Γεννημένος στη Καισάρεια της
Καππαδοκίας, ο Μέγας Βασίλειος ήταν εκείνος που μαζί με τους
άλλους δύο Καππαδόκες Ιεράρχες και Θεολόγους της Εκκλησίας, Ιωάννη τον
Χρυσόστομο και Γρηγόριο τον Θεολόγο, τόλμησαν να δογματίσουν διασαφηνίζοντας τη
διαφορά μεταξύ προσώπου και υποστάσεως, αφ’ ενός και ουσίας και φύσεως αφ’
ετέρου στην Αγία Τριάδα. Δογμάτισαν επιπλέον ότι κάθε υπόσταση της Αγίας
Τριάδος διακρίνεται από τις άλλες δύο από τα υποστατικά της ιδιώματα, δηλαδή από
τον τρόπο υπάρξεως της, με τον Θεό Πατέρα που είναι το αίτιον της Θεότητος να
είναι αγέννητος, τον Θεό Υιό να γεννάται αχρόνως και το Άγιον Πνεύμα να
εκπορεύεται εκ του Πατρός. Αν οι Λατίνοι θεολόγοι και πατέρες της
Εκκλησίας - όπως ο ιερός Αυγουστίνος που δεν κατάφερε ποτέ να μάθει την
ελληνική – γνώριζαν τη θεολογία των Καππαδοκών πατέρων, τότε πιθανώς δεν θα
είχε πέσει η Καθολική Εκκλησία στην αίρεση του «Filioque».
Γόνος ευσεβούς οικογενείας της Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος έλαβε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του την κατά Χριστόν παιδεία και ανατροφή. Ο πατέρας του ονομάζετο επίσης Βασίλειος και ήταν καθηγητής Ρητορικής στην Καισάρεια. Από αυτόν προφανώς κληρονόμησε το τάλαντο του γραπτού και προφορικού λόγου ο Ιεράρχης.
Η μητέρα του, Αγία Εμμέλεια προήρχετο από οικογένεια Ρωμαίων αξιωματούχων οι οποίοι είχαν πιστέψει στον Χριστό και ο πατέρας της είχε τελευτήσει τον βίο του ως Χριστιανός μάρτυρας κατά την περίοδο τω διωγμών. Κατά συνέπειαν το ενθουσιαστικό κλίμα του χριστιανικού μαρτυρίου και της ομολογίας πίστεως υπήρχε έντονο στην οικογένεια και μεταδόθηκε και στα παιδιά, αρκετά από τα οποία εμόνασαν και λάμπρυναν το νοητό στερέωμα της Εκκλησίας ως Άγιοι. Μεταξύ των οκτώ αδελφών του Μεγάλου Βασιλείου συγκαταλέγονται ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο ασκητής Άγιος Ναυκράτιος, οσία Μακρίνα και ο Άγιος Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας. Ωστόσο κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητος του Μεγάλου Βασιλείου έπαιξαν τόσο η πολύ ευλαβής γιαγιά του Μακρίνα, όσο και η ομώνυμη πρωτότοκη αδελφή του οι οποίες όχι μόνον τον μεγάλωσαν αλλά και τον νουθέτησαν στην πίστη του Χριστού. Πολλές φορές θα τις μνημονεύσει με ευγνωμοσύνη ο Ιεράρχης στα έργα του.Ο δρόμος της ζωής του οδήγησε τον
Μέγα Βασίλειο στην Κωνσταντινούπολη όπου και φοίτησε παρά τους πόδας του
μεγάλου ρήτορα Λιβανίου και κατόπιν στο κλεινόν άστυ των Αθηνών όπου και ήταν η
πατρίδα της Φιλοσοφίας και της Ρητορικής. Έτσι το έτος 352 μ.Χ.
φοιτεί στη σχολή του Χριστιανού Φιλοσόφου Προαιρεσίου, ενώ ταυτοχρόνως
παρακολουθεί μαθήματα και άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος. Κατά τη διάρκεια των
σπουδών του στη Αθήνα γνωρίζεται και με τον επίσης φοιτητή, τότε, Γρηγόριο τον
Θεολόγο, με τον οποίον θα διατηρήσει μια φιλία εφ’ όρου ζωής. Τα φιλοσοφικά
γράμματα των Ελλήνων θα επιδράσουν πολύ στην πνευματική διαμόρφωση του Ιεράρχη
ο οποίος μέσα από το περίφημο έργο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ
ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», συστήνει οι νέοι να μελετούν τη θύραθεν – ελληνική
σοφία και τα κλασικά γράμματα, τα οποία «ντύνουν με το κάλλος τους τον
θεολογικό λόγο», αλλά υπό χριστιανικό πρίσμα.
Το έτος 356 μ.Χ. επιστρέφει
στη ιδιαίτερη πατρίδα του όπου κι αρχίζει να διδάσκει Ρητορική ακολουθώντας τα
βήματα του πατέρα του. Όμως ο θάνατος του αδελφού του Ναυκρατίου, δύο έτη
αργότερα, επηρεάζει καταλυτικά την πορεία της ζωής του. Βαπτίζεται Χριστιανός –
ο νηπιοβαπτισμός δεν είχε καθιερωθεί ακόμα τότε – κι αποφασίζει να ασκητέψει.
Το φθινόπωρο του 358 μ.Χ. ξεκινά ένα προκυνηματικό ταξίδι στα ασκητικά
κέντρα της Μικράς Ασίας, αναζητώντας παραλλήλως τόπο διαμονής. Το επόμενο έτος
τον βρίσκει να μονάζει στην Αριανζό κοντά στον φίλο των φοιτητικών του χρόνων
Γρηγόριο. Δεν θα μείνει εκεί όμως αφού ο Θεός είχε άλλα σχέδια για
εκείνον.
Το θέρος του έτους 364 μ.Χ.
χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Ευσέβειο Καισαρείας – πατέρα της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας – τον οποίον και θα διαδεχθεί στην επισκοπική έδρα της
Καισαρείας λαμπρύνοντας την με το όνομα του. Αντιμετωπίζει εξ αρχής με
θεολογικά επιχειρήματα τον Αρειανισμό που έχει βαθειές ρίζες στην επαρχία του
αφού και ο φημισμένος του προκάτοχος του ήταν Αρειανός. Θαυμαστής μεγάλος του
Αλεξανδρινού Ωριγένη, ο Καππαδόκης ιεράρχης θα απορρίψει τελικά την αλληγορική
σχολή ερμηνείας των Γραφών και θα ακολουθήσει την Αντιοχειανή.
Πέραν των θεολογικών προβλήματος
όμως, που ταλάνιζαν σύμπασα τη Χριστιανοσύνη της εποχής του, ο Μέγας Βασίλειος
επιδίδεται σε μια προσπάθεια καταπολεμήσεως της διαφθοράς που έχει αρχίσει να
ρίχνει ρίζες στον κλήρο. Καταπολεμά με διαρκείς ομιλίες κι επιστολές τη Σιμωνία
των Επισκόπων που χρησιμοποιούν το αξίωμα και το λειτούργημα τους προς ίδιον
πλουτισμό. «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων», γράφει
συντονισμένος μαζί του ο φίλος του Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τίποτα δεν
φοβήθηκα όσο τούς επισκόπους, εκτός από ολίγους. Ο Μέγας Βασίλειος
ανταλλάσσει επιστολές με τον Μεγάλο Αθανάσιο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο, τον
Γρηγόριο Θεολόγο και πόσους άλλους ακόμα, αγωνιζόμενος υπέρ της ορθότητος της
πίστεως. Σώζονται μέχρι σήμερα 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου,
που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα
έως και τον θάνατό του.
Μέσα
από το πλήθος των επιστολών του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την
ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, αλλά και για την πιστή εφαρμογή των Ιερών
Κανόνων από τους πιστούς. Μέσα από σειρά επιστολών του βλέπουμε τον Ιεράρχη να
πασχίζει να επιλύσει καθημερινά βιοτικά προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία
του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών
και απόρων. Ήταν ο ίδιος που καθιέρωσε τη διανομή αγαθών και κάθε είδους
βοήθειας σε φτωχές οικογένειες, ορφανά, χήρες, άπορους. Η κορωνίδα αυτού του
κοινωνικού – ποιμαντικού του έργου ήταν η ίδρυση της «Βασιλειάδος», ενός
πρότυπου κι επαναστατικού για την εποχή του πτωχοκομείου και κέντρου περίθαλψης
εμπερίστατων ανθρώπων. Θυμίζοντας στους πλουσίους ότι ο Θεός παραχωρεί τα αγαθά
για όλους τους ανθρώπους, ουσιαστικά ανέλαβε, μέσω της Εκκλησίας τη φροντίδα
των πενομένων υποκαθιστώντας από μόνος του τις κοινωνικές υπηρεσίες ενός
ολοκλήρου κράτους. Πέρα από τη σίτιση, τη στέγαση και την ιατρική περίθαλψη των
απόρων, ο Ιεράρχης φρόντισε και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων
ώστε να μπορέσουν να βρουν πόρο ζωής.
Κυρίως όμως διακρίνεται η
ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε ο Μέγας Βασίλειος έναντι των αποκομμένων και
περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό παράδειγμα προς
μίμηση σε μια εποχή σαν τη δική μας που η ποιμαντική μέριμνα και η ποιμαντική
ευθύνη, από δεδομένα στην ιεραρχία, έχουν φτάσει πολλές φορές να είναι
ζητούμενα κι ενίοτε να θεωρούνται ως αρετές.
Η ακαταπόνητη και ολόπλευρη δράση
του Μεγάλου Βασιλείου τον επέβαλε, συν τω χρόνω, στη συνείδηση του πληρώματος
της Εκκλησίας ως κοινό έξαρχο ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας. Όταν ο έπαρχος ζητά μια υπερβολική φορολογία
από τους κατοίκους της Μητροπόλεως του κι εκείνοι δίνουν τα χρυσαφικά τους
προκειμένου να κορέσουν την αδηφαγία του, επεμβαίνει ο Άγιος και ακυρώνει τη
καταβολή του φόρου. Με μια σολομώντειο λύση αποφασίζει να επιστραφούν τα χρυσαφικά
στους κατοίκους με τρόπο ώστε να μην μείνει κανείς παραπονεμένος: φτιάχνουν μια
τεράστια πίτα, τα βάζουν μέσα, την ψήνουν κι έπειτα ο αρχηγός κάθε οικογένειας
παίρνει ένα κομμάτι με όποιο χρυσαφικό του έπεσε στη μερίδα του. Αυτή ήταν η
πρώτη Βασιλόπιττα από την οποίαν ξεκινά ένα έθιμο που τηρείται έως σήμερα στη
γιορτή του και εις μνήμην του.
Ο Μέγας Βασίλειος αφού
αναδεικνύεται ως πρόμαχος της ορθοδοξίας μέσα από την αντιρρητική του
γραμματεία, διαδέχεται επάξια στην υπεράσπιση της πίστεως τον Μέγα Αθανάσιο
αφού αναδεικνύεται σε πρόμαχο του δογματικού Όρου της Οικουμενικής Συνόδου της
Νικαίας. Αγωνίσθηκε για την ενότητα της Εκκλησίας εν αληθεία και συνέγραψε έργα
όπως το «Περί Αγίου Πνεύματος» που οδοθέτησαν τη θεολογική σκέψη. Μόνος αυτός
καταφέρνει να υποκαταστήσει την αρειανίζουσα ιεραρχία του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως κι αναζητά στήριξη στα υπόλοιπα παλαίφατα πατριαρχεία τα
οποία όμως δείχνουν να αδιαφορούν. Κι εκεί φαίνεται και πάλι η πνευματική
δύναμη και η ακλόνητη πίστη του Μεγάλου Βασιλείου αφού συνεχίζει μόνος του τον
αγώνα.
Ο
Μέγας Βασίλειος ήταν ο θεολόγος που τόνισε την ενότητα της Αγίας Τριάδος μέσω
της φύσεως και της ουσίας και τη διάκριση των τριών προσώπων και υποστάσεων της
Θεότητος μέσω των ιδιωμάτων τους, όπως είπαμε και στην αρχή. Στο θεολογικό έργο
του τονίζεται η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού, μέσω των οποίων
ο Θεός καθίσταται αντιληπτός από τον κόσμο. Τα κτίσματα δεν μπορούν να μεθέξουν
στη θεία ουσία διότι υπάρχει οντολογικό χάσμα μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού
κόσμου. Η πλάση ολόκληρη συνέχεται και συντηρείται μέσω του Αγίου Πνεύματος και
των ακτίστων ενεργειών της Θεότητος που όμως έχουν κτιστό αποτέλεσμα,
διατρανώνει μέσα από τα έργα του Μέγας Βασίλειος.
Ένας ακόμα νευραλγικός τομέας της
εκκλησιαστικής ζωής, υπό διαμόρφωση ακόμα τότε, με τον οποίον ασχολήθηκε ο
Καππαδόκης Ιεράρχης ήταν εκείνος του Μοναχισμού τον οποίον και οργάνωσε
ουσιαστικά αφού με τους «Μοναχικούς κανόνες» του, που είναι διατάξεις οι οποίες
αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών επέβαλε την υπακοή,
την αγαμία, την ακτημοσύνη, την ένταξη της κάθε μοναχικής αδελφότητος στην
τοπική εκκλησία και την υπακοή της στην ιεραρχία, την κοινοβιακή ζωή και
λοιπά.
Όλος αυτός ο πολύπλευρος και
διαρκής αγώνας όμως, σε συνδυασμό με τον ασκητικό του βιο, καταπόνησαν την
υγεία του με αποτέλεσμα να μεταβεί στις ουράνιες μονές σε ηλικία μόλις 49 ετών,
την 1 του έτους 379 μ.Χ. Όλος ο χριστιανικός κόσμος θρήνησε τη εκδημία
του σεπτού Ιεράρχη και μαζί τον θρήνησαν κι όσοι αλλόδοξοι έτυχε να τον
γνωρίσουν και να ευεργετηθούν ποικιλοτρόπως από αυτόν. Εκδημώντας άφησε πίσω
του ένα θησαυρό ολόκληρο δογματικής, συμβολικής και λειτουργικής θεολογίας
αφού, μεταξύ των άλλων, συνέθεσε και την ομώνυμη Θεια Λειτουργία που τελείται
έως σήμερα δέκα φορές κατ’ έτος. Το ίδιο σημαντική είναι και η παρακαταθήκη που
άφησε στο κανονικό και εκκλησιαστικό Δίκαιο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε να τιμάται η μνήμη του
την 1η Ιανουαρίου, ενώ από το 1081 ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο από Ευχαΐτων, θέσπισε έναν κοινό
εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της
χριστιανικής παιδείας.
1. Μεγάλου Βασιλείου `Εργα, τόμοι 1-10, εκδ. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1972-1974.
2. Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου: Πατρολογία, Εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1997, τόμος Β΄.
3. Παναγιώτη Κ. Χρήστου: Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1989.
4. Παναγιώτη Κ. Χρήστου: Εκκλησιαστική γραμματολογία. Πατέρες και θεολόγοι του Χριστιανισμού, Εκδόσεις «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 1991.
5. Γεωργίου Φλωρόφσκυ: Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί Πατέρες, μετάφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.
6. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ), Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1988.
7. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Από την αποστολική εποχή ως την άλωση της Κωνσταντινούπολεως, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.
8. Paul Jonathan Fedwick, Basil of Caesarea: Christian, Humanist, Ascetic, a Sixteen - Hundredth Anniversary Symposium, τόμος 1, Pontifical Institute of Mediaeval Studies, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου