ΚΡΑΤΑΙΑ ΩΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΓΑΠΗ
Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής
Θ' Λουκά
(Γαλ. Β' 16-20)
Όσο κανείς βιώνει τη ζωή του Χριστού, όσο ωριμάζει μέσα στο
Σώμα της Εκκλησίας, τόσο και συνειδητοποιεί ότι ο Αποστολικός λόγος είναι μια
μοναδική πραγματικότητα.
Κάποιες
φορές, για όσους δέχονται επιφανειακά τις εξομολογήσεις του Αποστόλου των
εθνών, τα λόγια του ίσως φαίνονται συναισθηματικά ή και ποιητικά.
Δεν
είναι όμως καθόλου έτσι, εκτός κι αν με τον όρο «ποίηση», θεωρήσουμε ό,τι
ουσιαστικότερο μπορεί να αποτυπώσει η καρδιά που φλέγεται από την αγάπη του
Χριστού. Και έτσι, δεν μιλούμε πλέον για ποίηση και στοχασμό, αλλά βίωμα και
εμπειρία της χάριτος.
Δεν
είναι λοιπόν λόγοι κενοί τα όσα γράφει προς τους Γαλάτες.
Είχε
πράγματι νεκρωθεί ως προς τον Ιουδαϊσμό, που ο «κύκλος» του έκλεισε οριστικά,
και ζούσε για το Χριστό και την Εκκλησία του!
Η φράση που υπογράφει με το αίμα της καρδιάς του «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. Β΄20), συμπυκνώνει και αποτυπώνει, (όσο αυτό είναι δυνατόν κατά
το ανθρώπινο), την λάβα του θείου έρωτα που έκαιγε μέσα στην ύπαρξή του, και
ταυτοχρόνως, την ολοκληρωτική του παράδοση στα ματωμένα χέρια του Κυρίου Του.
Αλλά
η συγκλονιστική αυτή ομολογία, μας κεντά την καρδιά, για να δούμε τι σημαίνει
να ζει ο Χριστός μέσα μας και πώς είναι δυνατόν ο πιστός να φτάσει στην
ευλογημένη αυτή κατάσταση.
Πώς
όμως ν' αγγίζει κανείς το θέμα αυτό; Πώς αλήθεια θα ακουστεί ο Αποστολικός
λόγος και η πατερική του ερμηνεία, μέσα στην πεζότητα και στο τέλμα που βιώνει
η κοινωνία μας; Αλλά γι' αυτό ακριβώς πρέπει να κηρυχθεί η αλήθεια. Επιβάλλεται
να κηρύσσεται και να φανερώνεται η πραγματικότητα. Είναι ανάγκη να γνωρίζουμε
αυτή τη φλόγα της αγάπης του Χριστού που κατακαίει τα φρύγανα της αμαρτίας και
τα αγκάθια της ψευτιάς. Και οπωσδήποτε, η αυθεντική αυτή ζωή θα κάνει τον
άνθρωπο να αισθανθεί το ποιος είναι και για ποιον λόγο ζει και υπάρχει...
Το
να ζει λοιπόν μέσα μας ο Χριστός, τούτο σημαίνει, να σκεπτόμαστε, να αγαπάμε,
να ενεργούμε και να συμπεριφερόμαστε όπως και ο Χριστός. Ο νους μας, η καρδιά
μας και η βούληση, να έχουν καθαρθεί ή να καθαίρονται διηνεκώς, και μέσω του
ευλογημένου αγώνα της χάριτος, η όλη μας ύπαρξη, μέρα με τη μέρα να
Χριστοποιείται!
Μήπως
η αλήθεια αυτή ακούγεται ως κάτι το αόριστο και το αφηρημένο; Μήπως «βολεύει»
το να είναι κάτι που αιωρείται και αδυνατεί κανείς να το βιώσει στη γη; Όχι δα.
Δεν είμαστε άλλωστε οι πρώτοι που ξεκινούμε τη χριστιανική ζωή. Εκατομμύρια
πιστοί, μέσα στους αιώνες βίωσαν αυτή την πραγματικότητα της εκκεντρήσεως στο
εκκλησιαστικό σώμα και της μορφώσεως του Χριστού μέσα στην καρδιά. «Άχρις ου μορφωθεί Χριστός εν ημίν» (Γαλ. Δ΄19).
Και φυσικά, ο Αποστολικός λόγος, δεν είναι μόνο μια εσωτερική και ανέκφραστη
εμπειρία που μένει κρυφή και μυστική, γεμίζοντας την όλη ύπαρξη. Είναι ζωή και
βίωμα, από τις πλέον ευλογημένες εμπειρίες της χάριτος που επεκτείνεται έως και
την τελευταία πτυχή της καθημερινότητας. Να τονίσουμε τώρα ότι αυτό όταν
συμβαίνει, δεν μπορεί να μένει κρυφό; Όποιος ζει αυτές τις καταστάσεις, γίνεται
«Χριστού ευωδία» (Β΄Κορ. β΄15), και όλοι
παντού τον αισθάνονται, όπως και αυτόν που φορά αρώματα.
Ο
αείμνηστος Όσιος Γέροντας Παίσιος, μέσα από τη μοναδική και αφοπλιστική του
έκφραση, μας μεταφέρει αυτή την κατάσταση στο βίο του Οσίου Αρσενίου του
Καππαδόκου. Εκεί, μεταξύ των άλλων, γράφει ο ένας άγιος, για τον άλλον: «Ο μεν πατήρ Αρσένιος, έκανε συνέχεια προσπάθεια να
κρύβεται. Η δε χάρις του Θεού, που κατοικούσε μέσα του, συνέχεια τον πρόδιδε
και από μακριά ακόμη». Και σε άλλο σημείο, αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «Η
αρετή βλέπετε, δεν κρύβεται, όσο και να θέλει κανείς, όπως ο ήλιος δεν κρύβεται
με το κόσκινο, διότι από τις τρυπούλες θα περάσουν οι ακτίνες»!
Επομένως,
ο λόγος περί της «ζωής του Χριστού», και άρα ο καθημερινός αγώνας και το βίωμα
της χάριτος, αναλόγως βεβαίως στο επίπεδο που βρίσκεται την κάθε φορά ο κάθε
χριστιανός, δεν είναι «έπεα πτερόεντα». Τα όσα καταγράφονται στα Αποστολικά
κείμενα και στις εμπειρίες των Αγίων, δεν είναι κάτι που φεύγει και χάνεται,
έστω και με τέλεια λεκτική άποψη και με απλωμένα τα φτερά για τον τόπο της
φαντασίας και του υποκειμενισμού. Είναι ζωή. Ζωή που διαρκεί όσο και η ζωή μας
στον κόσμο αυτό και δια της κοιμήσεως, περνά και εκτείνεται στον απέραντο και
ατελεύτητο κόσμο. Στην αγάπη και στη Βασιλεία του Θεού!
Ήδη
τονίσαμε ότι ένα από τα βασικά σημεία της εν Χριστώ ζωής είναι ο νους. Το να
έχουμε δηλ. αποκτήσει και καταρτίσει «νουν Χριστού»
(Α' Κορ. Β' 16). Αλλά στην πράξη θα πρέπει να αποδεικνύεται αυτό με
τη σταθερή και αταλάντευτη θέλησή μας. Με το να θέλουμε και να επιζητούμε
πάντοτε το πανάγιο και σωστικό θέλημα του Θεού και ταυτοχρόνως να
αποστρεφόμαστε με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας το πονηρό. Να έχουμε δηλ.
πόθο για να έλθει και να βιωθεί «η Βασιλεία του
Θεού». (Μάτθ. Στ' 10). Και φυσικά, όπως γίνεται κατανοητό, αυτά που
εντελώς συνοπτικά αναφέρονται, αποτελούν συμπύκνωση της Ορθόδοξης
πνευματικότητας η οποία τονίζουμε και πάλι, δεν είναι μια απλή γνώση και μια
υψηλή, έστω, κατά κόσμο θεωρία, αλλά ισόβιο εξαγιαστικό βίωμα.
Εκείνο
όμως που χρειάζεται να προσέξουμε είναι ο χώρος της καρδιάς μας. Ο χώρος εντός
του οποίου διεξάγεται ο μεγάλος αγώνας και, εννοείται, ότι με μισή καρδιά,
ουδέποτε κανείς θα κατορθώσει να αγαπήσει τον Κύριον της Δόξης. Δίψυχος
άνθρωπος, είναι εντελώς αδύνατον να αισθανθεί μέσα του τη γλυκιά φλόγα της εν
Χριστώ αγάπης.
Ενδεχομένως
να τηρεί κανείς όλους τους τύπους και να εφαρμόζει το σύνολο των «κανόνων».
Ίσως, πράγματι να πιστεύει ότι είναι έτοιμος να δώσει, εάν χρειαστεί και τη ζωή
του ακόμα. Όμως, εάν απουσιάζει το βίωμα της αγάπης του Ιησού, όλα καταντούν τύποι
και η ζωή μεταβάλλεται σε ένα αδυσώπητο μαρτύριο που στεγνώνει κάθε ικμάδα,
ταυτοχρόνως και προς τον Θεό αλλά και προς τον αδελφό.
Έτσι,
στη συνέχεια, δεν απομένει, παρά να έλθει ό,τι πιο τραγικό θα μπορούσε να βρει
τον άνθρωπο που «πιστεύει». Να μεταβάλλει μέσα του, την πηγή της αγάπης, που θα
έπρεπε να πλημμυρίζει την ύπαρξη από την δρόσο της χάριτος, σε ένα σχολαστικό
μαρτύριο τύπων, άνευ ουσίας.
Να
καταντήσει τη ζωή του Χριστού και την εμπειρία των Αγίων, και γενικώς το χώρο
της Εκκλησίας, σε «θρησκεία», που όταν το αντιληφθούν οι άλλοι και συνάμα
διαπράξουν το ολέθριο λάθος, να ταυτίζουν τις ανθρώπινες αδυναμίες, και τις
«θεολογικές αστοχίες», με τον Χριστό, να αποστρέφονται και να αρνούνται και τον
παραμικρό λόγο περί Χριστιανισμού και Ορθοδοξίας.
Συχνά-πυκνά ακούμε να γίνεται λόγος για τον αποχριστιανισμό
της Ευρώπης. Αν και κινδυνεύουμε να παρεξηγηθούμε, όμως θα τολμήσουμε να το
υποστηρίξουμε: «Πότε η Ευρώπη ήταν πραγματικά Χριστιανική, ώστε να γίνεται στη
συνέχεια λόγος για τον αποχριστιανισμό της;». Είναι Χριστιανισμός ο παπισμός
και ο προτεσταντισμός; Χίλιες φορές να προτιμήσουμε τον «αποχριστιανισμό» από
αυτού του είδους τη χριστιανική καρικατούρα.
Το θέμα όμως είναι ότι αυτή την αλήθεια δεν μπορούν ή μάλλον
δεν θέλουν να την εννοήσουν και να την στοχαστούν οι δικοί μας (όλου του
πολιτικού και κοινωνικού φάσματος). Αυτοί που αφελώς και ανοήτως ταυτίζουν την
Ορθοδοξία με τον παπικό σχολαστικισμό και τον «μέγα ιεροεξεταστή του
Ντοστογιέφσκι». Αυτοί που ισοφαρίζουν τον ξεπερασμένο πλέον προτεσταντικό
ευσεβισμό, με την πονεμένη Ρωμιοσύνη μας και που τώρα μόνιμο και καθημερινό
τους μέλημα έχει καταντήσει η νομιμοποίηση του εμετικού σοδομισμού. Και μαζί μ'
αυτούς, όσοι αθεράπευτα επιμένουν να μπερδεύουν τον αγώνα της λεβεντιάς με τη
«φάρμα των ζώων».
Αλήθεια,
τι πραγματικά συμβαίνει με τους ανθρώπους αυτούς; Όντως δεν γνωρίζουν την
πραγματικότητα, ή ενεργούν ό,τι ενεργούν εν πλήρει συνειδήσει; Είναι κι αυτό
ένα ζητούμενο, όχι τόσο για τους πιστούς, αλλά γι' αυτούς τους ίδιους,
δεδομένου ότι οι μνήμες είναι ακόμα τόσο νωπές... Όμως, ας αφήσουμε τη Δύση στη
μελαγχολική της «δύση» και ας στρέψουμε και πάλι στην «Ανατολή των ανατολών»,
που το φως της καταυγάζει τους καθημένους «εν χώρα και σκιά θανάτου», τους
ζωοποιεί και τους χαριτώνει.
Πράγματι,
όταν η καρδιά του πιστού γευθεί αυτό το δώρο της ζωής και της αγάπης (που
ανθίζει μέσα σε πολύπλευρο και ακατάπαυστο αγώνα), τότε γίνεται έτοιμη για την
κάθε θυσία. Αυτής της καταστάσεως, τίποτε απ' όσα υπάρχουν στη γή δεν της
μοιάζει. Κι αν κανείς επιχειρήσει να την κατανοήσει με την «ψυχρή λογική»,
ομοιάζει με αυτόν που, κρατώντας το τηλεσκόπιο στα χέρια, ψάχνει να βρει τον
παράδεισο.
Καμμία
χαρά στον κόσμο πλέον, μετά το βίωμα της αγάπης του Θεού δεν μπορεί να γεμίσει
την ύπαρξη. Κι όταν από δικό της φταίξιμο, νιώθει πως πίκρανε τον Ιησού, τίποτε
το ανθρώπινο δεν είναι ικανό να την παρηγορήσει...
Αλλά
και στις στιγμές που μοιάζουν «αιώνιες», τότε που αρχίζει το «κρυφτούλι», όταν
δηλ. γίνεται η «συστολή της χάριτος» και τούτο για να γίνει κατανοητό το «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ΙΕ΄5),
τότε πόση καρτερία στην προσευχή χρειάζεται και πόση υπομονή στη μετρημένη
θλίψη... Τότε, από την παγωμένη λίμνη της «καθ' ημάς ανατολής», αντηχεί η
«συμμαχική φωνή», «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος». Και η καρδιά
γεμάτη χαρμολύπη και με τους δικούς της κωδικούς στέλνει το σήμα προς τον
ουρανό: «Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (Ιωάν.
ΚΑ΄15).
Όμως,
ουδείς ανθρώπινος λόγος θα κατορθώσει να εξαντλήσει ποτέ τον λόγο περί της ζωής
του Χριστού, όπως εκφράζεται διά του αποστολικού λόγου ως θείος έρως «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός».
Ας παύσει το λοιπόν κάθε τι το ανθρώπινο και ας κρατήσουμε
ως βακτηρία για τον ανηφορικό αλλά και ευλογημένο δρόμο μας, τον θεόπνευστο
λόγο που μας αποκαλύπτει πτυχές από αυτή τη μοναδική Του Χριστού αγάπη.
Την αγάπη, που όταν πυρπολήσει την καρδιά, όλη η κτίση
«ξεθωριάζει», και την κάνει να μελωδεί νύκτα και ημέρα προς τον ουράνιο και
αιώνιο Νυμφίο: «Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου, ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο
σου. Είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη. Οι
σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς, φλόγα του Θεού. Νερά ποτάμια δεν μπορούν να
σβήσουν την αγάπη. (Άσμα Ασμάτων Η' 6-7).
Αμήν
Άρχιμανδρίτης Ιωήλ
Κωνστάνταρος
Email: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου