Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΛΟ­ΓΟΣ Ε­ΠΙ­ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΣ ΤΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ ΡΕ­ΘΥ­ΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥ­ΛΟ­ΠΟ­ΤΑ­ΜΟΥ κ. ΕΥ­ΓΕ­ΝΙΟΥ ΚΑ­ΤΑ ΤΟ ΤΕΣ­ΣΑ­ΡΑ­ΚΟΝ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΟΝ Ι­Ε­ΡΟΝ ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΝ ΤΟΥ Α­ΟΙ­ΔΙ­ΜΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ ΠΕ­ΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡ­ΡΟ­ΝΗ­ΣΟΥ κυ­ροῦ ΝΕ­ΚΤΑ­ΡΙΟΥ


ΛΟ­ΓΟΣ Ε­ΠΙ­ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ
ΡΕ­ΘΥ­ΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥ­ΛΟ­ΠΟ­ΤΑ­ΜΟΥ κ. ΕΥ­ΓΕ­ΝΙΟΥ
ΚΑ­ΤΑ ΤΟ ΤΕΣ­ΣΑ­ΡΑ­ΚΟΝ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΟΝ Ι­Ε­ΡΟΝ ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΝ
ΤΟΥ Α­ΟΙ­ΔΙ­ΜΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ
ΠΕ­ΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡ­ΡΟ­ΝΗ­ΣΟΥ κυ­ροῦ ΝΕ­ΚΤΑ­ΡΙΟΥ
Ἱ­ε­ρός Μη­τρο­πο­λι­τι­κός Να­ός Με­γά­λης Πα­να­γί­ας 
Νε­α­πό­λε­ως Λα­σι­θί­ου
Κυ­ρια­κή, 22α Νο­εμ­βρί­ου 2015

«Ἐ­δῶ στήν Κρή­τη δέν μι­λοῦ­νε στήν ψυ­χή μας μο­νά­χα αὐ­τά πού βλέ­που­νε τά μά­τια μας· μιά δεύ­τε­ρη Πα­τρί­δα, πές την Ἀ­πά­νω Κρή­τη, φεγ­γο­βο­λᾶ ἀ­πό με­γα­λω­σύ­νες καί ὀ­μορ­φά­δες», ἔ­γρα­ψε ὁ ἐ­κλε­κτός της γό­νος Παν­τε­λῆς Πρε­βε­λά­κης (ἀ­πό «ΤΟ ΧΡΟ­ΝΙ­ΚΟ ΜΙΑΣ ΠΟ­ΛΙ­ΤΕΙΑΣ»­). Στήν Ἀ­πά­νω Κρή­τη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α της βρί­σκε­ται πλέ­ον μί­α ἀ­κό­μη ἀ­πό αὐ­τές τίς με­γα­λω­σύ­νες καί ὀ­μορ­φά­δες, ὁ μα­κα­ρι­στός Ποι­με­νάρ­χης τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Πέ­τρας καί Χερ­ρο­νή­σου, Μη­τρο­πο­λί­της Νε­κτά­ριος.
   Σή­με­ρα, ἀ­πό ὑ­πα­κο­ή καί μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί στό Σε­πτό Πρό­ε­δρο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου καί Το­πο­τη­ρη­τή τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως, Σεβ. Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Κρή­της κ.κ. Εἰ­ρη­ναῖ­ο, ἀ­νέ­λα­βα νά ἱ­ε­ρουρ­γή­σω τόν λό­γο τήν ὥ­ρα αὐ­τή καί νά ἀ­νοί­ξω τό στό­μα μου γιά νά ψελ­λί­σω λί­γες λέ­ξεις γιά τόν ἀ­οί­δι­μο Γέ­ρον­τά μου. Σᾶς ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι εὐ­θύς ἐ­ξαρ­χῆς πώς ἀ­λη­θι­νά δυ­σκο­λεύ­ο­μαι πο­λύ νά μι­λή­σω, για­τί δέν θά μπο­ρέ­σω νά πῶ ὅ­λη τήν ἀ­λή­θεια γι᾿ αὐ­τόν. Ἀ­να­γνω­ρί­ζω τήν πνευ­μα­τι­κή μου ἔν­δεια γιά τοῦ­το τό τόλ­μη­μα καί ἀ­να­στέλ­λε­ται ἡ δι­ά­θε­σή μου, ἀλ­λά ὁ­λο­πρό­θυ­μη ἀ­πό μέ­ρους μου θά εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χή ὅ­σων συ­νε­πά­γε­ται ἡ ἀ­τε­λής ἀ­πό­δο­ση τοῦ πορ­τραί­του ἑ­νός ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­δη στήν συ­νεί­δη­ση τῶν συ­ναν­θρώ­πων κα­τα­γρά­φε­ται ὡς μέ­γας.
Δέν εἶ­ναι σχῆ­μα λό­γου ὅ­τι θά τόν ἀ­δι­κή­σω καί πώς, ὅ­σο κι ἄν μα­ζέ­ψω ἄν­θη κι εὐ­ω­δι­ές ἀ­πό τούς κα­λύ­τε­ρους κρη­τι­κούς λει­μῶ­νες, δέν θά τά κα­τα­φέ­ρω νά πλέ­ξω τό στε­φά­νι του καί νά τόν στε­φα­νώ­σω ἀ­πό μέ­ρους σας, ὅ­πως τοῦ πρέ­πει. Ἀλ­λά σκέ­φτο­μαι, μή­πως καί τό στε­φά­νι αὐ­τό, ὅ­σο ὄ­μορ­φο καί ἄν εἶ­ναι, δέν φτά­νει σέ τί­πο­τε τε­λι­κά ἐ­κεῖ­νο «τό ἀ­μά­ραν­τον στέ­φος» πού λαμ­βά­νουν οἱ ἐ­κλε­κτοί τοῦ Θε­οῦ μα­ζί μέ «τήν οὐ­ρά­νιον κλη­ρου­χί­αν», τό ὁ­ποῖ­ο ἤ­δη θε­ω­ρῶ ὅ­τι κο­σμεῖ τήν κε­φα­λή του. Ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι πῶς θά μπο­ρέ­σω νά με­τα­φέ­ρω, ἔ­στω καί λί­γο ἀ­πό τό μυ­στή­ριο καί τήν χά­ρη τοῦ κό­σμου τοῦ Γέ­ρον­τά μας, πού παν­θο­μο­λο­γού­με­να ἔ­ζη­σε στόν κό­σμο ὄν­τως ὑ­περ­κό­σμια καί τόν κό­σμη­σε. Δέν σκι­α­γρα­φεῖς, σκέ­φτο­μαι, τήν μορ­φή ἑ­νός ἀν­θρώ­που τοῦ Θε­οῦ, ἑ­νός χα­ρι­τω­μέ­νου καί ἡ­γι­α­σμέ­νου, ἱ­ε­ροῦ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, προ­σώ­που ἀ­να­φέ­ρον­τας με­ρι­κά γνω­ρί­σμα­τα ἤ ἀ­ρε­τές του, οὔ­τε κα­τα­γρά­φον­τας ἱ­στο­ρι­κούς σταθ­μούς τῆς ζω­ῆς του. Ἀ­φή­νε­σαι στή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νά ὁ­δη­γη­θοῦν τά βή­μα­τά σου στούς δρό­μους της, γιά νά μπο­ρέ­σεις κά­τι νά γευ­θεῖς καί νά κα­τα­νο­ή­σεις. Αὐ­τό μοῦ συμ­βαί­νει αὐ­τή τή στιγ­μή. Ἀ­φή­νο­μαι, ἔ­χον­τας τό αἴ­σθη­μα πώς ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Πέ­τρας καί Χερ­ρο­νή­σου Νε­κτα­ρί­ου δέν εἶ­ναι ἁ­πλά δυ­σπε­ρί­γρα­πτος ἀλ­λά κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πε­ρί­γρα­πτος. Εἶ­ναι γῆ Σι­να­ϊ­τι­κῆς Βά­του ἁ­γί­α, βά­του «και­ο­μέ­νης καί μή κα­τα­φλε­γο­μέ­νης». Ἔ­χει θε­ο­πτί­α καί οὐ­ρα­νί­ων θα­λά­μων με­του­σί­α. Εἶ­ναι μυ­στα­γω­γί­α καί τε­λεί­ων ἄ­νω­θεν δω­ρη­μά­των ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Εἶ­ναι δω­ρε­ά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ στήν γῆ, ἐκ­χύ­λι­σμα τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους πού θέ­τει στήν Ἐκ­κλη­σί­α, «ἀ­πο­στό­λους, προ­φή­τας, δι­δα­σκά­λους», «οἰ­κο­νό­μους πι­στούς τῆς χά­ρι­τος», πού ἀ­ξι­ώ­νον­ται τῆς ὄν­τως «δε­σπο­τι­κῆς χα­ρᾶς».
   Ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τάς μας, καί αὐ­τό δέν εἶ­ναι σχῆ­μα λό­γου, ἀ­να­λώ­θη­κε στήν δι­α­κο­νί­α τῆς Ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας, καί πρίν σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες «ἡρ­πά­γη.­.. τε­λει­ω­θεὶς ἐν ὀ­λί­γῳ.­.. ἀ­ρε­στὴ γὰρ ἦν Κυ­ρί­ῳ ἡ ψυ­χὴ αὐ­τοῦ». Ὁ Μέ­γας Ἀρ­χι­ε­ρεύς τόν ἐ­κά­λε­σε κον­τά Του. Καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­σπευ­σε ἀ­θό­ρυ­βα, καρ­τε­ρι­κά, τα­πει­νά καί εἰ­ρη­νι­κά γιά νά ἀ­να­παυ­θεῖ στήν πα­τρι­κή Του ἀγ­κα­λιά μέ τήν προσ­δο­κί­α τῆς κοι­νῆς ἀ­να­στά­σε­ως καί τῆς ζω­ῆς τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος, γνω­ρί­ζον­τας πώς, κα­τά τούς παύ­λει­ους λό­γους, «᾿Ε­μοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χρι­στὸς καὶ τὸ ἀ­πο­θα­νεῖν κέρ­δος» (Φι­λιππ. α΄, 21) καί «ἐ­άν τε .­.. ζῶ­μεν ἐ­άν τε ἀ­πο­θνή­σκω­μεν, τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­σμέν» (Ρωμ. ιδ΄, 8). Πο­ρεύ­θη­κε στήν «ἀ­γή­ρω μα­κα­ρι­ό­τη­τα» ἔ­χον­τας βα­θειά ἐ­πί­γνω­ση τῶν λό­γων τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ: «Σκιά θα­νά­του ἐ­στίν ἡ ἀν­θρω­πί­νη ζωή. Εἴ τις οὖν ἐ­στι με­τά τοῦ Θε­οῦ, καί ὁ Θε­ός μετ᾿ αὐ­τοῦ ἐ­στιν, οὗ­τος δύ­να­ται εἰ­πεῖν ἐ­ναρ­γῶς τό, Ἐ­άν γάρ πο­ρευ­θῶ ἐν μέ­σῳ σκιᾶς θά­να­του, οὐ φο­βη­θή­σο­μαι κα­κά, ὅ­τι σύ μετ᾿ ἐ­μοῦ εἶ» (Πε­ρί ἀ­γά­πης ἑ­κα­τον­τάς δευ­τέ­ρα, τεσσ. ἀ­νοικ. στ΄­).
   Σή­με­ρα, σ᾿ αὐ­τήν τήν λει­τουρ­γι­κή ὥ­ρα, κα­τά τήν ὁ­ποί­α συ­να­χθή­κα­με γιά νά ἑ­νώ­σο­με τίς προ­σευ­χές μας καί νά τίς κα­τευ­θύ­νο­με ὡς θυ­μί­α­μα στά Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τῆς με­γα­λω­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ γιά τήν ἀ­νά­παυ­ση τῆς μα­κα­ρί­ας ψυ­χῆς του με­τά τῶν ἁ­γί­ων καί τῶν δι­καί­ων Του, τόν ἀ­να­ζη­τοῦ­με ἀλ­λά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­με τό Ἰ­ώ­βει­ο «ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἔ­δο­ξεν, οὕ­τω καὶ ἐ­γέ­νε­το· εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον» (Ἰ­ώβ α΄, 21),  κρα­τών­τας στήν καρ­διά μας τή φω­τει­νή πα­ρου­σί­α, τό ἦ­θος, τό φρό­νη­μα καί τό πα­ρά­δειγ­μά του.
   Ἕ­νας με­γά­λος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἄν­δρας μέ ἐ­πι­βλη­τι­κό πα­ρά­στη­μα, ἕ­νας χα­ρι­σμα­τι­κός ἄν­θρω­πος μέ ὀ­φθαλ­μο­ύς γε­μά­τους ὁ­ρα­μα­τι­σμούς ὑ­πῆρ­ξε ὁ Νε­κτά­ριος. Καί ὅ­λοι σή­με­ρα ἀ­να­πο­λοῦ­με καί μνη­μο­νεύ­ο­με, εὐ­γνω­μο­νοῦ­με καί θαυ­μά­ζο­με, εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καί δο­ξά­ζο­με τόν Θε­ό πού μᾶς τόν χά­ρι­σε γνή­σιο πα­τέ­ρα, ἀ­λη­θι­νό ποι­μέ­να, ἀ­ει­κί­νη­το, ἀ­κα­τα­πό­νη­το καί ἀ­κά­μα­το τῆς εὐ­σε­βεί­ας δι­δά­σκα­λο.

   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πε Κρή­της κ.κ. Εἰ­ρη­ναῖ­ε,
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, Θε­ο­φι­λέ­στα­τοι,
   Ἀ­δελ­φοί Ἱ­ε­ρεῖς καί Δι­ά­κο­νοι, Ὁ­σι­ώ­τα­τοι Μο­να­χές καί Μο­να­χοί, Εὐ­λο­γη­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού συ­νήλ­θα­τε ἐ­δῶ γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Νε­κτα­ρί­ου.
   Συγ­χω­ρῆ­στε με αὐ­τήν τήν ὥ­ρα πού θά στρέ­ψω τόν λό­γο καί δέν θά μι­λή­σω γιά ἐ­κεῖ­νον, ἀλ­λά,  ὅ­πως πάν­τα, σέ ἐ­κεῖ­νον, γιά νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ. Γιά νά τοῦ πῶ κά­τι ἀ­πό ὅ­σα θέ­λει ἡ καρ­διά μου, ἀλ­λά ἀ­δυ­να­τοῦν τά χεί­λη μου νά τοῦ προ­σφέ­ρουν. Πρός ἐ­κεῖ­νον λοι­πόν θά κι­νή­σω τόν χα­ρι­στή­ριο λό­γο μου μέ τήν βε­βαι­ό­τη­τα πώς ἐ­κεῖ πού εἶ­ναι, κά­που με­τα­ξύ τοῦ Θρό­νου τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θρό­νου πού ἐ­κλέ­ϊ­σε, θά τόν ἀ­κού­σει.
   Σε­πτέ τῆς κα­τά Πέ­τραν καί Χερ­ρό­νη­σον Ἐκ­κλη­σί­ας ἄγ­γε­λε, πο­λυ­φί­λη­τε Γέ­ρον­τα, τί­μι­ε ἐρ­γά­τη τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τοῦ Κυ­ρί­ου καί πι­στέ οἰ­κο­νό­με τοῦ γε­ωρ­γί­ου Του, ὄν­τως ἀ­ξι­ο­μα­κά­ρι­στε καί ἀ­λη­σμό­νη­τε Ἐ­πί­σκο­πε τῆς Το­πι­κῆς αὐ­τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πο­λυ­σέ­βα­στε πά­τερ Νε­κτά­ρι­ε.
   Ἡ αἰφ­νί­διος ἐκ­δη­μί­α σου πρός τόν Με­γά­λο Ἀρ­χι­ε­ρέ­α Χρι­στό πλή­ρω­σε τήν καρ­διά μας μέ χαρ­μο­λύ­πη. Λύ­πη γιά τό με­γά­λο κε­νό πού αἰ­σθα­νό­μα­σθε ἀ­πό τόν ἔ­στω καί πρός και­ρόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό μας, ἀλ­λά καί χα­ρά για­τί γνω­ρί­ζο­με πώς γιά τούς ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ «οὐκ ἔ­στιν .­.. θά­να­τος, ἐκ­δη­μο­ύν­των ἡ­μῶν ἀ­πὸ τοῦ σώ­μα­τος, καὶ πρὸς .­.. τὸν Θε­ὸν ἐν­δη­μο­ύν­των, ἀλ­λὰ με­τά­στα­σις ἀ­πὸ τῶν λυ­πη­ρο­τέ­ρων ἐ­πὶ τὰ χρη­στό­τε­ρα καὶ θυ­μη­δέ­στε­ρα, καὶ ἀ­νά­παυ­σις καὶ χα­ρά» (Γ΄ Εὐ­χή Ἑ­σπε­ρι­νοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου). Εἴ­μα­στε σί­γου­ροι ὅ­τι «σέ πῆ­ρε ὁ οὐ­ρα­νός καί ἐ­κεῖ­νος κά­πο­τε θά μι­λή­σει γιά ἐ­σέ­να», γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω μί­α δι­κή σου ἔκ­φρα­ση, ὅ­πως τήν ἔ­λε­γες καί τήν ἔ­γρα­φες γιά τόν Γέ­ρον­τά σου.
   Δι­στά­ζω νά σέ ἱ­ε­ρο­γρα­φή­σω. Τί νά πῶ καί τί νά ἀ­φή­σω; Θά χρει­α­ζό­μουν τό­σο χρό­νο ὅ­σο ἀ­πό τό­τε πού σέ πρω­το­αν­τί­κρι­σα. Καί ὄ­χι μό­νο. Τά αἰ­σθή­μα­τα καί τά βι­ώ­μα­τα ἄλ­λω­στε δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν πο­τέ νά ἐκ­φρα­σθοῦν μέ λό­για. Ὑ­πῆρ­ξες ἀ­λη­θι­νά γιά ὅ­λους μας πα­τέ­ρας, ἀ­δελ­φός καί φί­λος, προ­στά­της, συ­νο­δί­της καί χα­λι­νός. Πα­ρα­δο­σια­κός καί ταυ­τό­χρο­να ρη­ξι­κέ­λευ­θος, μέ ἀ­νοι­κτούς ὀ­φθαλ­μούς, πού ἔ­βλε­παν τό αὔ­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ τό­που καί ὁ­ρα­μα­τί­ζον­ταν συ­νε­χῶς. Ἤ­σουν μα­κρό­θυ­μος καί ἀ­νε­κτι­κός, ἀ­νε­ξί­κα­κος ἀλ­λά καί μα­χη­τι­κός γιά τά δί­και­α τοῦ λα­οῦ σου. Ἐ­πί­σκο­πος, ὅ­πως τόν θέ­λει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν πρός τόν Πρω­τε­πί­σκο­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της Τί­το ἐ­πι­στο­λή του. Φι­λό­θε­ος καί φι­λάν­θρω­πος, φι­λό­χρι­στος καί φι­λά­γιος, φι­λό­κα­λος καί φι­λά­ρε­τος, φι­λα­κό­λου­θος καί φι­λό­μου­σος,  φι­λο­μό­να­χος καί φι­λή­συ­χος, φι­λό­ξε­νος καί φι­λά­γα­θος, φι­λο­μα­θής καί φι­λεύ­σπλα­χνος. Συ­νε­τός καί σώ­φρων. Συγ­χω­ρη­τι­κός ἀλ­λά προ­πάν­των δί­και­ος. Ἐ­λε­ή­μων, ἀ­κτή­μων καί ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος, πλου­τι­στής ὅ­μως πνευ­μα­τι­κός τῶν πε­νο­μέ­νων. Λει­τουρ­γι­κός καί πρα­κτι­κός. Με­γα­λο­πρε­πής, καί προ­πάν­των ἱ­ε­ρο­πρε­πής. Βι­βλι­κή μορ­φή, ἀ­λη­θής Ποι­μήν μέ εὐ­αγ­γε­λι­κή πο­λι­τεί­α. Ἁ­γνός καί τί­μιος, εὐ­θύς καί ἀ­νι­δι­ο­τε­λής. Ἀ­ξι­ο­πρε­πής, ἀ­ρι­στο­κρά­της στήν πιό ὡ­ραί­α ση­μα­σί­α τοῦ ὅ­ρου καί γι᾿ αὐ­τό ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τος, ἀ­ξι­ό­τι­μος καί ἀ­ξι­ο­μί­μη­τος.
   Εἶ­χες ἕ­να πι­στεύ­ω, μί­α ση­μαί­α καί ἕ­να σύν­θη­μα: «Ὅ­λα γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τί­πο­τε γιά ἐ­μᾶς». Αὐ­τό ζοῦ­σες, αὐ­τό πρέ­σβευ­ες, αὐ­τό δί­δα­σκες μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή, μέ τήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή πα­ρου­σί­α σου. Ὁ λό­γος σου ἔ­φερ­νε κον­τά μας τόν ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο. Ὁ λυ­ρι­σμός του πλη­σί­α­ζε στόν Θε­ο­λό­γο Γρη­γό­ριο. Ἡ λι­τό­τη­τα τοῦ βί­ου σου πα­ρέ­πεμ­πε στόν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο. Ὁ μο­να­χι­κός κοι­νο­βι­α­τι­σμός σου ἔ­φθα­νε στόν Μέ­γα Θε­ο­δό­σιο. Ἡ ὁ­σι­ό­τη­τά σου μι­μοῦν­ταν τόν Ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο. Ὁ ζῆ­λος σου εὐ­θυ­γραμ­μι­ζό­ταν μέ τοῦ Ἁ­γί­ου τοῦ χω­ριοῦ σου, τοῦ Ἁ­γί­ου τῶν παι­δι­κῶν σου χρό­νων, τοῦ Θε­σβί­του Ἠ­λί­α. Ἡ πνευ­μα­τι­κή λε­βεν­τιά σου, ἡ παρ­ρη­σί­α, ἡ εὐ­ψυ­χί­α ἦ­ταν σέ εὐ­θεί­α γραμ­μή μέ τόν Ἅ­γιο κα­βα­λά­ρη τοῦ Με­γά­λου Κά­στρου, ἡ ἀν­δρεί­α, ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, τό θάρ­ρος ἦ­ταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­να στόν Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα ἔ­φο­ρο τῆς Μο­νῆς τῆς με­τα­νοί­ας σου. Ἡ πρα­ό­τη­τα, ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ πι­στό­τη­τα ἀν­τέ­γρα­φαν κα­θη­με­ρι­νά τίς ἀ­ρε­τές τοῦ φε­ρω­νύ­μου Ἁ­γί­ου σου. Μι­μη­τής Ἁ­γί­ων, ὅ­πως καί ἐ­κεῖ­νοι μι­μη­τές Χρι­στοῦ. Αὐ­τό κα­τερ­γα­ζό­σουν ἐν μέ­σῳ θλί­ψε­ων, δο­κι­μα­σι­ῶν καί πό­νων μέ κα­θη­με­ρι­νή ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐρ­γα­σί­α πού χά­ρι­σε σέ ἐ­μᾶς αὐ­τό πού εἶ­σαι σή­με­ρα.
   Αὐ­τός ἤ­σουν. Γι᾿ αὐ­τό σέ θαυ­μά­ζα­με. Γι᾿ αὐ­τό σέ ἀ­κο­λου­θού­σα­με. Γι᾿ αὐ­τό σέ ἀ­κού­γα­με. Γι᾿ αὐ­τό γι­νό­μα­σταν συ­νέκ­δη­μοί σου στό δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας καί τοῦ ἁ­για­σμοῦ. Γι᾿ αὐ­τό σή­με­ρα σέ σε­βό­μα­στε, σέ τι­μοῦ­με, σέ ἀ­γα­ποῦ­με. Για­τί ἤ­σουν «τύ­πος τῶν πι­στῶν ἐν πᾶ­σι» καί ἡ ζω­ή σου ἄν­τε­χε σέ γυ­ά­λι­να κρι­τή­ρια, κα­τά δι­κή σου πά­λι ρή­ση, εἰ­πω­μέ­νη γιά τό Γέ­ρον­τά σου.
   Δέν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή ἄν πῶ, ὅ­σο καί ἄν δέν θά τό ἤ­θε­λες, πώς τά κα­τά­φε­ρες παλ­λη­κα­ρή­σια νά ἰ­σχύ­ουν γιά ἐ­σέ­να ὅ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου μας οἱ μα­κα­ρι­σμοί. Ἤ­σουν ἀ­πό ἐ­κεί­νους τούς σπά­νιους ἀν­θρώ­πους, τούς ἀ­λη­θι­νά τα­πει­νούς πού κα­το­νο­μά­ζον­ται «πτω­χοὶ τῷ πνε­ύ­μα­τι» καί τῶν ὁ­ποί­ων «ἐ­στὶν ἡ βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Ἤ­σουν ἀ­πό ἐ­κεί­νους τούς «πεν­θοῦν­τες» πού δέ­χον­ται τήν πα­ρη­γο­ριά τοῦ Πα­ρα­κλή­του,  ἀ­πό τούς «πρα­εῖς» πού θά εἶ­ναι τε­λι­κά οἱ κλη­ρο­νό­μοι τῆς γῆς, ἀ­πό τούς «πει­νῶν­τες καὶ δι­ψῶν­τες τὴν δι­και­ο­σύ­νην» πού θά χορ­τα­σθοῦν ἀ­πό τόν Δι­και­ο­κρί­τη, ἀ­πό τούς «ἐ­λε­ή­μο­νες» πού θά ἐ­λε­η­θοῦν ἀ­πό τόν Παν­τε­λε­ή­μο­να, ἀ­πό τούς «κα­θα­ρούς τῇ καρ­δί­ᾳ» πού θά δοῦν τόν Θε­όν, ἀ­πό τούς «εἰ­ρη­νο­ποι­ούς» πού θά ἐ­ξο­νο­μα­σθοῦν «υἱ­οὶ Θε­οῦ», ἀ­πό τούς «δε­δι­ωγ­μέ­νους ἕ­νε­κεν δι­και­ο­σύ­νης» πού δι­κή τους εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἀ­πό αὐ­τούς γιά τούς ὁ­ποί­ους ὁ Κύ­ριος εἶ­πε τό «μα­κά­ριοί ἐ­στε ὅ­ταν ὀ­νει­δί­σω­σιν ὑ­μᾶς καὶ δι­ώ­ξω­σι καὶ εἴ­πω­σι πᾶν πο­νη­ρὸν ρῆ­μα καθ᾿ ὑ­μῶν ψευ­δό­με­νοι ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ» (Ματθ. ε΄, 3-12). Γι’ αὐ­τό χαι­ρό­σουν, για­τί γνώ­ρι­ζες ὅ­τι ὁ μι­σθὸς σου θά εἶ­ναι «πο­λὺς ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», καί μό­νο αὐ­τό ἐ­πι­ζη­τοῦ­σες. Τί­πο­τε ἀ­πό τά ἐ­πί τῆς γῆς, τά ὁ­ποῖ­α «σὴς καὶ βρῶ­σις ἀ­φα­νί­ζει» (Ματθ. ς΄, 19).
   Δέν ἔ­παυ­σες πο­τέ νά ἐρ­γά­ζε­σαι γιά τήν οἰ­κο­δο­μή καί τόν πνευ­μα­τι­κό ἐ­πι­στη­ριγ­μό τοῦ ποι­μνί­ου σου, νά ἱ­ε­ρουρ­γεῖς, νά κη­ρύτ­τεις, νά νου­θε­τεῖς. Δέν ἔ­παυ­σες πο­τέ νά ἀ­γα­πᾶς καί νά ἐκ­δα­πα­νᾶ­σαι γιά τό ποί­μνιό σου, πού ἦ­ταν γιά ἐ­σέ­να ὁ πο­λύ­τι­μος θη­σαυ­ρός σου. Ζοῦ­σες γι᾿ αὐ­τό καί γιά τήν σω­τη­ρί­α του. Ἡ Μη­τρό­πο­λη αὐ­τή σφρα­γί­σθη­κε ἀ­πό τήν εἰ­κο­σι­πεν­τα­ε­τῆ καλ­λί­καρ­πη ποι­μαν­το­ρί­α σου. Οἰ­κο­δό­μη­σες Να­ούς, ἀ­να­συγ­κρό­τη­σες Μο­νές, συ­νέ­βα­λες ἀ­πο­φα­σι­στι­κά σέ ἔρ­γα κοι­νῆς ὠ­φέ­λειας. Συ­νερ­γά­σθη­κες μέ τά τί­μια μέ­λη τοῦ ἱ­ε­ροῦ κα­τα­λό­γου τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ροι­κί­ας πού σοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, μέ τούς κα­λούς της ἄρ­χον­τες, μέ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους τῆς προ­σφο­ρᾶς, πού βρῆ­καν στό πρό­σω­πό σου ἅ­γι­ες ἐμ­πνεύ­σεις.
   Κά­θε φο­ρά πού σέ βλέ­πα­με νά ἀ­νοί­γεις τά χέ­ρια γιά νά μᾶς εὐ­λο­γή­σεις, νά μᾶς εἰ­ρη­νεύ­σεις, νά ζη­τή­σεις ἀ­πό τόν Κύ­ριο νά ἐ­πι­βλέ­ψει «ἐ­πὶ τὴν ἄμ­πε­λον ταύ­την», βλέ­πα­με μί­α ἀ­νοι­κτή ἀγ­κα­λιά ἕ­τοι­μη νά μᾶς κα­λο­δε­χτεῖ, νά μᾶς ἀ­πο­δε­χτεῖ, νά μᾶς συγ­χω­ρή­σει, νά μᾶς κλεί­σει μέ­σα της χα­ρί­ζον­τάς μας στορ­γή καί θαλ­πω­ρή. Ὅ­ταν ἄ­νοι­γες τά χέ­ρια, ὅ­ταν ἔ­σμι­γε τό φῶς σου μέ τό φῶς τῶν δι­κη­ρο­τρι­κή­ρων σου, νο­μί­ζα­με πώς ἄ­νοι­γε ἡ ἀγ­κα­λιά τοῦ Θε­οῦ. Βλέ­πα­με μπρο­στά μας νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἐ­κεί­νη ἡ ὄ­μορ­φη εἰ­κό­να τοῦ Πα­τέ­ρα τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ ἀ­σώ­του, πού «δρα­μὼν» ἀγ­κα­λιά­ζει τήν με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή καί τήν ἐ­πι­βρα­βεύ­ει. Καί δί­δον­τας τό χέ­ρι του στόν πε­σμέ­νο, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο καί τσα­κι­σμέ­νο ψυ­χι­κά υἱ­ό του, τόν βο­η­θᾶ νά ση­κώ­σει τά μά­τια, νά κοι­τά­ξει ψη­λά καί μπρο­στά, καί νά πο­ρευ­θεῖ στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ ἐ­φε­ξῆς. Τό ζή­σα­με καί τό φω­νά­ζο­με πώς ὅ­σο στε­νο­χω­ρι­ό­σουν γιά τήν ἀ­πο­μά­κρυν­σή μας, τό­σο πρό­σμε­νες καί ἑ­όρ­τα­ζες πάν­το­τε τήν ἐ­πι­στρο­φή μας.
   Ὅ­ταν χτυ­ποῦ­σες τήν ρά­βδο σου βλέ­πα­με μπρο­στά μας τόν Μω­ϋ­σῆ, ὅ­ταν ἐ­πα­να­λάμ­βα­νες δύ­ο καί τρεῖς φο­ρές ἐμ­φαν­τι­κά τίς λέ­ξεις δέν ἦ­ταν μό­νο γιά νά τίς κα­τα­νο­ή­σο­με, ἀλ­λά καί γιά νά μήν ἔ­χο­με δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν τίς ἀ­κού­σα­με. Φα­νέ­ρω­νες, μέ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο, ὅ­τι ἤ­σουν αὐ­στη­ρός, στόν ἑ­αυ­τό σου πρῶ­τα, ἐ­κρη­κτι­κός καί δυ­να­μι­κός, ἀ­συμ­βί­βα­στος, Ἐ­πί­σκο­πος κύ­ρους, πού προ­μα­χοῦ­σες γιά τά δί­και­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
   Μᾶς δί­δα­ξες πῶς νά αἰ­σθα­νό­μα­στε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στή ζω­ή μας, πῶς νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὅ­πως ἐ­σύ, τή μη­τρι­κή στορ­γή τῆς Πα­να­γί­ας μας. «Ἡ ἁ­γί­α τῆς ζω­ῆς σου χα­ρά, ἡ ἁ­γί­α τῆς ζω­ῆς σου ἐλ­πί­δα», ὅ­πως τήν ὀ­νό­μα­ζες, ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη σου Πα­να­γί­α δέν σέ ἄ­φη­σε καί δέν τήν ἄ­φη­σες πο­τέ. Παν­τοῦ καί πάν­τα μα­ζί Της. Στόν Να­ό Της, τόν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νο «τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων», στό Ἡ­ρά­κλει­ο, πού τόν γέ­μι­ζες ἀ­σφυ­κτι­κά στίς μο­να­δι­κές ἐ­κεῖ­νες καί ἀ­νε­πα­νά­λη­πτες κυ­ρι­α­κά­τι­κες ὁ­μι­λί­ες σου. Στό Ἱ­ε­ρό Ἡ­συ­χα­στή­ριο τῶν Εἰ­σο­δί­ων Της, πού Τῆς ἀ­νή­γει­ρες καί ὁ­δή­γη­σες φι­λο­μό­να­χες ψυ­χές νά ἀ­κο­λου­θή­σουν τήν ἀγ­γε­λι­κή πο­λι­τεί­α. Στά πολ­λά Μο­να­στή­ρια τῆς Ἐ­παρ­χί­ας σου, τά ἀ­φι­ε­ρω­μέ­να σ᾿ Ἐ­κεί­νην. Σέ αὐ­τό ἐ­δῶ τό Πα­λά­τι Της, τόν με­γα­λο­πρε­πῆ Να­ό Της, τῆς Με­γά­λης Πα­να­γί­ας, πού λάμ­πρυ­νες τήν λει­τουρ­γι­κή του ζω­ή μέ τήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή σου χά­ρη, ἀλ­λά καί σέ ἐ­κεῖ­νον τῆς Φερ­μα­λί­νας, πού ἀ­πό σε­βα­σμό στήν Ἱ­στο­ρί­α καί τόν Ὀρ­θό­δο­ξο Πο­λι­τι­σμό αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς γω­νιᾶς τῆς κρη­τι­κῆς γῆς, τῆς Νε­ά­πο­λης, ἀ­νοι­κο­δό­μη­σες ἐκ νέ­ου. Ἡ Πα­να­γί­α δια­ρκῶς μα­ζί σου καί ἐ­σύ μα­ζί Της, πι­στός θε­ρά­πων καί λά­τρις Της, ὅ­πως δι­α­τει­νό­σουν μέ­χρι καί τήν τε­λευ­ταί­α συλ­λει­τουρ­γί­α μας ἐ­δῶ, τόν πε­ρα­σμέ­νο Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο, πού ρά­γι­σαν καί οἱ πέ­τρες στή θέ­α καί στούς λό­γους σου.
   Ἐ­σύ μᾶς ἔ­μα­θες νά ἀ­γα­ποῦ­με, νά σε­βό­μα­στε καί νά τι­μοῦ­με τή Μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α. Τό­νι­σες κά­πο­τε, κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Τί­του, πώς «πρέ­πει ἡ Κρή­τη νά ἐγ­καυ­χᾶ­ται γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α της καί τήν χρι­στι­α­νι­κή μαρ­τυ­ρί­α της, γιά τό σύν­δε­σμό της με τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Ὃ,τι ἔ­χο­με ὡς Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ,τι εἴ­με­θα ἐν Κυ­ρί­ῳ τό ὀ­φεί­λο­με στήν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τή μᾶς στή­ρι­ξε στίς δύ­σκο­λες πε­ρι­πέ­τει­ες πού πε­ρά­σα­με ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες. Αὐ­τή προ­νο­οῦ­σε πάν­το­τε φι­λό­στορ­γα γιά μᾶς καί μᾶς ἀ­κε­ραί­ω­νε στήν ἀ­γά­πη της. Γι᾿ αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πού δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά τήν ἀμ­φι­σβη­τή­σει ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Κρή­της, οἱ Ἄρ­χον­τες, ὁ Κλῆ­ρος, ὁ λα­ός εἶ­ναι ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι εὐ­γνω­μό­νως στήν Ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α καί αἰ­σθά­νον­ται κά­τω ἀ­πό τό ὠ­μο­φό­ριο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχου στορ­γι­κά ἀ­σφα­λεῖς».
   Συ­νε­λάμ­βα­νες μέ τά σπιν­θη­ρο­βό­λα σου μά­τια τά μη­νύ­μα­τα, τά ζη­τή­μα­τα καί τά προ­βλή­μα­τα τῶν και­ρῶν καί, ἐ­πι­θυ­μών­τας νά μᾶς κα­τα­στή­σεις κοι­νω­νούς αὐ­τῶν πού ἀ­νί­χνευ­ες προ­σευ­χη­τι­κά, μᾶς τό­νι­ζες μέ τόν πάν­τα σύγ­χρο­νο λό­γο σου πώς «ἀ­κό­μη καί στά τε­λευ­ταῖ­α αὐ­τά χρό­νια, πού καυ­χη­θή­κα­με γιά τόν πο­λι­τι­σμό καί τήν πρό­ο­δο τῆς ἐ­πι­στή­μης, δη­μι­ουρ­γή­θη­καν νέ­ες ἀ­ποι­κί­ες δι­α­φο­ρε­τι­κῆς μορ­φῆς, πού κά­νουν ἀ­να­δα­σμό τῶν λα­ῶν τοῦ πλα­νή­τη μας σύμ­φω­να πάν­το­τε μέ τά συμ­φέ­ρον­τα τῶν ἰ­σχυ­ρῶν τῆς γῆς. Ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τῆς τῆς κα­τα­στά­σε­ως ἔ­χει εὐ­τε­λι­σθεῖ ἡ ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που καί ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ νέ­α σκλα­βο­πά­ζα­ρα. Ζοῦ­με σέ μί­α κοι­νω­νί­α, μᾶς ἔ­λε­γες, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κλα­ϊ­κεύ­ει καί ἐκ­χυ­δα­ΐ­ζει τά πάν­τα, ἀ­φοῦ τά κά­νει θε­ά­μα­τα, ὅ­που ἐ­πι­κρα­τεῖ ὁ ἐκ­βια­σμός, τό συμ­φέ­ρον, ἡ χρυ­σί­ζου­σα ἀ­πά­τη. Ὅ­λοι μας σάν νε­ώ­τε­ροι λω­το­φά­γοι ξε­χά­σα­με τήν κα­τα­γω­γή μας, τόν προ­ο­ρι­σμό μας καί ἔ­χο­με κα­ταν­τή­σει σάρ­κες, ὑ­λι­κό φω­τιᾶς, κα­τά τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, πού ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πό μέ­σα μας τή φλό­γα καί τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ».
   Καί μᾶς προ­έ­τρε­πες πώς «εἶ­ναι και­ρός πιά ὁ οὐ­ρα­νός νά μι­λή­σει μέ­σα μας καί ὁ λό­γος του νά γί­νει ξε­κί­νη­μα μιᾶς ζων­ταν­ῆς ὀρ­θο­δό­ξου μαρ­τυ­ρί­ας, ἑ­νός στα­θε­ροῦ ἀ­γῶ­να, μιᾶς ἔν­τι­μης πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρου­σί­ας. Εἶ­ναι και­ρός ὁ Θε­ός νά δώ­σει πνο­ή στή στραγ­γι­σμέ­νη καρ­διά μας, νά δώ­σει φτε­ρά στίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­να­τά­σεις μας, νά δώ­σει δύ­να­μη στούς ἠ­θι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς καί τά με­τα­φυ­σι­κά μας σκιρ­τή­μα­τα. Εἶ­ναι και­ρός νά στη­ρί­ξει τά βή­μα­τά μας μέ­σα στούς ἀ­φι­λό­ξε­νους δρό­μους τῆς κοι­νω­νί­ας μας, νά με­τα­τρέ­ψει τίς ἐρ­γα­σί­ες μας σέ δι­α­κο­νί­ες, τή ζω­ή μας σέ εὐ­χα­ρι­στί­α, τό σχο­λεῖ­ο σέ σε­μνεῖ­ο ἀ­ρε­τῆς καί παι­δεί­ας, τό σπί­τι μας σέ «κατ᾿ οἶ­κον Ἐκ­κλη­σί­α», νά μᾶς συμ­φι­λι­ώ­σει μέ τήν κτί­ση, νά ἐκ­κλη­σιά­σει τήν ὕ­παρ­ξή μας καί τά ἀ­γα­θά μας καί νά μᾶς λυ­τρώ­σει ἀ­πό τό ἐ­πι­κίν­δυ­νο φορ­τί­ο τῶν προ­σω­πι­κῶν μας πα­θῶν καί λα­θῶν, ἀ­πό τή μο­να­ξιά μας πού σάν κεν­τρο­μό­λος δύ­να­μη μᾶς ἁ­λυ­σο­δέ­νει μέ τό ἐ­φή­με­ρο καί τό μά­ται­ο».
   Ἀ­γά­πη­σες μέ θέρ­μη τήν Κρή­τη καί τούς Κρῆ­τες. Ἀ­κό­μη ἠ­χεῖ στίς ἀ­κο­ές πολ­λῶν ὁ ὕ­μνος ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­κού­στη­κε ἀ­πό τά χεί­λη σου κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἡ­μέ­ρα ἐ­νώ­πιον τῶν ἐκ­προ­σώ­πων τῶν ὅ­που γῆς ἀ­πο­δή­μων παι­δι­ῶν τοῦ νη­σιοῦ μας: «Εἶ­ναι φι­λό­τι­μος καί φι­λό­ξε­νος», εἶ­πες σέ ἐ­κεί­νη τήν πε­ρί­στα­ση, «χω­ρίς σύ­νο­ρο ὁ Κρη­τι­κός. Μά σά λά­χει καί τοῦ ἀν­τι­στα­θεῖς, μο­νο­μιᾶς θά σοῦ ἀν­τι­στα­θεῖ κι ἐ­κεῖ­νος. Για­τί αὐ­τή τήν πέ­τρα, αὐ­τό τό χῶ­μα πού εἶ­ναι ἡ γῆ του, χρει­ά­στη­κε μέ­σα σέ χι­λιά­δες χρό­νια νά τά δι­α­φεν­τέ­ψει μέ τό αἷ­μα του. Ἀ­νυ­πό­τα­κτος πάν­τα, καί γιά τοῦ­το τρέ­μει τή συ­ναλ­λα­γή, πού φτω­χαί­νει τό μέ­σα πλοῦ­τος καί στραγ­γί­ζει ἀ­πό κά­θε ἰκ­μά­δα τό φύ­τρο τῆς ζω­ῆς. Ξέ­ρει ὁ Κρη­τι­κός πώς ὁ­λο­έ­να πρέ­πει νά ἀ­γω­νί­ζε­ται γιά ζω­ή καί γιά θά­να­το. Ἡ ἀ­πό­φα­ση τῆς θυ­σί­ας βρί­σκε­ται μέ­σα του ἀ­κοί­μη­τη. Ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νεις στήν Κρή­τη καί νι­ώ­θεις πώς τα­ξι­δεύ­εις σ᾿ ἕ­να κορ­μί μέ τίς φλέ­βες φου­σκω­μέ­νες, κα­τα­πλημ­μυ­ρι­σμέ­νες ἀ­πό ἀ­νή­συ­χο αἷ­μα. Ἡ Κρή­τη κα­λο­δέ­χε­ται τόν κα­λο­προ­αί­ρε­το ξέ­νο, μά μά­χε­ται μέ πεῖ­σμα καί τόν ἐ­χθρό. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α της, ἡ πα­ρά­δο­σή της, τό τρα­γού­δι της».
   Μιά δι­α­πί­στω­ση καί ταυ­τό­χρο­να πα­ραί­νε­ση στήν ἀ­παρ­χή ἑ­νός νέ­ου ἔ­τους ἦ­ταν αὐ­τό πού προ­φη­τι­κά εἶ­χες κα­τα­θέ­σει ὅ­τι «ὅ­σο περ­νᾶ ὁ χρό­νος ἔρ­χε­ται πιό κον­τά μας ὁ Θε­ός, ἡ ἀ­δι­ά­ψευ­στη ἐλ­πί­δα μας. Ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς μας, μέ ὅ­σα βά­σα­να καί πει­ρα­σμούς κι ἄν ἔ­χου­με, εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ σέ μᾶς. Κι ἄν κά­πο­τε τά μά­τια μας κλεί­σουν στό ἄ­νοιγ­μα τοῦ τά­φου μας, ἄς μή φο­βη­θοῦ­με. Ἀ­πό τόν τά­φο ἀρ­χί­ζει ἡ ἀ­τε­λεύ­τη­τη ζω­ή μέ τόν Θε­ό, στόν πε­δι­νό χῶ­ρο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος». Αὐ­τό πί­στευ­ες καί τό ἐ­πι­βε­βαί­ω­σες μπρο­στά μας κα­τά τό μα­κά­ριο τέ­λος σου. Ἀν­τι­με­τώ­πι­σες μέ ἐλ­πί­δα, καρ­τε­ρί­α καί ὑ­πο­μο­νή τήν ἀ­σθέ­νειά σου στό βρα­χύ δι­ά­στη­μα τῆς πα­ρου­σί­ας της στή ζω­ή σου. Καί μᾶς τό ἔ­δει­ξες μέ χί­λιους τρό­πους. Πῶς ἀ­λή­θεια μπο­ροῦ­με νά λη­σμο­νή­σο­με, ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ συ­νε­πί­σκο­ποί σου, ἐ­κεῖ­νες τίς ὑ­πέ­ρο­χες λέ­ξεις στίς δύ­ο πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δό μας ἐ­πι­στο­λές σου, στίς ὁ­ποῖ­ες κα­τέ­γρα­φες τά τῆς δο­κι­μα­σί­ας καί φα­νέ­ρω­νες τό ἀ­λη­θι­νό με­γα­λεῖ­ο μιᾶς ψυ­χῆς πού ἀ­γά­πη­σε καί δό­θη­κε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Χρι­στό, πού ἔ­πα­θε καί πό­νε­σε ὁ Ἴ­διος γιά τόν ἄν­θρω­πο. «Ἔ­χω με­γά­λα ἀ­πο­θέ­μα­τα ἀν­το­χῆς, θάρ­ρους καί ἐλ­πί­δας», ση­μεί­ω­νες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. «Αἰ­σθά­νο­μαι τήν θαυ­μα­τουρ­γι­κή προ­στα­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁ­γί­ων. Εἶ­ναι προ­νό­μιο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, ὄ­χι μό­νο νά πι­στεύ­εις σ᾿ Αὐ­τόν, ἀλ­λά καί νά βα­στά­ζεις ἔ­στω καί ἐ­λά­χι­στα ἀ­πό τά στίγ­μα­τα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου Του καί νά γνω­ρί­ζεις τήν δύ­να­μη τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.
   Μέ τόν Χρι­στό, συ­νέ­χι­ζες, τά πάν­τα ὑ­πο­μέ­νεις. Ὁ Ἰ­ώβ, στό τέ­λος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του, τα­λα­νί­ζον­τας τόν ἑ­αυ­τό του, εἶ­πε στο Θε­ό: «κρί­μα πού δέν ἔ­πα­θα πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά Σέ­να». Πρέ­πει νά φθά­σου­με στό «ἀ­μήν» τῶν δι­κῶν μας δυ­νά­με­ων, γιά νά βά­λει ὁ Θε­ός «εὐ­λο­γη­τός» τῆς παν­το­δυ­να­μί­ας Του.
   Ἡ ἀ­πο­μό­νω­σή μου, τρεῖς μῆ­νες στήν Ἀ­θή­να, μέ βο­ή­θη­σε νά κα­τα­λά­βω πολ­λά πράγ­μα­τα πού δέν τά σπου­δαι­ο­λο­γοῦ­σα ὅ­ταν εἶ­χα τά χέ­ρια μου στό ἄ­ρο­τρο τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ δο­λί­χου».
   Καί κα­τέ­λη­γες: «Τοῦ­το μό­νο Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, νά προ­σεύ­χε­σθε νά γί­νει τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί σέ μέ­να, ὅ­ποι­ο καί ἄν εἶ­ναι αὐ­τό, πού νά ἔ­χει σχέ­ση μέ τό κα­λό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί μέ τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μου». Τήν προ­τρο­πή σου αὐ­τή τήν κά­να­με πρά­ξη, προ­σευ­χη­θή­κα­με πο­λύ. Ἀ­μέ­τρη­τοι ἄν­θρω­ποι προ­σευ­χή­θη­καν γιά σέ­να. Δέν γνω­ρί­ζω ἐ­άν γιά ἄλ­λο ἀ­σθε­νῆ ἔ­γι­ναν τό­σες προ­σευ­χές. Καί ἔ­γι­νε τε­λι­κά τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τό πού ἤ­θε­λες καί ἐ­σύ νά γί­νει. Ἀ­φοῦ δέν εἶ­χες δι­κό σου θέ­λη­μα. Καί εἶ­σαι πλέ­ον στό οὐ­ρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο, δῶ­ρο πο­λύ­τι­μο τῆς κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στό Θρό­νο τῆς χά­ρι­τος, πρε­σβευ­τής στόν οὐ­ρα­νό γιά τό κα­λό της καί γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν δι­κῶν μας πλέ­ον ψυ­χῶν.
   Ὅ­σο περ­νά­ει ὁ και­ρός πα­γι­ώ­νε­ται στήν ψυ­χή μας τό αἴ­σθη­μα ὅ­τι ἀ­να­στρε­φό­μα­σταν ἕ­να με­γά­λο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἄν­δρα, ἕ­να γί­γαν­τα, ἕ­ναν ἅ­γιο καί δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό πού εἰ­σῆλ­θες στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί στή δι­κή μας ζω­ή, ἀλ­λά καί πού «ἐ­ξῆλ­θες εἰς ἀ­πάν­τη­σιν τοῦ Νυμ­φί­ου» καί «ἕ­τοι­μος εἰ­σῆλ­θες μετ᾿ αὐ­τοῦ εἰς τόν γά­μον». Αὐ­τό τό ζή­σα­με ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­σοι εἴ­χα­με τήν εὐ­λο­γί­α νά εἴ­μα­στε κον­τά σου τίς ὕ­στα­τες στιγ­μές σου. Καί ἐ­γώ προ­σω­πι­κά, πού ἀ­νέ­συ­ρα ἀ­πό τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἕ­να γε­γο­νός, πού συ­νέ­βη τριά­ντα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια πρίν. Μα­θη­τής στή δεύ­τε­ρη τά­ξη τοῦ Λυ­κεί­ου θά ἤ­μουν ὅ­ταν ἕ­να κεί­με­νό σου δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στόν τύ­πο τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­ου μέ τί­τλο «Μί­α ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες μου ἐμ­πει­ρί­ες κον­τά στόν ἀ­οί­δι­μο Εὐ­γέ­νιο» χα­ρά­ζον­ταν βα­θειά στήν καρ­διά μου και ἔ­μελ­λε νά κα­θο­ρί­σει τήν πο­ρεί­α μου. Δέν θά μπο­ροῦ­σα τό­τε νά φαν­τα­σθῶ ὅ­τι κά­πο­τε θά ἔ­πρε­πε νά πρά­ξω κά­τι ἀ­νά­λο­γο. Αὐ­τή τή φο­ρά γιά νά κα­τα­γρά­ψω τίς τε­λευ­ταῖ­ες προ­σω­πι­κές μου ἐμ­πει­ρί­ες κον­τά σου, ἐ­κεῖ στό Ἰ­α­τρι­κό Κέν­τρο τῶν Ἀ­θη­νῶν, πού με­τα­βλή­θη­κε σέ Ἀ­ρε­ταί­ει­ο, κα­τά μί­μη­σιν τοῦ ἰ­σαγ­γέ­λου Ἁ­γί­ου σου. Στό κρε­βά­τι τοῦ λυ­τρω­τι­κοῦ πό­νου σου, σέ ἀ­κού­γα­με νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις: «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ. Εἶ­μαι κα­λά» καί νο­μί­ζα­με ὅ­τι αὐ­τό τό «κα­λά» εἶ­χε νά κά­νει μέ τό πα­ρόν, ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­χε νά κά­νει μέ τό μέλ­λον, πού προ­γευ­ό­σουν ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες τίς ἱ­ε­ρές στιγ­μές. Ἐ­κεῖ μᾶς νου­θέ­τη­σες γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά καί μᾶς ἔ­δω­σες κα­τευ­θύν­σεις δι­α­κο­νί­ας λέ­γον­τάς μας: «Δέν ὑ­πάρ­χει, παι­διά μου, στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας ἐρ­γο­σω­τη­ρί­α ἀλ­λά Χρι­στο­σω­τη­ρί­α» καί πώς «ὅ­λα τά ἄλ­λα ἔ­χουν νά κά­νουν μέ αὐ­τα­ρέ­σκει­ες καί ἀν­θρω­πα­ρέ­σκει­ες ἀ­συμ­βί­βα­στες μέ τό λει­τούρ­γη­μά μας». Σέ ἀ­κού­γα­με νά λές «εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα», φα­νε­ρώ­νον­τας τό με­γα­λεῖ­ο τῆς ψυ­χῆς σου, πού ἐ­ξέ­φρα­ζε εὐ­χα­ρι­στια­κά τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη της στό Θε­ό, στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, στούς ἀν­θρώ­πους της, στούς ἀν­θρώ­πους σου. Σέ ἀ­κού­σα­με κά­ποι­α στιγ­μή νά λές: «Λυ­ποῦ­μαι πού δέν μπο­ρῶ νά δι­α­βά­ζω». Ἐ­σύ πού δι­ά­βα­ζες τά μυ­χι­αί­τα­τά μας. Σέ ἀ­κού­γα­με νά λές ὅ­τι βλέ­πεις μπρο­στά σου τό βι­βλί­ο τῶν λο­γι­σμῶν σου καί ὅ­ταν ρω­τού­σα­με πῶς εἶ­ναι μᾶς ἔ­λε­γες: «εἶ­ναι κα­λό». Καί ὅ­ταν ἦλ­θε ἡ ὥ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­γι­νες τοῦ Δεί­πνου Του τοῦ Μυ­στι­κοῦ κοι­νω­νός, σύσ­σω­μος καί σύ­ναι­μος μα­ζί Του, καί ἔ­πει­τα μᾶς εἶ­πες τήν τε­λευ­ταί­α σου λέ­ξη: «Πε­ρι­μέ­νω.­.­.­». Αὐ­τό πού ἦ­ταν τρό­πος καί στά­ση μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ζω­ῆς, ἀ­να­μο­νή καί προ­σμο­νή τῆς με­γά­λης συ­νάν­τη­σης μέ τόν Χρι­στό, ἀ­να­μο­νή τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης στιγ­μῆς τῶν δι­κῶν σου εἰ­σο­δί­ων στή Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
   Κα­λέ μας Γέ­ρον­τα,
   Στό Ἱ­ε­ρό σου Μνη­μό­συ­νο σή­με­ρα ὁ­μο­λο­γοῦ­με πώς μέ ἕ­να μο­να­δι­κό τρό­πο ἀ­γά­πη­σες καί ἀ­γα­πή­θη­κες, τί­μη­σες καί τι­μή­θη­κες. Σε­βά­στη­κες καί γι᾿ αὐ­τό ἀ­πο­λαμ­βά­νεις ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό. Μαρ­τυ­ροῦ­με πώς ἀ­να­πα­λαί­ω­σες μνη­μεῖ­α ἀλ­λά προ­πάν­των ἀ­να­στή­λω­σες κα­τε­ρει­πω­μέ­νες ἀν­θρώ­πι­νες ψυ­χές. Καί δι­α­κη­ρύσ­σο­με μέ παρ­ρη­σί­α πώς ἤ­σουν τε­λι­κά ὁ ἑ­αυ­τός σου, ἀ­νυ­πό­κρι­τος καί αὐ­θεν­τι­κός. Καί τό αὐ­θεν­τι­κό ἀ­ξί­ζει πάν­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀ­πό τό κα­λύ­τε­ρο ἀν­τί­γρα­φο. Σή­με­ρα πού μέ ἕ­να ἀλ­λι­ώ­τι­κο ἀ­πό τούς συ­νή­θεις τρό­πους σου βρί­σκε­σαι ἀ­νά­με­σά μας ἕ­να ἄ­ρω­μα βα­σι­λι­κοῦ καί δεν­δρο­λί­βα­νου καί ρό­δου καί γαρ­δέ­νιας, πού συν­θέ­τουν πα­νεύ­ο­σμο θυ­μί­α­μα, γε­μί­ζει καί εὐ­φραί­νει τήν ὕ­παρ­ξή μας, ὅ­πως τήν εὔ­φραι­νε καί τήν νο­η­μα­το­δο­τοῦ­σε ἡ φυ­σι­κή πα­ρου­σί­α σου. Συγ­χώ­ρη­σέ μας πού δέν μπο­ροῦ­με νά συμ­βι­βα­σθοῦ­με μέ τό γε­γο­νός πώς ἔ­φυ­γες ἀ­πό κον­τά μας, πού δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά δε­χθοῦ­με ὅ­τι κοι­μή­θη­κες. Τό λέ­με ἀ­πί­στευ­το αὐ­τό τό γε­γο­νός, ἀλ­λά εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό. Ἡ κοί­μη­σή σου εἶ­ναι μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, «πά­σης πραγ­μα­τι­κό­τη­τος πραγ­μα­τι­κο­τέ­ρα», ὅ­πως συ­νή­θι­ζες νά λές κά­θε φο­ρά πού προ­έ­πεμ­πες κά­ποι­ον στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Στό πέν­θος μας, μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ μό­νο ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι σέ ἔ­χο­με δί­πλα μας. Εἶ­σαι ἀ­θά­να­τος καί σέ ἐ­μᾶς, πού εὐ­λο­γη­θή­κα­με νά σέ ἔ­χο­με Πα­τέ­ρα καί πο­δη­γέ­τη, εἶ­σαι ἡ πνοή καί ἡ ἁ­γί­α χα­ρά μας. Μνη­μο­νεύ­ο­με τούς θρόμ­βους τοῦ ἱ­δρῶ­τα σου γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τά δά­κρυ­ά σου γιά τίς πτώ­σεις μας, τά σκιρ­τή­μα­τά σου γιά τίς ἀ­να­στά­σεις μας, τούς δια­ρκεῖς ἀ­να­σα­σμούς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας πού βί­ω­νες καί μᾶς προ­έ­τρε­πες νά ἔ­χο­με συν­τρό­φους στόν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γῶ­να. Μνη­μο­νεύ­ο­με τούς κό­πους τῆς ἀ­γά­πης σου, ὅ­σα ἔ­κα­νες καί ὅ­σα ἔ­πα­θες γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Εὐ­λο­γί­α καί μό­νο εὐ­λο­γί­α τό διά­βα σου ἀ­πό τά πρό­σκαι­ρα τού­της τῆς ζω­ῆς. Κό­σμος, κό­σμη­μα ἀ­λη­θι­νό τοῦ κό­σμου μας, ὅ,τι στά­λα­ξε στήν καρ­διά μας ἡ πί­στη σου γιά νά το­νώ­σει τή δι­κή μας.
   Μέ τά μά­τια αὐ­τῆς τῆς πί­στε­ως, πού μᾶς δί­δα­ξες, βλέ­πο­με τή μα­κα­ρί­α ψυ­χή σου νά ὑ­πε­ρί­πτα­ται αὐ­τήν τήν λει­τουρ­γι­κή ὥ­ρα ἐ­πά­νω στό ἱ­ε­ρό αὐ­τό θυ­σι­α­στή­ριο τῆς Με­γά­λης Πα­να­γί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρές δέ­χθη­κε το­ύς βα­θεῖς στο­χα­σμο­ύς τῆς προ­σευ­χῆς σου καί τά μύ­ρα τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης σου. Νο­ε­ρά, γιά μιά ἀ­κό­μη φο­ρά, σέ ἀγ­κα­λι­ά­σα­με σέ αὐ­τήν τήν Ἁ­γί­α Ἀ­να­φο­ρά πού εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σέ σέ­να, αἰ­σθαν­θή­κα­με ξα­νά τό δέ­ος καί τή χά­ρη τῆς Μορ­φῆς σου, σέ ἀ­κού­σα­με νά μᾶς λές «ὁ Χρι­στὸς ἐν τῷ μέ­σῳ ἡ­μῶν» καί ὁ­λο­πρό­θυ­μα, μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τοῦ εἶ­ναι μας, σοῦ ἀ­πο­κρι­θή­κα­με «καὶ ἦν καὶ ἔ­στι καὶ ἔ­σται». Καί ἀ­κό­μη αἰ­σθαν­θή­κα­με πώς χαί­ρε­ται ἡ ψυ­χή σου για­τί ἀ­κοῦς πώς τό τί­μιο ὄ­νο­μά σου δι­α­βαί­νει ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρές κα­θη­με­ρι­νά τά χεί­λη τῶν ἀν­θρώ­πων πού σέ γνώ­ρι­σαν, πού τούς τί­μη­σες μέ τήν ἀ­γά­πη σου, πού εὐ­ερ­γε­τή­θη­καν ἀ­πό τίς εὐ­λο­γί­ες τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης σου. Χαί­ρε­ται ἡ ψυ­χή σου για­τί βλέ­πει ὅ­λους ἐ­μᾶς, πού μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη σή­με­ρα δο­ξά­ζο­με καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τόν Θε­ό πού χά­ρι­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας τήν Σε­πτή μορ­φή σου «μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς ἁ­πλό­τη­τος καί τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ συ­νε­ποῦς βί­ου, πού ἐ­πα­λή­θευ­σε τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στε­ως, πού ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ στόν κό­σμο, πού πι­στο­ποί­η­σε τήν ἀν­θρώ­πι­νη δυ­να­τό­τη­τα γιά θε­ϊ­κή κοι­νω­νί­α καί με­το­χή αἰ­ω­νι­ό­τη­τος καί πού δι­έ­γει­ρε τούς πιό βα­θεῖς μη­χα­νι­σμούς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς γιά ἀ­λη­θι­νή ζω­ή καί βί­ω­μα ὁ­σι­ό­τη­τος», γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω καί πά­λι δι­κή σου ἔκ­φρα­ση ἀ­πό τόν Ἐ­πι­κή­δει­ο Λό­γο σου στόν μα­κα­ρι­στό Μο­να­χό Γα­βρι­ήλ Μα­μου­γι­ώρ­γη τῆς Μο­νῆς σου, τοῦ Ἐ­πα­νω­σή­φη.
   Στόν τά­φο σου, στήν ἁ­γί­α αὐ­τή αὐ­λή τῆς Πα­να­γί­ας, ἐ­δῶ στόν ἄλ­λο αὐ­τό Κῆ­πο τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἀ­κουμ­ποῦν σή­με­ρα, σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α σου, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δός μας, οἱ φί­λοι σου Ἅ­γιοι Ἀ­δελ­φοί μας, οἱ ἐγ­γύς καί οἱ μα­κράν, ὁ ἱ­ε­ρός Κλῆ­ρος, οἱ μο­να­χι­κές Ἀ­δελ­φό­τη­τες καί ὁ εὐ­γε­νής καί φι­λο­πά­τωρ λα­ός πού ἀ­γά­πη­σες. Μα­ζί τους καί ἐ­γώ, πού σέ κοι­τά­ζω γιά νά με­τρή­σω ἀ­κό­μη μιά φο­ρά τή με­γα­λω­σύ­νη σου, καί προ­σπα­θῶ, ὁ ἄ­μου­σος, νά συν­θέ­σω ἕ­ναν ὕ­μνο κα­τάλ­λη­λο στήν πε­ρί­στα­ση καί νά συν­δέ­σω δυ­ό πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Τήν μί­α πού γο­ε­ρά φω­νά­ζει ἀ­πό τά ἐν­τός μου· «Ὢ γλυ­κύ μου Πά­τερ, ποῦ ἔ­δυ σου τὸ κάλ­λος;» καί τήν ἄλ­λη πού φα­νε­ρώ­νει τή με­γά­λη ἀ­λή­θεια πώς «Ἀ­νέ­στη Χρι­στός, καὶ νε­κρὸς οὐ­δεὶς ἐ­πὶ μνή­μα­τος», πώς «Χρι­στὸς ἐ­γερ­θε­ίς ἐκ νε­κρῶν ἀ­παρ­χὴ τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων ἐ­γέ­νε­το».
   Ἐ­σύ ἄλ­λω­στε, ὄν­τως «ἀ­πὸ θέ­ας» εὐ­αγ­γε­λι­στής τῆς ἀ­να­στά­σι­μης χα­ρᾶς, μᾶς τό δί­δα­ξες τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί αὐ­τό, γρά­φον­τας σέ μιά Ἐγ­κύ­κλιο γιά τή με­γά­λη Ἑ­ορ­τή τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως πώς «εἶ­ναι ἡ πη­γή καί ἡ ἀρ­χή τῆς νέ­ας, τῆς και­νῆς ζω­ῆς καί βι­ώ­νε­ται ὑ­παρ­ξια­κά καί προ­σω­πι­κά. Ὅ­λα στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας πε­ρι­στρέ­φον­ται καί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν­ται γύ­ρω ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­λα εἶ­ναι σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μα».
   Ἐ­σύ μᾶς ἔ­μα­θες πώς «δέν εἶ­ναι ἡ πί­στη μας ἰ­δε­ο­λο­γί­α, οὔ­τε κο­σμο­θε­ω­ρί­α. Δέν εἶ­ναι με­τα­φυ­σι­κή καί μυ­στι­κι­σμός. Εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Εἶ­ναι ζω­ή ἀ­λη­θι­νή, πού με­τα­μορ­φώ­νει τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που, πού ὑ­περ­βαί­νει τήν θνη­τό­τη­τα καί τήν φθαρ­τό­τη­τα τῆς φύ­σε­ως, πού συν­τε­λεῖ στήν με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ προ­σώ­που καί στήν ἀ­να­καί­νι­ση ὁ­λο­κλή­ρου τῆς κτί­σε­ως. Ἡ ἀ­λη­θι­νό­τη­τα καί ἡ δυ­να­μι­κό­τη­τα τῆς πί­στε­ώς μας, τό ἀ­ήτ­τη­το καί τό ἀ­κα­τά­λυ­το τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὀ­φεί­λε­ται στήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Χω­ρίς τήν Ἀ­νά­στα­ση θά ἤ­μα­σταν «ἐ­λε­ει­νό­τε­ροι πάν­των ἀν­θρώ­πων» καί θά ἦ­ταν «μα­ταί­α ἡ πί­στις ἡ­μῶν» (Α΄ Κορ. ι­ε΄, 17-19)­».
   Γο­να­τί­ζο­με σή­με­ρα καί ἀ­νά­βο­με ἕ­να κε­ρί εὐ­γνω­μο­σύ­νης καί «ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τὴν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς» σου, μνη­μο­νεύ­ο­με τούς ἀ­τρή­τους κό­πους τῆς ἀ­γά­πης σου, αὐ­τό πού ἤ­σουν γιά τόν κα­θέ­να μας καί αὐ­τά πού προ­σέ­φε­ρες στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, καί προ­σπα­θοῦ­με νά εὐ­θυ­γραμ­μί­σο­με τόν βη­μα­τι­σμό μας στά ἅ­για ἴ­χνη σου, προ­σπα­θοῦ­με νά συ­νε­χί­σο­με νά σέ ἀ­κο­λου­θοῦ­με πι­στά καί τα­πει­νά, κρα­τών­τας τίς ἱ­ε­ρές πα­ρα­κα­τα­θῆ­κες σου, σί­γου­ροι γιά τό αἴ­σιο ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς συ­νι­ε­ρα­πο­δη­μί­ας μας.
   Κρύ­βο­με στῆς καρ­διᾶς μας τό εἰ­κο­νο­στά­σι πο­λύ­τι­μο θη­σαύ­ρι­σμα τήν εἰ­κό­να σου καί ἄ­σβη­στο καν­τή­λι ἀ­νά­βο­με μπρο­στά της, τῆς μνή­μης μας τόν πλοῦ­το. Καί σοῦ ψάλ­λο­με: «Ὡς ἔν­θε­ος ἡ ζωή σου ἀ­λη­θῶς καὶ πα­νί­ε­ρόν σου τὸ τέ­λος, Πά­τερ Νε­κτά­ρι­ε. Δί­δα­ξον, ποῦ κα­τα­λε­ί­πεις τὰ τέ­κνα σου, ἃ ᾤ­κτι­ρας ὡς Πα­τήρ, ὄν­τως συμ­πα­θὴς καὶ φι­λό­στορ­γος». Τό γνω­ρί­ζο­με καί τό πι­στεύ­ο­με πώς «κἂν ὧ­δε τῷ τά­φῳ κα­λύ­πτῃ, ἄ­νω σε πάν­τες πλου­τοῦ­μεν προ­στά­την καὶ πρε­σβευ­τὴν πρὸς Θε­όν». Νά εὔ­χε­σαι γιά ὅ­λους ἐ­μᾶς, τήν Κρή­τη καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α της, τούς Ποι­μέ­νες καί τό ποί­μνιό της, γιά ὅ­σους καί ὅ­σα ἀ­γά­πη­σες καί σέ ἀ­γά­πη­σαν. Νά χαί­ρε­σαι τήν Ἀ­νά­στα­ση καί νά ἀ­πο­κρι­θεῖς πα­ρα­κλη­τι­κά ἀ­πό ἐ­κεῖ πού εἶ­σαι στή φω­νή μας πού σοῦ φω­νά­ζει: «μὴ ἐ­ά­σῃς ἡ­μᾶς ὀρ­φα­νο­ύς». Νά μᾶς προ­σέ­χεις καί νά μᾶς ὁ­δη­γεῖς.
   Συγ­χώ­ρε­σέ με, ἄν σέ ἀ­δί­κη­σα μέ ὅ­σα ἄ­τε­χνα ψέλ­λι­σε ὁ ἀ­δύ­να­μος λό­γος μου τού­τη τήν ὥ­ρα. Ἤ­θε­λα ὅ­μως μέ ὅ­ση δύ­να­μη εἶ­χα νά σοῦ πῶ ἁ­πλά, μέ βα­θειά εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ἕ­να με­γά­λο «εὐ­χα­ρι­στῶ» γιά ὅ­σα ἔ­χεις κά­νει γιά ἐ­μέ­να ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή ἕ­ως καί αὐ­τήν, κα­τά τήν ὁ­ποί­α συνέδεσες τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ἐκ­δη­μί­ας σου μέ τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ἐν­θρο­νί­σε­ώς μου. Ἕ­να «εὐ­χα­ρι­στῶ» γιά ὅ­σα ἔ­μα­θα στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὠ­μο­φο­ρί­ου σου, καί νά μαρ­τυ­ρή­σω, τώ­ρα πού δέν μέ ἐμ­πο­δί­ζεις πιά, κά­ποι­ες ἀν­ταύ­γει­ες τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ πού χα­ρί­τω­νε τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς ὕ­παρ­ξής σου στό θεῖ­ο Του Θέ­λη­μα. Σοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι πώς μό­νο τώ­ρα βρῆ­κε πλέ­ον νό­η­μα γιά ἐ­μέ­να ἐ­κεῖ­νο τό τρα­γού­δι τοῦ λα­οῦ μας πού πάν­τα σι­γο­τρα­γου­δοῦ­σα τούς στί­χους του: «Ὅ­λοι μου λέν᾿ ν’ ἀ­παρ­νη­στῶ, τοῦ Λα­σι­θιοῦ τό δρό­μο, μά πῶς νά τόν ἀ­παρ­νη­στῶ, πού ἔ­χει ἡ καρ­διά μου πό­νο. -  Ὅ­λοι μοῦ λέν᾿ ν᾿ ἀ­παρ­νη­στῶ τοῦ Λα­σι­θιοῦ τή στρά­τα, μά ἐ­γώ τσῆ λέ­ω τσῆ καρ­διᾶς «Βά­στα, καρ­διά μου, βά­στα». - Ὅ­λοι μοῦ λέν᾿ ν᾿ ἀ­παρ­νη­θῶ τοῦ Λα­σι­θιοῦ τό δρό­μο, μά ᾿γώ θά πηα­ίνω νά ᾿ρχο­μαι γιά ἕ­να χα­τί­ρι μό­νο». Γιά τό χα­τί­ρι σου καί γιά τήν ἀ­γά­πη σου, στή­ριγ­μα τῆς ὀρ­φά­νειας μου, Πα­τέ­ρα καί Δε­σπό­τη μου.
   Δό­ξα τῷ Θε­ῷ γιά τό πέ­ρα­σμά σου ἀ­πό τή ζω­ή καί τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κρή­της, τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Μη­τέ­ρας μας Ἁ­γί­ας τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ἱ­στο­ρί­α τού­του τοῦ τό­που, τήν προ­σω­πι­κή ὅ­λων μας ἱ­στο­ρί­α. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ γιά τήν μα­θη­τεί­α μας κον­τά σου. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ γιά τόν πλημ­μυ­ρι­σμό τῶν καρ­δια­κῶν μας χώ­ρων ἀ­πό ἅ­για συ­ναι­σθή­μα­τα κά­θε φο­ρά πού σέ φέρ­νο­με στή σκέ­ψη καί στή μνή­μη μας, δη­λα­δή δια­ρκῶς. «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ πάν­των ἕ­νε­κεν», ὅ­σων βι­ώ­σα­με κον­τά σου.
   Ἐ­πί­τρε­ψέ μου τοῦ­το μό­νο ἀ­κό­μη νά πῶ, ὡς ἀ­δελ­φι­κή προ­τρο­πή, σέ ὅ­λους πού μέ ἀ­κοῦ­νε, καί ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ζη­τῶ συγ­γνώ­μη πού δέν κα­τά­φε­ρα νά πῶ λι­γό­τε­ρα γιά σέ­να, πο­λυ­φί­λη­τε Γέ­ρον­τά μου. Νά δι­α­βά­σω τούς στί­χους τοῦ ποι­η­τῆ, πού ἕ­νας κα­λός μας φί­λος, στό ἄ­κου­σμα τῆς ἐκ­δη­μί­ας σου, μοῦ ἀ­πέ­στει­λε:
«Τ᾿ ἀ­πό­γι­ο­μα, ὅ­ταν σω­παί­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι,
κι ἀ­κού­ω τή μυ­στι­κή φω­νή, «ἐ­πὶ τὴν ἡ­λί­ου δύ­σιν».
Μί­λα, μοῦ λέ­ει, μέ τά που­λιά.
Κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χουν που­λιά, μί­λα
μέ τά πε­τάγ­μα­τα, πού ἄ­φη­σαν πί­σω τους.
Ὁ οὐ­ρα­νός μέ­νει ἀ­κό­μη ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος
στούς με­γά­λους οἰ­ω­νούς, ἀρ­γό­πνο­ος
στήν ἀ­πα­τη­λή ἀ­γω­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.
Μί­λα μέ τά δέν­δρα.
Κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χουν δέν­δρα, μί­λα
μέ τούς σπό­ρους πού φι­λο­ξε­νοῦν
οἱ ἀ­πο­θῆ­κες τῆς μνή­μης».

   Μέ αὐ­τούς τούς σπό­ρους τῆς αἰ­ώ­νιας μνή­μης σου, πού «ὅ­που καί ἄν τήν ἀγ­γί­ξεις πο­νά­ει», ὅ­πως θά ἔ­γρα­φε ὁ Σε­φέ­ρης, θά μι­λοῦ­με ὅ­λοι πού σέ ἀ­γα­ποῦ­με εἰ­λι­κρι­νά, Πα­τέ­ρα καί Με­γά­λε Δά­σκα­λέ μας. Θά τούς δι­α­κρα­τοῦ­με καί θά τούς φυ­τεύ­ο­με «ἐ­πὶ τὴν ἀ­γα­θὴν γῆν» τῶν ἀ­δελ­φῶν καί τῶν παι­δι­ῶν μας, γιά νά βλα­στά­νουν «καρ­πὸν πο­λύν», πού θά φέ­ρει ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν ὀ­νο­μα­σί­α προ­ε­λεύ­σε­ώς του ἀ­πό τήν εὔ­γο­νη, πο­λύ­καρ­πη καί καλ­λί­καρ­πη ρί­ζα πού κα­τα­γρά­φε­ται στήν Ἱ­στο­ρί­α μέ χρυ­σά γράμ­μα­τα: «Μη­τρο­πο­λί­της Πέ­τρας καί Χερ­ρο­νή­σου Νε­κτά­ριος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: