Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Ὀντολογική ἤ ἠθική (ἐσχατολογική) δυαρχία; (Μεταξύ Μανιχαϊσμοῦ καί ἐγκοσμιοκρατίας) - Παναγιώτης Ν. Γκουρβέλος


 
Ὀντολογική ἤ ἠθική (ἐσχατολογική) δυαρχία;
(Μεταξύ Μανιχαϊσμοῦ καί ἐγκοσμιοκρατίας)

Παναγιώτης Ν. Γκουρβέλος

Τὀ σῶμα μας εἶναι καλό, ὡς δημιούργημα τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ, ὅμως εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή, διότι αὐτή τήν τάξη ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός: τό νά ὑπηρετεῖ τό σῶμα (τό κατώτερο) τἠν ψυχή (τό ἀνώτερο) κι’ ὄχι τό ἀντίστροφο. Ὅ,τι θά γραφεῖ στή συνέχεια ἀποτελεῖ ἀνάπτυξη τῆς κεντρικῆς αὐτῆς ἰδέας, βάσει καί τῆς ἁγίας πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. Ζ΄14- Η΄13).

1. Κατά τήν Δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ὑφίσταται ὀντολογική (μεταφυσική) δυαρχία, δέν ἰσχύει θεολογικοφιλοσοφικός δυϊσμός (δυαλισμός) ἀνάμεσα στήν καλή ψυχή καί στό δῆθεν κακό σῶμα. Ἡ κακόδοξη αὐτή θέση εἶναι Γνωστικιστική καί μάλιστα Μανιχαϊστική, μᾶς ἔρχεται ἀπό τίς Ἀπωανατολικές θρησκεῖες καί ἀπηχεῖ τίς ἰδέες τοῦ σύγχρονου Γνωστικισμοῦ, τοῦ θρησκειοφιλοσοφικοῦ δηλαδή ρεύματος τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age). Οἱ αἱρέσεις αὐτές βδελύσσονται καί ἀπορρίπτουν τό ἀνθρώπινο σῶμα, τόν ὑλικό κόσμο καί τήν παροῦσα ζωή ὡς κάτι τό κακό καί μιαρό, θεωρώντας τα ὡς δημιουργήματα κάποιου ἄλλου κακοῦ Θεοῦ (Γνωστικισμός), ἤ ἔστω ἀποφαίνονται πώς ὁ ὑλικός κόσμος καί τά ἀνθρώπινα σώματα εἶναι τόποι φυλακῆς καί ἐξορίας τῶν ψυχῶν, οἱ ὁποῖες ψυχές δῆθεν ἐξέπεσαν ἀπό τήν ἀρχέγονη ἀσώματη καί μακάρια κατάστασή τους (Ἀπωανατολικές θρησκεῖες, Πλάτωνας).   

2. Τό ὅτι ἡ Χριστιανική Πίστη ἀποδέχεται καί καταξιώνει τόν ὁρατό, σωματικό  κόσμο καί τήν ἐπίγεια ζωή, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι ἀρνεῖται τήν ὀρθή ἱεράρχηση- διαβάθμιση: πρώτη σέ ἀξία ἔρχεται ἡ ψυχή καί ἀκολουθεῖ τό σῶμα. Ἡ προτεραιότητα τῆς ψυχῆς μας (τοῦ πνεύματος) ἔναντι τοῦ σώματος (τῆς σαρκός μας) εἶναι προφανής καί αὐταπόδεικτη: Μόνον ὁ ἄνθρωπος, καί ὄχι τά ζῶα, ἔχει λάβει ἀπό τό Θεό λογική («νοεράν») καί ἀθάνατη ψυχή.

Ἡ δημιουργία μας κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀναφέρεται στήν ψυχή μας καί ὄχι στό σῶμα, καθότι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος. Μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τά ἔμψυχα ὄντα (τά ζῶα), λόγω τῆς διπλῆς (ψυχοσωματικῆς) του φύσεως, συγγενεύει καί ἐπικοινωνεῖ τόσο μέ τόν ἐπίγειο- αἰσθητό κόσμο, ὅσο καί μέ τόν οὐράνιο- θεϊκὀ κόσμο. Ἀσφαλῶς ἡ κοινωνία καί σχέση μας μέ τόν μεταφυσικό- θεϊκό κόσμο ἐνεργεῖται μέσω τῆς ψυχῆς μας («τῆς νοητῆς οὐσίας»). Καί αὐτό εἶναι τό μεγάλο προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου! (Βλέπε: Νικολάου Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἐκδόσεις Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1983, σ. 68-71, 179-182, 191-195, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ἀσαφῆ Π.Δ. 2,5, PG 55, 182) Ἐπίσης, μόνον οἱ ψυχές μας, ὄχι καί τά σώματα, εἶναι (πιό σωστά: καθίστανται ἀπό τόν Θεό), ἀπό τούτη κιόλας τή ζωή, κατά χάριν (καί ὄχι κατά φύσιν) ἀθάνατες. Ὅμως καί τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν, μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία.

Τό κατά Ματθαῖον ἅγιο Εὐαγγέλιο δίνει σαφές προβάδισμα στήν ψυχή ἔναντι τοῦ σώματος: Ὁ Κύριος λίγο πρίν τό Πάθος Του, παραγγέλλει στούς μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν μεγάλη κούραση εἶχαν κοιμηθεῖ: «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν` τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής» (Ματθ. 26, 41).  Τά Κυριακά λόγια σχετικά μέ τό πρόθυμο πνεῦμα καί τήν ἀσθενῆ σάρκα, μᾶς φέρνουν κατ’ εὐθεῖαν στὀ νοῦ τἠν (προσ)ευχή τοῦ Ἀποδείπνου πρός τόν ἅγιο  Ἄγγελο, ὅπου παρακαλοῦμε τόν ἅγιο  Ἄγγελο νά μήν παραχωρήσει στόν πονηρό Δαίμονα νά μᾶς καταδυναστεύσει μέσω τοῦ θνητοῦ καί ἀδύνατου σώματός μας. Στήν ἴδια προσευχή ἱκετεύουμε τίς ἅγιες ἀγγελικές ἀσώματες Δυνάμεις νά μήν μᾶς ἐγκαταλείψουν μόνους καί ἀβοήθητους ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρασίας μας, δηλ. ἐξ αἰτίας τῆς ἀχαλίνωτης, τῆς ἀσυγκράτητης ὁρμῆς τοῦ σώματός μας πρός τήν ἁμαρτία. Ἀλλά στήν ἴδια αὐτή προσευχή, καί ἡ ψυχή μας ἐπειδή ἁμαρτάνει, χαρακτηρίζεται ἀθλία.

Τέλος, τήν προτεραιότητα τῆς ψυχῆς ἔναντι τῆς σαρκός κατηγορηματικά διδάσκει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (παραθέτω τό κείμενο μεταφρασμένο): «’Εμεῖς οἱ χριστιανοί ὁμολογοῦμε βεβαίως πώς ἡ σάρκα (τό σῶμα μας) εἶναι κατώτερη ἀπό τήν ψυχή καί ὑποδεέστερη, ὄχι ὅμως ἀντίθετη οὔτε ἀντιμαχόμενη μέ τήν ψυχή, οὔτε πονηρή, ἀλλ’ ὅπως ἡ κιθάρα στόν κιθαριστή καί ὅπως τό πλοῖο στόν κυβερνήτη, ἔτσι αὐτή (ἡ σάρκα) πρέπει νά ὑποτάσσεται στήν ψυχή` αὐτά τά δύο (ἡ ψυχή καί τό σῶμα) δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους γι’ αὐτούς πού τά μεταχειρίζονται σωστά, ἀλλά εἶναι πλήρως συμβατά, ὄχι ὅμως ἰσότιμα μεταξύ τους» (Εἰς Ρωμαίους, ὁμιλία 13, 2, PG 60, 509).   

Οἱ παληότεροι Βιβλικοί θεολόγοι (Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἰωάννης Κολιτσάρας, Βασίλειος Βέλλας, Ἀρχιμ. Εύάγγελος Ἀντωνιάδης, Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, Γεράσιμος Κονιδάρης) ἑρμηνεύουν τήν προαναφερθεῖσα Ἀποστολική περικοπή (Ρωμ. Ζ΄14- Η΄13), μέ τρόπο πού νά φανερώνεται τό προβάδισμα τῆς ψυχῆς ἀπέναντι στό σῶμα. Ὅμως δέν πέφτουν στήν πλάνη πού στήν περίπτωση αὐτή ἐλλοχεύει, νά κρίνουν δηλαδή τό σῶμα μας ὡς κάτι τό κακό, πράγμα πού ἔκαναν οἱ Μανιχαῖοι. Ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά, οἱ νεώτεροι Βιβλικοί θεολόγοι (Γεώργιος Γαλίτης, Ἰωάννης Καραβιδόπουλος, Ἰωάννης Γαλάνης, Πέτρος Βασιλειάδης) ἑρμηνεύουν τή συγκεκριμένη περικοπή: α) ἀναγνωρίζοντας τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη, β) καταφάσκοντας τό σῶμα μας ὡς θετικό καί λίαν καλό δημιούργημα τοῦ ἀγαθοῦ καί φιλάνθρωπου Θεοῦ καί γ) θεωρώντας τήν ἁμαρτία ὡς κίνηση- στροφή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου (ψυχῆς καί σώματος) πρός τό κακό. Ὅμως οὔτε αὐτοί ὑποπίπτουν στήν αἵρεση πού ἐδῶ παραμονεύει, νά ἀξιολογήσουν δηλαδή τό σῶμα ὡς ἀνώτερο ἀπό τήν ψυχή μας, θέση πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἐκκοσμίκευση (ἐγκοσμιοκρατία), στή διάβρωση δηλαδή τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους ἀπό τό ἁμαρτωλό φρόνημα τοῦ παρόντος κόσμου.

3. Ἡ ἐν λόγω περικοπή τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς κάνει λόγο γιά τήν διαμάχη σαρκός καί πνεύματος. Πῶς πρέπει νά κατανοηθεῖ ἡ διαμάχη αὐτή; Πάντως, σίγουρα ὄχι μέ ἔννοια ὀντολογική (μεταφυσική), τοὐτέστιν ὡς σύγκρουση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπως εἰπώθηκε,  ἀπερίφραστα διακηρύσσει ὅτι ἡ σάρκα μας δέν εἶναι οὔτε «ἐναντία» οὔτε «μαχομένη» μέ τήν ψυχή οὔτε «πονηρά», ἀλλά ἀντίθετα εἶναι «σφόδρα συμβαίνουσα» (πλήρως συμβατή) μέ τήν ψυχή. Ἑπομένως ἡ ἰσχυρή ἀντίθεση σαρκός καί πνεύματος πρέπει νά ἐκληφθεῖ μέ ἔννοια ἠθική, τοὐτέστιν ὡς σκληρή σύγκρουση, ὡς ἀσυμφιλίωτη ἔχθρα ἀνάμεσα στό σαρκικό- κοσμικό- ἁμαρτωλό φρόνημα καί στό  φρόνημα ἐκεῖνο πού ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο (τό φρόνημα τῶν Ἁγίων).

 «Δέν εἶναι φύσει ἐχθρικά πρός ἂλληλα ἡ ψυχή καί τό σῶμα` ἐκεῖ ἒνθα ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὁμιλεῖ περί τῆς διαμάχης σαρκός καί πνεύματος, «οὐδαμοῦ περί ὑποστάσεως καί οὐσίας (ἐνν. τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς) διαλέγεται, ἀλλά περί ἀρετῆς καί κακίας» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Eἰς Ρωμαίους, ὁμιλία 13, 6 καί 8, PG 60, 516). «Σάρκα καί ἐνταῦθα οὐ τό σῶμά φησιν, οὐδέ τήν οὐσίαν τοῦ σώματος, ἀλλά τόν σαρκικόν βίον καί κοσμικόν, καί τρυφῆς καί ἀσωτείας γέμοντα, τόν ὃλον σάρκα ποιοῦντα τόν ἂνθρωπον». Ὃταν ἡ σάρξ παραμένῃ εἰς τήν οἰκείαν τάξιν, ὃταν δηλαδή ὑποτάσσεται εἰς τήν ψυχήν, οὐδέν ἂτοπον γίνεται» (πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον, Ἐκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 172 καί 174). «Οὐ τῶν σωμάτων ἡμῶν ἔξω γενέσθαι  κελεύει, ἀλλά τοῦ τῆς σαρκός ἀπηλλάχθαι φρονήματος» (ἅγιος Θεοδώρητος). Καί παρακάτω, ὁ ἴδιος ἑρμηνευτής γράφει: «Οὐκ εἶπε τό σῶμα θανατώσατε, ἀλλά τάς πράξεις τοῦ σώματος (ἐνν. τίς κακές), τουτέστι τό φρόνημα τῆς σαρκός θανατώσατε».

Ἑρμηνεύοντας τό ἔντονα βιωματικό χωρίο ζ΄ 23 τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς, στό ὁποῖο ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος κάνει λόγο γιά τή σφοδρή σύγκρουση, τήν πολεμική ἀντιπαράθεση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, τοῦ νόμου τοῦ νοός μου (τοῦ ἔσω ἀνθρώπου) μέ τόν ἕτερον νόμον, τό νόμο τῆς ἁμαρτίας «τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου», ὁ Οἰκουμένιος σχολιάζει ὅτι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας μέ πολεμεῖ μέσω τῶν μελῶν τοῦ σώματός μου, ὅμως αὐτό δέν συνιστᾶ κατηγορία ἐναντίον τοῦ σώματος, ἐνῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κάνει σαφῆ διάκριση μεταξύ τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑνός καί τῶν μελῶν τῆς σαρκός μου ἀφ’ ἑτέρου, στά ὁποῖα κυριαρχεῖ καί στά ὁποῖα κατοικεῖ ἡ ἁμαρτία. Καί βέβαια τά μέλη τοῦ σώματός μας, ὡς κτίσματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλά! (Οἱ ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων ἐλήφθησαν ἀπό τό Ὑπόμνημα εἰς τήν Καινήν Διαθήκην τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα, Ἐκδόσεις Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ») 

Ἑπομένως, κάποιες φορές στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σάρκα δέν ὀνομάζεται τό σῶμα, ἀλλά ὀνομάζεται τό σαρκικό- κοσμικό- ἁμαρτωλό πνεῦμα. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει ἔργα τῆς σαρκός, δηλαδή ἁμαρτωλές καί κολάσιμες ἐπιθυμίες τόσο τίς σωματικές- σαρκικές ἁμαρτίες: τήν γαστριμαργία, τήν πορνεία, ὅσο καί τά ψυχικά πάθη: τόν ἐγωϊσμό, τήν ματαιοδοξία, τήν ὑπερηφάνεια, τό μίσος, τή μνησικακία, καθώς καί τό ψυχοσωματικό (μεικτό) πάθος τῆς φιλαργυρίας ἤ πλεονεξίας (Γαλ. 5, 19-21, Κολασ. 3, 5).

4. Τελικά, ὁ μόνος χριστιανικά ἀποδεκτός δυαλισμός (δυϊσμός), ἡ μόνη χριστιανικά ἀποδεκτή διαμάχη ἤ δυαρχία εἶναι ἡ ἠθική ἤ ἐσχατολογική διαμάχη ἤ δυαρχία (Γεώργιος Γαλίτης, (+)Σάββας Ἀγουρίδης), ἡ ὁποία ἀντιπαραθέτει ἔντονα τό καλό μέ τό κακό, τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ τἠν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἁγίου θελήματός Του, ἤ ἀλλοιῶς τά αἰώνια καί ἀμάραντα ἀγαθά τοῦ Μέλλοντος αἰῶνος μέ τά φθαρτά καί πρόσκαιρα ἀγαθά τοῦ παρόντος κόσμου (Β΄ Κορ 4, 18, Κολασ. 3, 1-5). Καί πάλι ὅμως: Τά φευγαλέα καί μάταια ἀγαθά αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὡς δῶρα τοῦ ἀγαθοῦ καί ἐλεήμονος Θεοῦ, δέν εἶναι κακά, ἀλλά καλά. Ἐφάμαρτη καί ἠθικά ἐπιλήψιμη εἶναι ἡ ἀπόλαυσή τους, μόνον ὅταν γίνεται ἐνάντια στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.  Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν- ἐγκοσμίων ἡδονῶν ἐφόσον γίνεται σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ, συντελεῖ καί δέν ἐμποδίζει τήν ἀπόλαυση τῶν ἐπουρανίων- θεϊκῶν ἡδονῶν. Ἀλλ’ ὅμως ἡ ἀπόλαυση τῶν σωματικῶν- ἐπίγειων ἡδονῶν ὅταν παραβαίνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀποτρέπει καί ἀναιρεῖ τήν ἀπόλαυση τῆς μετά θάνατον ὑπερκόσμιας κατά Χριστόν μακαριότητας.   

Συμπερασματικά, οἱ χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι τό σῶμα μας εἶναι κατώτερο καί πρέπει νά ὑποτάσσεται στήν ψυχή. Μέ τόν τρόπο αὐτό προφυλασσόμαστε ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἐγκοσμιοκρατίας (ἐκκοσμίκευσης), τῆς προσαρμογῆς δηλαδή τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους στό ἁμαρτωλό πνεῦμα τοῦ παρόντος αἰῶνος (Ρωμ. 12, 2, Α΄ Πέτρου 1, 14). Ἀλλά τήν ἴδια στιγμή διακηρύσσουμε πώς τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι καλό. Ἔτσι καταπολεμοῦμε τήν αἵρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, πού ἀρνεῖται καί περιφρονεῖ τό σῶμα μας καί τήν ἐπίγεια ζωή.

    «Συμμετέχουμε στό τραπέζι τῆς ζωῆς, ὂχι ὃμως στό ξέφρενο συμπόσιο»: Μέ τό Ὀρθόδοξο αὐτό ρητό, ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης μας  π. Χρυσόστομος ὁριοθετεῖ τήν στάση μας ὡς χριστιανῶν, τόσο ἒναντι αὐτῶν πού βδελύσσονται καί ἀπορρίπτουν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία ἐπί τῆς γῆς (Μανιχαῖοι), ὃσο καί ἒναντι ἐκείνων πού ἀγαποῦν ὑπερβολικά καί προσκολλῶνται μέ πάθος στίς φευγαλέες καί ψεύτικες ἡδονές αὐτοῦ τοῦ κόσμου (Ὑλιστές, ἄθεοι). Διότι, πρῶτα ἀπ’ ὅλα βάζουμε τήν αἰώνια καί ἀληθινή ζωή, «τήν Μέλλουσαν πόλιν» (Ἑβρ. 13, 14) καί μετά αὐτή τήν πρόσκαιρη καί φθαρτή ζωή (Ματθ. 6, 33)!

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015
«Ἐκκλησιολόγος» τῶν Πατρῶν, 28-3-2015

 

1 σχόλιο:

Ερωτών είπε...

Στα πλαίσια μίας σύγχρονης προσπάθειας αντι-Πλατωνισμού, σοβαροί θεολόγοι όπως ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, εμφανίζονται να προσπαθούν να εξυψώσουν το σώμα στην (ορθόδοξη του) αίγλη που έχει (λένε) χαθεί.
Δίνουν μεγάλη βάση στην ανθρωπολογία του "συναμφότερου" και καταφέρονται εναντίον απόψεων που τείνουν δίνουν το οντολογικό βάρος του ανθρώπου στην ψυχή.
Ως εκ τούτου, συχνά μπερδεύομαι:
-Ποιο είναι το νόημα του ασκητισμού που διέπει με μία σχετική αυστηρότητα τολμώ να πω την παράδοση των αγίων μας μας;
-Από την άλλη, εάν το σώμα είναι "υποδεέστερο" πως μπορούμε να ξεφύγουμε από τον αιώνια σκιά του Πλάτωνα;
Ειλικρινά βλέπω σύο γραμμές, από σοβαρούς θεολόγους...