Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ουδέποτε υπήρξαν όργανα ενός αλαθήτου, του οποίου η απόφαση γινόταν αυτομάτως αποδεκτή. Σπάνια αναγνωρίζονταν αμέσως σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Η πρώτη μάλιστα Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας (325), αμφισβητήθηκε για πάνω από μισό αιώνα, προτού απολάβει της γενικής αναγνώρισης και καταστεί το κατ' εξοχήν σύμβολο μιας οικ. συνόδου. Στην Έφεσο και πάλι, το 449, η σύνοδος που τυπικά χαρακτηρίστηκε ως οικουμενική, αποκηρύχθηκε και έμεινε στην ιστορία ως "Ληστρική Σύνοδος". Η δε Σύνοδος στη Χαλκηδόνα (451), που συνεκλήθη και πραγματοποιήθηκε κάτω από εξαιρετικές συνθήκες ως προς την ελευθερία συμμετοχής και διαλόγου και με εκπροσώπους από διάφορες θεολογικές σχολές παρόντες, θα έπρεπε κατά τα φαινόμενα να είναι σε θέση να διαμορφώσει μια κοινά αποδεκτή σύνθεση απόψεων ποικίλων τάσεων' οι αποφάσεις της όμως δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από την πλειοψηφία των μη ελληνικών στοιχείων της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Ο δυτικός χριστιανός σήμερα ενδέχεται να νιώθει κάπως αμήχανος από αυτή την απουσία ενός ακριβούς και συγκεκριμένου θεολογικού κριτηρίου. Στην περίπτωση που είναι ρωμαιοκαθολικός, είναι συνηθισμένος να αντιλαμβάνεται την Παράδοση ως κάτι αναγνωρισμένο ή που μπορεί να καθοριστεί από τη δογματική αυθεντία της παπικής έδρας στη Ρώμη, ενώ, αν είναι Προτεστάντης, θα τη θεωρεί ως κάτι καθιερωμένο και οριοθετημένο σε τελική ανάλυση από την Αγία Γραφή μόνο. Έχει δυσκολία στο να κατανοήσει πώς η Εκκλησία μπορεί να συνεχίζει να εκφράζεται οργανικά μέσα σε ένα κυκεώνα δογματικών συγκρούσεων και διαμάχης χωρίς κάποιο μόνιμο κριτήριο αληθείας. Θα προτιμήσει λοιπόν την προφανή αλήθεια που προσέφερε στη Δύση η μεσαιωνική παποσύνη ή θα καταφύγει στην αρχή sola scriptura. Ο ρωμαιοκαθολικός θα υποστηρίξει ότι κατά τους πρώτους αιώνες "η ανάπτυξη μιας κάποιας δογματικής" ήταν απαραίτητη προκειμένου αφενός να υπάρξει ένας οδηγός, ένα μέτρο υπόδειξης προς αντιμετώπιση του αρχικού χάους των συγκρουομένων δογμάτων, και αφετέρου για να καταστήσει εμφανή τη ιδέα περί δογματικής αυθεντίας της Ρωμαϊκής έδρας, που οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ανεπιφύλακτα αναγνωρίσει. Ο προτεστάντης θα απορρίψει εν γένει αυτή καθ' αυτή τη βάση των δογματικών συγκρούσεων, αφού κατά την άποψή του όσοι συμμετείχαν σε αυτές είχαν ήδη απομακρυνθή από την καταγεγραμμένη αποκάλυψη. Ο ορθόδοξος ιστορικός διαβλέπει στις οικουμενικές συνόδους ένα ολοφάνερο σημάδι της συνεχιζόμενης αφοσίωσης και πρόνοιας του Χριστού προς την Εκκλησία Του, μιας θαυμαστής πιστότητας που καμμία ακριβή δικανική θέσπιση δεν μπορεί να εκφράσει πλήρως. Βεβαίως τα ορθόδοξα θεολογικά εγχειρίδια κάνουν λόγο για το αλάθητο των οικ. συνόδων, αλλά το γεγονός παραμένει και δεν μπορεί να αγνοηθή, ότι δηλ. κάποιες σύνοδοι, θεωρούμενες σήμερα ως οικουμενικές, δεν ήταν και τόσο αναγνωρισμένες στην εποχή τους, ενώ άλλες που θεωρούνταν οικουμενικές, αργότερα αποχαρακτηρίστηκαν. Ρώσοι θεολόγοι του 19ου αι., και ιδιαίτερα ο Χομιάκβ, υπερθεμάτισαν την "αποδοχή" αυτή των συνοδικών αποφάσεων από ολόκληρη την Εκκλησία, παρ' ότι δεν ήταν οι πρώτοι που έπραξαν κάτι τέτοιο. Θα ήταν λανθασμένο πάντως, να παρατηρεί κανείς μια αντίθεση ανάμεσα σε τούτη την ιδέα περί "αποδοχής" και εκείνης για το αλάθητο των συνόδων, όπως ενίοτε γίνεται. Μια οικ. σύνοδος πραγματική αντιπρόσωπος του Χριστού βεβαιότατα και θα επιφοιτησθή από το Άγιο Πνεύμα και ως εκ τούτου θα καταστεί αλάθητη. Ωστόσο εναπόκειται στο Άγιο Πνεύμα και στην Εκκλησία την καθοδηγούμενη από Αυτό να κρίνει, αν και κατά πόσο μια σύναξη που αυτοανακηρύσσεται ή χαρακτηρίζεται ως οικουμενική είναι ή δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοια. Η σύνοδος δεν είναι όργανο εξωτερικό προς το σώμα της Εκκλησίας. Το αλάθητο της Εκκλησίας είναι σε τελική ανάλυση πάντοτε εκείνο του Πνεύματος της Αληθείας και μόνο, το οποίο εγκατοικεί και διατρέχει όλο το σώμα της Εκκλησίας. Το σώμα αυτό υπόκειται στους δικούς του ιδιαίτερους νόμους, τους νόμους του Πνεύματος, και διαθέτει τη δική του αλλόκοτη μορφή ή δομή, την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας' και τα δύο αυτά εξαρτώνται από την εκ προθέσεως προσωπική ομολογία της αληθινής πίστης, από τους πάντες και πάντοτε.
Ο δυτικός χριστιανός σήμερα ενδέχεται να νιώθει κάπως αμήχανος από αυτή την απουσία ενός ακριβούς και συγκεκριμένου θεολογικού κριτηρίου. Στην περίπτωση που είναι ρωμαιοκαθολικός, είναι συνηθισμένος να αντιλαμβάνεται την Παράδοση ως κάτι αναγνωρισμένο ή που μπορεί να καθοριστεί από τη δογματική αυθεντία της παπικής έδρας στη Ρώμη, ενώ, αν είναι Προτεστάντης, θα τη θεωρεί ως κάτι καθιερωμένο και οριοθετημένο σε τελική ανάλυση από την Αγία Γραφή μόνο. Έχει δυσκολία στο να κατανοήσει πώς η Εκκλησία μπορεί να συνεχίζει να εκφράζεται οργανικά μέσα σε ένα κυκεώνα δογματικών συγκρούσεων και διαμάχης χωρίς κάποιο μόνιμο κριτήριο αληθείας. Θα προτιμήσει λοιπόν την προφανή αλήθεια που προσέφερε στη Δύση η μεσαιωνική παποσύνη ή θα καταφύγει στην αρχή sola scriptura. Ο ρωμαιοκαθολικός θα υποστηρίξει ότι κατά τους πρώτους αιώνες "η ανάπτυξη μιας κάποιας δογματικής" ήταν απαραίτητη προκειμένου αφενός να υπάρξει ένας οδηγός, ένα μέτρο υπόδειξης προς αντιμετώπιση του αρχικού χάους των συγκρουομένων δογμάτων, και αφετέρου για να καταστήσει εμφανή τη ιδέα περί δογματικής αυθεντίας της Ρωμαϊκής έδρας, που οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ανεπιφύλακτα αναγνωρίσει. Ο προτεστάντης θα απορρίψει εν γένει αυτή καθ' αυτή τη βάση των δογματικών συγκρούσεων, αφού κατά την άποψή του όσοι συμμετείχαν σε αυτές είχαν ήδη απομακρυνθή από την καταγεγραμμένη αποκάλυψη. Ο ορθόδοξος ιστορικός διαβλέπει στις οικουμενικές συνόδους ένα ολοφάνερο σημάδι της συνεχιζόμενης αφοσίωσης και πρόνοιας του Χριστού προς την Εκκλησία Του, μιας θαυμαστής πιστότητας που καμμία ακριβή δικανική θέσπιση δεν μπορεί να εκφράσει πλήρως. Βεβαίως τα ορθόδοξα θεολογικά εγχειρίδια κάνουν λόγο για το αλάθητο των οικ. συνόδων, αλλά το γεγονός παραμένει και δεν μπορεί να αγνοηθή, ότι δηλ. κάποιες σύνοδοι, θεωρούμενες σήμερα ως οικουμενικές, δεν ήταν και τόσο αναγνωρισμένες στην εποχή τους, ενώ άλλες που θεωρούνταν οικουμενικές, αργότερα αποχαρακτηρίστηκαν. Ρώσοι θεολόγοι του 19ου αι., και ιδιαίτερα ο Χομιάκβ, υπερθεμάτισαν την "αποδοχή" αυτή των συνοδικών αποφάσεων από ολόκληρη την Εκκλησία, παρ' ότι δεν ήταν οι πρώτοι που έπραξαν κάτι τέτοιο. Θα ήταν λανθασμένο πάντως, να παρατηρεί κανείς μια αντίθεση ανάμεσα σε τούτη την ιδέα περί "αποδοχής" και εκείνης για το αλάθητο των συνόδων, όπως ενίοτε γίνεται. Μια οικ. σύνοδος πραγματική αντιπρόσωπος του Χριστού βεβαιότατα και θα επιφοιτησθή από το Άγιο Πνεύμα και ως εκ τούτου θα καταστεί αλάθητη. Ωστόσο εναπόκειται στο Άγιο Πνεύμα και στην Εκκλησία την καθοδηγούμενη από Αυτό να κρίνει, αν και κατά πόσο μια σύναξη που αυτοανακηρύσσεται ή χαρακτηρίζεται ως οικουμενική είναι ή δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοια. Η σύνοδος δεν είναι όργανο εξωτερικό προς το σώμα της Εκκλησίας. Το αλάθητο της Εκκλησίας είναι σε τελική ανάλυση πάντοτε εκείνο του Πνεύματος της Αληθείας και μόνο, το οποίο εγκατοικεί και διατρέχει όλο το σώμα της Εκκλησίας. Το σώμα αυτό υπόκειται στους δικούς του ιδιαίτερους νόμους, τους νόμους του Πνεύματος, και διαθέτει τη δική του αλλόκοτη μορφή ή δομή, την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας' και τα δύο αυτά εξαρτώνται από την εκ προθέσεως προσωπική ομολογία της αληθινής πίστης, από τους πάντες και πάντοτε.
π. Ιωάννης Μέγεντορφ
Υάκινθος
4 σχόλια:
Χωρίς υπερβολή, οι παρουσιάσεις των κειμένων σας Υάκινθε, είναι ένα Σεμινάριο Θεολογίας. Μου πλουτίζουν τις γνώσεις μου.
Καλή παρουσίαση. Τα περισσότερα από όσα γράφει δεν τα γνώριζα.
Εκπληκτική και αυτή η επιλογή.
από ποιο βιβλίο είναι αυτό το εξαιρετικό κείμενο Υάκινθε; σύστησέ το μας
Δημοσίευση σχολίου