Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ὁ ἄφρων πλούσιος - Γρηγόριος Μουσουρούλης

Κυριακή Θ΄ Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ὁ ἄφρων πλούσιος
 «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ.ιβ΄21)

«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»
                        Ὁ ἄνθρωπος τῆς Παραβολῆς πού ἀκούσαμε σήμερα δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Αἰτία τῆς ἀνησυχίας του ἡ πλούσια σοδειά τῶν κτημάτων του. Τή χρονιά ἐκείνη «εὐφόρησεν ἡ χώρα» κι αὐτό στάθηκε αἰτία ἀ­γωνίας καί ἄγχους. Βρέθηκε σέ ἀμηχανία· τί νά κάμω πού δέν ἔχω τόπο νά συνάξω τούς καρπούς μου; Ἐπι­τέλους μετά ἀπό τίς βασανιστικές του σκέψεις βρῆ­κε τή λύση! «Τοῦτο ποιήσω»! Θά γκρεμίσω τίς ἀπο­θῆ­κες μου καί θά χτίσω μεγαλύτερες. Καί θά συγκεντρώσω ἐκεῖ τούς καρπούς μου. Μέ ἕνα λόγο θά γίνω πλουσιώτερος. Ἔτσι, θά κατοχυρώσω τήν περιουσία μου, τά κεφάλαιά μου, τά κέρδη μου. Ἡ ἄπλη­στη αὐτή πλεονεξία τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά δοῦμε τί εἶναι ἡ πλεονεξία καί πόσο ζημιογόνος εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο.

****
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»
            Τί εἶναι λοιπόν ἡ πλεονεξία; Μᾶς τό φανερώνει ἡ ἴδια ἡ λέξη. Πλεονεξία εἶναι ἡ τάση καί ἡ ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχει πολλά. Νά ἀποκτᾶ, νά μαζεύει γιά τόν ἑαυτό του, νά ἔχει στήν κατοχή του ὅλο καί περισσότερα. Εἶναι μιά μόνιμη καί σταθερή ἐπιθυμία καί ἐπιδίωξη γιά ἀπόκτηση καί συσσώρευση ἀγαθῶν, χρη­μάτων, ἐνδυμάτων, πραγμάτων. Μιά τάση πού ἔχει μόνιμες ρίζες στά βάθη τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκδηλώνε­ται μεθοδικά καί ἀσταμάτητα.
            Στήν καθημερινή πρακτική ζωή ἡ πλεονεξία κυβερνᾶ πολλούς ἀνθρώπους, τούς ἐπηρεάζει σταθερά, χωρίς ἴσως οἱ ἴδιοι νά τό καταλαβαίνουν. Εἶναι πάθος ἀκόρεστο, ἀχόρταγο. Κυριεύει διαρκῶς ὅλο καί περισσότερο τόν ἄνθρωπο, τόν πλούσιο καί τόν πτωχό. Ἀκόρεστη ἡ πλεονεξία τοῦ πλούσιου πού ἀναζητεῖ δι­α­ρκῶς περισσότερα χρήματα καί κτήματα. Ἀκόρεστη ὅμως  εἶναι καί ἡ πλεονεξία τοῦ φτωχοῦ πού ἔχει τήν καρδιά του προσκολλημένη στό χρῆμα καί τά ὑλικά ἀγαθά. Διότι ὁ κάθε πλεονέκτης δέν ἱκανοποιεῖται μέ τίποτε. Ὅσο ἀποκτᾶ περισσότερα, τόσο φουντώνει μέσα του ἡ πλεονεξία. Ὅσα κι ἄν ἀποκτήσει, διαρκῶς σκέπτεται πῶς νά ἀποκτήσει κι ἄλλα, πῶς νά τά συντηρήσει, πῶς νά τά ἀξιοποιήσει καλύτερα. Λέγει ὁ Μ.Βασίλειος γιά τόν πλεονέκτη ἄνθρωπο: «Ὅσα βλέπει ὁ ὀφθαλμός, τούτων ἐπιθυμεῖ ὁ πλεονέκτης…. Ὅσα βλέπει τό μάτι ὅλα αὐτά τά ἐπιθυμεῖ ὁ πλεονέκτης ἄνθρωπος. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός Πατήρ: Ὁ ἅδης δέν εἶπε ποτέ, ἐρκεῖ, φτάνει, μένω ἱκανοποιημένος μ’ αὐτούς πού κατέχω, οὔτε καί ὁ πλεονέκτης εἶπε ποτέ ἀρκεῖ, μοῦ φθάνουν αὐτά πού ἀπόκτησα… Ἡ θάλασσα γνωρίζει τά ὅριά της καί ἡ νύχτα δέν ξεπερνᾶ τά σύνορά της. Ὁ πλεονέκτης δέν σέβεται τό χρόνο, δέν γνωρίζει ὅρια.. ἀλλά μιμεῖται τή βία τῆς φωτιᾶς ἡ ὁποία δέν σταματᾶ πουθενά, ἀλλά ἀγκαλλιάζει  ἀδηφάγα ὅ,τι βρεῖ μπροστά της καί κατακαίει τά πάντα.
            Ὁ ἄνθρωπος πού διακατέχεται ἀπό τό φοβερό πάθος τῆς πλεονεξίας διαρκῶς προσπαθεῖ νά ἀνακα­λύψει νέους τρόπους γιά τήν αὔξηση τῶν ἀγαθῶν του. Μένει διαρκῶς ἀνικανοποίητος καί ἀχάριστος. Μαζεύει καί δέν χορταίνει. Καί ἔρχεται ξαφνικά ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί τόν ἁρπάζει ὁ πονηρός καί σκορπίζονται στούς τέσσαρες ἀνέμους τά πλούτη του.
            Λέγει σχετικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι οἱ ἀρκοῦδες καί οἱ λύκοι, ὅταν χορτάσουν μέ τήν τροφή τους, ἀπομακρύνονται, φεύγουν. Οἱ πλεονέκτες ὅμως δέν ἔχουν κορεσμό, δέν χορταίνουν. Αὐτός πού θέλει νά πλουτίζει ποτέ δέν ἡσυχάζει, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη λάβει  μύρια τάλαντα, ἐπιθυμεῖ  ἄλλα τόσα. Ἔχει μανία φοβερή πού δέν μπορεῖ νά τή σβήσει.
            Ἡ πλεονεξία ὅμως δέν εἶναι μόνο πάθος ἀκόρε­στο, ἀχόρταγο, πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο σέ ἡσυ­χία καί ἡρεμία, πού τόν κατατρώγει κυριολεκτικά. Εἶναι καί πάθος καταστροφικό. Εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυ­χῆς πού ὑποσκάπτει καί καταστρέφει καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Ἀναστατώνει τόν ἄνθρωπο. Τοῦ ἀφαιρεῖ τήν εἰρήνη, τόν ὕπνο, τή χαρά, τήν ἀγάπη. Μέ ἕνα λόγο τόν κάμνει δυστυχισμένο. Ὅταν μάλιστα ἀπέκτησε τήν περιουσία του μέ μεθόδους ἀπαράδεκτες, ἄδικες καί ἄνομες, μέ ἐκμεταλλεύσεις καί αἰσχροκέρδιες, τότε ἡ πλεονεξία του αὐτή τόν διαλύει, τόν κάμνει ἀγχώδη καί ἀνειρήνευτο. Ἀναστατώνει τήν ψυχκιή του ὑγεία. Τόν ἀφήνει ἄϋπνο ἀμέτρητες νύκτες. Τόν κάνει νά μήν ἐμπιστεύεται κανένα. Ἡ φροντίδα καί ἡ ἀθυμία καί ἡ ἀσταμάτητη ἀγρυπνία κατατρώγουν τή ζωή του, διώχνουν ἀπό τήν ὕπαρξή του κάθε χαρά.
            Ἡ πλεονεξία αὐτή διαλύει καί τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Διότι κάμνει τόν ἄνθρωπο ἄσπλαγχνο, σκληρόκαρδο καί ἀτομιστή. Τόν κάμνει νά μήν ὑπολογίζει τίς ἀνάγκες καί τά προβλήματα των ἄλλων. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει πώς τό πάθος αὐτό «δέν ἀφήνει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι ἄνθρωποι, ἀλλά τούς κάνει θηρία καί δαίμονες. Ὅποιος ἀγαπάει τόν πλοῦτο λέγει ὁ ἱερός πατήρ δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει ἀκόμη καί τούς φίλους του».
            Ἡ πλεονεξία καταστρέφει τόν ἄνθρωπο καί ψυχικά. Τόν κάμνει ἄφρονα, ἀνόητο, ἀπερίσκεπτο. Διότι ὁ πλεονέκτης δέν σκέπτεται λογικά, συνετά. Θε­ωρεῖ τά ὑλικά ἀγαθά δικά του. Ξεχνᾶ ὅτι ὅλα ἀνήκουν στόν Θεό. Δέν ὑπολογίζει ὅτι ὅσα μέ κόπο μαζεύει μπορεῖ νά μή τά χαρεῖ ποτέ καί νά τά κληρονομήσουν ἄλλοι. Ξεχνᾶ πώς εἶναι προσωρινά καί μιά μέρα θά τά χάσει. Νομίζει ὅτι θά ζεῖ αἰωνίως.Λησμονεῖ πώς ὁ θάνατος ἔρχεται ἀπροειδοποί­ητα, ξαφνικά καί ἀναπάν­τεχα. Καί τότε ὅλα μένουν πίσω. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος στόν πλεονέκτη: «ἔχεις  τόσα στρέμματα γῆς… ἔχεις πεδιάδες, λόφους, ποτάμια, λιβάδια» διαμερίσματα καί καταστήματα καί κατοικίες  καί καταθέσεις, θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα,  «Τί οὖν μετά ταῦτα; Τί γίνεται μετά; Οὐχί σε ἀναμένουσι τρεῖς πήχεις γῆς; Δέν σέ περιμένουν τρεῖς πήχεις γῆς, ὅσο δηλ. πιάνει ὁ τάφος σου; Λοιπόν ὑπέρ τίνος παρανομεῖς;»
            Ὁ πλεονέκτης ξεχνάει τήν ἀθάνατη ψυχή του. Δέν ὑπολογίζει ὅτι ἡ ψυχή του δέν χορταίνει μέ τά ὑλικά ἀγαθά, ὅτι δέν ἀναπαύεται ἀπ’ αὐτά καί σ’αὐτά. Καταντᾶ εἰδωλολάτρης σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἀπόστο­λο Παῦλο ὁ ὁποῖος μέ ὅλο τό ἀποστολικό του κῦρος καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς λέγει στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή του ὅτι: «ἡ πλεονεξία ἐστιν εἰδωλολατρία» (Κολ. γ΄5). Διότι ὁ πλεονέκτης λατρεύει τήν ὕλη. Ἀντί νά εὐχαριστεῖ τόν Ἅγιο Θεό διότι δέ στερήθηκε τίποτε, ἀντί νά ἐμπιστεύεται τή ζωή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἔχει γιά θεό τό χρῆμα, τό κέρδος, τήν πολυτέλεια. «Ὁ τῷ πάθει τῆς πλεονεξίας δουλεύων, λέγει ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος, ὡς θεόν τόν πλοῦτον τιμᾶ». Τόσο πολύ ξεπέφτει ὁ πλεονέκτης ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος σέ τελευταία ἀνάλυση πάνω ἀπό τόν πλοῦτο ἔχει γιά θεό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Καί ἀγοράζει πάνω ἀπ’ ὅλα τήν αἰώνια Κόλαση. Ἡ πλεονεξία, λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, διότι χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί τόν ὁδηγεῖ στόν πνευματικό θάνατο.
****
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»     Ἀδελφοί, ζοῦμε σέ ἐποχή ὑλισμοῦ, εὐμάρειας καί ἄκρατου εὐδαιμονισμοῦ. Ὅλο καί περισσότερα θέλουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Πρίν παλιώσουν τά ροῦχα, θέλουμε καινούργια, γιατί αὐτό λέγει ἡ μόδα. Τό σαλόνι καί οἱ καρέκλες κάθε τόσο ἀλλάζουν ἔστω κι ἄν αὐτό γίνεται  μέ δάνειο. Ἄς ἀνακρίνουμε τόν ἑαυτό μας. Κι ἄν ἔχουμε τό ἀχόρταγο καί καταστροφικό πάθος τῆς πλεονεξίας μέσα μας, ἄς καταφύγουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή Χάρι Του, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν πλεονεξία πρίν μᾶς κυριεύσει καί μᾶς καταστρέψει. 
Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: