μας δίνουν ούτε οι Αποστολικοί Πατέρες και οι Απολογητές της Εκκλησίας που βρίσκονταν πιο κοντά, χρονολογικά στην εποχή του οι οποίοι τηρούν σιγή περί του προσώπου του, αλλά μόνον οι Νικολαΐτες οι οποίοι τον θεωρούσαν και σαν προστάτη της αιρέσεως τους. Ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνου, επίσκοπος της πόλεως που σήμερα καλείται Λυών της Γαλλίας, αναφέρει ότι ο Στέφανος ήταν ο πρωτοδιάκονος και κλήθηκε από τους Αποστόλους να διδάσκει τον θείο λόγο, ενώ προσθέτει ότι έφθασε στην τελείωση μέσω του μαρτυρίου. Ο Τερτυλλιανός επίσης αναφέρει τον Στέφανο, τοποθετώντας δίπλα στον προφήτη Ησαΐα λόγω της θεοπτίας που είχε. Αργότερα ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, σε ένα ερμηνευτικό του έργο επί των Πράξεων των Αποστόλων, μας δίνει, για πρώτη φορά, μια περί του Στεφάνου πληροφορία καθώς μας αναφέρει πως ήταν στενός φίλος του Γαμαλιήλ[7]. Από τον 4ο αιώνα και μετά έχουμε αρκετές αναφορές, όπως από το Δίδυμο Τυφλό, τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Αστέριο Αμασείας. Κατά τον 5ο αιώνα έχουμε επίσης τον Ησύχιο, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο κ.α. που αναφέρονται στη ζωή και το μαρτύριο του. Ωστόσο, πέραν των όσων η χριστιανική ευλάβεια ενέπνευσε σε αυτούς τους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς να γράψουν, δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, εκτός των εκκλησιαστικών, για τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο, γεγονός που έκανε κάποιους να αμφισβητήσουν και αυτήν ακόμα την ιστορική του ύπαρξη. Προφανώς, η καταστροφή της Ιερουσαλήμ (132-135) για δεύτερη φορά, δεν επέτρεψε να διασωθούν προφορικές παραδόσεις περί του προσώπου του. Ο Αυγουστίνος πάντως σε μερικές ομιλίες του αναφέρει πολλά θαύματα από τον Άγιο Στέφανο, μέσω των λειψάνων του.
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος αρχίζει να αγιογραφείται κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο ως νεαρός διάκονος, φορώντας οράριο και λευκό στιχάριο. Σε παλαιότερες αναπαραστάσεις όμως φορά απλά ένα ιερατικό χιτώνα για διάκονο της ύστερης αρχαιότητας. Σε μία από τις αρχαιότερες αναπαραστάσεις στο Σαν Λορέντζο της Ρώμης με το βιβλίο του Ευαγγελίου, αργότερα εμφανίζεται σε αναπαραστάσεις με βράχο στο κεφάλι του, σαν σύμβολο του μαρτυρικού τέλους του, ενώ κάποιες φορές απεικονίζεται στη Δύση μαζί με ένα ακόμα διάκονο και μάρτυρα, τον Άγιο Λαυρέντιο της Ρώμης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, Ἀθῆναι 1959.
2. Παναγιώτου Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἐκδ. Ὁ ΣΩΤΗΡ, Ἀθῆναι 2014.
5. Conybear, The commentary of Ephrem in Acts, McMillan,London 1926.
6. Ευαγγέλου Λέκκου, "Άγιος Στέφανος", Αποστολική Διακονία, Αθήνα.
7. Πάκα, Πηνελόπη, Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος στην ορθόδοξη παράδοση, Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Θεολογική, Τμήμα Θεολογίας, 2001
[1] Βλέπε σχετικά Π. Τρεμπέλα,
Υπόμνημα εις τας Πράξεις, σελ., 205.
[2] Βλέπε, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμημα στις Πράξεις των Αποστόλων, Ομιλίες Α- ΚΓ, τ., 15, ΕΠΕ.
[3] Βλέπε Ιωάννου Ζηζιούλα: «Το πρόβλημα των Ελληνιστών της Καινής Διαθήκης. Ελληνισμός και Χριστιανισμός κατά τους τρεις πρώτους αιώνες.» ΙΕΕ, τ. 6, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ., 1976, σελ., 528, καθώς και Παναγιώτου Χρήστου, Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1990, σς., 112-113
[4] Βλέπε Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας: «Ὑπόθεσις τῆς βίβλου τῶν Πράξεων σὺν τοῖς κεφαλαίοις αὐτῶν»,PG 125, ς΄, στιχ. 600Α
[5] Βλέπε Weiss, O Αρχέγονος Χριστιανισμός, σελ., 80.
[6] Βλέπε σχετικά Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, Ἀθῆναι 1959, σελ., 43, όπου ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι επτά Διάκονοι δεν είχαν εκκλησιαστικό αξίωμα ως διακονητές μυστηριών αλλά ως διακονητές τραπεζών. Αυτές οι ιδέες περί «διακονητών μυστηρίων» προέρχονται από τον 3ον μετά Χριστόν αιώνα και απηχούν τις αντιλήψεις της τοπικής εκκλησίας της Ρώμης.
[7] Βλέπε, F. Conybear, The commentary of Ephrem in Acts, McMillan,London 1926, σελ. 373-409.
[2] Βλέπε, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμημα στις Πράξεις των Αποστόλων, Ομιλίες Α- ΚΓ, τ., 15, ΕΠΕ.
[3] Βλέπε Ιωάννου Ζηζιούλα: «Το πρόβλημα των Ελληνιστών της Καινής Διαθήκης. Ελληνισμός και Χριστιανισμός κατά τους τρεις πρώτους αιώνες.» ΙΕΕ, τ. 6, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ., 1976, σελ., 528, καθώς και Παναγιώτου Χρήστου, Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1990, σς., 112-113
[4] Βλέπε Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας: «Ὑπόθεσις τῆς βίβλου τῶν Πράξεων σὺν τοῖς κεφαλαίοις αὐτῶν»,PG 125, ς΄, στιχ. 600Α
[5] Βλέπε Weiss, O Αρχέγονος Χριστιανισμός, σελ., 80.
[6] Βλέπε σχετικά Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, Ἀθῆναι 1959, σελ., 43, όπου ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι επτά Διάκονοι δεν είχαν εκκλησιαστικό αξίωμα ως διακονητές μυστηριών αλλά ως διακονητές τραπεζών. Αυτές οι ιδέες περί «διακονητών μυστηρίων» προέρχονται από τον 3ον μετά Χριστόν αιώνα και απηχούν τις αντιλήψεις της τοπικής εκκλησίας της Ρώμης.
[7] Βλέπε, F. Conybear, The commentary of Ephrem in Acts, McMillan,London 1926, σελ. 373-409.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου