Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Η εορτή του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου στην Πάτρα - Αλέξανδρος Κολλιόπουλος


 Ρεπορτάζ - Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κολλιόπουλος
Η πόλις των Πατρών εόρτασε με κάθε μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και εκκλησιαστική τάξη την επέτειο της Ιεράς Μνήμης του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Αγίου Ανδρέου. Χιλιάδες πιστών από διάφορα μέρη της Χώρας μας παρακολούθησαν τις θρησκευτικές εκδηλώσεις του διημέρου.
 Στο κάλεσμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Χρυσοστόμου ανταποκρίθηκαν δεκαπέντε Μητροπολίτες οι οποίοι τέλεσαν το πρωί στον Νέο περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο. 
Συγκεκριμένα παρευρέθησαν ο Κα­λα­βρύ­των και Αιγια­λεί­ας κ. Αμ­βρό­σιος (προέστη), Σπάρ­της και Μο­νεμ­βα­σί­ας κ. Ευ­στά­θιος, Η­λεί­ας και Ω­λένης κ. Γερ­μα­νός, Μα­ντι­νεί­ας και Κυ­νου­ρί­ας κ. Α­λέ­ξαν­δρος, Σά­μου και Ι­κα­ρί­ας κ. Ευ­σέ­βιος, Και­σα­ρια­νής κ. Δα­νι­ήλ, Φλω­ρί­νης Πρε­σπών και Ε­ορ­δαί­ας κ. Θε­ό­κλητος, Ύ­δρας, Σπε­τσών και Αι­γί­νης κ. Ε­φραίμ, Πει­ραιώς κ. Σε­ρα­φείμ, Σερ­ρών κ. Θε­όκλη­τος, Σύ­ρου, Τή­νου, Άν­δρου, Κέ­ας και Μή­λου κ. Δω­ρό­θε­ος, Σι­δη­ρο­κά­στρου κ. Μακά­ριος, Χαλ­κί­δος κ. Χρυ­σό­στο­μος και Αι­τω­λί­ας - Α­καρ­να­νί­ας κ. Κο­σμάς και φυσικά ο οικείος κ.κ. Χρυσόστομος.
Ομίλησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος ανέγνωσε μήνυμα του ασθενούντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου. 

Ευχές για ταχεία ανάρρωση ευχήθηκε από άμβωνος και Σεπτός Ποιμενάρχης των Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος.  

Ακολούθησε Λιτάνευσις της Τιμίας Κάρας του Πρωτοκλήτου και της Αγίας του Εικόνος στους κατάμεστους από κόσμο δρόμους της πόλεως των Πατρών, οι οποίοι έραναν με άνθη τον Χαριτόβρυτο θησαυρό. 


Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος εμφανώς συγκινημένος από την λαοθάλασσα, ευχαρίστησε τους Μητροπολίτες που συμμετείχαν στον θρησκευτικό εορτασμό.
Την Κυβέρνηση εκπροσώπησε η Υφυπουργός Παιδείας κα Φώφη Γεννηματά, ενώ παρέστησαν ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως κ. Αντώνιος Σαμαράς, ο απερχόμενος Δήμαρχος κ. Ανδρέας Φούρας, ο νέος Δήμαρχος κ. Ιωάννης Δημαράς, ο Νομάρχης Αχαϊας Δημήτριος Κατσικόπουλος, ο νυν Περιφερειάρχης κ. Αναστάσιος Αποστολόπουλος, ο νεοεκλεγείς Περιφερειάρχης κ. Απόστολος Κατσιφάρας, οι βουλευτές Κων/νος Σπηλιόπουλος, Ανδρέας Τριανταφυλλόπουλος, Αθανάσιος Παπαδόπουλος, Μιχάλης Μπεκίρης, Νικόλαος Νικολόπουλος, οι πρώην Υπουργοί Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος και Γρηγόριος Σολωμός, Νομαρχιακοί, Δημοτικοί και περιφερειακοί Σύμβουλοι.


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος παρέθεσε δεξίωση προς τιμή των Αρχιερέων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δήμος Πατρέων λόγω της οικονομικής κρίσεως δεν παρέθεσε επίσημο γεύμα.

·         Την Δευτέρα παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέου το απόγευμα, τελέσθηκε Μέγας Πολυαρχιερατικός Εσπερινός μετ΄ Αρτοκλασίας όπου χοροστάτησε και ομίλησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ.
   
Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἡ κάρ­τα τοῦ οὐ­ρα­νο­πο­λί­τη
Κή­ρυγ­μα
κα­τά τήν πα­νη­γυ­ρι­κή θεί­α Λει­τουρ­γί­α 
τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου
(Ἱ­ε­ρός Να­ός Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου Πα­τρῶν, 30-11-2010)
Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου 
καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου Ἱ­ε­ρο­θέ­ου
Εἶ­ναι τι­μή καί εὐ­λο­γί­α νά ὁ­μι­λῆ κα­νείς σήμερα, αὐτήν τήν ἡμέρα στόν με­γα­λο­πρε­πέ­στα­το Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου, στήν ἐ­τή­σι­α μνή­μη τοῦ Πρω­το­κλή­του Ἀ­πο­στό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τό καύ­χη­μα τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­τρῶν, ἀλ­λά καί ὅ­λης τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, καί μά­λι­στα νά ὁ­μι­λῆ ἐ­νώ­πι­ον πο­λυ­πλη­θοῦς ἐκ­κλη­σι­ά­σμα­τος, πού ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ἄρ­χο­ντες καί ἀρ­χο­μέ­νους, ἀ­πό τόν εὐ­λα­βῆ λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου, σέ αὐ­τήν τήν εὐ­χα­ρι­στι­α­κή σύ­να­ξη, πού συλ­λει­τουρ­γοῦν πλει­ά­δα Ἱ­ε­ραρ­χῶν καί Κλη­ρι­κῶν.
Αὐ­τήν τήν τι­μή, τήν ὁ­ποί­α αἰ­σθά­νο­μαι δυ­να­τά μέ­σα μου, τήν ὀ­φεί­λω, πέ­ρα ἀ­πό τόν Θε­ό καί τόν ἅ­γι­ο Ἀν­δρέ­α καί στόν Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­τη Πα­τρῶν κ. Χρυ­σό­στο­μο, τόν πο­λυ­α­γα­πη­τό ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φό πού μοῦ ἀ­νέ­θε­σε αὐ­τήν τήν δι­α­κο­νί­α καί ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι κό­σμη­μα αὐ­τῆς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως, ἀλ­λά καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, μέ τήν σύ­νε­σή του, τήν ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τήν κε­νω­τι­κή δι­α­κο­νί­α του καί τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του ζῆ­λο. Τόν εὐ­χα­ρι­στῶ ἐκ καρ­δί­ας.

1. Οἱ τρεῖς πο­ρεῖ­ες
Σκε­πτό­με­νος τήν με­γά­λη μορ­φή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου τοῦ Πρω­το­κλή­του, ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι τίς τρεῖς με­γα­λει­ώ­δεις πο­ρεῖ­ες πού πραγ­μα­το­ποί­η­σε στήν ζω­ή του. Οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νη­θί­ζουν νά κά­νουν πο­ρεῖ­ες γι­ά νά δι­εκ­δι­κή­σουν τά δι­και­ώ­μα­τά τους καί νά ἐκ­φρά­σουν τά δί­και­α αἰ­τή­μα­τά τους. Καί ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας ἔ­κα­νε τρεῖς με­γα­λει­ώ­δεις πο­ρεῖ­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες θά ἀ­να­φέ­ρω.
πρώ­τη πο­ρεί­α του ἦ­ταν πρός τόν Τί­μι­ο Πρό­δρο­μο καί μπο­ρεῖ νά τιτ­λο­φο­ρη­θῆ ἀ­να­ζή­τη­ση. Ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εὑ­ρι­σκό­με­νος στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, κή­ρυτ­τε τήν με­τά­νοι­α, ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τήν ἔ­λευ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι, ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας ἦ­ταν ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­χε ἔ­ντο­να πνευ­μα­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντα. Στούς Ψαλ­μούς τοῦ Δαυ­ίδ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο: «αὕ­τη ἡ γε­νε­ά ζη­τού­ντων τόν Κύ­ρι­ον, ζη­τού­ντων τό πρό­σω­πον τοῦ Θε­οῦ Ἰ­α­κώβ» (Ψαλμ. κγ΄, 6). Ἀ­νῆ­κε, λοι­πόν, στήν γε­νι­ά πού ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τόν Χρι­στό, γι­ά νά τούς ἐ­λευ­θε­ρώ­ση ἀ­πό τίς δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες ζοῦ­σαν.
δεύ­τε­ρη πο­ρεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου ἦ­ταν ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Πρό­δρο­μο στόν Χρι­στό καί μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­σθῆ ὡς εὕ­ρε­ση.  Ἐ­δῶ ση­μα­ντι­κό ρό­λο ἔ­παι­ξε ὁ Τί­μι­ος Πρό­δρο­μος. Ἦ­ταν ἕ­νας Προ­φή­της, πού ἔ­ζη­σε στό με­ταίχ­μι­ο με­τα­ξύ Πα­λαι­ᾶς καί Και­νῆς Δι­α­θή­κης, πού εἶ­χε λά­βει τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα ἀ­πό τήν κοι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας του, ἐ­νῶ ἦ­ταν ἕ­ξι μη­νῶν βρέ­φος.
Αὐ­τή ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη φαί­νε­ται κα­θα­ρό­τε­ρα στόν λό­γο πού ἀ­πηύ­θυ­νε ὁ Πρω­τό­κλη­τος Ἀν­δρέ­ας στόν ἀ­δελ­φό του Σί­μω­να-Πέ­τρο. Τοῦ εἶ­πε: «εὑ­ρή­κα­μεν τόν Μεσ­σί­αν» (Ἰ­ω. α΄, 42). Εἶ­ναι ση­μα­ντι­κός αὐ­τός ὁ λό­γος τοῦ Πρω­το­κλή­του. Ὁ Ἀρ­χι­μή­δης ὅ­ταν βρῆ­κε ἕ­ναν νό­μο τῆς φύ­σε­ως φώ­να­ξε σάν τρε­λός «εὕ­ρη­κα, εὕ­ρη­κα». Ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας δέν βρῆ­κε ἕ­ναν νό­μο τῆς φύ­σε­ως, ἀλ­λά τόν δη­μι­ουρ­γό τῆς φύ­σε­ως, τόν Χρι­στό. Ἔ­τσι, κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θει­α δέν εἶ­ναι «τί», πράγ­μα, ἀ­ντι­κεί­με­νο, δέν εἶ­ναι μι­ά ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δέ­α, ἀλ­λά «τίς», πρό­σω­πο καί μά­λι­στα τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ. Κα­τά τόν ἰ­δε­α­λι­σμό ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι μι­ά ἰ­δέ­α –«ἐν ἀρ­χῇ ἦν ἡ ἰ­δέ­α». Γι­ά τόν ὑ­λι­σμό ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ ὕ­λη –«ἐν ἀρ­χῇ ἦν ἡ ὕ­λη». Γι­ά τόν Χρι­στι­α­νι­σμό ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι πρό­σω­πο –«ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω. α΄, 1).
Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: «τοῦ­το τό ρῆ­μα ψυ­χῆς ἐ­στιν ὠ­δι­νού­σης τήν πα­ρου­σί­αν τοῦ Σω­τῆ­ρος καί προσ­δο­κώ­σης τήν ἄ­φι­ξιν ἄ­νω­θεν καί πε­ρι­χα­ροῦς γε­γε­νη­μέ­νης με­τά τό φα­νῆ­ναι τό προσ­δο­κώ­με­νον». Ἄς προ­σέ­ξου­με τά ρή­μα­τα «ὠ­δι­νού­σης»  καί «προσ­δο­κώ­σης» ψυ­χῆς. Πρό­κει­ται γι­ά ἕ­ναν πό­νο ἐ­σω­τε­ρι­κό, γι­ά μι­ά γέν­να, ἀλ­λά καί γι­ά μι­ά νο­σταλ­γί­α. Γί­νε­ται λό­γος γι­ά σπέρ­μα πνευ­μα­τι­κό πού εἰ­σέρ­χε­ται στήν καρ­δι­ά τοῦ ἀν­θρώ­που καί κυ­ο­φο­ρεῖ πνεῦ­μα σω­τη­ρί­ας. Δέν ἐν­δι­έ­φε­ραν τόν ἅ­γι­ο Ἀν­δρέ­α ἐ­πί­γει­ες χα­ρές, ἀλ­λά οὐ­ρά­νι­ες προσ­δο­κί­ες. Ὠ­δι­νοῦ­σε γι­ά τήν ἔ­λευ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν.
Στήν πο­ρεί­α αὐ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου ἐ­ξαί­ρε­ται ἡ ση­μα­ντι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Ἦ­ταν ὁ Πνευ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας καί δι­δά­σκα­λός του, ἀλ­λά δέν τόν κρά­τη­σε γι­ά τόν ἑ­αυ­τό του, δέν ἤ­θε­λε νά τόν κά­νη ὀ­πα­δό του, ἀλ­λά τοῦ ἄ­νοι­ξε τόν δρό­μο γι­ά τόν Χρι­στό. Εἶ­πε δέ ἐ­κεῖ­νον τόν ἐκ­πλη­κτι­κό λό­γο: «αὐ­τόν δεῖ αὐ­ξά­νειν, ἐ­μέ δέ ἐ­λατ­τοῦ­σθαι» (Ἰ­ω. γ΄, 30). Ἤ­θε­λε νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ μπρο­στά στήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.
τρί­τη πο­ρεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α ἀ­πό τόν Χρι­στό πρός τόν Σταυ­ρό καί μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­σθῆ πο­ρεί­α πρός τήν δό­ξα. Μα­θή­τευ­σε τρί­α χρό­νι­α κο­ντά στόν Χρι­στό, ἔ­ζη­σε τήν ὀ­δύ­νη τοῦ Σταυ­ροῦ καί τήν χα­ρά τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­λα­βε τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς καί στήν συ­νέ­χει­α ἐ­ξῆλ­θε σέ ὅ­λον τόν κό­σμο γι­ά νά κη­ρύ­ξη τό μή­νυ­μα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καί αὐ­τό τό ἔ­κα­νε ἕ­ως τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του, ἐ­δῶ στήν Πά­τρα.
Ἔ­τσι, ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας ἀ­πό τήν μι­κρή Πα­λαι­στί­νη ἐ­ξῆλ­θε σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο, ἀ­πό μι­ά μι­κρή ἐ­παρ­χί­α τα­ξί­δευ­σε, μέ τά πε­νι­χρά μέ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, στήν Οἰ­κου­μέ­νη, ἀ­πό δου­λο­πά­ροι­κος πού ἦ­ταν, ἀ­φοῦ ἡ Πα­λαι­στί­νη ἦ­ταν ὑ­πό­δου­λη στούς Ρω­μαί­ους, ἔ­γι­νε ἐ­λεύ­θε­ρος ἐν Χρι­στῷ καί μα­ζί μέ τo­ύς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους συ­νε­τέ­λε­σαν στό νά με­τα­μορ­φώ­σουν τήν ρω­μα­ϊ­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α σέ χρι­στι­α­νι­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α, πού ἀ­νέ­δει­ξε τέ­τοι­ον πο­λι­τι­σμό. Ὁ ἴ­δι­ος δέ ἵ­δρυ­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α στό Βυ­ζά­ντι­ο καί γι' αὐ­τό θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ὁ προ­στά­της τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.
Δι­ε­ρω­τᾶ­ται κα­νείς: Ποι­ά ἦ­ταν ἡ δύ­να­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου καί τῶν ἄλ­λων Ἀ­πο­στό­λων γι­ά νά κά­νουν αὐ­τήν τήν με­γα­λει­ώ­δη πο­ρεί­α πού συν­δέ­ε­ται μέ τήν ἀ­να­ζή­τη­ση, τήν εὕ­ρε­ση καί τήν δό­ξα; Ἀ­σφα­λῶς ἡ πί­στη στόν Χρι­στό, πού δέν εἶ­ναι μι­ά ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λά σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μα­ζί Του. Γι­α­τί, κα­τά τόν ἅ­γι­ο Μά­ξι­μο τόν Ὁ­μο­λο­γη­τή, ἡ πί­στη εἶ­ναι ἐ­νυ­πό­στα­τη, «Χρι­στόν εἶ­ναι φα­μέν τήν ἐ­νυ­πό­στα­τον πί­στιν», καί κα­τά τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Πα­λα­μᾶ ἡ πί­στη εἶ­ναι «νό­η­σις καί ὅ­ρα­σις καρ­δί­ας». Τε­λι­κά ἡ πί­στη εἶ­ναι σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Χρι­στό.
Ἔ­τσι, ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας ἔ­κα­νε τρεῖς θαυ­μα­στές πο­ρεῖ­ες. Ἡ μί­α πρός τόν Προ­φή­τη τῆς με­τα­νοί­ας, τόν Ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Πρό­δρο­μο, ἡ δεύ­τε­ρη πρός τόν Χρι­στό, τόν ἐ­να­θρω­πή­σα­ντα Υἱ­ό καί Λό­γο τοῦ Θε­οῦ, καί ἡ τρί­τη πρός τήν Οἰ­κου­μέ­νη, τήν τό­τε κοι­νω­νί­α, πού ὁ­δή­γη­σε πρός τήν σταυ­ρι­κή θυ­σί­α καί τήν οὐ­ρά­νι­α πο­λι­τεί­α. Μέ αὐ­τές τίς πο­ρεῖ­ες, πού εἶ­ναι ἐ­πα­να­στα­τι­κές, ἔ­γι­νε οὐ­ρα­νο­πο­λί­της.

2. Ἡ δι­κή μας πο­ρεί­α
Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου ὑ­πο­δει­κνύ­ει σέ μᾶς νά κά­νου­με πα­ρό­μοι­ες πο­ρεῖ­ες σέ δύ­ο ση­μεῖ­α.
Τό πρῶ­τον εἶ­ναι στό νά βγοῦ­με ἀ­πό τήν φι­λαυ­τί­α μας καί νά ὁ­δη­γη­θοῦ­με στήν φι­λο­θε­ΐ­α καί τήν φι­λαν­θρω­πί­α. Αὐ­τό οὐ­σι­α­στι­κά ἔ­κα­νε ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας, ἀ­φοῦ βγῆ­κε ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του, ἀ­γά­πη­σε τόν Χρι­στό καί στήν συ­νέ­χει­α ἀ­γά­πη­σε ὅ­λο τόν κό­σμο.
Φι­λαυ­τί­α εἶ­ναι τό κλεί­σι­μο μέ­σα στόν ἑ­αυ­τό μας, εἶ­ναι ἡ ἄ­λο­γη φι­λί­α πρός τό σῶ­μα μας, ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας, ἡ φυ­λα­κή στήν αὐ­τάρ­κει­ά μας. Αὐ­τή εἶ­ναι μι­ά φρι­κτή φυ­λα­κή καί γε­μί­ζει τόν ἄν­θρω­πο μέ φο­βί­α, ἀ­να­σφά­λει­α, ὑ­παρ­ξι­α­κό κε­νό, ψυ­χι­κή καί πνευ­μα­τι­κή μο­να­ξι­ά, ἀλ­λά καί μι­ά ψυ­χι­κή ἀ­να­πη­ρί­α καί ὑ­παρ­ξι­α­κή αὐ­το­κτο­νί­α. Εἶ­πε κά­ποι­ος ὅ­τι κό­λα­ση εἶ­ναι τό νά εἶ­ναι κα­νείς κλει­σμέ­νος σέ ἕ­να δω­μά­τι­ο καί νά τόν πε­ρι­βάλ­λουν ἀ­πό πα­ντοῦ πα­ρα­μορ­φω­τι­κά κά­το­πτρα καί νά βλέ­πη συ­νε­χῶς τόν ἑ­αυ­τό του. Ἔ­τσι, ἡ κό­λα­ση ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν φι­λαυ­τί­α, τό νά μήν μπο­ρῆ κα­νείς νά δῆ πέ­ρα ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του.
Ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τήν κό­λα­ση τῆς φι­λαυ­τί­ας ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο στήν φι­λο­θε­ΐ­α, δη­λα­δή στήν ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­ξί­στα­ται ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του καί ζῆ γι­ά τόν Χρι­στό, γε­μί­ζει ἀ­πό ἀ­γά­πη, πλη­ροῦ­ται ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός κό­σμος του ἀ­πό φῶς καί ζω­ή. Τό ἑ­πό­με­νο δέ βῆ­μα εἶ­ναι ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, δη­λα­δή ἡ ἀ­γά­πη γι­ά κά­θε ἄν­θρω­πο, πού εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος κα­τ' εἰ­κό­να καί κα­θ' ὁ­μοί­ω­ση Θε­οῦ. Ὅ­ποι­ος ἀ­γα­πᾶ τόν Θε­ό, ἀ­γα­πᾶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε καί τόν συ­νάν­θρω­πο, τόν ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρεῖ ἀ­δελ­φό του. Καί εἶ­ναι γνω­στός ὁ πα­τε­ρι­κός λό­γος: «Εἶ­δες τόν ἀ­δελ­φόν σου, εἶ­δες τόν Θε­όν σου», ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στός καί ὁ λό­γος τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­σα­άκ τοῦ Σύ­ρου ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι «καῦ­σις καρ­δί­ας ὑ­πέρ πά­σης κτί­σε­ως».
Τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού ἐ­ξά­γε­ται ἀ­πό τήν ζω­ή τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­ταν κα­νείς ὁ­δη­γῆ­ται μέ τήν βο­ή­θει­α κά­ποι­ου Προ­φή­τη πρός τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τό φῶς καί ἡ ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, τό­τε λαμ­βά­νει ζω­ή πού εἶ­ναι ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ θα­νά­του καί δέν φο­βᾶ­ται τί­πο­τε, δέν δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πό φο­βί­ες, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀπ' ὅ­λα, δέν φο­βᾶ­ται οὔ­τε τόν θά­να­το. Ὁ Χρι­στός εἶ­πε στούς μα­θη­τές Του, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­ταν καί ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας: «μὴ φο­βη­θῆ­τε ἀ­πό τῶν ἀ­πο­κτεν­νό­ντων τό σῶ­μα, τὴν δὲ ψυ­χὴν μὴ δυ­να­μέ­νων ἀ­πο­κτεῖ­ναι» (Ματθ. ι΄, 28).
Μέ­σα ἀ­πό αὐ­τήν τήν πί­στη ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας ἀ­ψή­φι­σε τόν θά­να­το καί ἔ­γι­νε πα­γκό­σμι­ος, οὐ­ρά­νι­ος ἄν­θρω­πος, ἀ­τρό­μη­τος ἐν Χρι­στῷ. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­ξέ­φρα­ζε αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση γρά­φο­ντας: «πέ­πει­σμαι γὰρ ὅ­τι οὔ­τε θά­να­τος οὔ­τε ζω­ὴ οὔ­τε ἄγ­γε­λοι οὔ­τε ἀρ­χαὶ οὔ­τε δυ­νά­μεις οὔ­τε ἐ­νε­στῶ­τα οὔ­τε μέλ­λο­ντα οὔ­τε ὕ­ψω­μα οὔ­τε βά­θος οὔ­τε τις κτί­σις ἑ­τέ­ρα δυ­νή­σε­ται ἡ­μᾶς χω­ρί­σαι ἀ­πό τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ τῆς ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν» (Ρωμ. η΄, 38-39). Εἶ­χε μέ­σα του τόν Χρι­στό καί δέν τόν δι­α­κα­τεῖ­χε κα­νέ­νας φό­βος.
Εἶ­ναι θαυ­μά­σι­ο τό χω­ρί­ο τῆς πρός Δι­ό­γνη­τον ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ β΄ αἰ­ῶ­νος πού ἐκ­φρά­ζει τήν πί­στη τῶν πρώ­των Χρι­στι­α­νῶν. Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων γρά­φε­ται ὅ­τι οἱ Χρι­στι­α­νοί «πα­τρί­δας οἰ­κοῦ­σιν ἰ­δί­ας, ἀλ­λ' ὡς πά­ροι­κοι· με­τέ­χου­σι πά­ντων ὡς πο­λῖ­ται, καί πάν­θ' ὑ­πο­μέ­νου­σιν ὡς ξέ­νοι· πᾶ­σα ξέ­νη πα­τρίς ἐ­στίν αὐ­τῶν, καί πᾶ­σα πα­τρίς ξέ­νη». Δη­λα­δή, οἱ Χρι­στι­α­νοί ἔ­χουν πα­τρί­δες, ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ζοῦν ὡ­σάν νά εἶ­ναι πά­ροι­κοι, με­τέ­χουν στήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή ὡς πο­λί­τες, ἀλ­λά ὅ­λα τά ὑ­πο­μέ­νουν ὡ­σάν νά εἶ­ναι ξέ­νοι. Κά­θε ξέ­νο τό­πο τόν θε­ω­ροῦν πα­τρί­δα τους, καί τήν πα­τρί­δα τους τήν θε­ω­ροῦν ὡς ξέ­νη. Ἄλ­λω­στε, «ἡ­μῶν γάρ τό πο­λί­τευ­μα ἐν οὐ­ρα­νοῖς ὑ­πάρ­χει» (Φι­λιπ. γ΄, 20). Καί αὐ­τό συμ­βαί­νει γι­α­τί, πά­λι κα­τά τήν πρός Δι­ό­γνη­τον ἐ­πι­στο­λή, οἱ Χρι­στι­α­νοί «ἐ­πί γῆς δι­α­τρί­βου­σιν, ἀλ­λ' ἐν οὐ­ρα­νῷ πο­λι­τεύ­ο­νται. Πεί­θο­νται τοῖς ὡ­ρι­σμέ­νοις νό­μοις, καί τοῖς ἰ­δί­οις βί­οις νι­κῶ­σι τούς νό­μους». Δη­λα­δή, ζοῦν στήν γῆ, ἀλ­λά πο­λι­τεύ­ο­νται στόν οὐ­ρα­νό, ὑπα­κού­ουν στούς νό­μους τῆς Πο­λι­τεί­ας, ἀλ­λά μέ τήν ζω­ή τους ὑ­περ­βαί­νουν τούς νό­μους.
Εἶ­ναι ἐ­ξό­χως κα­τα­πλη­κτι­κός ὁ λό­γος τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου πού λέ­γει ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νός δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς «πο­λί­της» τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ἀλ­λά εἶ­ναι «ὁ­δί­της» πρός τό οὐ­ρά­νι­ο πο­λί­τευ­μα. Καί γρά­φει: «μή εἴ­πῃς· ἔ­χω τήν­δε τήν πό­λιν καί ἔ­χω τήν­δε. Οὐκ ἔ­χει οὐ­δείς πό­λιν. Ἡ πό­λις ἄ­νω ἐ­στίν. Τά πα­ρό­ντα ὁ­δός ἐ­στίν». Δη­λα­δή, οἱ Χρι­στι­α­νοί θε­ω­ροῦν ὡς πραγ­μα­τι­κή τους πό­λη τόν οὐ­ρα­νό, ἤ­τοι τήν με­το­χή τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ καί δι­αρ­κῶς πο­ρεύ­ο­νται πρός αὐ­τήν τήν ἔν­δο­ξη πό­λη. Ἔτσι, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἴ­μα­στε «ὁ­δῖ­τες» πρός τήν οὐ­ρα­νού­πο­λη. Καί αὐ­τό συν­δέ­ε­ται μέ τόν λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «οὐ γὰρ ἔ­χο­μεν ὧ­δε μέ­νου­σαν πό­λιν, ἀλ­λὰ τὴν μέλ­λου­σαν ἐ­πι­ζη­τοῦ­μεν» (Ἑ­βρ. ιγ΄, 14). Εἶ­μα­στε «οὐ­ρα­νο­δρό­μοι» καί «οὐ­ρα­νο­πο­λί­τες».
Πα­ρά ταῦ­τα, ἐ­μεῖς οἱ σύγ­χρο­νοι Χρι­στι­α­νοί, τά νε­ώ­τε­ρα ἀ­δέλ­φι­α τέ­τοι­ων με­γά­λων ἁ­γί­ων καί οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­δα­σκά­λων, ἄν καί ἔ­χου­με τέ­τοι­ους ἁ­γί­ους, ὅ­πως τόν ἅ­γι­ο Ἀν­δρέ­α, ζοῦ­με πο­λύ φτω­χά, εἴ­μα­στε φο­βι­σμέ­νοι, φο­βό­μα­στε κά­θε μι­κρό ἐ­χθρό, ἀ­κό­μη καί τήν σκι­ά μας, εἴ­μα­στε φυ­λα­κι­σμέ­νοι στήν φι­λαυ­τί­α μας, κλει­σμέ­νοι μέ­σα στά στε­νά κελ­λι­ά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, δι­α­κα­τε­χό­μα­στε ἀ­πό ἀ­να­σφά­λει­α. Φο­βό­μα­στε τόν δι­πλα­νό μας, ἀ­φοῦ τόν κά­θε ἄν­θρω­πο τόν θε­ω­ροῦ­με ἀ­πει­λή τῆς ὕ­παρ­ξής μας, φο­βό­μα­στε τόν δι­ά­βο­λο, τόν Ἀ­ντί­χρι­στο, πράγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο δέν συ­νέ­βαι­νε στούς ἁ­γί­ους, γι­α­τί ὅ­ποι­ος συν­δέ­ε­ται μέ τόν Χρι­στό καί ἀ­γα­πᾶ τούς ἀ­δελ­φούς του δέν μπο­ρεῖ νά φο­βᾶ­ται κα­νέ­ναν, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη «ἡ τε­λεί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τόν φό­βον» (Α΄ Ἰ­ω. δ΄, 18).
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὁ λό­γος ἑ­νός λο­γο­τέ­χνη πού μι­λᾶ γι­ά τόν σύγ­χρο­νο ἀγ­χώ­δη ἄν­θρω­πο καί τόν συ­γκρί­νει μέ τόν Φώ­τη Κό­ντο­γλου, τόν γνω­στό Χρι­στι­α­νό καλ­λι­τέ­χνη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­μπνε­ό­ταν ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Γρά­φει:
«Στὸ δρό­μο περ­νώ­ντας, βλέ­πεις χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πους καὶ λές: νε­κρο­τα­φεῖ­ο κι­νού­με­νο εἶ­ναι ὁ δρό­μος. Ὅ­λοι τοῦ­τοι πέ­θα­ναν ἢ θὰ πε­θά­νουν. Σὰν τὰ πρό­βα­τα, σὰν τὶς ὄρ­νι­θες, κα­τα­χτυ­ποῦν μι­ὰ στιγ­μὴ τὶς σκό­νες καὶ τὰ πε­ζο­δρό­μι­α κι ὕ­στε­ρα θὰ χα­θοῦν, σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­ξαν πο­τέ τους. Καὶ ξάφ­νου βλέ­πεις ἕ­ναν καὶ τι­νά­ζε­σαι χα­ρού­με­νος. Λές: τοῦ­τος δὲν θὰ πε­θά­νει. Τοῦ­τος ἔ­χει ψυ­χή, πι­ά­νει τὴν ὕ­λη καὶ τὴν κά­νει πνεῦ­μα, τοῦ δό­θη­κε μι­ὰ στά­λα ἐ­φή­με­ρη ζω­ὴ καὶ τὴν κά­νει ἀ­θα­να­σί­α… τὰ μά­τι­α του λά­μπουν κι εἶ­ναι τὰ χέ­ρι­α του γε­μά­τα ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α καὶ δύ­να­μη. Κι ὅ­ταν τὸν πα­ρα­σφί­ξει ἡ πί­κρα, ἀρ­χι­νά­ει καὶ ψέλ­νει ἕ­να τρο­πά­ρι: "Τῇ ὑ­περ­μά­χῳ στρα­τη­γῷ τὰ νι­κη­τή­ρι­α…" ἢ "Σι­γη­σά­τω πᾶ­σα σὰρξ βρο­τεί­α…". Κι ἡ πί­κρα ξορ­κί­ζε­ται κι ἡ γῆς με­τα­το­πί­ζε­ται κι ὁ Κό­ντο­γλου, μὲ τὰ σγου­ρὰ μαλ­λι­ά του, μὲ τὰ με­γά­λα του μά­τι­α μπαί­νει ὁ­λά­κε­ρος στὸν πα­ρά­δει­σο».
Ἔ­τσι ζοῦν οἱ ἅ­γι­οι, χω­ρίς φο­βί­ες, χω­ρίς ἀ­να­σφά­λει­ες, ἀλ­λά μέ τήν δύ­να­μη καί τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς. Μέ τόν τρό­πον αὐ­τό ἀ­ντι­με­τω­πί­ζουν τίς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά μέ τόν ἴ­δι­ο τρό­πο ὑ­περ­βαί­νουν θαρ­ρα­λέ­α καί τόν φό­βο τοῦ θα­νά­του.
Ἀ­γα­πη­τοί μου,
Πολλοί μᾶς ρω­τοῦν γι­ά τήν κάρ­τα τοῦ πο­λί­τη πού ἑ­τοι­μά­ζε­ται. Βε­βαί­ως, θά ἀ­πο­φαν­θῆ γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, ὅ­πως ἤ­δη ἀ­σχο­λεῖ­ται. Τά ἐ­πί­λε­κτα μέ­λη τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, μερικά ἀπό τά ὁποῖα εἶ­ναι πα­ρό­ντα σή­με­ρα στήν πα­νη­γυ­ρι­κή αὐ­τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἔ­χουν βα­θει­ά αἴ­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης, δι­α­θέ­τουν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα καί ὀρ­θό­δο­ξη συ­νεί­δη­ση καί θά ἀ­πο­φαν­θοῦν μέ σο­βα­ρό­τη­τα καί ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό. Καί ἐ­μεῖς πρέ­πει νά ἔ­χου­με ἐ­μπι­στο­σύ­νη στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, δέν εἴμαστε «ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ΄, 36).
Ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νο πού χρει­ά­ζε­ται ἐ­πει­γό­ντως εἶ­ναι νά λά­βου­με «τήν κάρ­τα τοῦ οὐ­ρα­νο­πο­λί­τη». Οἱ ἅ­γι­οι, ὅ­πως ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας, πο­ρεύ­θη­καν τήν ὁ­δό πρός τήν οὐ­ρά­νι­α πό­λη, ὑπερβαίνο­ντας ὅ­λες τίς ἀ­ντί­ξο­ες συν­θῆ­κες στήν ζω­ή τους καί μά­λι­στα ἀ­ντι­με­τώ­πι­σαν, μέ τήν δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μι­ά σι­δη­ρό­φρα­κτη ρω­μα­ϊ­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α πού εἶ­χε σύμ­βο­λα εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά καί λά­τρευ­ε τόν αὐ­το­κρά­το­ρα ὡς θε­ό. Οἱ ἅ­γι­οι ἔ­λα­βαν τήν κάρ­τα τοῦ οὐ­ρα­νο­πο­λί­τη, ἔ­γι­ναν οὐ­ρα­νο­πο­λί­τες. Καί ἐ­μεῖς πρέ­πει νά τούς μι­μη­θοῦ­με. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι πρέ­πει νά συν­δε­ό­μα­στε μέ τόν Χρι­στό, νά χα­ρα­χθῆ τό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ στήν καρ­δι­ά μας, σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως «καὶ εἶ­δον, καὶ ἰ­δοὺ τό ἀρ­νί­ον ἑ­στη­κός ἐ­πὶ τό ὄ­ρος Σι­ών, καὶ μετ᾿ αὐ­τοῦ ἑ­κα­τόν τεσ­σα­ρά­κο­ντα τέσ­σα­ρες χι­λι­ά­δες, ἔ­χου­σαι τό ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ καὶ τό ὄ­νο­μα τοῦ πα­τρός αὐ­τοῦ γε­γραμ­μέ­νον ἐ­πὶ τῶν με­τώ­πων αὐ­τῶν» (Ἀ­ποκ. ιδ΄, 1). Αὐ­τό δέ τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀρ­νί­ου καί τοῦ Πα­τρός του στό μέ­τω­πο τοῦ πι­στοῦ Χρι­στι­α­νοῦ δη­λώ­νει, κα­τά τόν Ἀ­ρέ­θα Και­σα­ρεί­ας, «ὡς τῷ θεί­ῳ φω­τί τοῦ προ­σώ­που αὐ­τοῦ τοῦ θεί­ου σφρα­γί­ζο­νται, δι' οὗ τοῖς ἀ­ντι­τί­μοις ἐ­πί τού­του καί ὀ­λε­θρί­οις δαί­μο­σι φο­βε­ροί γί­νο­νται». Τότε θά ἰ­σχύ­η ὁ λό­γος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου: «Ὑ­μεῖς ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στε, τε­κνί­α, καὶ νε­νι­κή­κα­τε αὐ­το­ύς, ὅ­τι με­ί­ζων ἐ­στὶν ὁ ἐν ὑ­μῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κό­σμῳ» (Α΄ Ἰ­ω. δ΄, 4).
Ζώ­ντας αὐ­τήν τήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν θά φο­βό­μα­στε κα­νέ­ναν, θά εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι ἐν Χρι­στῷ, θά πο­ρευ­ό­μα­στε ἀ­πό τήν φι­λαυ­τί­α στήν φι­λο­θε­ΐ­α καί τήν φι­λαν­θρω­πί­α, ἀ­πό τό μι­κρό πε­ρι­βάλ­λον στό ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­με θά ἀνοιγόμαστε στήν πα­γκο­σμι­ό­τη­τα καί θά γίνουμε οὐ­ρα­νο­πο­λί­τες. Δέν θά βα­σα­νι­ζό­μα­στε ἀ­πό τήν «μέ­νου­σαν πό­λιν», μέ ὅ­λα τά πτω­τι­κά της φαι­νό­με­να, ἀλ­λά θά ἐ­μπνε­ό­μα­στε ἀ­πό τήν «μέλ­λου­σαν πό­λιν» (Ἑ­βρ. ιγ΄, 14) «ἧς τε­χνί­της καὶ δη­μι­ουρ­γός ὁ Θε­ός» (Ἑ­βρ. ι­α΄, 10).–

17 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από τα καλύτερα ρεπορτάζ του κ. Κολλιόπουλου, πλήρης η περιγραφή των γενομένων στην πανήγυρη του Αγίου Ανδρέου, και τέλειο το δέσιμο με τις φωτογραφίες.
Το καλύτερο από όλα το σπουδαίο θεολογικότατο κήρυγμα του μητροπολίτη Ναυπάκτου που είναι πνευματικός θησαυρός. Σας ευχαριστώ για την δημοσίευση. Δεν είμαι Ελλάδα και δεν θα είχα την δυνατότητα να το απολαύσω αν δεν δημοσιευόταν.
Τελικά κ. Κωστόπουλε είσθε «σπουδαίος» Μλόγκερ να σας έχει ο Άγιος Ανδρέας καλά.
Αναγνώστης από Βρυξέλες

Αναστάσιος είπε...

Αγαπητέ Αναγνώστη 2:10 π.μ. σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
Από μέρος μου είναι μια ερασιτεχνική προσπάθεια που ξεκίνησα και την συνεχίζω.
Καλό σας μήνα.

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι είναι εξαιρετικό το κήρυγμα του Ναυπάκτου Ιεροθέου, όπως πάντα βέβαια.

mhtsos είπε...

ευχαριστουμε για την ομορφη προσπαθεια και για τη μεταφορα της γιορτης του αγαπημενου Αγιου μας...νασαι καλα και γερος...

Ανώνυμος είπε...

kαλά ο Γ.Παπανδρέου δεν ήταν εκεί;Δεν τον είδα στο πλήθος!
Ο θΕΌς ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΉΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΈΡΑ ΤΟΥ!

Ανώνυμος είπε...

Ωραία η εκκλησία δεξιά επάνω του αγίου Ανδρέα.Μου αρέσει ο τρούλλος!!!

Ανώνυμος είπε...

Όλα μεγαλόπρεπα και ωραία. Όπως αξίζουν στον Απόστολο Ανδρέα.

Ανώνυμος είπε...

Αν διαβάσουν την ομιλία αυτή του Ναυπάκτου κάποιοι από τους επαγγελματίες ιεροκήρυκες θα έπρεπε να σταματήσουν να μιλάνε αν έχουν έστω και λίγο τσίμπα. Ας βάλουν οι Δεσποτάδες κάποιους να μαγνητοφωνήσουν αυτούς που κάθε Κυριακή βασανίζουν τα αυτιά μας στους ναούς και τότε θα απαγορεύσουν στο 98% των κηρύκων να μιλούν.
Μαίρη

Ανώνυμος είπε...

Μου άρεσε και μένα η παρουσίαση την βρίσκω εκπληκτική. Είδα το ίδιο θέμα σε σε κάποιο πρακτορείο εκκλησιαστικό ειδήσεων. Φρονώ ότι η δικιά σου παρουσίαση Αναστάσιε είναι πολύ καλύτερη. Έχεις τοποθετήσει τις φωτογραφίες στον χώρο που αρμόζει και όχι όπου κατέβουν.
Αυτά στα έγραψα βλέποντας και τα παραπάνω σχόλια.
Αυτό που ήθελα να καταθέσω ήταν ότι η ομιλία του Ναυπάκτου Ιεροθέου με ενθουσίασε. Είναι το κάτι άλλο.
Στον εξαίρετο κ. Κολλιόπουλο ευχαριστίες για την ενημέρωση.

Ανώνυμος είπε...

Η ομιλία του Ναυπάκτου είναι απάντηση σε κάποιους που έχουν φοβίες. Οι θέσεις του βασισμένες στην διδασκαλία και την Πατερική εμπειρία της Εκκλησίας.

Ανώνυμος είπε...

Η Πάτρα τίμησε τον προστάτη της μεγαλειωδώς. Δεν μπορώ να καταλάβω πως οι Πατρινοί συνδυάζουν την ευσέβεια με την κοσμικότητα. Εννοώ την προσέλευσή κατά χιλιάδες στον άγιο Ανδρέα και κατά χιλιάδες στον καρνάβαλο.

Ανώνυμος είπε...

Το σχόλιο του ανωνύμου 5.44 ήταν θέμα συζητήσεως των Αρχιερέων κατά την διάρκεια της Ιεράς Λιτανείας. Μάλιστα, ο Πειραιώς κ. Σεραφείμ ακούστηκε να λέγει, πιστεύω, ότι δεν λαμβάνουν μέρος στις καρναβαλικές εκδηλώσεις για ειδωλολατρικό σκοπό, αλλά για χαβαλέ και διασκέδαση.
Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος έμεινε εντυπωσιασμένος από την προσέλευση κλήρου και λαού στις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος, ο Φλωρίνης κ. Θεόκλητος και ο Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος, για πρώτη φορά συμμετείχαν στον εορτασμό της Ιεράς Μνήμης του Αγίου Ανδρέου.
Φτάνοντας στην Τριών Ναύαρχων, ο Καισαριανής κ. Δανιήλ θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια, αφού ολοκλήρωσε την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εξατάξιο τότε 2ο Γυμνάσιο της πόλεώς μας.
Περισσότερα στον Εκκλησιολόγο του Σαββάτου.
Είμαι αδιάθετος με πυρετό και δεν μπορώ να γράψω περισσότερα. Αναστάσιε, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τα σχόλια. Αργοπόρησες όμως να κάνεις ανάρτηση και πίεσα αρκετά τον άγιο Ναυπάκτου να μου δώσει νωρίς το απόγευμα την ομιλία του.
Α.Κ.Κ.

lykourgos nanis είπε...

Αγαπητέ αδελφέ μη σας ξενίζει το γεγονός της ταυτόχρονης προσέλευσης των Πατρινών στον καρνάβαλο και στον άγιο.Παντού και πάντοτε έτσι συμβαίνει.Η ορθοδοξία για τους πολλούς σημαίνει πανηγύρι,φολκλόρ,έθιμο.Πόσους αγώνες έκαναν φωτισμένοι κληρικοί όπως π.χ. οι μακαριστοί Δρυινουπόλεως Σεβαστιανός και Φλωρίνης Αυγουστίνος προκειμένου να ξεριζώσουν τα οθνεία στοιχεία της λαικής παράδοσης που αντιτίθενται στο πνεύμα του Ευαγγελίου και που κυριαρχούν κατά τον εορτασμούς και τις πανηγύρεις;Στη Φλώρινα ,όπου και κατοικώ, τα Χριστούγεννα,η μητρόπολις των εορτών κατά τον ιερό Χρυσόστομο,συνδυάζεται για τους πολλούς με το παγανιστικό έθιμο της φωτιάς που τόσο καυτηρίασε ο π.Αυγουστίνος.Χιλιάδες λαού συρρέουν σ αυτό απειθώντας στις εγκυκλίους της τοπικής Εκκλησίας επειδή τέρπονται οι αισθήσεις μας παραμονές της μεγάλης εορτής με άφθονο αλκοόλ,πειράγματα κι όλα τα συμπαρομαρτούντα.Και ο μακαριστός Σεβαστιανός έκανε αγώνα για έναν πιο πνευματικό εορτασμό του πανηγυριού στο Μολυβδοσκέπαστο.Επίσης, και παρακαλώ να μη με θεωρήσετε ιεροκατηγορούντα αυτή τη στιγμή, δεν αποτελεί ένα είδος κοσμικής πανηγύρεως η παρουσία ιδίως εν καιρώ λιτότητος τόσων χρυσοστόλιστων μητροπολιτών που φορώντας τα κατάλοιπα του βυζαντινισμού προσδίδουν μία μεγαλοπρέπεια που τέρπει κάποιους και τους απομακρύνει απ το αληθινό πνεύμα εορτασμού του αγίου Ανδρέα;

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία η επισήμανση του ανωνύμου 5.44, η οποία ήταν θέμα συζητήσεως των Αρχιερέων κατά την διάρκεια της Ιεράς Λιτανείας. Ακούστηκε να λέει ο Πειραιώς κ. Σεραφείμ ότι δεν πιστεύει οι συμμετέχοντες στις καρναβαλικές εκδηλώσεις να έχουν ειδωλολατρικό σκοπό. Για χαβαλέ και διασκέδαση συμμετέχουν.
Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος, Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος και ο Φλωρίνης κ. Θεόκλητος, έμειναν άναυδοι με την συμμετοχή του κόσμου όχι μόνο εντός του Ναού αλλά και στην Λιτάνευση της Τιμίας Κάρας και της Ιεράς Εικόνος του Αγίου.
Στο ύψος της Τριών Ναυάρχων, ο Καισαριανής κ. Δανιήλ είπε στους Αρχιερείς ότι ολοκλήρωσε την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εν λόγο Σχολείο. Δηλαδή στο εξατάξιο τότε 2ο Γυμνάσιο, δεχόμενος ποικίλα σχόλια.
Περισσότερα αγαπητοί μου στον «Εκκλησιολόγο» του Σαββάτου, διότι μια μικρή ίωση με πυρετό δεν μου επιτρέπει άλλα παραλειπόμενα στο Αναστάσιος.
A.K.K.

Ανώνυμος είπε...

Σύντομος απάντησις στο σχόλιο 5:44
Τι θα πει χιλιάδες στο ένα και χιλιάδες στο άλλο;
1ον οι πατρινοί είναι πολλές χιλιάδες
2ον οι άνθρωποι που τα συμβιβάζουν και τα δυο προσεγγίζοντας με μαγικό τρόπο τη θρησκεία είναι επίσης χιλιάδες
3ον οι άνθρωποι που βλέπουν τον καρνάβαλο ως μια "αθώα" διασκέδαση ειναι επίσης πάρα πολλοί
Άρα ή το ερώτημα είναι ρητορικό ή η ιδεοληψία του συγγραφέως μεγάλη

Αναστάσιος είπε...

Αγαπητέ κ. Κολλιόπουλε έχετε δίκιο αργοπόρησα να κάνω την ανάρτηση. Απουσίαζα. Όταν επέστρεψα την επιμελήθηκα αμέσως. Εύχομαι ταχύτατη ανάρρωση. Σας ευχαριστώ για την κατ’ επανάληψη συνεργασία σας.

Ανώνυμος είπε...

Είναι κήρυγμα που αξίζει να διαβασθεί. Δεν έχει κάτι να σου δώσει αλλά έχει πολλά να σου προσφέρει.