Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ο Α­ΚΑ­ΘΙ­ΣΤΟΣ Υ­ΜΝΟΣ (Ο Ύ­μνος με ι­στο­ρι­κά - δογ­μα­τι­κά - συμ­βο­λι­κά στοι­χεί­α) - Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη


Ο Α­ΚΑ­ΘΙ­ΣΤΟΣ Υ­ΜΝΟΣ
(Ο Ύ­μνος με ι­στο­ρι­κά - δογ­μα­τι­κά - συμ­βο­λι­κά στοι­χεί­α)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Μέ­σα στις κα­τα­νυ­κτι­κές α­κο­λου­θί­ες της Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η Α­κο­λου­θί­α του Α­κα­θί­στου Ύ­μνου, του υ­πέ­ρο­χου αυ­τού θε­ο­μη­το­ρι­κού Ύ­μνου με τα πολ­λά ι­στο­ρι­κά, δογ­μα­τι­κά και συμ­βο­λι­κά στοι­χεί­α, που τον κα­θι­στούν και α­πό λο­γο­τε­χνι­κής πλευ­ράς α­πα­ρά­μιλ­λο.
Ό­πως εί­ναι γνω­στό, πολ­λά α­πό τα “θε­ο­μη­το­ρι­κά” γε­γο­νό­τα έ­χουν σχέ­ση με τη Βα­σι­λεύ­ου­σα, α­φού η Θε­ο­τό­κος ή­ταν “Υ­πέρ­μα­χος Στρα­τη­γός” και έ­φο­ρός της.
Ι­διαί­τε­ρα η Α­κο­λου­θί­α του Α­κα­θί­στου Ύ­μνου ή­ταν συν­δε­δε­μέ­νη με τη Μο­νή των Βλα­χερ­νών, ό­που, με­τά τη λύ­ση της πο­λιορ­κί­ας των Α­βά­ρων και των Περ­σών, ψαλ­λό­ταν σε κά­θε παν­νυ­χί­δα της μο­νής. Η σύ­ντα­ξη και αυ­τού του Ύ­μνου α­πο­δί­δε­ται στον πε­ρί­φη­μο υ­μνο­γρά­φο του 6ου μ.Χ. αι. στο Ρω­μα­νό το με­λω­δό, ει­ση­γη­τή των Κο­ντα­κί­ων.
Βα­σι­κά γε­γο­νό­τα που ο Ύ­μνος αυ­τός θέ­λει να ε­ξά­ρει εί­ναι δύ­ο: Ο Ευαγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου και η Ε­ναν­θρώ­πη­ση του Σω­τή­ρος. Έ­τσι στην α­κο­λου­θί­α αυ­τή συ­μπλέ­κο­νται βι­βλι­κά, συμ­βο­λι­κά, δογ­μα­τι­κά και ε­γκω­μια­στι­κά στοι­χεί­α. Ε­πί­σης, στον ί­διο ύ­μνο συ­νυ­πάρ­χει η α­κο­λου­θί­α του Μι­κρού Α­πο­δεί­πνου, κα­θώς και ο γνω­στός Κα­νό­νας, “Α­νοί­ξω το στό­μα μου...”, Iω­σήφ του Υ­μνο­γρά­φου (9ος αι.).

Α­να­λυ­τι­κό­τε­ρα το πε­ριε­χό­με­νο του Ύ­μνου, κορ­μός του ο­ποί­ου α­πο­τε­λεί το Κο­ντά­κιο του Ρω­μα­νού, “Άγ­γε­λος πρω­το­στά­της...”, θα μπο­ρού­σε να διαι­ρε­θεί σε τρί­α μέ­ρη: Ι­στο­ρι­κό - Θε­ο­λο­γι­κό - Ε­γκω­μια­στι­κό. Βέ­βαια αυ­τή η διαί­ρε­ση  εί­ναι τυ­πι­κή και γί­νε­ται για λό­γους με­θο­δο­λο­γι­κούς, α­φού ι­στο­ρι­κά, θε­ο­λο­γι­κά και ε­γκω­μια­στι­κά στοι­χεί­α συ­νυ­πάρ­χουν και συ­μπλέ­κο­νται στον Ύ­μνο.
Τα ι­στο­ρι­κά στοι­χεί­α βα­σί­ζο­νται στις σχε­τι­κές δι­η­γή­σεις των Ευαγ­γε­λί­ων, που ο υ­μνο­γρά­φος με το θαυ­μά­σιο ποι­η­τι­κό του τά­λα­ντο εμ­βα­θύ­νει και α­να­λύ­ει. Αυ­τά τα στοι­χεί­α κα­τα­λαμ­βά­νουν τις δύ­ο πρώ­τες στά­σεις του Ύ­μνου, α­πό τον 1ο οί­κο: “Άγ­γε­λος πρω­το­στά­της...” μέ­χρι και τον 12ο: “Μέλ­λο­ντος Συ­με­ώ­νος, του πα­ρό­ντος αιώ­νος...”. Στις υ­πό­λοι­πες δύ­ο στά­σεις, α­πό τον 13ο οί­κο: “Νέ­αν έ­δει­ξε κτί­σιν, εμ­φα­νί­σας ο Κτί­στης...”, μέ­χρι τον 24ο, “Ω πα­νύ­μνη­τε Μή­τερ, η τε­κού­σα των πά­ντων Α­γί­ων, α­γιώ­τα­τον Λό­γον...”, έ­χου­με τα θε­ο­λο­γι­κά (Χρι­στο­λο­γι­κά - Σω­τη­ριο­λο­γι­κά) στοι­χεί­α του Ύ­μνου.
Τέ­λος, και στους 24 οί­κους έ­χου­με ά­φθο­να ε­γω­μια­στι­κά προς την Θε­ο­τό­κο στοι­χεί­α. Ο­λό­κλη­ρος ο Α­κά­θι­στος Ύ­μνος εί­ναι έ­να συ­νε­χές ε­γκώ­μιο στην Θε­ο­τό­κο. Υ­μνεί­ται ως μη­τέ­ρα του Θε­ού: “Χαί­ρε, ό­τι υ­πάρ­χεις Βα­σι­λέ­ως κα­θέ­δρα, Χαί­ρε ό­τι βα­στά­ζεις τον βα­στά­ζο­ντα πά­ντα”. Η Θε­ο­τό­κος ε­νώ­νει τον ου­ρα­νό με την γη, το ά­κτι­στο με το κτι­στό, και το γε­γο­νός αυ­τό ε­ξαί­ρε­ται στο στί­χο: Χαί­ρε, κλί­μαξ ε­που­ρά­νιε, δι΄ ης κα­τέ­βη ο Θε­ός. Χαί­ρε γέ­φυ­ρα με­τά­γου­σα τους εκ γης προς ου­ρα­νόν”. Ε­γκω­μιά­ζε­ται ε­πί­σης η Θε­ο­τό­κος ως η “κι­βω­τός” και το “λι­μά­νι” γι΄ αυ­τούς που πλο­η­γούν στο πέ­λα­γος της ζω­ής. “Χαί­ρε, ολ­κάς των θε­λό­ντων σω­θή­ναι. Χαί­ρε, λι­μήν των του βί­ου πλω­τή­ρων”.
Εί­ναι η προ­στά­τις των μο­να­χών και ό­σων α­κο­λου­θούν το δρό­μο της παρ­θε­νί­ας, α­φού υ­μνεί­ται ως “τεί­χος των παρ­θέ­νων” και ως “η στή­λη της παρ­θε­νί­ας”.
Αλ­λά και τα δογ­μα­τι­κά στοι­χεί­α εί­ναι πολ­λά (Χρι­στο­λο­γι­κά και Σω­τη­ριο­λο­γι­κά). Η Θε­ο­τό­κος πα­ρα­μέ­νει  παρ­θέ­νος προ και με­τά τον τό­κο, α­φού ο Υ­ιός Της “...εξ α­σπό­ρου βλα­στή­σαι γα­στρός και φυ­λά­ξας ταύ­την, ώ­σπερ ην ά­φθο­ρον...”, για να το­νι­στεί έ­τσι ως σπου­δαί­α δογ­μα­τι­κή α­λή­θεια το “α­ει­πάρ­θε­νον” της Πα­να­γί­ας.
Ο Κύ­ριος ως θε­άν­θρω­πος βρί­σκε­ται συγ­χρό­νως στον ου­ρα­νό και στη γη, α­φού, κα­τά τον υ­μνω­δό, “Ό­λος ην εν τοις κά­τω, και των ά­νω ου­δό­λως α­πήν ο α­πε­ρί­γρα­πτος Λό­γος, συ­γκα­τά­βα­σις γαρ θε­ϊ­κή ου με­τά­βα­σις το­πι­κή γέ­γο­νε...”.
Ο Κύ­ριος ήλ­θε στον κό­σμο ως σω­τή­ρας. Ο ί­διος ο Κύ­ριος δι­δά­σκει αυ­τή την α­λή­θεια: “Ουκ ήλ­θον ί­να κρί­νω, αλ­λ΄ ί­να σώ­σω τον κό­σμο”. (Ιω. ιβ, 47). Αυ­τή την α­λή­θεια το­νί­ζει ο υ­μνω­δός και στον ε­πό­με­νο στί­χο: “Σώ­σαι θέ­λων τον κό­σμον ο των ό­λων κο­σμή­τωρ προς τού­το αυ­τε­παγ­γελ­τος ήλ­θε... και “σχί­σας το χει­ρό­γρα­φον ο­φλη­μά­των αρ­χαί­ων, α­κού­ει πα­ρά πά­ντων ού­τως, αλ­λη­λού­ια”.
Και κλεί­νει ο ω­ραιό­τα­τος αυ­τός Ύ­μνος μ΄ έ­να ε­γκω­μια­στι­κό ξέ­σπα­σμα του ποι­η­τή, που συ­γκε­ντρώ­νει ό­λα τα προς την Θε­ο­τό­κο ε­γκώ­μια και α­πο­κα­λύ­πτει το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά τους προς την “Υ­πέρ­μα­χον Στρα­τη­γόν”.
“Ώ πα­νύ­μνη­τε Μή­τερ, η τε­κού­σα των πά­ντων Α­γί­ων α­γιώ­τα­τον Λό­γον...”.
Η Θε­ο­τό­κος, ως “τε­κού­σα τον Α­γιώ­τα­τον Λό­γον”, συ­νέ­βα­λε κα­θο­ρι­στι­κά στο μυ­στή­ριο της θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας, που σκο­πό εί­χε τη λύ­τρω­ση και τη σω­τη­ρί­α του κό­σμου α­πό την πτώ­ση και τη φθο­ρά, στη νί­κη κα­τά του θα­νά­του. Και ό­λα τα πα­ρα­πά­νω στοι­χεί­α, βι­βλι­κά, δογ­μα­τι­κά και συμ­βο­λι­κά συ­μπε­ριέ­χο­νται και στον Κα­νό­να, που ψάλ­λε­ται στην Α­κο­λου­θί­α του Α­κα­θί­στου Ύ­μνου.
Εν­δει­κτι­κά θ΄ α­να­φερ­θού­με σε με­ρι­κά βι­βλι­κά στοι­χεί­α, ι­διαί­τε­ρα συμ­βο­λι­κά, που ο υ­μνο­γρά­φος του Κα­νό­να έ­χει δα­νει­στεί α­πό την Π.  Δια­θή­κη.
Στο 2ο τρο­πά­ριο της δ΄ ω­δής ψάλ­λε­ται: “Εκ σου η δρό­σος α­πέ­στα­ξε, φλογ­μόν πο­λυ­θε­ϊ­ας η λύσ­σα­σα, ό­θεν βο­ώ­μεν σοι. Χαί­ρε, ο πό­κος ο έν­δρο­σος, ον Γε­δε­ών Παρ­θέ­νε, προ­ε­θε­ά­σα­το”.
Η Παρ­θέ­νος, σύμ­φω­να με τον υ­μνο­γρά­φο, εί­ναι το γε­μά­το δρο­σιά πο­κά­ρι (μαλ­λί), α­πό την ο­ποί­αν α­πέ­στα­ξεν η δρό­σος, δηλ. ο Χρι­στός.
Ο συμ­βο­λι­σμός βα­σί­ζε­ται στο βι­βλί­ο των Κρι­τών της Π.Δ. (Κεφ. ΣΤ΄, 37-38), ό­ταν ο Κρι­τής Γε­δε­ών ζή­τη­σε α­πό τον Θε­ό να τον δια­βε­βαιώ­σει ό­τι θα εί­ναι μα­ζί του σε μια δύ­σκο­λη  α­πο­στο­λή που τον έ­στει­λε.
Στη συ­νέ­χεια ερ­χό­μα­στε στην ζ΄ ω­δή που αρ­χί­ζει: “Ουκ ε­λά­τρευ­σαν τη κτί­σει οι θε­ό­φρο­νες, πα­ρά τον κτί­σα­ντα, αλ­λά πυ­ρός α­πει­λήν, αν­δρεί­ως πα­τή­σα­ντες χαί­ρο­ντες έ­ψαλ­λον...”. Εί­ναι οι γνω­στοί τρεις παί­δες που τους έρ­ρι­ξαν στην κά­μι­νο του πυ­ρός, αλ­λά “χαί­ρο­ντες  έ­ψαλ­λον”,  α­φού, ό­πως συ­μπλη­ρώ­νει ο ειρ­μός της η΄ ω­δής, “ο τό­κος της Θε­ο­τό­κου διε­σώ­σα­το”. Πρό­κει­ται για το γε­γο­νός  που μας πε­ρι­γρά­φει ο προ­φή­της Δα­νι­ήλ, στο βι­βλί­ο της Π.Δ. που φέ­ρει το ό­νο­μά του (Κεφ. Γ΄, 1-23), που το α­κού­με το πρω­ί του Μ. Σαβ­βά­του στον Όρ­θρο της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Κι΄ έ­να τρί­το συμ­βο­λι­σμό βρί­σκου­με στο 2ο τρο­πά­ριο της η΄ ω­δής. “Μω­σής κα­τε­νό­η­σεν εν βά­τω το μέ­γα Μυ­στή­ριον του τό­κου σου...”, ψάλ­λει ο ι. υ­μνω­δός. Μας με­τα­φέ­ρει, έ­τσι, στο βι­βλί­ο της Ε­ξό­δου (Κεφ. ΣΤ¨, 1-2), ό­ταν ο Μω­υ­σής έ­βο­σκε τα πρό­βα­τα και “...ώ­φθη αυ­τώ άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου εν πυ­ρί φλο­γός εκ του βά­του, και ο­ρά ό­τι ο βά­τος καί­ε­ται πυ­ρί, ο δε βά­τος ου κα­τε­καί­ε­το”. Σ΄ αυ­τό το γε­γο­νός βλέ­πει ο ποι­η­τής του ύ­μνου “το μέ­γα μυ­στή­ριον”  του τό­κου της Θε­ο­τό­κου. Εί­ναι, κα­τά τους πα­τέ­ρες, ο “τό­κος” της Θε­ο­τό­κου, που, ό­πως ο βά­τος “καί­ε­ται πυ­ρί... (αλ­λά) ου κα­τα­καί­ε­το”, έ­τσι και η Θε­ο­τό­κος έ­μει­νε ά­φθο­ρος, α­ει­πάρ­θε­νος, προ και με­τά τη γέν­νη­ση του Υ­ιού Της.
Ο Α­κά­θι­στος Ύ­μνος ε­πη­ρέ­α­σε πολ­λούς υ­μνο­γρά­φους, οι ο­ποί­οι έ­γρα­ψαν α­νά­λο­γους ύ­μνους, ό­πως έ­δω­σε την έ­μπνευ­ση σε πολ­λούς πα­τέ­ρες να γρά­ψουν ο­μι­λί­ες με α­νά­λο­γο πε­ριε­χό­με­νο. Α­ξί­ζει ν΄ α­να­φέ­ρου­με έ­να α­πό­σπα­σμα α­πό την 7η ο­μι­λί­α του ι. Φω­τί­ου στον Ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου. Γρά­φει: “Χαί­ρε, Παρ­θέ­νε, φω­νά­ζω δυ­να­τά, συ που εί­σαι το κα­τα­φύ­γιό μου στον και­ρό της α­δυ­να­μί­ας μου και των δυ­σκο­λιών, για τις ο­ποί­ες δεν βρί­σκω διέ­ξο­δο. Χαί­ρε, “κε­χα­ρι­τω­μέ­νη”, συ, με την βο­ή­θεια της Ο­ποί­ας αυ­τό που εί­ναι άρ­ρω­στο παίρ­νει δύ­να­μη, και αυ­τό που έ­γι­νε συ­ντρίμ­μια, σχη­μα­τί­ζε­ται πά­λι. Χαί­ρε, “κε­χα­ρι­τω­μέ­νη”, συ, με την βο­ή­θεια της Ο­ποί­ας η πι­κρή α­πό­φα­ση της κα­τα­δί­κης του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους ε­ξα­λεί­φε­ται με τη γλυ­κιά και χαρ­μό­συ­νη αγ­γε­λί­α, που έ­γι­νε σε σέ­να... Χαί­ρε, “κε­χα­ρι­τω­μέ­νη” που εί­σαι το ερ­γα­στή­ριο της χα­ράς του κό­σμου, μέ­σα στον ο­ποί­ον εμ­φα­νί­στη­κε η κα­τα­δί­κη της  πρώ­της κα­τά­ρας και ε­τοι­μά­στη­κε η υ­ψη­λό­τε­ρη χα­ρά που ήρ­θε σε σέ­να”.
Πα­ράλ­λη­λα με τον Α­κά­θι­στο Ύ­μνο, κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής, τε­λού­νται και πολ­λές άλ­λες κα­τα­νυ­κτι­κές Α­κο­λου­θί­ες με θε­ο­μη­το­ρι­κούς ύ­μνους.
“Πά­ντων προ­στα­τεύ­εις, Α­γα­θή, των κα­τα­φευ­γό­ντων εν πί­στει τη κρα­ταιά Σου χει­ρί...”, υ­πο­ψη­θυ­ρί­ζει ο πι­στός στο τέ­λος των Κα­τα­νυ­κτι­κών Ε­σπε­ρι­νών.
“Ά­σπι­λε, α­μό­λυ­ντε, ά­χρα­ντε, α­γνή, θε­ό­νυμ­φε Δέ­σποι­να...”, εύ­χε­ται ο προ­σευ­χό­με­νος στο τέ­λος του Μι­κρού και του Με­γά­λου Α­πο­δεί­πνου.
Ε­πί­σης, και στον θε­ο­λο­γι­κό­τα­το Μ. Κα­νό­να του αγ. Αν­δρέ­α Κρή­της, που ψάλ­λε­ται την Τε­τάρ­τη της Ε΄ ε­βδο­μά­δας των Νη­στειών, α­πό τα 250 τρο­πά­ρια που πε­ριέ­χει, έ­να με­γά­λο μέ­ρος αυ­τών, τα γνω­στά “Θε­ο­το­κί­α” α­να­φέ­ρο­νται στην Πα­να­γί­α.
Τέ­λος, και στους Τριώ­διους ύ­μνους της Μ. Ε­βδο­μά­δας, στα ε­γκώ­μια της Μ. Πα­ρα­σκευ­ής και στον σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μο Κα­νό­να “Κύ­μα­τι θα­λάσ­σης...”, υ­μνεί­ται, ως κε­ντρι­κό πρό­σω­πο με­τά τον Υ­ιό της, η Πα­να­γί­α, για τη συμ­με­το­χή της στο μυ­στή­ριο της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας.
Με κέ­ντρο τον Α­κά­θι­στο Ύ­μνο, αλ­λά και τις άλ­λες λα­τρευ­τι­κές Α­κο­λου­θί­ες, που, ε­πί­σης, υ­μνεί­ται η Θε­ο­τό­κος, η “Υ­πέρ­μα­χος Στρα­τη­γός” ας της α­πευ­θύ­νου­με την τε­λευ­ταί­α ευ­χή του Α­πό­δει­πνου: “Την πά­σαν ελ­πί­δα μου εν σοι α­να­τί­θη­μι, Μή­τερ του Θε­ού, φύ­λα­ξόν με υ­πό την σκέ­πην σου”.        

 Πηγή:  Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: