Το φθινόπωρο του 1981 ήμουν ήδη δευτεροετής φοιτητής στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, σε μια εποχή η οποία ζούσε ακόμη στον απόηχο της Μεταπολίτευσης και του αιτήματος για τον εκδημοκρατισμό της παιδείας. Το νέο φωτεινό φοιτητικό μου σπίτι στην Αποστόλου Παύλου και Αγίου Δημητρίου, στον 5ο όροφο, απέναντι από το Τουρκικό Προξενείο, ήταν σαφώς πιο ευχάριστο από το ανήλιαγο διαμέρισμα του πρώτου έτους, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Ροτόντας, πίσω ακριβώς από το μετόχι της Μονής Γρηγορίου. Τώρα πια γνώριζα καλύτερα την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη. Η παραλία, η Αριστοτέλους, η Τσιμισκή, η Λεωφόρος Στρατού, η Άνω Πόλη, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Αγίου Δημητρίου και η Μελενίκου, αλλά και πιο έξω, η Νέα Μηχανιώνα που την ήξερα πριν ακόμη γίνω φοιτητής, ήταν τα αγαπημένα μου μέρη.
Νέο σπίτι, νέο ξεκίνημα στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο έτος μού φάνηκε σχετικά εύκολο στις εξετάσεις των μαθημάτων αλλά γενικά αδιάφορο. Όλα τα μαθήματα ήταν ένα είδος εισαγωγής στους διάφορους κλάδους της θεολογίας και τα εγχειρίδια, από άποψη γλώσσας και περιεχομένου, δεν ήταν καθόλου ελκυστικά.
Τον Οκτώβριο του 1980 με το
ξεκίνημα των μαθημάτων, ο Γρηγόρης Μαυροκωστίδης, τεταρτοετής φοιτητής και
πρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου της σχολής με μεγάλη αποδοχή από τους φοιτητές
όλων των ετών, με προσκάλεσε να παρακολουθήσω το επιλεγόμενο μάθημα του Νίκου
Ματσούκα, ο οποίος δίδασκε τότε μονάχα Φιλοσοφία και όχι ακόμη Δογματική, την
οποία δίδασκε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Στο επιλεγόμενο μάθημά του, μιας και δεν
υπήρχαν ακόμη οργανωμένα μεταπτυχιακά προγράμματα, έρχονταν κάποιοι
μεταπτυχιακοί, ορισμένοι υποψήφιοι διδάκτορες και κάποιοι υποψιασμένοι
φοιτητές. Ο Νίκος Ματσούκας δίδασκε με εξαιρετικό και πρωτότυπο τρόπο το
πρόβλημα του κακού στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πέρα από τα βιβλικά και πατερικά
κείμενα, αναφερόταν συχνά στον ρωμαλέο βυζαντινό και νεοελληνικό πολιτισμό, στη
φιλοσοφία, στη σύγχρονη μουσική και στη λογοτεχνία. Θυμάμαι να μας διαβάζει
αποσπάσματα από το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» του Παπαδιαμάντη, να κάνει
διαρκείς αναφορές στον Σολωμό, στον Καζαντζάκη, στον Σεφέρη ή στον Ελύτη, στον
Θεοδωράκη και στον Γκάτσο. Επί τέσσερα χρόνια υπήρξα ανελλιπώς ακροατής των
μαθημάτων του.
Την άνοιξη του 1981,
βαδίζοντας με μια παρέα προς τη φοιτητική λέσχη για το μεσημεριανό γεύμα, μας
συνάντησε ο Βασίλης Στογιάννος, καθηγητής της Καινής Διαθήκης. Άρχισε να μας
ρωτάει φιλικά για τις σπουδές μας στη σχολή και πώς βλέπουμε τα πράγματα. Όταν
έφτασε το ερώτημα σε μένα, του είπα τη γνώμη μου για τα μαθήματα με την
ακατέργαστη ακόμη αίσθηση και την άποψη του πρωτοετή φοιτητή. Με έκπληξη
διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν με αποπήρε αλλά μου είπε και κάποια πράγματα που
δεν περίμενα να ακούσω: «παράτα τα όλα και διάβαζε Ντοστογιέφσκι. Θα έλθει ο
καιρός που θα επιστρέψεις και στα θεολογικά εγχειρίδια». Οι θεολογικές μου
ανησυχίες και προσδοκίες πολλές. Κοντά στην άνοιξη, βάλαμε μπρος την έκδοση του
θεολογικού φοιτητικού περιοδικού μας Αναζήτηση. Θυμάμαι ότι είχαμε
επισκεφθεί με τον Γιώργο Στριλιγκά και τον Αλέκο Νικολαΐδη τον ζωγράφο και
αγιογράφο Γιάννη Βράνο στο σπίτι του στην Πυλαία και του ζητήσαμε να μας
φτιάξει εξώφυλλο με τον Ντοστογιέφσκι για το 1ο τεύχος μας. Ο Γιάννης Βράνος
φιλοτέχνησε και ένα σκίτσο για το οπισθόφυλλο, στο οποίο αναγνώρισα τον εαυτό
μου. Μεγάλες προσδοκίες σε δύσκολους καιρούς. Το τεύχος της Αναζήτησης κυκλοφόρησε
με αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκι που έγραψε ο Παντελής Καλαϊτζίδης, κι εγώ
συμμετείχα με μια βιβλιοκρισία για την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του
Παύλου Ευδοκίμωφ για τη θεολογία και την τέχνη της εικόνας. Το πρώτο φοιτητικό
καλοκαίρι με βρήκε υπότροφο συνεργάτη στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών
στη Μονή Βλατάδων, στο οποίο με εισήγαγε ο φίλος και τότε επιστημονικός βοηθός
στη σχολή Θεόδωρος Γιάγκου. Ανέβαινα με το αστικό λεωφορείο 23 από την Αγίου
Δημητρίου ως τη μεσαία πορτάρα στα Κάστρα και κατηφόριζα με τα πόδια ανάλαφρος
το μεσημέρι στην Αποστόλου Παύλου μέσα από τα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης,
απολαμβάνοντας πού και πού στα ανοίγματα του ορίζοντα την εκπληκτική θέα του
Θερμαϊκού και ακούγοντας απόμακρα τον θόρυβο της πόλης. Το καλοκαίρι εκείνο
είχα καταβυθιστεί στα έργα του Ντοστογιέφσκι. Είχα βρει σε ένα συνοικιακό
βιβλιοπωλείο επί της Αγίου Δημητρίου και το προ ετών εξαντλημένο Ημερολόγιο
ενός συγγραφέα των εκδόσεων Σπ. Δαρεμά, το οποίο εντόπισα σε σωρό
βιβλίων για πέταμα. Μέσα μου ωρίμαζε μια σκέψη και μια επιθυμία. Να σπουδάσω
στο Παρίσι και να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς τη θεολογία των Ρώσων θεολόγων της
Διασποράς. Από τις αρχές του 1981 ήδη είχα ξεκινήσει καθημερινά μαθήματα
γλώσσας στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Λεωφόρο Στρατού.
Η Θεσσαλονίκη είχε για μένα
έναν νοητό άξονα και ένα καθημερινό δρομολόγιο. Από το φοιτητικό σπίτι της
Αποστόλου Παύλου στα Κάστρα ή στο πανεπιστήμιο το πρωί, στο Γαλλικό Ινστιτούτο
το μεσημέρι και ύστερα στα απογευματινά μαθήματα της σχολής. Η καλύτερη ώρα
παρακολούθησης μαθημάτων στο πανεπιστήμιο ήταν το απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε
στη δύση και φώτιζε τον μεγάλο διάδρομο της σχολής με τη τζαμαρία, όταν
ησύχαζαν από κόσμο τα τρία μικρά αμφιθέατρα του 2ου ορόφου, όταν ο ήλιος έβαφε
με τα πορτοκαλί και τα μαβιά του χρώματα τη θέα προς τη θάλασσα και τον Όλυμπο
στο βάθος, όταν άρχιζε να πέφτει το σούρουπο. Το πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη
είχε και έχει το προνόμιο να εντάσσεται οργανικά στον αστικό ιστό της πόλης και
να είναι μέρος της πνευματικής ζωής της, κάτι που δεν ισχύει για πολλές σχολές
της Αθήνας.
Στο 2ο έτος ο συγκάτοικός μου
Γιώργος Στριλιγκάς από την Κρήτη, συχνά ανέφερε τον Ιωάννη Ζηζιούλα ως έναν
διακεκριμένο θεολόγο που δίδασκε σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Τότε σκεφτήκαμε
να αναζητήσουμε έργα του στη βιβλιοθήκη της σχολής. Εντοπίσαμε τη διατριβή του
για την ενότητα της Εκκλησίας, ένα μελέτημά του για το προσωπείο και το πρόσωπο
στον χαριστήριο τόμο προς τιμήν του μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα και ένα
άρθρο του για την ευχαριστιακή χρήση του κόσμου στο Χριστιανικό
Συμπόσιο που εξέδιδε ο Κώστας Τσιρόπουλος. Μαζί με αυτά φωτοτυπήσαμε
τη διατριβή του Χρήστου Γιανναρά στη Θεσσαλονίκη για το οντολογικό περιεχόμενο
του προσώπου και την παλαιά διατριβή του π. Ιουστίνου Πόποβιτς στην Αθήνα για
το πρόβλημα του προσώπου στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο. Όλα αυτά τα δέσαμε
όμορφα σε ξεχωριστούς τόμους σε ένα καλό βιβλιοδετείο και ξεκινήσαμε τη μελέτη.
Πολλά από αυτά που διάβαζα τότε δεν τα καταλάβαινα πλήρως. Ωστόσο, σιγά σιγά
μέσα στη σκέψη μου η σημασία του προσώπου ξεχώριζε σαν ένα ερμηνευτικό κλειδί
που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τη θεολογία. Ο άνθρωπος έχει προοπτική να γίνει
όντως πρόσωπο κατ’ εικόνα Θεού. Αλλά τι είναι ακριβώς το πρόσωπο και πώς
πραγματώνεται στον άνθρωπο; Ερωτήματα και προβλήματα της θεολογικής μου σπουδής
ανάμικτα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις της νεότητας και της ερωτηματοθεσίας των
φοιτητικών χρόνων.
Καθώς ονειρευόμουν να συνεχίσω
τις θεολογικές σπουδές μου στη Γαλλία, και ήδη βρισκόμουν στο 2ο έτος, σκέφτηκα
πως έπρεπε να ετοιμαστώ κατάλληλα με την ξένη γλώσσα. Στο Γαλλικό Ινστιτούτο
μας έλεγαν ότι ένας μήνας μαθημάτων στη Γαλλία ισοδυναμούσε με μία ολόκληρη
χρονιά εντατικών μαθημάτων στο Ινστιτούτο. Κάποιοι συμφοιτητές και
συμφοιτήτριες παλαιότερων ετών είχαν συμμετάσχει με προγράμματα της Καθολικής
Εκκλησίας σε μαθήματα γλώσσας στην πόλη Μπεζανσόν της Γαλλίας κοντά στην
Ελβετία. Στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, συχνά κουβεντιάζαμε για τη
συνέχεια και εξέλιξη των σπουδών μας. Ο βιβλιοθηκάριος του Ιδρύματος είχε κάνει
τις σπουδές του στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Καθώς είχα
εκδηλώσει ενδιαφέρον να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές σε γαλλόφωνο πανεπιστήμιο, ο
τότε υποδιευθυντής του Ιδρύματος και καθηγητής της Πατρολογίας Θεόδωρος Ζήσης,
λαϊκός έτι ων, μου είπε ότι θα μπορούσα ενδεχομένως να κάνω θερινά μαθήματα
γαλλικής γλώσσας στη Γενεύη της Ελβετίας, διαμένοντας στο εκεί Ορθόδοξο Κέντρο
του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μου υποσχέθηκε ότι θα μιλήσει για μένα στον
προϊστάμενο του Ορθόδοξου Κέντρου, τον τότε μητροπολίτη Τρανουπόλεως Δαμασκηνό
Παπανδρέου. Σε λίγες εβδομάδες ο Θεόδωρος Ζήσης μου ανακοίνωσε ότι το Ορθόδοξο
Κέντρο μου παρέχει φιλοξενία και πλέον μπορούσα να εγγραφώ στα μαθήματα των
καλοκαιρινών προγραμμάτων που οργανώνει το πανεπιστήμιο της Γενεύης για την
εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας.
Όταν ήλθε ο καιρός για το
ταξίδι στην Ελβετία, προσπαθούσα να φανταστώ με ό,τι διέθετα, πώς θα ήταν η νέα
αυτή εμπειρία, πώς θα ήταν η χώρα, το πανεπιστήμιο και το Ορθόδοξο Κέντρο. Θα
ήταν το δεύτερο ταξίδι μου στο εξωτερικό, μιας και το πρώτο φοιτητικό καλοκαίρι
επισκέφθηκα για δεκαπέντε μέρες το Ισραήλ, συνοδεύοντας τον Θεόδωρο Γιάγκου, ο
οποίος είχε στους Αγίους Τόπους έναν ιερομόναχο θείο του. Αεροπορικό εισιτήριο,
συνάλλαγμα με 1 ελβετικό φράγκο προς 25 δραχμές τότε, ρούχα για ένα πιο ψυχρό
καλοκαίρι από το ελληνικό, με τα λίγα γαλλικά μου και τη γενναιόδωρη συνδρομή
των γονιών μου έφτασα στη Γενεύη και με τραίνο στο Σαμπεζύ όπου ήταν το
Ορθόδοξο Κέντρο.
Μου έκανε εντύπωση η
καλαισθησία, η οργάνωση και η καθαριότητα των χώρων παντού. Το Ορθόδοξο Κέντρο
λειτουργούσε άψογα στην πρώτη δεκαετία της ζωής του και έλαμπε στην παραμικρή
λεπτομέρειά του. Ήταν αναπτυγμένο κατά επίπεδα σε ένα επικλινές ύψωμα, όπου
δέσποζε μέσα στο πράσινο η αρχοντική βίλα με θέα προς τη λίμνη της Γενεύης
ανάμεσα σε δύο δρόμους και με αρκετό οικόπεδο για ανάπτυξη νέων εγκαταστάσεων.
Μια παλιά τριώροφη αρχοντική κατοικία με αρκετούς βοηθητικούς χώρους, δωρεά της
Κατίγκως Λαιμού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στέγαζε τα γραφεία του Κέντρου και
συνδεόταν με τα κατωφερή επίπεδα των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων όπου
αναπτύσσονταν διάδρομοι με δωμάτια που όλα έβλεπαν στη λίμνη και κατέληγαν στο
επίπεδο της κάτω αυλής, όπου ήταν το εστιατόριο, οι αίθουσες συσκέψεων και
συνεδρίων, το φουαγιέ, η βιβλιοθήκη, ο περίφημος ναός του Αποστόλου Παύλου και
στο υπόγειό του η κρύπτη της Αγίας Αικατερίνης για τη γαλλόφωνη ενορία. Ο
Τρανουπόλεως Δαμασκηνός, αρχοντικός και φιλόξενος, με καλωσόρισε εγκάρδια.
Γνώρισα το προσωπικό του Κέντρου και συνάντησα και άλλους νέους, ανάμεσά τους
και μια παρέα που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας της
Θεσσαλονίκης και επρόκειτο όλοι να παρακολουθήσουν τα θερινά μαθήματα για να
κάνουν πρακτική εξάσκηση στα γαλλικά τους.
Σύντομα ξεκίνησαν τα μαθήματα
στη Γενεύη και καθημερινά μια ομάδα νέων ξεκινούσαμε από το Σαμπεζύ για την
πόλη της Γενεύης όπου φτάναμε σε πέντε λεπτά με το τοπικό τρένο και ύστερα με
τα πόδια περνώντας τη γέφυρα του Ροδανού που μόλις ξεκινούσε το μακρύ ταξίδι
του από τη λίμνη Λεμάν προς τη Μεσόγειο, κατευθυνόμασταν στο παλαιό κτίριο του
πανεπιστημίου με το επιβλητικό μνημείο των Μεταρρυθμιστών στο πάρκο του. Οι
μέρες κυλούσαν ήσυχα, το πρωί με τα μαθήματα στη Γενεύη και το απόγευμα με τη
μελέτη της γλώσσας και με σύντομους περιπάτους στα πέριξ. Οι καθηγητές μάς
συμβούλευαν να παρακολουθούμε συχνά τηλεόραση και έτσι κάποιες ώρες καθόμουν με
άλλους επισκέπτες και φιλοξενουμένους του Ορθόδοξου Κέντρου στη μικρή και
κοινόχρηστη αίθουσα της τηλεόρασης. Το καλοκαίρι του 1982 μαινόταν ο εμφύλιος
πόλεμος στον Λίβανο, ύστερα από την εισβολή των Ισραηλινών. Οι τραγικές εικόνες
των βομβιστικών επιθέσεων ήταν σταθερά το πρώτο θέμα στις ειδήσεις της
τηλεόρασης.
Ένα βράδυ, ύστερα από έναν
περίπατο όπου συνήθως συζητούσαμε διάφορα ζητήματα, καταλήξαμε με τη νεανική
συντροφιά του Ορθόδοξου Κέντρου στην αίθουσα της τηλεόρασης. Μόλις ολοκληρώθηκε
το δελτίο ειδήσεων, η συζήτηση που είχαμε συνεχίστηκε παράμερα και χαμηλόφωνα.
Οι κουβέντες μας ήταν γύρω από τα βιβλία του γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ, τα
οποία με τη μετάφραση και κυκλοφορία τους είχαν προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον
στους κύκλους των Ορθοδόξων στην Ελλάδα. Επρόκειτο για μια διαφορετική ματιά
στη λεγόμενη πνευματική ζωή, πιο σύγχρονη και πάντως διαφορετική από όσα
γνωρίζαμε. Ως θεολόγο της συντροφιάς, μου ζητούσαν να πω τη γνώμη μου. «Τι
είναι η αγιότητα σήμερα, τι μπορεί να σημαίνει στη δική μας εποχή;».
Νεαρός ακόμη φοιτητής, τι να
πω για την αγιότητα! Άρχισα, λέγοντας ότι «ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να
καταλάβει θεωρητικά τι είναι αγιότητα. Η αγιότητα φαίνεται απόμακρη και άσχετη
με τη ζωή μας. Ωστόσο, παρατήρησα, ο Ρώσος θεολόγος Παύλος Ευδοκίμωφ έλεγε πως
αν διασταυρωθεί μια μέρα το βλέμμα σου με το βλέμμα ενός αγίου, τότε μονάχα
μπορείς να καταλάβεις και να νιώσεις εμπειρικά την αγιότητα. Σήμερα αποφεύγουμε
να μιλήσουμε για την αγιότητα, αφού δεν την γνωρίζουμε καν. Θα έλεγα, όμως, ότι
η αγιότητα είναι να κατορθώσει ο άνθρωπος να γίνει πρόσωπο. Να είσαι πρόσωπο
σημαίνει να γεννηθείς εκ νέου ως μέλος του σώματος της Εκκλησίας, να υπάρχεις
ευχαριστιακά και ασκητικά, παλεύοντας διαρκώς να μην εκπέσεις ως πρόσωπο.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζηζιούλα αυτό είναι η αγιότητα στην Εκκλησία, να γίνεις
πρόσωπο ή όπως λέει σε μία μελέτη του, να γίνεις εκκλησιολογική υπόσταση». Όσο
και να μιλούσαμε χαμηλόφωνα, ένας κύριος γύρω στα πενήντα, γύρισε και μας
κοίταξε ευγενικά για ελάχιστα λεπτά και ύστερα συνέχισε να παρακολουθεί το
τηλεοπτικό πρόγραμμα. Θεώρησα ότι μάλλον ενοχλούμε τον κόσμο και καλύτερα θα
ήταν να συνεχίζαμε αύριο τη συνομιλία μας. Η νεανική συντροφιά μας χώρισε και
κίνησε για τα δωμάτια του Κέντρου. Εγώ θέλησα να παραμείνω λίγο ακόμη στην
αίθουσα της τηλεόρασης. Ύστερα από λίγο, ο κύριος που προηγουμένως έστρεψε το
βλέμμα και μας κοίταξε, μου απηύθυνε τον λόγο στα ελληνικά, λέγοντάς μου ότι
αυτά που άθελά του άκουσε από τη συζήτησή μας τον ενδιέφεραν πολύ και μου
ζήτησε, αν ήθελα, να κάνουμε αύριο το απόγευμα έναν περίπατο προς την πόλη για
να συζητήσουμε αυτό το σπουδαίο ζήτημα που φαίνεται να τράβηξε και τη δική του
προσοχή. Φυσικά και δέχτηκα. Καθώς ήμουν νέος και παθιαζόμουν για θεολογικές
συζητήσεις, σκέφτηκα ότι θα είναι κάποιος καθηγητής από την Αθήνα –αν ήταν από
τη Θεσσαλονίκη θα τον γνώριζα ήδη– που βρίσκεται στη Γενεύη είτε για κάποιο
συνέδριο είτε για επαγγελματικούς λόγους και φιλοξενείται στο Ορθόδοξο Κέντρο.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε τον
περίπατό μας από τον ήσυχο δρόμο του Σαμπεζύ-Πρενύ προς την περιοχή που
εδρεύουν οι διεθνείς οργανισμοί. Καθώς βαδίζαμε συζητώντας για το πώς βλέπω τις
θεολογικές σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη, τι διαβάζω και τι σκοπεύω να κάνω μετά
το πτυχίο μου, ο άγνωστός μου ακόμη καθηγητής είπε ότι «και ο π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ μας παρότρυνε, όταν σπουδάζαμε στο Χάρβαρντ, να διαβάζουμε
Ντοστογιέφσκι αλλά και να μελετούμε τη σύγχρονη φιλοσοφία παράλληλα με τις
θεολογικές μας σπουδές». Γνώριζα από πριν ότι ο Φλωρόφσκυ είχε δύο Έλληνες
διδακτορικούς φοιτητές στην Αμερική, τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και τον Ιωάννη
Ζηζιούλα. Αίφνης, συνειδητοποίησα την ταυτότητα του συνομιλητή μου και ένιωσα
έκπληξη αλλά και μεγάλη δυσκολία και ένταση μαζί, διότι μη γνωρίζοντας με ποιον
ακριβώς μιλάω, ανέπτυσσα τι γράφει ο Ιωάννης Ζηζιούλας για το πρόσωπο στον ίδιο
τον Ιωάννη Ζηζιούλα! Τότε εκείνος, δίχως να με φέρει καθόλου σε δύσκολη θέση,
έκανε πώς δεν κατάλαβε και συνέχισε να μιλάει σαν μην συνέβη κάτι και
περιέγραφε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Μποσσέ και κατόπιν
στο Χάρβαρντ. Μου είπε ότι αρχικά ξεκίνησε με μια ερευνητική σπουδή στη
χριστολογία του αγίου Μαξίμου Ομολογητή, αλλά επειδή και κάποιος άλλος
ερευνητής είχε ήδη δημοσιεύσει κάτι σχετικό στην Αμερική, αποφάσισε να
ολοκληρώσει τη διατριβή για την ενότητα της Εκκλησίας στους τρεις πρώτους
αιώνες, την οποία και τελικά υποστήριξε στην Αθήνα με τον καθηγητή του Γεράσιμο
Κονιδάρη. Δεν κατάλαβα πώς πέρασε η διαδρομή μας συζητώντας κυρίως για τα
ελληνικά θεολογικά πράγματα και ήδη κατηφορίζαμε προς τη λίμνη Λεμάν.
Συγκράτησα από τα λεγόμενά του, ότι διδάσκοντας τόσα χρόνια σε μη ορθόδοξους
φοιτητές, θα ήθελε πολύ κάποτε να διδάξει στην Ελλάδα. Καθίσαμε για έναν καφέ
στο La Perle du Lac και κατόπιν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στο Σαμπεζύ.
Τέτοια συζήτηση για πρόσωπα και για πράγματα της θεολογίας, αλλά και τέτοια
μαθητεία, δεν είχα κάνει ποτέ προηγουμένως με κάποιον καθηγητή μου στη
Θεσσαλονίκη. Αισθανόμουν ότι ο δρόμος που επιχειρούσα να ανοίξω για την πορεία
των σπουδών μου μπορεί να είχε συνέχεια και ότι ο μικρός ορίζοντάς μου έδειχνε
πιο ανοικτός μετά από αυτή τη συνομιλία. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας βρισκόταν στη
Γενεύη για τις εργασίες του τμήματος «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου
Συμβουλίου Εκκλησιών και σύντομα αναχώρησε. Έμεινα περίπου δύο μήνες στη Γενεύη
για τα θερινά μαθήματα γλώσσας και κατόπιν επέστρεψα στην Ελλάδα.
Στο τρίτο έτος αισθανόμουν πιο
συνειδητοποιημένος και συνεπής φοιτητής και άρχισα να προσέχω περισσότερο τα
μαθήματα της σχολής. Καθώς έμαθα ότι ο Ιωάννης Ζηζιούλας θα δώσει μια σειρά
πέντε διαλέξεων για τη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο Ίδρυμα
Γουλανδρή-Χορν στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1983, αποφάσισα να ταξιδέψω και να
μείνω μια εβδομάδα σε φίλους συμφοιτητές ώστε να παρακολουθήσω τα μαθήματα και
να ανανεώσω την επικοινωνία μου με τον Ζηζιούλα. Στις διαλέξεις είδα ένα μεγάλο
αθηναϊκό ακροατήριο με πολλά ενδιαφέροντα και αναρωτιόμουν εάν στη Θεσσαλονίκη
θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο. Τα πέντε αυτά μαθήματα του Ιωάννη Ζηζιούλα
στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν εκδόθηκαν το 2018 με δική μου επιμέλεια ύστερα από 35
χρόνια, δίχως να χάσουν την πρωτοτυπία και την κριτική ματιά στην ερμηνευτική
διερεύνηση της συνάντησης Ελληνισμού και Χριστιανισμού κατά την Ύστερη
Αρχαιότητα μέσα από τη διαλεκτική φύσεως και προσώπου, ελευθερίας και ανάγκης.
Ανάμεσα στο ακροατήριο που παρακολουθούσε τότε τις διαλέξεις του Ιωάννη Ζηζιούλα,
διέκρινα και τον Παναγιώτη Νέλλα, ο οποίος μόλις πριν από ένα έτος είχε
ξεκινήσει την έκδοση του περιοδικού Σύναξη. Στο 2ο τεύχος της ο
Ζηζιούλας είχε ήδη δημοσιεύσει το άρθρο του «Χριστολογία και ύπαρξη. Η
διαλεκτική κτιστού-ακτίστου και το δόγμα της Χαλκηδόνος», προκαλώντας έντονη
συζήτηση για την εκ του μηδενός δημιουργία μεταξύ άλλων και με τον Φίλιπ
Σέρραρντ. Στο κείμενο αυτό εξέφραζε την αγωνία και το ερμηνευτικό εγχείρημά του
να αναδείξει τις υπαρξιακές συνέπειες του χριστολογικού δόγματος, να ζωντανέψει
και να επικαιροποιήσει τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας στις μέρες μας. Σε
εκείνο το ταξίδι μου επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Θεολογική Σχολή της Αθήνας
στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου και με προτροπή των φίλων μου στην Αθήνα
παρακολούθησα ένα μάθημα του Κωνσταντίνου Παπαπέτρου στο μεγάλο αμφιθέατρο.
Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη με πολλές εικόνες και παραστάσεις που μου άνοιγαν
ευρύτερα τον θεολογικό μου ορίζοντα. Είχα μπροστά μου μια ακόμη εξεταστική και
ένα νέο ταξίδι στην Ελβετία το προσεχές καλοκαίρι.
Το δεύτερο καλοκαίρι στην
Ελβετία συνέχισα τα θερινά μαθήματα στη γαλλική γλώσσα και παράλληλα έγινα
δεκτός στο μεταπτυχιακό εξάμηνο σπουδών στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Μποσσέ.
Το φθινόπωρο και ο χειμώνας με βρήκαν στο Μποσσέ σε ένα εντατικό πρόγραμμα
σπουδών ανάμεσα σε εβδομήντα φοιτητές και φοιτήτριες από όλο σχεδόν τον κόσμο.
Τα μαθήματα γίνονταν στα αγγλικά ή στα γαλλικά ή στα γερμανικά με ταυτόχρονη
μετάφραση. Μια από τις μεταφράστριες, η Tomoko Sakai-Evdokimov ήταν σύζυγος του
Παύλου Ευδοκίμωφ. Το περιεχόμενο των μαθημάτων, των σεμιναρίων και των δράσεών
μας ήταν η οικουμενική προσέγγιση του θέματος «Η ορατή ενότητα της Εκκλησίας σε
ένα διηρημένο κόσμο». Ο Ιωάννης Ζηζιούλας, μεταξύ άλλων διακεκριμένων ομιλητών,
προσκλήθηκε από τον τότε διδάσκοντα Ορθόδοξο καθηγητή Dan-Ilie Ciobotea (νυν
πατριάρχη Ρουμανίας Δανιήλ) και έδωσε επί ένα τριήμερο σειρά μαθημάτων για την
Ορθόδοξη θεώρηση της ενότητας της Εκκλησίας. Εκείνη την περίοδο ο Ιωάννης
Ζηζιούλας εκλέχτηκε καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο
νεότευκτο Τμήμα Ποιμαντικής στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Στο Μποσσέ ήταν
σπουδαία η εμπειρία να ακούσω πλέον δια ζώσης τις παραδόσεις του Ιωάννη
Ζηζιούλα σε ένα οικουμενικό ακροατήριο φοιτητών και φοιτητριών και να συζητήσω
μαζί του για τη νέα προοπτική της διδασκαλίας της Δογματικής που ανελάμβανε στη
Θεσσαλονίκη.
Ο Ιωάννης Ζηζιούλας επέστρεφε
στην Ελλάδα ως καθηγητής σε μία δύσκολη συγκυρία. Η δημιουργία δύο τμημάτων και
ποιοι διδάσκοντες εντάχθηκαν τελικά σε κάθε ένα από τα δύο αυτά τμήματα έγινε
κάτω από εξαιρετικά έντονες έως και εχθρικές συνθήκες που σχετίζονταν με
παλαιές αντιθέσεις και προσωποπαγείς καταστάσεις στη Θεολογική Σχολή της
Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας αντιλαμβανόταν σαφώς το τεταμένο κλίμα
εκείνης της εποχής και γνώριζε ότι ορισμένοι απλώς εκμεταλλεύονταν το όνομα και
τη φήμη του. Αλλά νομίζω πως βάρυνε γι’ αυτόν το γεγονός ότι θα διδάξει
επιτέλους στην Ελλάδα.
Εκείνο το εξάμηνο στο Μποσσέ
δίδαξαν ως προσκεκλημένοι ομιλητές ο Νίκος Νησιώτης από την Αθήνα, παλαιός
καθηγητής και διευθυντής του Οικουμενικού Ινστιτούτου και ο Ολιβιέ Κλεμάν από
το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Το εξάμηνο των οικουμενικών σπουδών
μας ολοκληρώθηκε με μια πολυήμερη εκπαιδευτική επίσκεψη στη Ρώμη και στο
Βατικανό. Ήταν Φεβρουάριος μήνας και στη Ρώμη είχαν ανθίσει οι αμυγδαλιές. Η
άνοιξη ερχόταν γοργά και η Ελλάδα με περίμενε. Συχνά αναρωτιόμουν πώς, ενώ
ήμουν ακόμη τριτοετής φοιτητής, είχα ήδη σημαντικές ακαδημαϊκές εμπειρίες στην
πορεία των σπουδών μου. Και αυτό κατέστη δυνατό με μια αποδημία εκτός Ελλάδας.
Χαιρόμουν γι’ αυτό αλλά και αισθανόμουν βάρος και ευθύνη για τη συνέχεια των
σπουδών μου.
Το 1984 έλαβα το πτυχίο και
αποφάσισα να ξεκινήσω τις σπουδές μου για το διδακτορικό αμέσως μετά τη
στρατιωτική μου θητεία. Παράλληλα βοηθούσα κυρίως κατά το πρώτο διάστημα στην
οργάνωση των μαθημάτων του Ιωάννη Ζηζιούλα στη Θεσσαλονίκη. Τον πρώτο καιρό ο
Ιωάννης Ζηζιούλας φιλοξενούνταν στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Σπουδών στη
Μονή Βλατάδων, όπου το χειμωνιάτικο κρύο και ο Βαρδάρης δυσκόλευαν τη διαμονή
του. Κατόπιν διέμενε στη Μονή της Αγίας Θεοδώρας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Θυμάμαι ότι όταν ξεκίνησε το επιλεγόμενο μάθημά του ήμασταν δέκα φοιτητές και
ήταν μονάχα οι φίλοι μου. Ο Σταύρος Τερζής, ο Κώστας Σακατζιάδης, η Άννα Ναυροζίδου
και ο Νίκος Ζαρκαντζάς, φίλοι και νεότεροι συμφοιτητές μου, ανέλαβαν το έργο
της πρακτικής υποστήριξης των μαθημάτων του Ιωάννη Ζηζιούλα, ενόσω υπηρετούσα
τη στρατιωτική θητεία μου ή βρισκόμουν για σπουδές στην Ελβετία. Θυμάμαι ότι
στα πρώτα μαθήματά του στη Δογματική ερχόταν από την Αθήνα κάθε εβδομάδα και ο
π. Σταμάτης Σκλήρης, ο οποίος και σταθερά τα μαγνητοφωνούσε. Ένα βράδυ μετά το
μάθημα πήγαμε μια παρέα φίλων και φοιτητών με τον Ιωάννη Ζηζιούλα στον
«Χαμόδρακα», μια ψαροταβέρνα στην παραλία της Νέας Κρήνης. Η συζήτηση άναψε, η
ώρα πέρασε γρήγορα και ο π. Σταμάτης έχασε την τελευταία πτήση του για την
Αθήνα. Εκείνο το βράδυ τον φιλοξενήσαμε στην Αποστόλου Παύλου. Χρόνια είχε να
λέει για τον ζεστό τρόπο και την ατμόσφαιρα της φοιτητικής ζωής στη
Θεσσαλονίκη.
Σιγά σιγά το ακροατήριο του
Ιωάννη Ζηζιούλα πύκνωνε και συμμετείχαν σε αυτό φοιτητές και από άλλες σχολές
ακόμη και απλοί ακροατές. Το μάθημά του αποτελούσε μια μυσταγωγία της θεολογίας
και μετά την παράδοση ακολουθούσαν πάντοτε ερωτήσεις. Σε κάθε νέο μάθημα έκανε
σύνδεση με τα προηγούμενα και κάθε φορά η συνθετική και ερμηνευτική του σκέψη
πήγαινε σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη. Στη Δογματική αναδείκνυε οργανικά τις
υπαρξιακές συνέπειες των δογμάτων αλλά και τη θεολογία του προσώπου και της κοινωνίας
μέσα από τη σύνθεση τριαδολογίας, χριστολογίας και πνευματολογίας με την
εκκλησιολογία και την Ευχαριστία. Στο πλαίσιο της διάδρασης των παραδόσεων και
των ερωτήσεων από τους φοιτητές γνώρισα για πρώτη φορά ως μαθητή του Ιωάννη
Ζηζιούλα τον οξυνούστατο Νικόλαο Λουδοβίκο. Οι παραδόσεις της Δογματικής, της
Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και της Δυτικής Θεολογίας κατά τα πρώτα έτη
(1984-1986) δακτυλογραφήθηκαν και ένα μέρος με επιμέλεια του π. Σταμάτη και ένα
άλλο με δική μου επιμέλεια αποτέλεσαν πανεπιστημιακές σημειώσεις που ακόμη και
σήμερα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Ελπίζουμε σύντομα να επιμεληθούμε οριστικά
την έκδοσή τους, κάτι που ευχόταν τα τελευταία χρόνια και ο μητροπολίτης
Περγάμου.
Με συστατική επιστολή του
Ιωάννη Ζηζιούλα έλαβα υποτροφία για τη Θεολογική Σχολή του Φριβούργου στην
Ελβετία και ξεκίνησα τις εκεί διδακτορικές σπουδές αμέσως μετά τη στρατιωτική
μου θητεία, το 1985-86. Στην αρχή στενοχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να
πραγματοποιήσω την αρχική μου επιθυμία για σπουδές στο Παρίσι. Νόμιζα πως εκεί
θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, λόγω της φήμης των Ρώσων θεολόγων της διασποράς.
Ωστόσο, γρήγορα ανακάλυψα ότι εκείνη η εποχή είχε παρέλθει και οι μεγάλοι Ρώσοι
θεολόγοι είχαν ήδη προ πολλού μετακινηθεί στη Νέα Υόρκη ή είχαν παντελώς
εκλείψει. Παρηγορήθηκα, λοιπόν, με την Ελβετία που ήδη τη γνώριζα και με το
γεγονός ότι στο Φριβούργο θα είχα όλο τον χρόνο δικό μου για μελέτη, δίχως τους
ποικίλους περισπασμούς στην αιώνια πόλη του φωτός. Ήδη είχα επιλέξει και
επίσημα το θέμα της διατριβής μου το 1986 με επιβλέποντα καθηγητή τον Ιωάννη
Ζηζιούλα. Ως φοιτητής της δεκαετίας του ’80 στη Θεσσαλονίκη μου προξένησαν
βαθύτατο ενδιαφέρον οι παραδόσεις του π. Ιωάννη Ρωμανίδη και το κέντρο βάρους
της θεολογίας του που ήταν η θέωση μέσω της ασκήσεως. Μελετώντας, όμως, το έργο
του Ιωάννη Ζηζιούλα για την Ευχαριστία, το πρόσωπο και την κοινωνία, καθώς είχε
εκδοθεί ήδη από το 1981 το βιβλίο του L’être écclésial, και
από το 1984 η πληρέστερη αγγλική έκδοσή του με τίτλο Being as
Communion. Studies in Personhood and the Church,διέκρινα ότι το κέντρο
βάρους της εκκλησιολογίας του ήταν η Θεία Ευχαριστία. Σκεπτόμουν διαρκώς τη
σχέση Ευχαριστίας και θέωσης και προσανατολιζόμουν να διερευνήσω αυτή τη σχέση
στο έργο δύο μεγάλων θεολόγων του 14ου αιώνα, του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και του
αγίου Νικολάου Καβάσιλα. Τελικά περιόρισα το θέμα μου μονάχα στον άγιο Γρηγόριο
Παλαμά και εξειδίκευσα ακόμη περισσότερο το πλαίσιο στη μελέτη της αμοιβαίας
σχέσης χριστολογίας και πνευματολογίας, προκειμένου να καταλήξω στη σύνθεση
Ευχαριστίας και θεώσεως στο έργο του ησυχαστή αγίου. Κατά έναν παράδοξο τρόπο,
επέλεξα έναν καίριο άξονα της θεολογικής σκέψης του Ιωάννη Ζηζιούλα, δηλαδή τη
σύνθεση χριστολογίας και πνευματολογίας, προκειμένου να μελετήσω το έργο ενός
αγαπημένου ασκητικού θεολόγου τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη, όπως ήταν ο άγιος
Γρηγόριος Παλαμάς.
Την άνοιξη του 1986 ο Ιωάννης
Ζηζιούλας δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Γενεύης με θέμα
«Ορθόδοξη Πνευματολογία». Το θέμα αυτό βρισκόταν στο επίκεντρο της διδακτορικής
μου έρευνας. Κάθε Τετάρτη ταξίδευα από το Φριβούργο στη Γενεύη για να
παρακολουθήσω το μάθημά του και συζητούσα μαζί του για την πορεία της διατριβής
μου. Ήταν 14 Απριλίου, όταν μετά το μάθημα στη Γενεύη, επιστρέφαμε στο Σαμπεζύ.
Το θυμάμαι καλά γιατί είχε αίφνης χιονίσει. Καθ’ οδόν προς τον σταθμό των
τρένων, με ρώτησε: «Τι θα σκεπτόσουν, εάν μάθαινες ότι μπορεί να εκλεγώ
επίσκοπος και μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου;». Έχοντας ασκήσει
κριτική ο ίδιος στη νεότερη συνήθεια εκλογής τιτουλαρίων επισκόπων, τον απασχολούσε
πώς θα το εκλάβουν, εάν εκλεγόταν μητροπολίτης στο Φανάρι. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας
από το 1971 προσκλήθηκε επανειλημμένα από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να ενταχθεί
στον κλήρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο λόγος που δεν έγινε, ήταν διότι
επιθυμούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα το επιστημονικό και ακαδημαϊκό του έργο. Την
Πεντηκοστή του 1986 σε ηλικία 55 ετών έγινε η «αθρόον» χειροτονία του εις
επίσκοπον στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου ως «εν ενεργεία» μητροπολίτης
Περγάμου, προεξάρχοντος του μητροπολίτη Μύρων Χρυσοστόμου με την παρουσία του
Πατριάρχη Δημητρίου. Θυμάμαι την πρώτη του Θεία Λειτουργία ως επισκόπου στην
εορτάζουσα Μονή της Αγίας Τριάδος στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και την όμορφη
εκδρομή των φίλων και μαθητών του στον Λόφο της Ελπίδας.
Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο
Φριβούργο και έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα για να μη χάσω τον διορισμό μου
στην εκπαίδευση. Πρώτος διορισμός στην Κομοτηνή το 1988. Πρώτη μετάθεσή μου στη
Δράμα το 1989. Η διατριβή μου έμεινε στη μέση και την έκλεισα καλά στα χάρτινα
πακέτα που μετέφερα στην Ελλάδα. Σαν πέρασαν δυο χρόνια και επισκέφθηκα τον
καθηγητή μου στη Θεσσαλονίκη, με ρώτησε με τρόπο τι απέγινε η διατριβή μου,
λέγοντάς μου πως είχε ήδη μιλήσει στον Ιωάννη Μέγεντορφ για το θέμα μου και πως
και εκείνος ο σπουδαίος και πρωτοπόρος μελετητής του Γρηγορίου Παλαμά ανέμενε
τα πορίσματα της δικής μου έρευνας. Αυτό ήταν για μένα ένας τρόπος
επανεκκίνησης της διατριβής μου. Ως εκπαιδευτικός έδωσα την ίδια χρονιά
εξετάσεις στο ΙΚΥ, έλαβα την υποτροφία εσωτερικού που μου άνοιξε αυτοδικαίως
τον δρόμο για την εκπαιδευτική άδεια από το Δημόσιο και ξεκίνησα εκ νέου,
σταθερά και αταλάντευτα, την εκπόνηση της διατριβής. Σε δύο-τρία χρόνια
ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου, παρακολουθώντας παράλληλα και τα μαθήματα του
Ιωάννη Ζηζιούλα και το πρόγραμμα μεταπτυχιακών μαθημάτων της σχολής που και
αυτό το είχα αφήσει στη μέση. Μόλις είχα τελειώσει τη διατριβή μου το 1993,
έμαθα ότι ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας εξελέγη τακτικό μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών.
Πριν τη διατριβή είχα
δημοσιεύσει με παρότρυνση του μητροπολίτη Περγάμου ορισμένα πρωτόλεια άρθρα.
Αλλά η εκπόνηση και η περάτωση της διατριβής εδραιώνει την εμπειρία, τη γνώση
και τη μέθοδο της έρευνας και της συγγραφής. Μετά το κοπιαστικό πέρας της, όλα
μπορούν να ιδωθούν με άλλο μάτι. Έκτοτε, παρά τα ποικίλα προβλήματα, παρά τη
μακροχρόνια διδασκαλία σε ένα σχολείο της Βέροιας, δεν ξεμάκρυνα ποτέ από τη
θεολογική σπουδή και έρευνα. Θυμάμαι, όταν επιχείρησα να ζητήσω ολιγοήμερη
άδεια από τον διευθυντή εκπαίδευσης στη Βέροια, προκειμένου να συμμετάσχω σε
ένα σημαντικό συνέδριο για το πρόσωπο που είχε διοργανώσει το 1996 στη
Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης ο Λάμπρος Σιάσος. Κοιτάζοντας περισσότερο την
τηλεοπτική οθόνη με το ψυχαγωγικό πρωινό πρόγραμμά της παρά εμένα, μου είπε ότι
δεν έβλεπε τον λόγο να συμμετάσχω στο συνέδριο! Την ίδια περίοδο ο Ιωάννης
Ζηζιούλας επέβλεψε ένα ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών για τη σχέση
Ελληνισμού και Χριστιανισμού κατά τον 3ο αιώνα, στο οποίο συμμετείχα με τον
Θεόφιλο Αμπατζίδη. Ακολούθησε η συμμετοχή μου στη συγγραφή των διδακτικών
εγχειριδίων του ΕΑΠ για το πρωτοποριακό τότε μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Σπουδές
στην Ορθόδοξη Θεολογία», που ήταν δική του έμπνευση και πρωτοβουλία. Ο Ιωάννης
Ζηζιούλας συνταξιοδοτήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο το 1998. Δυο χρόνια
μετά, το 2000, συνοδεύοντας έναν όμιλο 40 μαθητών και μαθητριών από το 1ο
Λύκειο Αλεξάνδρειας Ημαθίας όπου υπηρετούσα, επισκεφθήκαμε με την ευκαιρία
περιβαλλοντικής εκδρομής το Γραφείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα,
όπου οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφού είχαν διαβάσει το βιβλίο Η κτίση
ως ευχαριστία, συζήτησαν δίχως καμιά διακοπή επί ένα δίωρο με τον
μητροπολίτη Περγάμου ως υπεύθυνο των οικολογικών προγραμμάτων του Οικουμενικού
Πατριαρχείου για τη σχέση Ορθοδοξίας και φυσικού περιβάλλοντος.
Όταν το 2003 εκλέχτηκα
σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και εγκατασταθήκαμε οικογενειακά πλέον
στην Αθήνα, συχνά επισκεπτόμασταν το Κεφαλάρι στην Κηφισιά όπου λειτουργούσε
συνήθως στη Μεταμόρφωση. Μερικά καλοκαίρια μας καλούσε να τον επισκεφθούμε με
παρέες φίλων και μαθητών του στο ορεινό και όμορφο χωριό του στο Καταφύγι
Κοζάνης. Εκεί η συζήτηση ξεκινούσε το μεσημέρι στο τραπέζι και κατέληγε αργά το
βράδυ. Την περίοδο αυτή ο μητροπολίτης Περγάμου, ήδη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
και πρόεδρός της το 2002, ανελάμβανε τις κυριότερες και κρισιμότερες αποστολές
ως σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη. Επισκέψεις στις κατά τόπους Ορθόδοξες
Εκκλησίας, στο Βατικανό, στους Αγγλικανούς, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών,
στα μεγάλα οικολογικά συνέδρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στον επίσημο
διάλογο με την Καθολική Εκκλησία, στην τελική ευθεία για τη διεξαγωγή της Αγίας
και Μεγάλης Συνόδου. Η συνεχής διακονία του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο
εξέφραζε την έμπρακτη θεολογική αγωνία του για την ενότητα της Εκκλησίας, γι’
αυτό και η συμβολή του στην πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε
κρίσιμη και καθοριστική.
Τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε
τη συγγραφή ενός μεγαλόπνοου βιβλίου με τον πρωτότυπο τίτλο Remembering
the Future: An Eschatological Ontology, επιχειρώντας να ανασυνθέσει και να
ανατάμει τη θεολογική του σκέψη σε ένα τελικό έργο. Στις συναντήσεις μας
εξέφραζε πάντα το παράπονο ότι το γράψιμο του βιβλίου διακόπτονταν συνεχώς από
ποικίλες εκκλησιαστικές υποχρεώσεις και αποστολές. Η πλατφόρμα του Amazon
σχεδόν κάθε χρόνο ανανέωνε την ημερομηνία έναρξης της κυκλοφορίας τού υπό
έκδοση βιβλίου του. Οι συναντήσεις μας μετά το 2010 έγιναν πιο τακτικές και οι
συζητήσεις μας πιο συγκεκριμένες. Το 2014 επισκεφθήκαμε μαζί με τον μητροπολίτη
Περγάμου και τον π. Σταμάτη Σκλήρη τον φίλο καθηγητή της Δογματικής στο
Βελιγράδι Ιγνάτιο Μίντιτς, επίσκοπο Ποζάρεβατς του Πατριαρχείου της Σερβίας,
για να συνεορτάσουμε τα είκοσι έτη της επισκοπικής του διακονίας. Ήταν ένα
αλησμόνητο τριήμερο θεολογικού συμποσίου που διακόπτονταν μονάχα από την τέλεση
της Θείας Ευχαριστίας. Ο μητροπολίτης Περγάμου συζητούσε όλα αυτά τα χρόνια με
πολλούς ανθρώπους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολλοί ήταν οι ξένοι
θεολόγοι και ερευνητές, που τον συναντούσαν είτε στο γραφείο του στην Ακαδημία
Αθηνών είτε στο γραφείο εκπροσώπησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι μαθητές
και οι φίλοι του είχαμε το προνόμιο να τον βλέπουμε είτε στο σπίτι του είτε σε
κοινά γεύματα σε κοντινές ταβέρνες της Κηφισιάς που ήταν απλώς αφορμή για τη
θεολογική συζήτηση που τόσο πολύ αγαπούσε. Τον συναντούσαμε τακτικά με μια
παρέα που είχε κάτι από την περίοδο της διδασκαλίας του στη Θεσσαλονίκη: ο
Σταύρος Τερζής και ο Ιάκωβος Βαφειάδης, φίλοι από τη Δράμα και συνοδοιπόροι σε
πολλά, ο Νίκος Ασπρούλης που είχε κάνει στο ΕΑΠ Διπλωματική Εργασία για τη
θεολογία και ανθρωπολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα και διδακτορικό για τη σχέση
δημιουργίας, ιστορίας και εσχατολογίας στον Γεώργιο Φλωρόφσκυ και στον Ιωάννη
Ζηζιούλα. Μαζί μας πάντα ήταν και ο Ανδρέας Γούλας, ακούραστος συμπαραστάτης
και συνεργάτης επί πολλά έτη του μητροπολίτη Περγάμου.
Τα χρόνια της πανδημίας τον
περιόρισαν και τον δυσκόλεψαν πολύ. Λαχταρούσε για μια συζήτηση σε βάθος πάνω
στην έρευνα και στη συγγραφή του βιβλίου του. Το πρώτο καλοκαίρι δεχόταν με
δυσκολία, λόγω του κορονοϊού, τους μαθητές και φίλους στο σπίτι του όπου
καθόμασταν στη βεράντα σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και συζητήσεις. Τότε διάβασα
αρκετά αποσπάσματα από το υπό ετοιμασία νέο βιβλίο του για την εσχατολογία.
Έλεγε πως αυτό θα είναι το κύκνειο άσμα του και πως αμφιβάλει αν θα κατορθώσει
να το ολοκληρώσει. Έγραφε για την εσχατολογία και πάλευε με τον χρόνο. Τα δύο
τελευταία καλοκαίρια που ο κορονοϊός παρουσίαζε κάποια ύφεση συναντιόμασταν
κυρίως στο φιλόξενο σπίτι του Γιώργου Παπαγεωργίου στην Κηφισιά, ο μητροπολίτης
Αργολίδος Νεκτάριος, ο π. Σταμάτης Σκλήρης, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ο Σταύρος
Ζουμπουλάκης. Στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου είχαμε την τύχη να
κουβεντιάσουμε μια-δυο φορές στη βεράντα μας στην Αγία Παρασκευή, η παραπάνω
συντροφιά με την παρουσία επίσης του π. Δημητρίου Λινού, του π. Βασιλείου
Θερμού, του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου και του Ανδρέα Γούλα. Συναντηθήκαμε επίσης
και στο σπίτι του π. Δημητρίου Λινού, με αφορμή την επίσκεψη του Μάξιμου
Βασίλιεβιτς, Σέρβου επισκόπου Δυτικής Αμερικής και μαθητή του μητροπολίτη
Περγάμου.
Ο μητροπολίτης Περγάμου
χαιρόταν που εκλέχτηκα στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών, έστω και κάπως αργά.
Συχνά μου τηλεφωνούσε για να μάθει νέα σχετικά με το έργο και την πορεία μου.
Μετά την περιπέτεια της υγείας του και τις δύο χειρουργικές επεμβάσεις που είχε
σε σύντομο διάστημα, εκκλησιαζόταν σταθερά τις Κυριακές στον Άγιο Ανδρέα στο
Κτήμα Συγγρού, όπου λειτουργεί ο π. Δημήτριος Λινός. Στον όμορφο αυτό γοτθικού
ρυθμού ναΐσκο στο Κτήμα Συγγρού, αναλάβαμε με τον Κώστα Κορναράκη εκ περιτροπής
τη διακονία του κηρύγματος, ασφαλώς στην αρχική θέση που είχε, δηλαδή αμέσως
μετά τα βιβλικά αναγνώσματα, πράγμα για το οποίο ο Ιωάννης Ζηζιούλας επέμενε
πάντοτε. Κάθε φορά ο μητροπολίτης Περγάμου έκανε ευγενικά σχόλια για το κήρυγμά
μας, ενώ με επέπληττε φιλικά γιατί δεν φορούσα ράσο στη διάρκεια του
κηρύγματος. Ήταν πάντοτε οξύνους και διαυγής, αν και αρκετά καταβεβλημένος στα
πόδια και στη μέση.
Την τελευταία φορά τον
επισκέφθηκα στο σπίτι του μαζί με τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο και τον
Αλέξανδρο Κατσιάρα λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2022. Η συζήτησή μας στράφηκε
γύρω από το Ουκρανικό ζήτημα, τις σχέσεις με τη Ρωσική Εκκλησία και τη διεθνή
θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με επίκεντρο τις τεταμένες ελληνοτουρκικές
σχέσεις. Την Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023 προσήλθε με δυσκολία στη Θεία Λειτουργία
στον Άγιο Ανδρέα και ευλόγησε τη βασιλόπιτα, ευχόμενος προς όλους για το νέο
έτος. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο άλλη μια φορά. Παραπονέθηκε για την πορεία της
υγείας του, προαισθανόμενος και λέγοντας ότι το τέλος πλησιάζει. Τέλη του
Γενάρη εισήλθε στο Σισμανόγλειο. Σύντομα η επιβαρυμένη κατάστασή του
επιδεινώθηκε ραγδαία, διασωληνώθηκε για λίγες μέρες και στις 2 Φεβρουαρίου
άφησε την τελευταία πνοή του. Ας είναι αιωνία η μνήμη του στη Βασιλεία του Θεού
για την οποία εργάστηκε ως θεολόγος και ως επίσκοπος της Εκκλησίας. Είμαι
ευγνώμων για τη μαθητεία στο έργο του και ευχαριστώ τον Θεό που τον συνάντησα
στην πορεία μου!
Πηγή: Φρέαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου