Σταύρος Ζουμπουλάκης
Παρέβαλον ἀδελφοὶ τῷ Ἀββᾷ Ἀντωνίῳ,
καὶ λέγουσιν αὐτῷ· εἶπε ἡμῖν λόγον, πῶς σωθῶμεν; λέγει αὐτοῖς ὁ γέρων· ἠκούσατε
τὴν γραφήν; καλῶς ὑμῖν ἔχει· οἱ δὲ εἶπον· καὶ παρὰ σοῦ θέλομεν ἀκοῦσαι, πάτερ·
εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ γέρων· λέγει τὸ Εὐαγγέλιον· Ἐὰν τίς σε ραπίσῃ εἰς τὴν δεξιὰν
σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· λέγουσιν αὐτῷ· οὐ δυνάμεθα τοῦτο ποιῆσαι·
λέγει αὐτοῖς ὁ γέρων· εἰ μὴ δύνασθε στρέψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τὴν μίαν ὑπομείνατε·
λέγουσιν αὐτῷ· οὐδὲ τοῦτο δυνάμεθα· λέγει ὁ γέρων· εἰ οὐδὲ τοῦτο δύνασθε, μὴ δότε
ἀνθ' οὗ ἐλάβετε· καὶ εἶπον· οὐδὲ τοῦτο δυνάμεθα· λέγει οὖν ὁ γέρων τῷ μαθητῇ αὐτοῦ·
ποίησον αὐτοῖς μικρᾶν ἀθήραν· ἀσθενοῦσι γάρ· καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰ τοῦτο οὐ δύνασθε,
κἀκεῖνο οὐ θέλετε, τί ὑμῖν ποιήσω; εὐχῶν χρεία.
Ἀντώνιος, ιη΄
Ἡ σκηνὴ εἶναι τυπική. Μοναχοὶ ἐπισκέπτονται
γέροντα, παραβάλλουσιν αὐτῷ, κατὰ τὴ συνήθη διατύπωση τοῦ Γεροντικοῦ,
καὶ τοῦ ζητοῦν νὰ τοὺς πεῖ «ρῆμα», λόγον. Σὲ τοῦτον τὸν κόσμο τοῦ μονήρους
βίου, τῆς σιωπῆς καὶ τοῦ ἐργοχείρου, οἱ ἄνθρωποι, ἀφενός, ζητοῦν λόγο καί, ἀφετέρου,
ἐκεῖνο ποὺ κατεξοχὴν διακρίνει τοὺς γέροντες, τοὺς πεπειραμένους δηλαδὴ πατέρες
τῆς ἐρήμου, εἶναι ἀκριβῶς τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Οἱ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ,
ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν κάνουν θαύματα, λένε μοναχὰ λόγο, «λόγον ζωηρόν»,
λόγο γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ καρπὸς τῆς πείρας συμπυκνώνεται
σὲ ἕνα λόγο. Ὁ λόγος ποὺ ζητιέται εἶναι πρακτικός: πές μας τί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ
σωθοῦμε, εἶπε ἡμῖν λόγον πῶς σωθῶμεν. Ἄλλες περιέργειες δὲν ἔχουν θέση στὴν ἔρημο. Ἀντιστοίχως, ὁ λόγος χαρίζεται
σὲ ὁρισμένους μοναχούς, ἐπειδὴ ὑπάρχουν κάποιοι ἄλλοι ἀποφασισμένοι νὰ τὸν
πράξουν. Ὅταν οἱ ἐργάτες τοῦ λόγου λείψουν, τότε ὁ λόγος γίνεται μάταιος καὶ αἴρεται
τὸ χάρισμα.
Παρέβαλον ἀδελφοὶ πρὸς τὸν Ἀββᾶν Φίληκα ἔχοντες μεθ’ ἑαυτῶν κοσμικοὺς καὶ παρεκάλεσαν
αὐτόν, ἵνα εἴπῃ αὐτοῖς λόγον⋅ ὁ δὲ γέρων ἐσιώπα⋅ ἐπὶ πολὺ
δὲ παρακαλούντων αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς⋅ λόγον θέλετε ἀκοῦσαι;
λέγουσιν αὐτῷ⋅ ναὶ Ἀββᾶ⋅ εἶπεν
οὖν ὁ γέρων⋅ ἄρτι οὐκ ἔνι λόγος⋅ ὅτε ἠρώτων
οἱ ἀδελφοὶ τοὺς γέροντας καὶ ἐποίουν ἃ ἔλεγον αὐτοῖς, ὁ Θεὸς ἐπεχορήγει τὸ πῶς
λαλῆσαι⋅ νῦν δέ, ἐπειδὴ ἐρωτῶσι μέν, οὐ ποιοῦσι δὲ ἃ ἀκούουσιν, ᾖρεν ὁ Θεὸς τὴν
χάριν τοῦ λόγου ἀπὸ τῶν γερόντων καὶ οὒχ εὑρίσκουσι τί λαλῆσαι ἐπειδὴ οὐκ ἔστιν
ὁ ἐργαζόμενος⋅ καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀδελφοὶ ταῦτα, ἐστέναξαν
λέγοντες⋅ εὖξαι ὑπὲρ ἡμῶν Ἀββᾶ.
Φήλιξ
Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀρνεῖται νὰ πεῖ λόγο καὶ παραπέμπει στὴ Γραφή: ἠκούσατε τὴν
γραφήν;. Ὄχι «ἀνέγνωτε» ἀλλὰ ἠκούσατε. Ἀνάμεσα στοὺς χιλιάδες μοναχοὺς τῆς
Νιτρίας, τῆς Σκήτης καὶ τῶν Κελλιῶν (σημειωτέον ὅτι τὴν ἀφήγηση τῆς ἱδρύσεως τῆς
τρίτης αὐτῆς κοινότητας ἀπὸ τὸν Ἀμμοῦν, τὴ διαβάζουμε ἐδῶ, Ἀντώνιος, λγ΄) λίγοι
ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶχαν δυὸ τρία βιβλία στὸ κελλί τους καί, ἂν εἶχαν, θὰ ἦταν
προτιμότερο νὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτά, γιατὶ ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μείζων ὅλων τῶν
βιβλίων, καταπῶς συμβουλεύει ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ τῆς Φέρμης (α΄). Τὴ Γραφὴ δὲν τὴ
διάβαζαν -οἱ περισσότεροι ἄλλωστε ἦταν ἀγράμματοι-, τὴν ἄκουγαν κυρίως στὴ σύναξη
τῆς Κυριακῆς καί, ὅσοι μποροῦσαν, τὴν ἀπομνημόνευαν. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γεροντικοῦ
γενικῶς οὔτε διαβάζουν οὔτε γράφουν, ἀκοῦνε καὶ μιλᾶνε - ὅσο γίνεται λιγότερο.
Τί εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο; Ἕνα πρακτικὸ βιβλίο, λόγος ποὺ σὲ
καλεῖ, ἐσένα καὶ ὄχι κάποιον ἄλλο, νὰ τὸν ἐφαρμόσεις, νὰ τὸν τηρήσεις, καὶ ὄχι
νὰ τὸν συζητήσεις ἢ νὰ τὸν ἑρμηνεύσεις. Κορυφαῖο παράδειγμα τέτοιας σχέσης μὲ τὸ
Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος: Ὅταν ἄκουσε στὴν ἐκκλησία «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι,
ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς...» (Μτ. 19, 21), δὲν θεώρησε ὅτι
ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθυνόταν στὸν πλούσιο νεανία ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο
προσωπικά, οὔτε ἔκρινε ὅτι ἐννοεῖ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τόσο ἁπλὰ λέει. Τὸν πῆρε
κατὰ γράμμα καὶ μοίρασε τὰ πλούτη του. Καὶ ὅταν μία ἄλλη Κυριακὴ ἄκουσε πάλι τὸ
Εὐαγγέλιο νὰ λέει «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον» (Μτ. 6, 34), πῆρε ξανὰ τὰ
λόγια αὐτὰ τοῖς μετρητοῖς καί, ἀφοῦ χάρισε ὅσα λίγα εἶχε κρατήσει γιὰ χάρη τῆς ἀδελφῆς
του, στὸ ἑξῆς «ἐσχόλαζε [...] προσέχων ἑαυτῷ καὶ καρτερικῶς ἑαυτὸν ἄγων». Ἀξίζει
νὰ τονίσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ
ἁγίου Ἀντωνίου νὰ γίνει μοναχὸς ἔχει τὴ ρίζα της στὸ Εὐαγγέλιο. Ἔχει γίνει
μεγάλη συζήτηση γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποὺ (ἀναμφισβήτητα)
δέχτηκε κατὰ τὴ γένεσή της αὐτὴ ἡ μορφὴ χριστιανικῆς ζωῆς ἀπὸ ἄλλες ἐξωχριστιανικὲς
μορφές, δὲν θὰ μπορέσουμε ὡστόσο νὰ τὸν κατανοήσουμε, ἂν δὲν λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη
μας, δὲν λέω νὰ υἱοθετήσουμε ἄνευ ὅρων, καὶ τὴν δική του αὐτοερμηνεία, ὅτι
δηλαδὴ ὁ μονότροπος βίος τῶν μοναχῶν ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς εὐαγγελικῆς
μονοτροπίας, τοῦ «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ὅτι τὸ ἱδρυτικὸ δίλημμα
τοῦ μοναχισμοῦ «ἢ Θεὸς ἢ κόσμος», ὅπου κόσμος σημαίνει ὅλα ὅσα δὲν εἶναι Θεός,
εἶναι ἕνα καθαυτὸ εὐαγγελικὸ δίλημμα. [...]
Οἱ παραβαλόντες μοναχοὶ δὲν μένουν ἱκανοποιημένοι. Ἡ Γραφὴ καλῶς ἔχει γιὰ αὐτοὺς
ὅσο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, αὐτὸ τὸ ξέρουν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θέλουν τώρα εἶναι
τὸν δικό του λόγο. Τί ἀκριβῶς θέλουν δηλαδή; Θέλουν, φαίνεται, τὸν λόγο τῆς
διακρίσεώς του, ἤγουν ἕναν λόγο ποὺ θὰ ἀπευθύνεται εἰδικὰ σὲ αὐτούς, ἐν γνώσει
τῆς πνευματικῆς τους καταστάσεως, πρόσφορο νὰ τοὺς ὠφελήσει. Ἔρημος σημαίνει
μονότροπος βίος, ὁμοιομορφία, ταυτόχρονα ὅμως θὰ συναντήσει κανεὶς ἐδῶ καὶ μεγάλη
προσωπικὴ διαφοροποίηση. Κάθε μοναχὸς ἔχει τὴ βιογραφία του καὶ τὸν χαρακτήρα
του, κυρίως ὅμως ἔχει τὴν πνευματικὴ ἡλικία του καὶ τὶς δικές του πνευματικὲς ἀνάγκες.
Σὲ αὐτὸ τὸ πραγματικὸ ἔδαφος τῆς προσωπικῆς διαφορᾶς, θεμελιώνεται ἡ πνευματικὴ
καθοδήγηση τῶν διακριτικῶν γερόντων. Ἂν δὲν τὸ ἔχουμε αὐτὸ διαρκῶς ὑπόψη μας,
τότε θὰ ἀνακαλύπτουμε στὸ Γεροντικό, σὲ κάθε βῆμα, ἀντιφάσεις.
Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἐπιμένει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐάν τις σὲ ραπίσῃ εἰς τὴν δεξιὰν
σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Ξέρει καλὰ ὁ ἐρημίτης τί σημαίνει
χριστιανισμός, πηγαίνει κατευθείαν στὸν πυρήνα τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας: ἀγάπη
γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ νὰ φτάνει μέχρι τὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς αὐτοσυντήρησής σου,
τῆς ἐμμονῆς εἰς τὸ εἶναι, τοῦ στερεότερου, δηλαδή, μονιμότερου καὶ καθολικότερου
γνωρίσματος τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἀγαπᾶς τὸν φίλο σου ἢ τὸν πλησίον του, τοῦτο τὸ δίδαξαν
καὶ ἄλλες πνευματικὲς παραδόσεις, νὰ ἀγαπᾶς ὅμως τὸν ἐχθρό σου, αὐτὸ τὸ δίδαξε
γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ ἀγαπᾶς τὸν ἐχθρό σου μέχρι θανάτου, τοῦ δικοῦ σου
θανάτου, τοῦτο τὸ ἀνήκουστο εἶναι ὁ χριστιανισμός. Ἐφαρμόστε, λοιπόν, αὐτὴ τὴν ἐντολή,
λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ σωθεῖτε. Ποιός μπορεῖ ὅμως νὰ τὴν ἐφαρμόσει τούτη
τὴν ἐντολή; Δὲν εἶναι, ἄρα, νὰ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ οἱ μοναχοὶ ἀπαντοῦν πὼς δὲν
μποροῦν νὰ τὸ κάνουν. Ἡ ἀπορία βρίσκεται ἀλλοῦ: γιατί ὁ διακριτικὸς γέρων
προτείνει στοὺς ἄπειρους, κατὰ τεκμήριο, μοναχοὺς ποὺ πῆγαν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν
τοῦτο τὸ ἀκρότατο, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ τὸ τηρήσεις πρέπει νὰ ἔχεις φτάσει στὸ μέτρο
τῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ;
Μετὰ τὴ δήλωση ἀδυναμίας ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν, ὁ ἀββᾶς δὲν θὰ κλείσει τὴ συζήτηση,
ἀλλὰ θὰ τὴν συνεχίσει, μετριάζοντας τὴν ἀρχικὴ ἀπολυτότητά του: εἰ μὴ δύνασθε
στρέψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τὴν μίαν ὑπομείνατε. Νέα δήλωση ἀδυναμίας, νέος
μετριασμός: μὴ δότε ἀνθ' οὗ ἐλάβετε. Ὁ ἐρημίτης ὄντως ξέρει πολὺ καλὰ τί
σημαίνει χριστιανισμός. Ξέρει δηλαδὴ ὅτι ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ
δὲν εἶναι ἡ μαξιμαλιστικὴ στρατηγικὴ τοῦ «ἢ ὅλα ἢ τίποτε», οὔτε ἡ ἰσοπεδωτικὴ
τοῦ «τί λάχανα, τί μπρόκολα», οὔτε ἡ βολονταριστικὴ τῆς ἐξ ἐφόδου καταλήψεως τῶν
Χειμερινῶν Ἀνακτόρων τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἡ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, τῶν ἀναβαθμῶν,
τῶν σταδίων. Ἂν θεωρεῖ κανεὶς ἀνοίκεια τὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ, θὰ τοῦ
ὑπενθυμίσουμε ἐν παρόδῳ ὅτι τὸ Γεροντικὸ καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ κείμενα εἶναι
μία ἀγωνιστικὴ γραμματεία, μιὰ γραμματεία μάχης, ἡ ὁποία βρίθει ὡς ἐκ τούτου
πολεμικῶν ὅρων. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ στρατηγικὴ ἀποδίδει σημασία καὶ στὰ μικρότερα
κατορθώματα (ὅσο μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἀποδίδει καμία σὲ μεγάλα, γιὰ λόγους ἀκριβῶς
ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση καὶ πορεία τοῦ ἀνθρώπου) καὶ ὁδηγεῖ,
ἂν ὁδηγήσει, στὴν οἰκείωση τῶν ἀρετῶν, σὲ βάθος χρόνου, διὰ τῆς ἕξεως.
Ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στέρεη συνείδηση τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἀποτυπωθεῖ στὴ θεολογία της, στὴν ἠθικὴ διδασκαλία καί,
κυρίως, στὴν πνευματικὴ καθοδήγησή της, κατάγεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο: ἡ πλήρωσις
τοῦ νόμου, τὴν ὁποία κηρύττει ὁ Χριστός, εἰσάγει αὐτομάτως καὶ ἀπὸ μόνη της τὴν
ἔννοια τῶν σταδίων. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι
αὐτῆς ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Μτ. 5, 28) ὁρίζει τὸ τέρμα τῆς
διαδρομῆς, ὁ ρεαλισμὸς ὅμως τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς θεωρεῖ ὅτι τὸν βλέποντα εἰς
τὸ ἐπιθυμῆσαι καὶ μοιχεύσαντα τὸν χωρίζει μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν βλέποντα εἰς
τὸ ἐπιθυμῆσαι ἀλλὰ τελικῶς μὴ μοιχεύσαντα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐντολὴ «οὐ
μοιχεύσεις» ἰσχύει στὸ ἀκέραιο. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ τὸν χῶρο τῆς ἄκρας, καὶ πολλὲς
φορὲς ἀκραίας, πνευματικῆς ἀπαιτητικότητας ποὺ εἶναι ὁ ἐρημητικὸς μοναχισμὸς τοῦ
Γεροντικοῦ, ἡ ἀπόλυτη στάση ποὺ ἀξιώνει ἠθικὰ μόνο τὸν τελευταῖο ἀναβαθμὸ
τῆς κλίμακας καὶ ἀπαξιώνει τοὺς προηγούμενους δὲν ἔχει θέση. [...]
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα κατώτατο ὅριο στὴν ἠθικὴ κλίμακα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαράβατο:
νὰ μὴν κάνεις κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ μὴ δότε ἀνθ' οὗ ἐλάβετε.
Τὸ νὰ βλάψεις τὸν ἄλλο δὲν συγχωρεῖται γιὰ κανένα ἀπολύτως λόγο, τίποτε δὲν
νομιμοποιεῖ μία τέτοια πράξη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅριον ὃ οὐ παρελεύσεται, γιὰ
ἕναν ποὺ θέλει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς θυμίσουμε ἐδῶ τὰ τέσσερα εἴδη ἀπαθείας, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή:
Πρώτη γὰρ ἐστιν ἀπάθεια, ἡ παντελὴς ἀποχὴ τῶν κατ' ἐνέργειαν κακῶν, ἐν τοῖς
εἰσαγομένοις θεωρουμένη· δευτέρα δέ, ἡ παντελὴς κατὰ διάνοιαν περὶ τὴν τῶν κακῶν
συγκατάθεσιν ἀποβολὴ λογισμῶν, ἐν τοῖς μετὰ λόγου τὴν ἀρετὴν μετιοῦσι γινομένη·
τρίτη, ἡ κατ' ἐπιθυμίαν περὶ τὰ πάθη παντελὴς ἀκινησία, ἐν τοῖς διὰ τῶν
σχημάτων τοὺς λόγους νοητῶς θεωρουμένοις τῶν ὁρωμένων. Τετάρτη ἀπάθεια, ἡ καὶ αὐτῆς
τῆς ψιλῆς τῶν παθῶν φαντασίας παντελὴς κάθαρσις, ἐν τοῖς διὰ γνώσεως καὶ θεωρίας
καθαρὸν καὶ διειδὲς ἔσοπτρον τοῦ Θεοῦ ποιησαμένοις τὸ ἡγεμονικὸν συνισταμένη.
Τὸ κατ' ἐνέργειαν κακό, ἡ ἐμπράγματη ἁμαρτία, εἶναι προχριστιανικὴ κατάσταση.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὡς χριστιανοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει ξεκόψει
(«κόπτειν» εἶναι ἡ λέξη τοῦ Γεροντικοῦ) μὲ τὴν κατ' ἐνέργειαν ἁμαρτία. Ἡ
κλίμακα δηλαδὴ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς ἔχει ἕνα πρῶτο σκαλὶ -ἀρκετὰ ἤδη
δυσκατόρθωτο ὅσο καὶ ἐκεῖνο τὸ καβαφικό- καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τὸ
κατ' ἐνέργειαν κακό. Τὸ κακὸ τῶν κακῶν εἶναι νὰ βλάψεις ἄλλον ἄνθρωπο. Ὁ ἀββᾶς
δὲν μπορεῖ νὰ κατεβάσει περισσότερο τὸν πνευματικὸ πῆχυ.
Ὁ Ἀντώνιος δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσθέσει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο
περιθώριο συγκατάβασης. Στρέφεται πρὸς τὸν μαθητή του καὶ τοῦ παραγγέλλει νὰ φτιάξει
λίγη σούπα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι - καλὴ εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε
καὶ τὸ ἰδιότυπο χιοῦμορ τῶν γερόντων. Ἂς φᾶνε λοιπὸν τὸ κουρκούτι τους καὶ ἂς πᾶνε
στὸ καλό.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσουμε στὴν ἀπορία ποὺ διατυπώσαμε
παραπάνω: γιατί ὁ διακριτικὸς γέρων πρότεινε σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς -ἡ ἁμαρτία
ὡς ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι κοινότατος τόπος τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς- τὴν ἀκρότατη
ἐντολή; Θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε, κόβοντας δρόμο μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ τὴν ὁποία σχολιάζουμε ἐδῶ ἔχει ἀναλογίες μὲ
τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο νεανία (Μτ.
19, 16-22, Μκ. 10, 17-22, Λκ. 18, 18-23) τὴν ὁποία ἔχουμε ἤδη μνημονεύσει, ὅταν
κάναμε λόγο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐννοοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι τὸ ἴδιο: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Μτ. 19,
16), ἴδια εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση: «τήρησον τὰς ἐντολάς», κατὰ τὴν διατύπωση τοῦ Ματθαίου,
«τὰς ἐντολὰς οἶδας», κατὰ τὴν ταυτόσημη ἀπάντηση τοῦ κατὰ Μάρκον καὶ τοῦ κατὰ Λουκᾶν.
(Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς παραπέμπει μὲ τὴν ἀπάντησή του στὴ Γραφή:
«ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται;» [Λκ. 10, 26], ἀπαντάει ἀντιρωτώντας στὸν ἐκπειράζοντα
νομικό). Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: ἀφοῦ ὁ νέος γνωρίζει καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς δὲν
τοῦ ἀπομένει παρὰ νὰ μοιράσει τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς. Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτό,
ὁ νεανίσκος ἔφυγε «λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».
Γιατί ἄραγε ὁ Χριστὸς φορτώνει τὸν νεανία μὲ τέτοιο φορτίο; Ἐπειδὴ θέλει νὰ
τοῦ φανερώσει, σὲ ἐκεῖνον καὶ στὸν καθένα, ὅτι δὲν εἶναι, ὅπως μὲ ὑπερβολικὴ σιγουριὰ
νομίζει, ἀληθινὸς τηρητὴς τοῦ νόμου, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι εἶναι
φιλάργυρος. Πῶς ἐφαρμόζει τάχα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον,
χωρὶς νὰ ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι του; «Οἱ
καρδιὲς ἀνοίγουν πολὺ εὔκολα στὴν ἐργατιά· τὰ πορτοφόλια πολὺ δύσκολα. Πιὸ
δύσκολα ἀπὸ ὅλα ἀνοίγουν οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν μας», γράφει ἁπλὰ ὅσο καὶ διεισδυτικὰ
ὁ Ἐμμανουὴλ Λεβινᾶς, μόνο ὅμως ὅποιος ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι του ἣ τὴν πόρτα του
μπορεῖ νὰ ἀνοίξει καὶ τὴν καρδιά του, μόνο ὅποιος «διαδίδωσι πτωχοῖς» εἶναι
τηρητὴς τοῦ νόμου, σπέρμα Ἀβραάμ. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν
νεανία εἶναι ἐντέλει μιὰ προτροπὴ σὲ μετάνοια. Παρόμοια, στὴ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ,
ὁ διακριτικὸς γέρων παραγγέλλει στοὺς μοναχοὺς τὸ ἀκρότατο -ἡ κλίμακα τῶν ἀπαιτήσεων
στὴν εὐαγγγελικὴ διήγηση εἶναι ἀνιούσα, στὸ Γεροντικὸ κατιούσα- γιὰ νὰ τοὺς
ἀποκαλύψει τελικὰ ὅτι δὲν ἔχουν ξεπεράσει ἀκόμη τὸ στάδιο τῆς ἐμπράγματης ἁμαρτίας.
Ρωτοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἤγουν γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν,
καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν κάνουν κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Ἐρώτημα: δὲν
θὰ μποροῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος νὰ ἀρκεστεῖ στὸ μὴ δότε ἀνθ' οὗ ἐλάβετε καὶ
νὰ παραλείψει τὶς δυὸ προηγούμενες ὑπέρογκες ἐντολές; Ἀσφαλῶς θὰ μποροῦσε, ἀλλὰ
προτίμησε τὴν σωστότερη μέθοδο, ὥστε α) τὸ τέλειο νὰ μένει ἀκλόνητο στὴ θέση
του, τὸ ἀπόλυτο νὰ μὴν σχετικοποιεῖται, β) νὰ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία,
γ) νὰ ὁρίζεται ὁ οὐδὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στρέφεται πρὸς
τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἐκφράζει τὴν ἀδυναμία του νὰ τοὺς βοηθήσει: εἰ τοῦτο
οὐ δύνασθε κἀκεῖνο οὐ θέλετε, τί ὑμῖν ποιήσω; Μήπως ὅμως ὁ ἀββᾶς ἀδικεῖ στὸ
σημεῖο αὐτὸ τοὺς μοναχούς; Ἐκεῖνοι, σὲ καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀπαντήσεις τους, δὲν
εἶπαν «οὐ θέλομεν ποιῆσαι» ἀλλὰ οὐ δυνάμεθα.
Ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸ «θέλω» ἀπὸ
τὸ «δύναμαι» μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ ἰλιγγιώδης ἕως ἀνύπαρκτη. Τί ἰσχύει ἄραγε ἐν
προκειμένῳ; Μπορεῖ τὸ οὐ δυνάμεθα τῶν μοναχῶν νὰ συγκαλύπτει ἁπλῶς τὸ «οὐ
θέλομεν»; Ναί, αὐτὸ πιστεύει ὁ γέρων. Γιὰ τὴν πρώτη (εὐαγγελική) προτροπὴ ποὺ τοὺς
ἀπευθύνει, δέχεται ὁ Ἀντώνιος νὰ ἰσχύει τὸ οὐ δυνάμεθα. Γιὰ τὴ δεύτερη τὸ
ἴδιο, γιὰ τὴν τρίτη ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δεχτεῖ. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κατ' ἐνέργειαν
κακὸ εἶναι ζήτημα ἀπόφασης, ἄρα βούλησης, καὶ ἐδῶ δὲν ἔχει θέση τὸ οὐ δυνάμεθα.
Σωστὰ λοιπὸν μεταφράζει ὁ ἀββᾶς τὸ οὐ δυνάμεθα τῆς τρίτης ἄρνησης σὲ «οὐ
θέλομεν».
Καὶ τώρα λοιπὸν τί γίνεται μὲ τοὺς
ἀδελφούς; Τί μπορεῖ νὰ γίνει μὲ ἀνθρώπους -μοναχούς!- ποὺ δὲν ἔχουν λάβει τὴν ἀπόφαση
νὰ μὴν ἀδικοπραγοῦν, νὰ μὴν ζημιώνουν τὸν ἄλλο; Ἡ κατάστασή τους φαίνεται νὰ εἶναι
χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ πλούσιου νεανία, γιατὶ ἐκεῖνος τουλάχιστον
δὲν πράττει τὸ κακό. Ὁ Χριστὸς πρὶν πεῖ στὸν νεανία νὰ πουλήσει ὅσα ἔχει «ἐμβλέψας
αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μκ. 10, 21), ὅμοια καὶ ὁ Ἀντώνιος συμπαθεῖ τοὺς μοναχούς,
δὲν τοὺς ἀποπαίρνει, ἀπορεῖ ἁπλῶς τί μπορεῖ νὰ κάνει γιὰ αὐτούς. Εὐχῶν χρεία,
εἶναι ἡ ἀπάντηση.
Καταρχὰς ἂς θέσουμε τὸ ἐρώτημα
ποιός λέει αὐτὸ τὸ εὐχῶν χρεία. Εἶναι ἄραγε ἀπάντηση τῶν μοναχῶν στὴν ἐρώτηση
τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἢ μήπως τὸ λέει καὶ αὐτὸ ὁ Ἀντώνιος, ἀπαντώντας ὁ ἴδιος στὴν ἐρώτησή
του; Σύμφωνα μὲ τὶς ταξινομήσεις τοῦ Συντακτικοῦ, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν ἀνήκει σὲ ἐκεῖνες
ποὺ ἀπευθύνουμε σὲ κάποιον καὶ ζητοῦμε νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε, ἀλλὰ στὶς
ἐρωτήσεις ποὺ διατυπώνει ὁ ἐρωτῶν καθ' ἑαυτὸν λέγων, ἐκφράζοντας ἀπορία, ἀμηχανία,
ἀγανάκτηση. Ὁ Ἀντώνιος λοιπὸν ρωτάει καὶ ἀπαντάει ὁ ἴδιος. Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα
ποὺ θέσαμε μπορεῖ νὰ εἶναι εὔκολη, ἔχει ὅμως μεγάλη πνευματικὴ σημασία: ἂν τὸ εὐχῶν
χρεία τὸ ἔλεγαν οἱ μοναχοί, αὐτὸ θὰ σήμαινε συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τους τῆς
πνευματικῆς τους κατάστασης καὶ ἄρα ἀρχὴ μετανοίας.
Χρειάζεται ἑπομένως προσευχή.
Τίνος ἡ προσευχή; Τῶν μοναχῶν; Μήπως δηλαδὴ ὁ Ἀντώνιος τοὺς συμβουλεύει νὰ προσευχηθοῦν,
προκειμένου νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκονται; Ὄχι, προφανῶς,
γιατὶ ὁ γέρων γνωρίζει ὅτι ἡ πράξη προηγεῖται τῆς προσευχῆς καὶ ἀποτελεῖ προϋπόθεσή
της, ὅτι ἡ προσευχή, ἂν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πράξη, εἶναι μάταιος κόπος.
Εἶπε πάλιν· ἐὰν μὴ συμφωνήσῃ
ἡ πράξις μετὰ τῆς εὐχῆς, εἰς μάτην κοπιᾶ ἄνθρωπος· καὶ εἶπεν ὁ ἀδελφός·
τί ἐστι συμφώνησις πράξεως μετὰ εὐχῆς; καὶ εἶπεν ὁ γέρων· ἵνα ὑπὲρ ὧν εὐχόμεθα,
μηκέτι ποιῶμεν αὐτά· [...]
Μωυσῆς, ιζ΄
Μήπως ἐκεῖνο ποὺ χρειάζονται οἱ μοναχοὶ
στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκονται εἶναι ἡ δική του προσευχή; Ἀποτελεῖ κοινὴ πεποίθηση
ὅλων τῶν μοναχῶν ὅτι ἡ προσευχὴ τοῦ γέροντος ἔχει εὐεργετικὴ δύναμη καὶ γι' αὐτὸ
τὴν ἐκζητοῦν. Οἱ ἐρωτήσεις, αἴφνης, ποὺ ὑποβάλλονται στὸν μέγαν γέροντα, τὸν
Βαρσανούφιο, συνοδεύονται μὲ τὴν παράκληση «εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ». Ἐν προκειμένῳ ὅμως
οἱ μοναχοί, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, δὲν ζητοῦν τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντος καὶ μοῦ φαίνεται
ἐλάχιστα πιθανὸ ὅτι θὰ μιλοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τὴ δική
του προσευχή, ὅτι θὰ τὴν θεωροῦσε δηλαδὴ ἱκανὴ νὰ τοὺς γιατρέψει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια.
Ἂν ὅμως δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο, τότε γιὰ ποιά εὐχὴ πρόκειται; Ὁ φίλος
μου π. Ἀντώνιος Πινακούλας θεωρεῖ ὅτι μὲ τὸ εὐχῶν χρεία ὁ ἅγιος Ἀντώνιος
ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε σήμερα «θέλουν διάβασμα» καὶ μοῦ ὑποδεικνύει μία ἔκδοση
τοῦ corpus τῶν σχετικῶν μὲ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο κειμένων ποὺ μεταφράζει μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς
τὸν τρόπο. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς συζητήσεις μαζί του πιστεύω πὼς ἔχει δίκιο. Ἔχοντας
δεχτεῖ ὅτι τὸ εὐχῶν χρεία λέγεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀντώνιο καὶ ἔχοντας ἀποκλείσει
τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἐννοεῖται ἡ προσευχὴ τῶν παραβαλόντων ἀδελφῶν, ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει
τὴ δεύτερη ἐκδοχὴ (προσευχὴ τοῦ Ἀντωνίου) ἀπὸ τὴν τρίτη (ἀνάγνωση εὐχῆς ὑπὸ τοῦ
ἱερέως) δὲν εἶναι τεράστια. Πάντως, ἡ τρίτη ἐκδοχὴ ἐκφράζει μὲ μεγαλύτερη ἔμφαση
τὴν πεποίθηση τοῦ γέροντος ὅτι τοῦτοι οἱ μοναχοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν νοσοῦν
πνευματικὰ καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε γιὰ αὐτοὺς (ἂν δὲν κάνουν
κάτι καὶ οἱ ἴδιοι), τοὺς παραδίδει στὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ θέλει νὰ τοὺς
πεῖ στὴ γλώσσα ποὺ καταλαβαίνουν.
Ὁ νεανίας τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως «ἀπῆλθε λυπούμενος». Ὁ Χριστὸς
κατεδάφισε τὴν αὐτοεικόνα του, ἔφερε στὸ φῶς τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του. Ἡ λύπη του ὅμως
εἶναι καλὸ σημάδι, δείχνει ὅτι πληγώθηκε, ἄρα μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ
ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο πῶς νὰ ἀπῆλθαν ἄραγε; Ἄδηλο. Ἡ διήγηση δὲν ἔχει ἐκείνη
τὴ συνήθη κατακλείδα ὅτι ἔφυγαν οἰκοδομηθέντες ἢ ὠφεληθέντες, οὔτε πάλι μᾶς
λέει πὼς ἀθύμησαν. Κανεὶς ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πῶς ἐπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια.
Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε, σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὸ πνεῦμα τῆς διηγήσεως, εἶναι
νὰ ἐπαναλάβουμε ὅ,τι ἔγραψε ὁ μέγας Βαρσανούφιος σὲ ἀδελφὸ ποὺ ζήτησε
συγχώρηση: «ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωὴ ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν τυγχάνει».
Ἀπὸ τὸν συλλογικὸ τόμο «Σύναξις Εὐχαριστίας-Χαριστήρια
εἰς τιμὴν τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ», ἐκδ. Ἴνδικτος.
Το αντλούμε από την «Πειραϊκή Εκκλησία » τχ. 222,
Ιανουάριος 2011.
Εικόνα: Ο Άγιος Αντώνιος με σκηνές του βίου του. Αγιογραφημένη στις αρχές
του 16ου αι. Σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου