Κυριακή 10 Απριλίου 2022

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

ΣΤΗ  ΜΝΗΜΗ  ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ  
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

10 Απριλίου, Πάσχα 1821, συλλαμβάνεται, βασανίζεται, απαγχονίζεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ … 25 Απριλίου 1871 οι κάτοικοι της Αθήνας και του Πειραιά, ξυπνούν από τις καμπάνες. Στον Πειραιά φθάνουν, από την Οδησσό τα ιερά λείψανα του Γρηγορίου του Ε’ με το ατμόπλοιο  «Βυζάντιο» … 9 παρά τέταρτο ακούγεται ο πρώτος κανονιοβολισμός από το λόφο Νυμφών αναγγέλλοντας την έναρξη της μεγαλειώδους πορείας … έρριπτον μιαν βολήν ανά παν της ώρας λεπτόν, από της στιγμής αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής της εις τον Μητροπολιτικόν ναόν Αθηνών αφίξεως του λειψάνου … Την πορεία άνοιγε η έφιππη χωροφυλακή, ακολουθούσε η μουσική της φρουράς Αθηνών, το πεζικό, το πυροβολικό, το ιππικό τάγμα, οι σαλπιγκτές. Οι μουσικές παιάνιζαν πανηγυρικά εμβατήρια ... Ακολουθούσαν επιζώντες αγωνιστές, ο Σταυρός, τα εξαπτέρυγα πάντων των εν Αθήναις ναών, οι μαθητές της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής, οι ηγούμενοι των μοναστηρίων, ιερείς. Τις ταινίες από το φέρετρο κρατούσαν αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι. Αμέσως μετά το φέρετρο προχωρούσε ο Βασιλεύς Γεώργιος φορών στολή στρατηγού, μετά του μεγαλοσταύρου του Σωτήρος, δεξιά δ΄ αυτού η Βασίλισσα Όλγα. Δεξιά της Βασιλίσσης επορεύετο το υπουργικόν συμβούλιον, αριστερά δε του Βασιλέως, ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και οι γραμματείς της Βουλής.

Ακολουθούσαν βουλευτές, δικαστικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί ανώτεροι, καθηγητές, ο Δήμαρχος της Αθήνας με το δημοτικό συμβούλιο, ενώ πλήθος κόσμου συνωθούνταν από τον ηλεκτρικό σταθμό μέχρι την Ερμού. Οι οικείες ήταν σημαιοστολισμένες και τα παράθυρα γεμάτα κόσμο. Όταν η λάρνακα έφτασε στη Μητρόπολη, ο Βασιλέας έδωκεν συνδρομή και ιδίαις χερσίν ανασηκώσας αυτήν. Την ώρα που η λάρνακα έμπαινε στο ναό εψάλησαν οι 9 αναστάσιμες ωδές …

25 Μαρτίου 1872: Πλήθος κόσμου έχει κατακλύσει τον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου, την Κοραή και την Κλαυθμώνος. Το Πανεπιστήμιο αποδίδει τιμή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Η Πρυτανεία ανάθεσε στον γλύπτη Γεώργιο Φυτάλη τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Πατριάρχη το 1869. Τη δαπάνη ανέλαβε ο Γεώργιος Αβέρωφ. Στις 25 Μαρτίου 1872 έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Ο ανδριάντας τοποθετήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στην αριστερή πλευρά της πρόσοψης, συμμετρικά με τον ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου. Ο Πατριάρχης αποδίδεται σε μέγεθος μεγαλύτερο του φυσικού, όρθιος, σε μεγαλοπρεπή στάση. Με το αριστερό χέρι στηρίζεται στη μπρούντζινη ποιμαντική ράβδο, ενώ το δεξί χέρι απλώνεται χαρακτηριστικά προς τα εμπρός. Στην τελετή ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απήγγειλε το περίφημο ποίημα του … που ενθουσίασε το κοινό:

Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μάς δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει,
πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζει
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…
 
Ολόγυρά σου τα βουνά κι οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,
οπού κι αυτή στον κόρφο της σαν τρυφερή μητέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπό σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγκο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου…
το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σὄγινε πατρίδα,
ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμύδα
τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη …
 
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσά σου…
Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κι εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κι αιώνιο θε να ζήσει,
να ’ναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
…………………………………………………………..
Πενήντα χρόνοι επέρασαν σα να ’τανε μια μέρα!…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιός είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;…
Τί θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νιώθεις μια ματιά σου
πόσες θα εφλόγιζε καρδιές, κι από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάστανε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…
Δε φέγγει μες στο μνήμά σου ούτε μια τέτοια μέρα;…
 
Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θε να μείνει ακόμα
ποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…
Κοιμάται κι ονειρεύεται… Και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει
το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…

     Πού πήγε αλήθεια αυτή η ωραία Ελλάδα  … Τόσο πολύ τη σκίασε ο άλλος βοριάς; Αυτός που σκορπάει ανείπωτο όλεθρο και συμφορά σ’ ελεύθερη κι ανεξάρτητη χώρα ; Και τι τραγικό, τουτέστιν σατανικό, όχι αθεϊστικά πια, μα … «ένθεα»!

Για την αντιγραφή

Αθανάσιος Κοτταδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: