Vincent van Gogh, Οι φτωχοί και το χρήμα (1882)
Ο μυστικός στρατός των Χριστουγέννων
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Τον διάβολο δεν τον ενδιαφέρει τι κάνεις,
αλλά γιατί το κάνεις.
Πάω να πάρω τα γάλατα απ’ το δημαρχείο. Μια
δουλειά που είναι να γίνει, ας γίνει. Θα τα φορτώσω στ’ αμάξι και μετά βλέπω τι
θα τα κάνω.
Διαβαίνοντας την διασταύρωση, παραλίγο να τρακάρω
μ’ ένα φάντασμα. Κόρναρα παρατεταμένα. Δεν πήρε είδηση. Μόνον το κασκόλ της
πλατάγιζε στον αέρα, σαν γλώσσα προτεταμένη που με κορόιδευε.
Πολλές φορές την είχα δει, ασουλούπωτη και
ξεδοντιασμένη, να κυκλοφορεί μ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο στην πόλη σαν
λάμπασμα. Ποια ήταν και πού πήγαινε δεν μ’ ενδιέφερε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που
καθρεφτιζόταν στα μάτια μου, σκεφτόμουν πως το ’σκασε από κάποιο ίδρυμα. Αν
ήθελε να με καταραστεί ο Θεός, θα μ’ έκανε να γυρίζω έτσι –ανέστιος και πένης,
ασουλούπωτος και ξεδοντιάρης– να σκιάζω τους περαστικούς με την παρουσία μου,
όπως αυτή εμένα.
Πάρκαρα έξω απ’ τον δήμο να φορτώσω τα γάλατα.
«Παραμονή Χριστουγέννων, αδερφέ!» διαμαρτυρήθηκε ο αποθηκάριος. «Ημιαργία σήμερα, ετοιμαζόμουν να κλείσω».
«Σιγά, μωρέ, ούτε ο Χριστός για να γεννηθεί δεν
βιάζεται τόσο!» τον κορόιδεψα εγώ, ενώ προσπαθούσα να φανταστώ πού θα μπορούσε
να πήγαινε όταν σχολούσε αυτός ο κακομούτσουνος αποθηκάριος, που τον έκρυψαν,
λες, εδώ, στο ζοφερό ετούτο υπόγειο, για έναν και μοναδικό λόγο: για να μην
φαίνεται η ασχήμια του.
Εκείνος μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε σε
μια γωνιά της αποθήκης.
«Αυτά είναι, πάρτα κι άντε στο καλό!» είπε.
Ήταν πέντε χαρτονένιες κούτες, που εμπεριείχαν
σαράντα οκτώ κουτιά γάλα εβαπορέ το καθένα. Μια παροχή βασισμένη σ’ ένα παλαιό
άρθρο, που αφορά στους εργαζόμενους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν μας έδιναν και
μερικά κουτιά μέλι, θα μπορούσαμε να πούμε πως την περνάγαμε –και στην
κυριολεξία– μέλι-γάλα στο δημόσιο.
Εγώ τον καφέ μου τον πίνω σκέτο. Σκέτο από ζάχαρη,
γιατί μια κουταλιά γάλα την χρειάζομαι για να στρώσει η γεύση. Μα με μια
κουταλιά γάλα σε κάθε καφέ που φτιάχνω, δεν τελειώνουν σ’ έναν χρόνο πέντε
κούτες, με σαράντα οκτώ κουτιά ανά κούτα, δηλαδή διακόσια σαράντα κουτιά
ετησίως. Για να τελείωναν, θα έπρεπε να έβαζα σε κάθε φλιτζάνι καφέ, μισό κουτί
γάλα. Τότε, όμως, δεν θα ήταν καφές με γάλα, αλλά γάλα με καφέ.
Σκέφτηκα να χαρίσω μερικά κουτιά σε φίλους, σε
γείτονες και σε γνωστούς, μα κανείς δεν τα ’θελε, γιατί ήταν μάρκα «κλάψε με»,
κι ας είχαν γεύση «μπόμπα».
Καλόμαθε ο κοσμάκης τελευταία – κωλόμαθε πες
καλύτερα. Ένας πόλεμος μας σώζει, μια κατοχή, να πούμε «το ψωμί ψωμάκι», να
δούμε «πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» και «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου
οι καλογέροι».
Κάποιος πρότεινε να πάω τα γάλατα στην μητρόπολη.
Τα δίναν, λέει, στους φτωχούς – μέρες που είναι. Μ’ αφού σε φτωχούς τα ’δινα κι
εγώ και δεν τα ’παιρναν, σε πόσο πιο φτωχούς θα τα ’διναν εκείνοι για να τα
πάρουν;
Κράτησα δυο κούτες για τον καφέ μου. Τις υπόλοιπες
τις πήγα, τελικά, στην μητρόπολη, μα ήταν αργά και την βρήκα κλειστή. Ένας
περαστικός είπε να τις αφήσω στην είσοδο και θα τις πάρουν αυτοί. Τώρα, αν
κάποιος τις έκλεβε μέχρι αύριο, θα σήμαινε πως τις ήθελε πραγματικά, οπότε θα
έφταναν στον παραλήπτη τους αδιαμεσολάβητες.
Την άλλη μέρα, όμως, μπήκα στον πειρασμό να τις
αναζητήσω. Και ξαναπήγα στην μητρόπολη για να μάθω, και καλά, την τύχη τους.
Λες κι ήμουν ο Ωνάσης, τότε που χάρισε στο κράτος την Ολυμπιακή, και μόλις τώρα
θα του απένειμαν τον Μεγαλόσταυρο του Ταξιάρχη του Φοίνικος για την δωρεά του.
Ω, ναι, το τελευταίο όπλο του διαβόλου είναι η
κολακεία, το «ευχαριστώ» που απαιτούμε, το «ευγνωμονώ» που επαιτούμε. Μεγάλη
επαιτεία η γενναιοδωρία: φανερά «έχω και δίνω», μα κρυφά «δίνω και παίρνω» στο
χρηματιστήριο των άυλων μετοχών, όπου κρίνεται καθημερινά η υπεραξία του
προϊόντος που λέγεται άνθρωπος.
Ο αδιανόητος λαβύρινθος του υποσυνειδήτου
καθορίζει τις σκέψεις μας. Οι σκέψεις καθορίζουν τις πράξεις μας. Στων
ενστίκτων τα σκοτεινά καταγώγια, στις φρικτές κατακόμβες του είναι μας,
κατοικούν τα τρωκτικά που αποτελούμαστε, εκεί που το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ –το
πασίγνωστο DNA– συγκροτεί το
γενετικό υλικό των έμβιων όντων –την αλφάβητο του Θεού– και καθορίζει τα δομικά
και λειτουργικά χαρακτηριστικά του οργανισμού, με τις δύο πολυνουκλεοτιδικές
αλυσίδες του, σε μορφή αντιτακτών κλώνων, που σχηματίζουν δεξιόστροφη διπλή
έλικα –με αντίθετη φορά από κείνη του πλανήτη– και που η αλληλουχία της μιας
καθορίζει την αλληλουχία της άλλης.
Στον περίπλοκο στρόβιλο του χημικού μακρομορίου
και στην ηλεκτρεγερτική κόλαση των εγκεφαλικών νευροδιαβιβαστών, τρέχα γύρευε
τα κίνητρα της κάθε μιας σου πράξης, που θα σε οδηγήσουν στην Κοιλάδα του
Μανιτού, στα Νησιά των Μακάρων ή στον Παράδεισο.
Από τι σκατά είμαστε φτιαγμένοι, ρε πούστη μου;
Από τι σκουπιδαριό συναρμολογηθήκαμε; Από ποιον ρακοσυλλέκτη θεό, από ποιον
μπατίρη φτωχοδιάβολο; Ποιος παίζει ζάρια στην καμπούρα μας; Ποιος κάνει ζάπινγκ
στις αισθήσεις μας; Ποιος σερφάρει στο κρανίο μας; Είμαστε αυτόνομες υπάρξεις
τελικά ή τηλεκατευθυνόμενα ντρόουν ενός αόρατου υπολογιστή που χειρίζονται
πολεμόχαρα δάχτυλα, σε μιαν αέναη σύγκρουση με τον εαυτό μας και το σύμπαν;
Βρήκα στον διάδρομο έναν νεαρό παπά, συστήθηκα και
τον ρώτησα για τα γάλατα.
«Μα, ναι, τις παραλάβαμε τις κούτες, αδελφέ!» είπε
με την ψαλμουδιστή φωνή του.
«Παίρνετε κι άλλα πράγματα εκτός από τρόφιμα;»
ξαναρώτησα.
«Ό,τι χρειάζονται οι άποροι αδελφοί μας είναι
ευπρόσδεκτο: ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια για τα φτωχά παιδάκια… Οτιδήποτε
μπορεί να φανεί χρήσιμο και που εσάς δεν θα σας λείψει».
«Ε, και τι έγινε αν μας λείψει και κάτι; Έτσι δεν
έχει μεγαλύτερη αξία η προσφορά μας;»
«Όχι, όχι! Δεν θέλουμε να σας λείψει», είπε ο
νεαρός ιερέας. «Αν σας λείψει, σημαίνει ότι το χρειάζεστε. Κι αν το χρειάζεστε,
γιατί να το δώσετε; Κι αν το δώσετε, μπορεί να το κλάψετε. Κι αν το κλάψετε,
είναι σαν να σας το κλέψαμε. Δεν παίρνουμε χαρά με κλεμμένα δώρα εμείς εδώ. Να
δώσετε ό,τι έχετε για πέταμα. Κι όταν το δώσετε, να νιώσετε ανακουφισμένοι λες
και το ξεφορτωθήκατε. Ακόμα καλύτερα, να νιώσετε ευγνώμονες που σας απαλλάξαμε
από ένα βάρος περιττό. Οι πένητες και οι αναξιοπαθούντες δεν είναι ζητιάνοι,
είναι το πάσχον πρόσωπο του Κυρίου μας. Τον Κύριο ελεούμε. Και το έλεός μας
είναι το έλεός Του προς ημάς, αδελφέ… Δημήτριε, είπαμε;»
«Ναι, ναι… Δημήτριος», είπα, έκπληκτος απ’ το
απρόσμενο κήρυγμα. «Το δικό σας όνομα, πάτερ;»
«Εμείς εδώ δεν έχουμε ονόματα, είμαστε στρατιώτες
του μυστικού στρατού του Κυρίου».
«Του… μυστικού στρατού;» ψέλλισα.
«Ποιητική αδεία χρησιμοποίησα την έκφραση, αδελφέ!
(«Ποιητική αηδία» άκουσα εγώ). Ξέρεις εσύ από ποίηση («αποποίηση» άκουσα εγώ).
Διαβάζω την στήλη σου στην εφημερίδα, καθώς και τα άρθρα σου».
«Διαβάζετε τα άρθρα μου!» αναφώνησα με
ικανοποίηση, που η χάρις μου έφτανε μέχρι τα άδυτα της μητροπόλεως.
«Τα διαβάζω ανελλιπώς. Έχουν μια διαβολεμένη
εξυπνάδα και μια υποδόρια τρυφερότητα, κάποτε. Η γραφή σου είναι καταγγελτική
και ενίοτε διαβρωτική. Τηρουμένων των αναλογιών, μου θυμίζει τους διάπυρους
λόγους του Προφήτη Ηλία, αλλά και την οργή του Κυρίου μας, όταν έπιασε το
μαστίγιο κι έδιωξε τους εμπόρους απ’ τον Ναό, τολμώ να πω».
Διάβολε, αυτός ο παπάς ήταν ο καλύτερος κριτικός
μου! Κι έσπευσα να τον δικαιώσω επιπλέον:
«Τα έβαλε και με τους Φαρισαίους, όμως, πάτερ!
Τους αποκάλεσε γενεά εχιδνών και ασβεστωμένους τάφους. Ποιοι είναι οι Φαρισαίοι
της σήμερον;» ρώτησα, κοιτάζοντάς τον με νόημα.
Μόρφασε ελαφρώς ο νεαρός ιερεύς πριν απαντήσει:
«Και νομίζεις, αδελφέ, πως η εκκλησία είμαστε
εμείς οι λειτουργοί;»
«Ε, τότε ποιος;» απόρησα.
Με ζύγισε με το βλέμμα.
«Κρατάς μυστικό;»
«Κρατάω».
«Ακολούθησέ με…»
Ελαφρύ αεράκι φυσούσε από ένα κάδρο κρεμασμένο
στον τοίχο και ανέμιζε λευκούς χιτώνες, καθώς «ο Ιησούς εξήλθεν συν τοις
μαθηταίς αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ην κήπος, εις ον εισήλθεν».
Μπροστά εκείνος, ξοπίσω εγώ, κατεβήκαμε κάμποσα
σκαλιά και βρεθήκαμε σ’ ένα υπόγειο με χαμηλό φωτισμό, σαν σκιόφως μοναστηριού,
σαν μυστική εκκλησία, κρύπτη ή κατακόμβη.
«Εδώ είναι η Κιβωτός μας», είπε ο συνοδός μου κι
έδειξε τριγύρω.
Πέντ’-έξι Κουασιμόδοι –ρετάλια της ζωής,
ναυαγισμένοι άνθρωποι– στοίβαζαν πράγματα σε τσάντες και τις ξεχώριζαν ανάλογα
με το χρώμα τους, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους ή προσευχόμενοι, δεν πολυκατάλαβα…
Περάσαμε τον προθάλαμο και βρεθήκαμε στο πιο
απίστευτο σούπερ μάρκετ, στο πιο ευφάνταστο πολυκατάστημα που είδα ποτέ μου.
Με τάξη θαυμαστή τα προϊόντα στα ράφια: καφέδες,
ζάχαρες, απορρυπαντικά· σάκες, κασετίνες, παιχνίδια· σακάκια, παντελόνια,
πουκάμισα· φούστες, καμπαρτίνες, παπούτσια. Και ό,τι άλλο μπορεί να συλλάβει ο
νους του ανθρώπου.
«Μα, τι ’ν’ αυτά; Τι γίνεται εδώ μέσα;» ψέλλισα.
«Γίνεται η αδελφοποίηση της φιλαλληλίας με την
αλληλοβοήθεια», είπε ο νεαρός ιερέας. «Α, να και οι κούτες σου με τα γάλατα!»
Και έτεινε τον δείκτη της δεξιάς του προς τα χαρτοκούτια που έφερα, και που
τώρα φαίνονταν –απέναντι σ’ εκείνη την φαντασμαγορία των προϊόντων– σαν
τριγωνάκια για τα κάλαντα μπροστά στις Πυραμίδες της Γκίζας.
«Μα, καλά, πού τα μοιράζετε όλα αυτά, με ποιον
τρόπο;» απόρησα.
«Έχουμε κι εμείς τους πράκτορές μας και τους
μυστικούς μας διανομείς».
«Έχει πράκτορες η εκκλησία; Σοβαρά τώρα; Έχετε
μυστικούς διανομείς;»
«Κοίτα, λίγο-πολύ όλοι ξέρουμε ποιος έχει ανάγκη.
Κι αν δεν το ξέρουμε, όλο και κάποιος φύλακας άγγελος θα μας το πει».
«Φύλακας άγγελος; Υπάρχουν φύλακες άγγελοι
πληροφοριοδότες;»
«Ναι, άνθρωποι που δεν τους πιάνει το μάτι σου,
πανταχού παρόντες. Άνθρωποι που νοιάζονται – κι ας μην το δείχνουν. Κι ας
δείχνουν, καμιά φορά, ακόμα και το αντίθετο από κείνο που πράττουν εν κρυπτώ.
Άκουσες ποτέ σου για τους δια Χριστόν σαλούς;»
«Όλοι οι θρησκευόμενοι, σαλοί μού φαίνονται εμένα,
πάτερ!» αστειεύτηκα.
Ο παπάς γέλασε με την καρδιά του –λες και είπα το
επιτυχέστερο ανέκδοτο του κόσμου– υποκλινόμενος ελαφρώς προς το μέρος μου, σαν
να ’θελε να μ’ ευχαριστήσει.
«Κι εσύ, αδελφέ Δημήτριε, μπορεί να είσαι ένας απ’
αυτούς τους σαλούς, αλλά να μην το γνωρίζεις».
«Σαλός, πάτερ, είμαι σίγουρα! Αλλά αν ήμουν δια
Χριστόν σαλός, τι στο καλό, δεν θα το ’ξερα;»
«Ναι, αλλά ήξερες πως αυτοί οι “τρελοί”, όπως θα
τους λέγαμε σήμερα, κάνουν πράξεις παράλογες και ανόητες, οι οποίες, όμως,
έχουν βαθύτερο νόημα και σκοπό, ώστε να καταδείξουν την αλήθεια που βρίσκεται
πίσω από τα προσχήματα και τους τύπους του κόσμου; Δεν έχουν πρόβλημα, λόγου
χάρη, να εισέλθουν σε ταβέρνες ή σε πορνεία, να συναναστραφούν κακόφημες
συντροφιές, μοιάζοντας να συσσωματώνονται με το παράδειγμα των ανυπόληπτων της
κοινωνίας. Την στιγμή αυτή είναι, όμως, που ο σαλός φανερώνει την αλήθεια της
σωτηρίας, πάντα με τρόπο που αρμόζει στο επίπεδο των συναναστραφέντων. Εξού και
αστειεύεται, επιτιμά τους αμαρτωλούς, χλευάζει δημόσια τα κρυφά παραπτώματά
τους, με τρόπο που μόνον ο ένοχος μπορεί να αντιληφθεί, την στιγμή που και ο
ίδιος στα μάτια τους φαντάζει πολύ αμαρτωλός, όντας φαινομενικά στο ίδιο
επίπεδο αμαρτωλότητας. Γι’ αυτό και καταλύει προκλητικά νηστείες, ομιλεί με
διεφθαρμένους, εμπαίζοντας τελικά τα προσχήματα του κόσμου τούτου, λίγο πριν
επιστρέψει την νύχτα, με το αληθινό προσωπείο πια της αγιότητας, στην προσευχή
και την άσκηση. Εξού και ο σαλός άγιος για την εκκλησία είναι ο άγιος στην
πλέον ακραία μορφή άσκησης, την έσχατη αυταπάρνηση, την πλήρη απέκδυση του
εγώ».
Ο ιερέας σταμάτησε και με κοίταξε, λες και μιλούσε
για μένα.
Λέξεις και φράσεις κούμπωναν πάνω μου:
«Αστειεύεται, επιτιμά, χλευάζει δημόσια, καταλύει προκλητικά νηστείες, ομιλεί
με διεφθαρμένους, εμπαίζοντας τελικά τα προσχήματα του κόσμου τούτου…»
Και παράλλαξα το κείμενο από κει και κάτω: «…λίγο
πριν επιστρέψει την νύχτα στο γραφείο του –πετώντας το προσωπείο της
καθημερινότητας– για να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο από κείνον που ζει,
προσδίδοντας στους ήρωές του χαρακτηριστικά των ατελών ανθρώπων που
συναναστράφηκε, αλλά εξιδανικευμένα με τρόπο αληθοφανή, ώστε να εμφυσήσει στους
αναγνώστες την πίστη του ιδεώδους, ανακτώντας και ο ίδιος, μέσω αυτής, την
χαμένη του πίστη στον άνθρωπο. Και ίσως όχι μόνον στον άνθρωπο, αλλά και στην
ασύλληπτη εκείνη δύναμη που δονεί απ’ άκρη σ’ άκρη το σύμπαν και το κάνει να
τρέμει συθέμελα, όπως κάθε φορά που ερωτευόμαστε ή δημιουργούμε…»
Σαν να ’χε δίκιο ο παπάς! Αν δεν ήμουν σαλός,
ήμουν τουλάχιστον ψιλοσαλεμένος: Πίστευα σ’ έναν κόσμο καλύτερο, που αν
συντελούνταν σε μια πρώτη μορφή –έστω και στο χαρτί– θα μπορούσα να προσδοκώ
και την δευτέρα παρουσία του: να υλοποιηθεί και στ’ αλήθεια. Ήμουν ένας
απόστολος της προσδοκίας. Ένας από τους δώδεκα –χιλιάδες– αποστόλους ανά τα
έθνη: τους συγγραφείς που μαρτυρούν ή καταμαρτύρησαν στους αιώνες πως ο θεός
είναι εδώ –πανταχού παρών καθημερινά– και αναδημιουργεί τον κόσμο, πνίγοντάς
τον, αν χρειαστεί, σε αλλεπάλληλους κατακλυσμούς του μελανιού του».
Ο ιερέας, πλάι μου, έδινε οδηγίες στους εθελοντές.
Έριξα το βλέμμα μου σ’ αυτούς τους δύστυχους πολέμιους της δυστυχίας και τους
ένιωσα λιγότερο Κουασιμόδους ή, καλύτερα, ένιωσα περισσότερο Κουασιμόδος εγώ,
φυλακισμένος στο αόρατο καμπαναριό των σκέψεών μου, παθητικός εραστής μιας
φανταστικής Εσμεράλδας: της ελπίδας πως κάτι θα συμβεί και θ’ αλλάξουν όλα –
έστω προς το χειρότερο, φτάνει ν’ αλλάξουν, κι ας ήταν να βοηθήσω κι εγώ σ’
αυτό, με κάτι περισσότερο από τρεις κούτες γάλατα.
Ο παπάς γύρισε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ.
«Όλοι αυτοί εδώ», είπα, «που νοιάζονται κι ας μην
το δείχνουν ή δείχνουν το αντίθετο από κείνο που πράττουν, δεν είναι ένα είδος
σαλών;»
«Μα φυσικά! Ή μάλλον, όχι φυσικά, μα θεϊκά! Σ’
αρέσουν τα λογοπαίγνια, ε; Βρίθουν τα γραπτά σου από τέτοια!»
«Μάλλον δεν έπαιξα πολύ όταν ήμουνα μικρός, πάτερ!
Είναι μια ανηλικίωση κι αυτό. Αλλά μετά το ωρίμασμα ακολουθεί η σήψη, όπως στα
φρούτα, οπότε λέω να μην βιαστώ να μεγαλώσω».
«Είναι ύψιστη ευλογία το να παραμένεις παιδί,
Δημήτριε! Μα κι ετούτοι εδώ, που δεν περιμένουν πια τον Άι Βασίλη να τους φέρει
δώρα, όπως τότε που ήτανε παιδιά, γίνονται οι ίδιοι Άι Βασίληδες, για κείνους
που έχουν ανάγκες περισσότερες κι απ’ τα παιδιά».
«Και είναι πολλοί αυτοί που έχουν ανάγκη;»
«Όσοι κι αυτοί που προσφέρουν βοήθεια».
«Μα οι περισσότεροι δεν νοιάζονται, σωστά;»
«Σωστά! Αν και δεν είναι ακριβώς οι περισσότεροι».
«Μα, πώς δεν είναι;»
«Έχεις πάει ποτέ στον μανάβη, αδελφέ Δημήτριε;»
«Έχω πάει».
«Έχεις ψωνίσει καμιά φορά ντομάτες;»
«Φυσικά κι έχω ψωνίσει».
«Άκου λοιπόν: αν δυο-τρεις είναι χαλασμένες μέσα
στο τελάρο, θα διαλέξεις απ’ το διπλανό. Για δυο-τρεις, «παίρνει η μπάλα» και
τις υπόλοιπες. Έτσι συμβαίνει και στην κοινωνία. Οι περισσότεροι είναι καλοί,
αλλά δεν τους πιάνει το μάτι σου, γιατί οι κακοί, ίδια με τις χαλασμένες
ντομάτες, φαίνονται περισσότερο».
Κοίταξα τριγύρω μου. Οι τσάντες γέμιζαν συνέχεια,
σαν στόματα πεινασμένα. Στις μπλε τα τρόφιμα. Στις κόκκινες τα φάρμακα. Στις
μαύρες, των σκουπιδιών, τα ρούχα. Ίσως ποτέ άλλοτε δεν είδα ρούχα σε
καταλληλότερες τσάντες.
Ακούστηκε η φωνή του παπά, λες και διάβαζε τον
Απόστολο:
«Αυτός εκεί έχασε την γυναίκα του από καρκίνο.
Βοηθώντας εδώ πέρα, βρίσκει παρηγοριά και ο ίδιος. Γυρεύοντας παρηγοριά, δίνει
παρηγοριά».
Έστρεψα τα μάτια προς τον άνθρωπο που έδειχνε ο
ιερέας και κούνησα το κεφάλι περίλυπος, καθώς εκείνος, με γυρισμένη σχεδόν την
πλάτη, εργαζόταν πυρετωδώς σε μια γωνιά της αποθήκης.
Ευτυχώς, Θεέ μου, που κανείς εκτός από σένα δεν
μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου: «“Σιγά, μωρέ, ούτε ο Χριστός για να
γεννηθεί δεν βιάζεται τόσο!” τον κορόιδεψα εγώ, ενώ προσπαθούσα να φανταστώ πού
θα μπορούσε να πήγαινε όταν σχολούσε αυτός ο κακομούτσουνος αποθηκάριος, που
τον έκρυψαν, λες, εδώ, στο ζοφερό ετούτο υπόγειο, για έναν και μοναδικό λόγο:
για να μην φαίνεται η ασχήμια του».
Ανίδεος από την ασχήμια που έκρυβα μέσα μου, ο
παπάς συνέχισε τις συστάσεις:
«Η κυρία εκεί που βλέπεις –η ψυχή της αδελφότητος–
έχασε την οικογένειά της από τροχαίο. Άσπρισε σε μια νύχτα. Έμεινε χωρίς
δουλειά. Χρώσταγε το σπίτι στην τράπεζα και δεν μπορούσε να πληρώνει τις
δόσεις. Της το πήραν. Πήγε να πέσει απ’ το μπαλκόνι. Την έστειλαν σε ψυχολόγο,
την έστειλε σε ψυχίατρο. Της έγραψε χάπια. Τα πέταξε απ’ το μπαλκόνι. Εδώ
λαμβάνει την ιατρική αγωγή που χρειάζεται και φροντίζει την οικογένεια που της
λείπει: όσους έχουν ανάγκη. Εδώ βρήκε το σπίτι που έχασε: κοιμάται σ’ ένα ντιβάνι».
Η κυρία, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαμε για κείνη,
γύρισε και μας κοίταξε κατάματα. «Πολλές φορές την είχα δει, ασουλούπωτη και
ξεδοντιασμένη, να κυκλοφορεί μ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο στην πόλη σαν
λάμπασμα. Ποια ήταν και πού πήγαινε δεν μ’ ενδιέφερε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που
καθρεφτιζόταν στα μάτια μου, σκεφτόμουν πως το ’σκασε από κάποιο ίδρυμα. Αν
ήθελε να με καταραστεί ο Θεός, θα μ’ έκανε να γυρίζω έτσι –ανέστιος και πένης,
ασουλούπωτος και ξεδοντιάρης– να σκιάζω τους περαστικούς με την παρουσία μου,
όπως αυτή εμένα».
Ο νεαρός ιερέας –μην μπορώντας, βεβαίως, να
διαβάσει την σκέψη μου– φώναξε την γυναίκα κοντά μας.
«Ο Δημήτρης είναι ποιητής και αρθρογράφος στην
τοπική εφημερίδα», της είπε. «Μας έφερε τις κούτες με τα γάλατα».
Αυτή κοιτούσε σαν τρομαγμένο ζωάκι, που κάποιος το
μαύλισε να πάει κοντά του κι εκείνο δίσταζε. Διέκρινα στα μάτια της ένα είδος
αποστροφής – για μένα ή για το δημοσιογραφιλίκι μου; Σαν να υπέθεσε πως ήθελα
να γράψω για τον μυστικό στρατό τους. Κι αυτή της η υποθετική υπόθεση –αφού
μπορεί και να μην υπέθεσε τίποτα– έλαμψε μέσα μου το χριστουγεννιάτικο θέμα.
«Πάτερ!» αναφώνησα. «Επιτρέψτε μου να κάνω ένα
άρθρο για σας, γι’ αυτό που συμβαίνει εδώ μέσα. Έχω και τον τίτλο: “Ο μυστικός
στρατός του Χριστού” ή μάλλον όχι, καλύτερα “Ο μυστικός στρατός των
Χριστουγέννων”. Ας εστιάσουμε στις γιορτινές ημέρες που διανύουμε, στους
αναξιοπαθούντες, που χάρη σε σας και στους εθελοντές σας θα φάνε ένα ζεστό
πιάτο φαΐ και θα νιώσουν την μοναξιά τους ν’ απαλύνει».
Ο ιερέας ταράχθηκε σφόδρα. Η γυναικούλα πάνιασε,
τα χείλη της μπλάβισαν –λες κι εξέπεμψα ένα εσώτερο ψύχος που την τύλιξε
ολόκληρη– κι άρχισε να τρέμει…
«Δεν θα μας το κάνετε αυτό, αδελφέ…» ψέλλισε ο
ιερέας. «Όλα γίνονται εν κρυπτώ. Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Η γυναίκα έπιασε το κεφάλι της, σαν να ήτανε να
σπάσουν από στιγμή σε στιγμή τα ράμματα του κρανίου της.
«Μα θα το γράψω με τέχνη», επέμεινα. «Σαν μια
χριστουγεννιάτικη ιστορία, ας πούμε». Κι έβλεπα κόσμο και κοσμάκη μπροστά μου
ήδη, να ξεφορτώνει κούτες και κούτες με τρόφιμα και ρούχα. Έβλεπα χορηγίες από
μεγάλες επιχειρήσεις, μια πολυεθνική ανθρωπιάς ν’ απλώνει τα πλοκάμια της και
να τυλίγει την πόλη, την χώρα, τον κόσμο ολόκληρο. Κι όλα αυτά να οφείλονται σ’
εμένα, στην θαυματουργή μου πένα, στον νέο Κάρολο Ντίκενς. Κάπου ψηλά,
τυλιγμένο στο μοσκολίβανο, έβλεπα ν’ αστράφτει –σαν φωτοστέφανο Κυρίου– το τρίτο
Νόμπελ της Ελλάδας. Ο βασιλιάς της Σουηδίας –σε ρόλο επίγειου θεού– μου
παρέδιδε το μετάλλιο, την περγαμηνή και το τσεκ του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Οι ακαδημαϊκοί –σε ρόλο υμνολογούντων αγγέλων– χειροκροτούσαν όρθιοι. Εγώ,
υποκλινόμενος ελαφρώς, το παραλάμβανα συγκινημένος και, προς τεράστια έκπληξη
όλων, το αφιέρωνα στον μυστικό στρατό του Χριστού. Τότε, εκατομμύρια εθελοντές
απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης θα έθεταν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της
φιλανθρωπικής αδελφότητος. Θα ήταν η μεγαλύτερη ειρηνική επανάσταση απ’ τον
καιρό των Ευαγγελίων. Η ζωή μου και η τέχνη μου –ένα και το αυτό– θα είχαν
πλήρως δικαιωθεί.
Ο παπάς σιωπούσε…
Μα εκείνη μ’ έπιασε απ’ το πέτο και με
ταρακούνησε, λέγοντας:
«Αν γράψεις έστω και μία γραμμή, θα πέσω απ’ το
καμπαναριό της εκκλησίας! Μπορεί να με πρόλαβαν όταν έχασα το σπίτι μου, μα
τώρα –μα τον Θεό– θα πέσω!»
Την έβλεπα κιόλας να πέφτει… Και μαζί της Νόμπελ,
Ακαδημίες, λεγεώνες εθελοντών αδελφών, χορηγίες και πολυεθνικές σωριάστηκαν στα
πόδια μου σαν χάρτινοι πύργοι, ενώ ένας κεραυνός εν αιθρία με βάρεσε
κατακούτελα και συνήλθα.
Τράβηξα το χέρι της απ’ το πέτο μου και το
ασπάστηκα.
«Δεν θα γράψω λέξη! Έχεις τον λόγο μου, ησύχασε,
δεν θα πέσεις», της είπα.
Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά μου θρηνωδούσα γοερώς,
λες και στυβόταν ένας πόνος ανείπωτος τόση ώρα, και τώρα στραγγιζόταν σε
δάκρυα.
Ο ιερέας μάς αγκάλιασε και τους δύο γελώντας
τρανταχτά.
«Τώρα είμαστε σαν την αγία τριάδα της χαρμολύπης»,
είπε.
Όταν συνήλθε η γυναικούλα, την ρώτησα:
«Πες μου, όμως, γιατί θα έπεφτες απ’ το καμπαναριό
εάν έγραφα;»
Με κοίταξε σαν αρνί που μόλις γλίτωσε την σφαγή
και ψιθύρισε:
«Υπάρχει άλλος που τα γράφει αυτά – άλλος!» Κι
έδειξε με το δάχτυλο ψηλά, ενώ με το δεξί της χέρι έκανε τον σταυρό της.
Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια. Η χριστουγεννιάτικη
ιστορία μου δεν έγινε ποτέ άρθρο, ούτε συνεργάζομαι πια με την εφημερίδα. Ο
εκδότης έφυγε μετανάστης στην Γερμανία, αφού πρωτύτερα πούλησε «Τα Νέα» –παλιά
ιστορία– σ’ έναν πολιτικό, αλλά φαίνεται ιδιοκτήτης κάποιο άλλο πρόσωπο, για να
προβάλλεται ο πολιτικός σαν να τον προβάλλει το «ανεξάρτητο» έντυπο. Στο
τελευταίο –προ της μεταβίβασης– φύλλο, έγραψα ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα με
τίτλο «Τέλος Εποχής». Η μεταβίβαση, όμως, είχε ήδη αρχίσει και υπήρχε αρχισυντάκτης
του νέου καθεστώτος. Το κείμενό μου είχε περισσότερες κόκκινες γραμμές παρά
μαύρα γράμματα – το πετσόκοψαν! Έκτοτε, μου σφίγγεται το στομάχι όταν
χρειάζεται να έχω επιμελητή για τα κείμενά μου. Τον ήλιω και με ωμέγα να τον
έγραφα, ήλιος θα ήταν και πάλι. Αν, όμως, λείψει ο ήλιος απ’ το γραπτό μου
–εκείνο το άκτιστο φως της δημιουργίας– τίποτα δεν θα μπορούσε να το λαμπρύνει.
Γάλατα δεν παίρνουμε πια στον δήμο. Αντ’ αυτών,
προστέθηκε στον μισθό μας κάποιο μηδαμινό ετήσιο επίδομα.
Ο κακομούτσουνος αποθηκάριος βγήκε στην σύνταξη. Ο
αντικαταστάτης του είναι κούκλος, που τον έκρυψαν, λες, εδώ, στο ζοφερό ετούτο
υπόγειο, για έναν και μοναδικό λόγο: για να μην φαίνεται η ομορφιά του.
Ο νεαρός παπάς –μεσήλικας πλέον και δια Χριστόν
σαλός– αναχώρησε στον Άθω για να μονάσει. Εθεάθη στα τρομερά Καρούλια από
κάποιους προσκυνητές.
Η γυναίκα πέθανε. Στην κηδεία της ήταν πέντ’-έξι
Κουασιμόδοι –ρετάλια της ζωής, ναυαγισμένοι άνθρωποι. Οι άλλοι δεν ήξεραν
τίποτα γι’ αυτήν, πέραν του ότι «κυκλοφορούσε μ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο
ασουλούπωτη και ξεδοντιασμένη σαν λάμπασμα. Ποια ήταν και πού πήγαινε δεν τους
ενδιέφερε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που καθρεφτιζόταν στα μάτια τους, σκεφτόντανε
πως το ’σκασε από κάποιο ίδρυμα». Και δεν είχαν άδικο, το είχε σκάσει από το
ίδρυμα τ’ ουρανού – κι εκεί ξαναγύρισε. Το σαραβαλιασμένο ποδήλατό της δεν το
χρειάστηκε για ν’ ανέβει στα σύννεφα – είχε τώρα δυο ολοκαίνουργια φτερά.
Δεν ξέρω τι απόγινε ο μυστικός στρατός. Μπορεί να
εξακολούθησε, μπορεί να εξαφανίστηκε…
Περνάει ο δρόμος μου καμιά φορά έξω απ’ την
μητρόπολη, μα μέσα δεν μπαίνω. Τρέμω μήπως το υπόγειο είναι γεμάτο ποντίκια,
μήπως μια άθεη αράχνη περιπλέκει τον ιστό της στην εικόνα του Χριστού. Μπορεί
να μην πιστεύω στην άλλη ζωή, αλλά –αλίμονο– πιστεύω σε μιαν άλλη ζωή, κατά τι
καλύτερη από τούτη. «Προσδοκώ ανάσταση ζωντανών», το ’δα γραμμένο σ’ έναν τοίχο
και μ’ άρεσε.
Εσείς, όμως, μπορείτε να φανείτε γενναιότεροι.
Μπείτε να δείτε αν υπάρχει ακόμα ο μυστικός στρατός στα σπλάχνα της μητροπόλεως
και πείτε το και σ’ εμένα. Α, και πού είστε; Εκτός από γενναιότεροι, φανείτε
και γενναιόδωροι. Μην πάτε με τα χέρια κουνάμενα. Πάρτε μαζί σας και κάνα γάλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου