Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Είναι η Εκκλησία woke; - Θοδωρής Γεωργακόπουλος

Είναι η Εκκλησία woke;

Θοδωρής Γεωργακόπουλος

Μέσα στο ζόφο και το σκοτάδι της εβδομάδας που μας πέρασε, η ομιλία της επισκόπου Μαριάν Μπάντε μπροστά στον Τραμπ ήταν μια αχτίδα νηφαλιότητας κι ελπίδας. Την είδατε; Έγινε viral στο αποδώ μέρος του ίντερνετ, και χαρακτηρίστηκε από πολλούς θαρραλέα και τολμηρή. Αλλά δεν ήταν διαφορετική από ό,τι υποτίθεται ακούγεται σε οποιαδήποτε χριστιανική εκκλησία στον κόσμο: οίκτος και συμπόνοια για τους αδύναμους. Προστασία και αγάπη για τους καταφρονεμένους. Αυτά δεν λένε στις εκκλησίες; Αλλά εδώ έχουμε φτάσει. Για τον τύπο των χριστιανών που ψηφίζουν Τραμπ, εκείνα ήταν λόγια αναπάντεχα. Τα εξέλαβαν ως επίθεση.

Kι εδώ στην Ελλάδα διάφορες ακροδεξιές φωνές που συνεισφέρουν το γνωστό δηλητήριο της μισαλλοδοξίας και της απέχθειας για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες στο δημόσιο διάλογο, παραδοσιακά κραδαίνουν εμφατικά τη θρησκευτική τους πίστη. Ακούγοντας και διάφορους Ορθόδοξους ιερείς να επιτίθενται εναντίον των ομοφυλοφίλων ή των μεταναστών, θα φανταζόταν κανείς ότι εδώ υπάρχει μια σχέση αμφίδρομη. Ότι οι ιδέες και οι στάσεις των απανταχού ακροδεξιών (η έστω, κάποιες από αυτές) είναι οι ιδέες και οι στάσεις που ασπάζεται και η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολλές και πολλοί έχουμε κάνει αυτό το λάθος. Γιατί, από ό,τι διαπίστωσα πρόσφατα, είναι λάθος.

Το περυσινό καλοκαίρι άκουσα για την επερχόμενη έκδοση ενός βιβλίου που θα εξηγούσε αναλυτικά τις επίσημες θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα. Το άκουσα, παρεμπιπτόντως, σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά μοναστήρια της Ελλάδας, στη Μονή Αρκαδίου στην Κρήτη, το οποίο αξίζει να επισκεφθείτε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Το βιβλίο είναι μια ενδιαφέρουσα και πολύ ιδιαίτερη έκδοση, που έχει και μεγάλη ιστορία πίσω της. Το καλοκαίρι του 2016, βλέπετε, είχε γίνει η “Αγία και Μεγάλη Σύνοδος” στην Κρήτη, όπου συναντήθηκαν εκπρόσωποι από 10 εκ των 14 αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών του κόσμου. Ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο και σημαντικό γεγονός, που χρειάστηκε εκατόν δώδεκα χρόνια για προετοιμαστεί, και είχε για θέμα του εξής: ποιες πρέπει να είναι οι θέσεις της Ορθοδοξίας για τα μεγάλα κοινωνικά θέματα της εποχής; Την επόμενη χρονιά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανάθεσε σε μια ειδική επιτροπή θεολόγων να επεξεργαστούν και να επιμεληθούν τα συμπεράσματα εκείνης της συνόδου, με σκοπό να ετοιμάσουν ένα “επίσημο κείμενο γύρω από την κοινωνική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας”. Η δουλειά αυτής της επιτροπής οδήγησε στο συλλογικό “Υπέρ της του Κόσμου Ζωής”, το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά το 2020 υπό την επιμέλεια του αρχιδιακόνου του Οικουμενικού Θρόνου π. Ιωάννη Χρυσαυγή και του αμερικανού Ορθόδοξου Θεολόγου και συγγραφέα Ντέιβιντ Μπέντλεϊ Χαρτ. Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε μεταφρασμένο και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ακρίτας.  

Το βιβλίο, μολονότι μικρό, αγγίζει πάρα πολλά θέματα, από τις κοινωνικές αδικίες και τη φτώχεια, μέχρι το ρατσισμό και την κλιματική αλλαγή, και από τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις έμφυλες σχέσεις, μέχρι τη σεξουαλικότητα και την προσφυγική κρίση. Κατορθώνει να είναι μικρό και σύντομο, επειδή πουθενά δεν “λειαίνει” με σάλτσες τις θέσεις και τις απόψεις. Είναι αυτές που είναι, και τις παραθέτει, τσεκουράτες. Σήμερα σας γράφω αυτό εδώ το κείμενο, επειδή οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως τουλάχιστον αποτυπώνονται εκεί, είναι πολύ πιο κοντά στις κουβέντες της επισκόπου που είδατε στην τηλεόραση, από ό,τι στον Τραμπ ή τους άλλους ξένους και εγχώριους μιμητές του. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να μην προκαλεί έκπληξη σε ανθρώπους που είναι κοντά στην Εκκλησία και παρακολουθούν τις ζυμώσεις στο χώρο. Εμένα, που δεν είμαι, με εξέπληξε, και μου έδειξε και μια άλλη οδό αναζήτησης ενάρετων συμμαχιών, στη δύσκολη εποχή που ξημερώνει στον κόσμο μας. Εδώ θα αναφερθώ σε μερικά από τα θέματα που αγγίζει το βιβλίο παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς εισαγωγικά φοβάμαι ότι μπορεί να μην πιστέψετε ότι τα γράφει μέσα όπως σας τα λέω.

“Η ολοένα και μεγαλύτερη πολιτισμική ποικιλομορφία στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός”, γράφει το κείμενο, ας πούμε, και ο υποψιασμένος, κυνικός αναγνώστης σφίγγεται για το “αλλά” που φαντάζεται ότι μπορεί να ακολουθήσει. Όμως όχι: “Η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο δεν θρηνεί για το γεγονός αυτό, αλλά χαιρετίζει κάθε ευκαιρία για συνάντηση και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ προσώπων και λαών”. “Οι Ορθόδοξοι δεν θα πρέπει να φοβούνται τον πολιτισμικό και κοινωνικό πλουραλισμό”, συνεχίζει. “Τα σύνορα δεν είναι παρά συμπτώσεις ιστορικές και νομικές συμβάσεις”, γράφει αλλού. 

Αυτες δεν είναι απλές ή ανούσιες κουβέντες, ούτε γραφονται μεμονωμένα και αποσπασματικά. Πολλά από τα κεφάλαια διαποτίζονται από μια σχεδόν ακτιβιστική ενάργεια. Δεν πρόκειται για αμιγώς εκκλησιαστικό κείμενο, ασφαλώς, καθότι απευθύνεται στο ευρύ κοινό, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρόκειται και για διάλογο με τον αναγνώστη, με κενά και “ναι μεν, αλλά”. Όσο προχωρά η ανάγνωση, καταλαβαίνει κανείς ότι εδώ κάτι έχουμε. Κάτι γίνεται. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η έμφαση που δίνει στους μετανάστες και στους πρόσφυγες. Έχει πολλά να πει γι’ αυτούς. Η συμβουλή για “κάθε Ορθόδοξη κοινότητα” που “εντοπίζει τέτοια πρόσωπα στο εσωτερικό της και αδυνατεί να τα απομακρύνει”, είναι “να αποκηρύττει τις δαιμονικές ιδέες τις οποίες προωθούν, να τα εκθέτει, να τα καταδικάζει και να τα εκδιώκει. Όποια εκκλησιαστική κοινότητα αποτυγχάνει σε αυτό, έχει προδώσει το Χριστό”.  Έτσι γράφει. Σε ποια πρόσωπα αναφέρεται αυτή η έντονη προτροπή; Σε αυτούς “που ασπάζονται ρατσιστικές θεωρίες”. Τους αναφέρει με αυτό τον τρόπο στο σημείο που αναδεικνύει τον κίνδυνο της ανόδου “νεών μορφών πολιτικού και εθνικιστικού εξτρεμισμού” στον κόσμο μας. Διαβάζοντας το κείμενο, κανείς υποθέτει ότι δεν υπάρχει πιο αντιχριστιανικό πλάσμα από το ρατσιστή. “Η ρατσιστική ιδεολογία συνιστά τοξικό κατάλοιπο των δεισιδαιμονιών της ψευδοεπιστήμης από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα”, γράφει. “Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη αντίθεση προς το Ευαγγέλιο”.

Αλλά και για το θέμα του εθνικισμού έχει εξίσου αυστηρά πράγματα να πει. “Ο πατριωτισμός μπορεί να είναι ένα θετικό και υγιές συναίσθημα, εφ’ όσον δεν θεωρείται, λανθασμένα, αρετή καθ’ εαυτή ή ηθικό αγαθό”, τονίζει. Και επιπλέον: “απαγορεύεται απόλυτα στους χριστιανούς να δημιουργήσουν κάποιο είδωλο πολιτισμικής, εθνοτικής ή εθνικής ταυτότητας. Ένα είδος “χριστιανικού εθνικισμού” είναι αδιανόητο, όπως επίσης δεν μπορεί να γίνει ανεκτή καμία μορφή εθνικισμού από τη χριστιανική συνείδηση”. Και επίσης: “Στην εποχή μας, έχουμε δει κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πολλές ιδεολογίες να προτρέπουν στην υπεράσπιση μιας ‘χριστιανικής Ευρώπης’, επιδιώκοντας με κάθε τρόπο τη σφράγιση των συνόρων, προωθώντας εθνικιστικές, ακόμη δε και ρατσιστικές, πολιτικές και απορρίπτοντας και με πολλούς άλλους τρόπους τα λόγια του ίδιου του Χριστού”. Καμία λείανση εδώ. Κανένα στρογγύλεμα.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Το βιβλίο υπενθυμίζει το ότι στις περισσότερες κρίσεις, τοπικές ή διεθνείς, τα πρώτα θύματα είναι πάντα οι φτωχοί. Ότι οι πλούσιοι έχουν “ηθική ευθύνη” να “συνεισφέρουν στην ευημερία της κοινωνίας” και “να μοιράζονται τον πλούτο τους με τους φτωχούς”. Ότι πρέπει να προστατεύονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και ότι οι επιχειρήσεις “ακόμα και κατά τη δημιουργία εγκαταστάσεων σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, οφείλουν να συμμορφώνονται με τα εργασιακά πρότυπα που ισχύουν και στον ανεπτυγμένο κόσμο”. Αναγνωρίζεται, επίσης, ο μεγάλος κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής (η οποία χαρακτηρίζεται εμφατικά “ανθρωπογενής”) και επισημαίνεται ότι οι πιστοί πρέπει να είναι “ευγνώμονες” για τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Ότι, επίσης, η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι σε κάποιες περιπτώσεις “μόνο η λύση ενός γάμου μπορεί να διασφαλίσει τη σωματική ακεραιότητα και την πνευματική υγεία όλων των εμπλεκομένων”.

Ενδιαφέρον έχουν και άλλες τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το πότε η βία μπορεί να είναι δικαιολογημένη: “το παιδί που αντιμετωπίζει ένα βάναυσο μέλος της οικογένειάς του, η γυναίκα που αντιμετωπίζει ένα βίαιο σύζυγο, ο νομοταγής πολίτης που αντιμετωπίζει ένα βίαιο άνθρωπο, ο περαστικός που καθίσταται μάρτυρας μιας επίθεσης και η κοινότητα ή το έθνος που δέχεται επίθεση από κάποιον ισχυρό εισβολέα μπορούν να αποφασίσουν με αγάπη και τρόπο συνεπή προς την πίστη τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τον πλησίον τους εναντίον των δραστών”. Το κείμενο χαρακτηρίζει χώρες που δαπανούν μεγάλα ποσά για τις στρατιωτικές τους δαπάνες, αλλά δεν μπορούν να προσφέρουν στους πολίτες επαρκή ιατρική περίθαλψη κοινωνίες “με πρακτικές στις οποίες η κατάλληλα καταρτισμένη χριστιανική συνείδηση οφείλει να επαναστατήσει”. Και υπάρχει και αυτό, που μου άρεσε ιδιαίτερα: “η υπεράσπιση των καταπιεσμένων έναντι των καταπιεστών τους αποτελεί συχνά ηθική υποχρεώση”.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ζητά την κατάργηση της θανατικής ποινής σε ολόκληρο τον κόσμο. Υπογραμμίζει ότι οι αξίες που διαποτίζουν την Οικουμενική Διακύρηξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι “κατά πολύ κληρονομημένες από τις ιουδαϊκές και χριστιανικές πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού” και ως εκ τούτου τονίζει ότι “η Ορθόδοξη Εκκλησία δανείζει τη φωνή της στο κάλεσμα για την προστασία και την προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων παγκοσμίως, προκειμένου να αναγνωριστούν τα δικαιώματα αυτά ως θεμελιώδη και αναπαλλοτρίωτα για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη”. Η εικόνα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου να περπατά δίπλα στο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη Σέλμα έρχεται κατευθείαν στο μυαλό.

Πέραν των παραπάνω, το κείμενο αγγίζει και άλλα κοινωνικά θέματα με φρέσκο βλέμμα και ενδιαφέρουσα προοπτική, όπως τις σχέσεις με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, τους γάμους Ορθοδόξων με μη Ορθόδοξους, το πώς πρέπει η Εκκλησία να αντιμετωπίζει τους άγαμους, για το πώς αντιμετωπίζονται τα υιοθετημένα ή ανάδοχα παιδιά (ακριβώς το ίδιο με τα “κατά σάρκα”), για το αν ο γάμος χωρίς παιδιά είναι αποδεκτός (είναι) ή για το αν οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι αποδεκτές (είναι). “Η Ορθόδοξη Εκκλησία” εξάλλου, “δεν έχει καμία δογματική αντίρρηση απέναντι στη χρήση ασφαλών αντισυλληπτικών μεθόδων”, όπως και απέναντι στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Σε κάποια άλλα θέματα στο κείμενο ασκείται και αναζωογονητική αυτοκριτική, όπως για “δεισιδαίμονες προκαταλήψεις περί καθαρότητας και ακαθαρσίας σε σχέση με το σώμα των γυναικών” που είχαν διατηρηθεί για αιώνες σε προσευχές και τελετουργίες της Εκκλησίας.

Βεβαίως, σε άλλα θέματα υπάρχουν αστερίσκοι. Η Ορθοδοξία έχει αντιρρήσεις για τις επιστημονικές μεθόδους που απορρίπτουν ωάρια ή για την έρευνα με βλαστοκύτταρα και, βέβαια, δεν αποδέχεται τις εκτρώσεις, επαναλαμβάνοντας την πεποίθηση ότι η ζωή αρχίζει “τη στιγμή της σύλληψης”. Το κείμενο στέκεται με σπάνια αμηχανία απέναντι στα θύματα βιασμών που μένουν έγκυες, απέναντι στους στρατιώτες αμυντικών πολέμων, ή στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Σε τέτοια θέματα, η Ορθόδοξη Εκκλησία μοιάζει να προσφέρει την κατανόησή της σε όλες τις περιπτώσεις, μαζί με εκκλήσεις και προτροπές για αγάπη, αποδοχή και συγχώρεση, αλλά νίπτει και λίγο τας χείρας. Αν και καταδικάζει όλες τις διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων ατόμων, για παράδειγμα, και αναγνωρίζει ότι “η φύση της ατομικής σεξουαλικής επιθυμίας δεν αποτελεί απλώς συνέπεια μιας ιδιωτικής επιλογής” και “μας συνοδεύει από τη γέννησή μας”, παρακάμπτει το δια ταύτα, το πώς δηλαδή πρέπει να ζουν οι πιστοί χριστιανοί ομοφυλόφιλοι, πέραν μιας γενικής συμβουλής για “σεξουαλική εγκράτεια” για όλες και όλους. Κατά συνέπεια, η απάντηση στο προβοκατόρικο και άκυρο ερώτημα του τίτλου, αν έπρεπε σώνει και καλά να δοθεί θα ήταν, βεβαίως, όχι.

Το κείμενο αυτό, όμως, παρ’ όλα αυτά παραμένει σημαντικό και ενδιαφέρον. Γιατί σε τόσα άλλα θέματα προσφέρει μια προσέγγιση που όχι απλά δεν ανακυκλώνει ένα στεγνό δόγμα, αλλά προσπαθεί ενεργητικά να αφουγκραστεί το σήμερα. Με επιτυχία; Όχι πάντα. Αλλά ίσως η σημαντικότερη λέξη είναι το “προσπαθεί”. Αυτό, όπως με ενημέρωσαν άνθρωποι πολύ πιο σχετικοί με τα εκκλησιαστικά, δεν είναι μικρό πράγμα. Παραδοσιακά, λέει, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ακολουθούσε το παράδειγμα άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, που κατασκεύαζαν έναν αυστηρό και επικαιροποιημένο χάρτη ηθικών κανόνων, για να καθοδηγούν τις ζωές των πιστών τους ανά τους αιώνες (όπως κάνει, ας πούμε, η Καθολική Εκκλησία). Στην ορθοδοξία τα πράγματα ήταν κάπως πιο ευέλικτα ή, για να το πούμε αλλιώς, πιο “χύμα”. Ίσως μέρος αυτού του “χύμα” να ήταν κάποιες από τις πιο κραυγαλέες φωνές που ακούγονταν από ιερωμένους στο δημόσιο διάλογο τις τελευταίες δεκαετίες, οι οποίες έμοιαζαν πολύ λιγότερο με αυτά που γράφει μέσα το “Υπέρ του Κόσμου Ζωής”, και πολύ περισσότερο με αυτά που λέει ο Τραμπ.

Είναι αυτή η καταγραφή ένδειξη μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας που αλλάζει; Θα αρχίσουν οι πιστοί να ακούνε πιο συχνά λόγια σαν αυτά που περιέχονται στο βιβλίο και στην εκκλησία; Εγώ, βεβαίως, δεν έχω ιδέα. Αλλά αν ναι, αν αυτή είναι στ’ αλήθεια η στάση της Ορθοδοξίας για τα περισσότερα από τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, αν αυτές είναι οι ιδέες και οι αξίες που οφείλει το πλήρωμα της εκκλησίας να ενισχύει και να ενδυναμώνει στους πιστούς, τότε ορίστε, να μια πιθανή δεξαμενή συμμάχων στην επερχόμενη μάχη κατά του μίσους, της βίας και του εκφασισμού. Θα σας αφήσω με ένα απόσπασμα ακόμα, το οποίο είναι και επίκαιρο.

Το βιβλίο γράφτηκε από τα μέλη της επιτροπής κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας Τραμπ. “Στις Ηνωμένες Πολιτείες”, έγραφαν στη σελίδα 144, “το πιο πλούσιο και ισχυρό έθνος της ιστορίας, -το οποίο στην πραγματικότητα γεννήθηκε από τη μεγάλη εισροή μεταναστών από όλο τον κόσμο- είδαμε πολιτικούς ηγέτες όχι μόνο να ενθαρρύνουν τον φόβο και το μίσος εναντίον των αιτούντων άσυλο και των φτωχών μεταναστών, αλλά ακόμη να προβαίνουν σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον τους: απαγωγή παιδιών από τους γονείς τους, διάλυση οικογενειών, βασανισμός των γονέων και των παιδιών, επ’ αόριστον κράτησή τους, απαγόρευση ένταξής τους στη διαδικασία αίτησης ασύλου, κατασυκοφάντηση και διάδοση ψευδών ειδήσεων εναντίον όσων αναζητούν καταφύγιο, ανάπτυξη του στρατού στα νότια σύνορα με σκοπό την τρομοκράτηση και την απειλή των άοπλων μεταναστών, χρήση ρατσιστικών και τοπικιστικών ρητορικών εναντίον των αιτούντων άσυλο με σκοπό το πολιτικό όφελος κ.ο.κ. Όλες αυτές οι πράξεις συνιστούν επιθέσεις κατά της εικόνας του Θεού σε όσους ζητούν το έλεός μας. Είναι αδίκημα εναντίον του Αγίου Πνεύματος”.

 Πηγή: Καθημερινή

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οχι η Εκκλησία δέν είναι woke, αλλά το βιβλίο που αναφέρει το άρθρο, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα, πρός αυτή την κατεύθυνση πηγαίνει.

Δημήτρης Ρόδης είπε...

Ξεκινάω και διαβάζω: ''η ομιλία της επισκόπου Μαριάν Μπάντε...''

Άνθρωπέ μου, εσυ που γράφεις, και εσυ που αναμεταδίδεις...

Δεν υπάρχουν γυναίκες επίσκοποι, ούτε η αιρετική παραφυάδα που έχουν δημιουργήσει δύναται να είναι ''εκκλησία''.

Αυτά τα αποδέχεται μόνο όποιος δεν είναι Ορθόδοξος.

Τέλος ο μίστερ Τράμπ, δεν είναι παρά ενα ακόμη πιόνι στήν παγκόσμια σκακέρια της παγκοσμιοποίησης.

Και αυτό θα το αποδείξει περίτρανα ο καιρός.

Να με συγχωράτε. Εύχεστε.