Πτυχές της Χριστιανικής Ηθικής με
βάση τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη
2016)
Διάλεξη στη Θεολογική Σχολή
Τριβενετικής Ιταλίας που πραγματοποιήθηκε στην Πάδοβα στις 11 Ιανουαρίου
2018
Αρχιμανδρίτου Ευαγγέλου Υφαντίδη,
Πρωτοσύγκελλου Ι. Μητρ. Ιταλίας και Μελίτης
ASPETTI DELL’ETICA CRISTIANA IN BASE AI
DOCUMENTI DEL SANTO E GRANDE SINODO DELLA CHIESA ORTODOSSA (CRETA 2016)
Discorso
tenuto alla Facoltà Teologica del Triveneto, Padova 11 gennaio 2018
Archimandrita Evangelos Yfantidis
Vicario
Generale dell’Arcidiocesi Ortodossa d’Italia e Malta
Ἀξιότιμοι κύριοι Καθηγητές,
Ἐκλεκτό ἀκροατήριο,
Ἀρχικά θά ἤθελα νά μεταφέρω σέ ὅλους
σας τίς πλέον ἐγκάρδιες εὐχές γιά τό Νέο Ἔτος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰταλίας
καί Μελίτης κ. Γενναδίου. Ἐπίσης, θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τή Θεολογική Σχολή
Τριβενετικῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία, σέ συνεργασία μέ τό Ἵδρυμα Lanza, εἶχαν τήν εὐγενῆ
σκέψη νά ὀργανώσουν τήν ἀποψινή συνάντηση στόν φιλόξενο αὐτό χῶρο, προκειμένου,
μαζί μέ τόν καθηγητή π. Βασίλειο Πετρᾶ, νά ὁμιλήσουμε γιά τήν ἠθική χριστιανική
διδασκαλία, σύμφωνα μέ τό βίωμα καί τή μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ λέξη ἠθική
παράγεται ἀπό τή λέξη «ἦθος», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐκτενέστερο τύπο τῆς λέξης «ἔθος».
Ἡ λέξη ἔθος χρησιμοποιεῖται ἐπί τό πλεῖστον στήν Καινή Διαθήκη καί σημαίνει
«συνήθεια»· ἔτσι τό ἔθος, ὡς συνήθεια, ὡς τρόπος ζωῆς, καλλιεργεῖ καί
διαμορφώνει τήν ἠθική συμπεριφορά –τήν ἠθική ζωή– τοῦ ἀνθρώπου. Προκειμένου νά
συνειδητοποιήσουμε τήν διάσταση τήν ὁποία δίδει ὁ Χριστιανισμός στήν ἠθική, μᾶς
ἀρκεῖ νά κατανοήσουμε τόν ὅρο «ἐν Χριστῷ ζωή», τόν ὁποῖο ἡ πατερική γραμματεία
χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά, προκειμένου νά ἑρμηνεύσει τήν ἠθική ζωή τῶν Χριστιανῶν.
Σύμφωνα μέ τήν Α. Θ. Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαῖο, ὁ ὅρος «ἐν
Χριστῷ ζωή» σημαίνει ὅτι «ὁ πιστός ἄνθρωπος δέν ζῇ μόνον ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ του
καί τοῦ περιρρέοντος κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά εὑρίσκεται εἰς πνευματικήν σχέσιν καί
κοινωνίαν μετά τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί δι’ Αὐτῶν μετά τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλαδή μετά τῆς ἀκτίστου Θεότητος»[1].
Μέ βάση τά παραπάνω, γίνεται
κατανοητό ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἠθική –δηλαδή τό ἔθος,
τόν τρόπο ζωῆς– τοῦ Χριστιανοῦ ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ἀδιακόπη κίνηση «ἀπό
κάθαρση σέ κάθαρση, ἀπό μετάνοια σέ μετάνοια, ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, ἀπό γνώση σέ
γνώση»[2], ἐντάσσεται καί ζεῖ μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν
προοπτική τῆς ἀναστάσεως· τοῦ Χριστιανοῦ πού ἀγωνίζεται νά σωθεῖ, δηλαδή νά
γίνει «σῶος, ὁλόκληρος, νά πραγματώσει ἀκέραια τή δυνατότητα τῆς ὕπαρξης καί τῆς
ζωῆς πέρα ἀπό τόν χῶρο, τόν χρόνο καί τίς συμβατικές σχέσεις»[3]· τοῦ Χριστιανοῦ,
πού δέν ὑπάρχει ἁπλῶς ὡς βιολογική ἤ ὡς κοινωνική μονάδα, ἀλλά ὡς πρόσωπο «κατ’
εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἐλεύθερος ἀκόμη καί ἀπό τήν ἴδια του τή φύση.
Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ χριστιανική ἠθική δέν προσπαθεῖ νά δημιουργήσει ἕναν «ἐπίγειο
παράδεισο», δέν στηρίζεται στήν τήρηση ὁρισμένων κανόνων συμπεριφορᾶς ἤ ἀρχῶν, ὅπως
ἄλλες θρησκεῖες καί κινήματα, ἀλλά βοηθεῖ στή «νέκρωση τῶν παθῶν» τοῦ ἀνθρώπου,
δηλαδή τῶν εξαρτήσεών του καί στήν ἀνασύνδεση μέ τόν Θεό· κοντά στόν Θεό, μέ
τόν Ὁποῖο δημιουργεῖ σχέση ἐμπιστοσύνης –καί ὄχι ἀπλῶς ἀποδέχεται–, ὁ ἄνθρωπος
βρίσκει καί τή σωστή του σχέση μέ τούς συνανθρώπους του καί ὁλόκληρο τό φυσικό
του περιβάλλον[4].
Ὀρθόδοξος ἦθος: ἀσκητικό καί εὐχαριστιακό
Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση τό ἀνθρώπινο
ἤθος συνδέθηκε ευθύς εξαρχῆς μέ τήν περί προσώπου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας,
καθώς καί μέ τήν εὐχαριστιακή καί ἀσκητική της ἐμπειρία. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι
πρόσωπο, μία ἐλεύθερη προσωπική ὕπαρξη –καί ὄχι ἕνα ὑπέρτατο Ὄν ἤ μία ἀπρόσωπη
Οὐσία ἤ Φύση–, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Του, δηλαδή πρόσωπο – καί ὄχι
ἄτομο ἀπρόσωπο καί ἀριθμοποιημένο. Τά πρόσωπα ἔχουν μέν κοινή οὐσία, ἀλλά, ὅπως
συμβαίνει καί στά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μοναδικό, ἀνόμοιο
καί ἀνεπανάληπτο πρόσωπο· ὑπάρχουν τόσα πρόσωπα ὅσα καί ἄνθρωποι. Ἐπειδή ὅμως ὁ
ἄκτιστος Θεός δέν ἀποκαλύπτεται μόνον ὡς πρόσωπο ἀλλά καί ὡς ἐλευθερία –ὁ Θεός ὑπάρχει
πάντοτε ὡς ἐλεύθερη ὕπαρξη καί δρᾷ ἐλεύθερος πάντοτε– καί ὡς ἀγάπη –«ὁ Θεός ἀγάπη
ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16)–, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, στήν προσπάθειά του νά γίνει ὁλοκληρωμένο
πρόσωπο, πρέπει νά μεριμνήσει, προκειμένου ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη νά γίνουν
συστατικά τοῦ προσωπικοῦ του Εἶναι, δηλαδή τῆς προσωπικῆς του ὕπαρξης. Σέ αὐτή
τήν κατάσταση, ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι ἡ σωτηρία του, ἡ ἴδια ἡ θέωσή του, ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ μόνο μέσα ἀπό τήν ἀσκητική καί εὐχαριστιακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν
μέσον μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, δηλαδή
στήν ἐλευθερία του καί ὄχι στήν «ἐλευθεριότητα»[5], ἡ ὁποία προβάλλεται κατά τή
σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἐποχή. Ἡ ἀβίαστη, ἑκούσια καί ταπεινή περικοπή τῆς
σωματικῆς ἄνεσης –καί ὄχι μόνον τῆς τροφῆς–, σέ συνδυασμό μέ τήν προσευχή καί
τήν ἐλεημοσύνη, ὁδηγεῖ τόν πιστό στήν κατάσταση τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς αὐτάρκειας,
στήν κατάσταση τῆς αὐτονομίας ἀπό τίς περιττές ἀνάγκες τοῦ σήμερα. Καί μέ τό
μέσον αὐτό, δηλαδή τήν ἄσκηση, ὁ πιστός ὁδηγεῖται στόν σεβασμό «τῶν μακαρίων ἐντολῶν»
τοῦ Κυρίου, ἀπομακρύνεται ἀπό τίς ἀπρόσωπες ἀτομικές του ἐπιθυμίες,
μετερχόμενος «πνευματικήν πολιτείαν», φρονῶν καί πράττων ταυτόχρονα «πάντα τά
πρός εὐαρέστησιν» τοῦ Κυρίου[6].
Ἡ ἀσκητική ἐμπειρία ἀποτελεῖ τήν
προϋπόθεση προκειμένου ὁ πιστός ἐλεύθερος νά βιώσει τήν ἕνωσή του μέ τόν
Χριστό, μέσῳ τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως σοφά ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε μέσῳ τοῦ
βίου τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ ὄχι μία ἀτομική,
ἀλλά μία κατεξοχήν κοινωνική συνάντηση προσώπων, μία κοινωνία τῶν πιστῶν μέ
τούς ἀδελφούς τους καί τόν Θεό ταυτόχρονα, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητας
καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀγάπης στίς καρδιές τῶν φωτισμένων πιστῶν[7]. Ἐξάλλου, ἄς
μήν διαφεύγῃ τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ προτροπή «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» προηγεῖται ὄχι
μόνον τῆς θείας Μετάληψης, ἀλλά καί αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστης
μας: πρώτη προϋπόθεση γιά τή συμμετοχή τοῦ ἐλεύθερου μέσῳ τῆς ἄσκησης Χριστιανοῦ
στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη του –ἡ ὁποία ἕπεται,
σύμφωνα μέ τή βιούμενη μέσῳ τῆς θείας Λειτουργίας Θεολογίας–, ἀλλά ἡ ἀνυστερόβουλη
πρός πάντας ἀγάπη του.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τουλάχιστον ἕως
τά τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνα[8], δέν συστηματοποίησε καί δέν κωδικοποίησε τήν Ἠθική
της ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο ἀντικείμενο τῆς Θεολογίας της, ὅπως π.χ. συνέβη μέ τή
Λειτουργική ἤ τήν Πατρολογία. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἀρχικά μέσῳ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, κατόπιν δέ τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀποτελοῦν
τίς βασικές πηγές μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μεριμνᾷ, ἐδῶ καί 2.000 περίπου
χρόνια, γιά τήν «ἐν Χριστῷ ζωή» τῶν πιστῶν, μέ σκοπό τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό
κάθε «βιωτικήν μέριμναν» καί τήν ἔνταξή τους στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἅγιοι καί χριστιανική ἠθική
Ἰδιαίτερα πολύτιμοι ὁδοδεῖκτες
γιά τή χριστιανική ἠθική εἶναι οἱ Ἅγιοι. Οἱ Ἅγιοι δείχνουν στήν κοινωνία μας
ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος καί πῶς πρέπει νά ζεῖ, ὥστε νά ἐπιβεβαιώνει
τήν πίστη του μέ τή ζωή του. Πράγματι, γιά νά μεταλαμπαδευτεῖ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ
στήν κοινωνία μας, ἀρκεῖ μία ἐπικοινωνία μέ ἕναν αὐθεντικό Χριστιανό, μέ ἕναν ἄνθρωπο
τοῦ Θεοῦ, μέ ἕναν ἐν ζωῇ Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται, ὥστε νά βιώσει ἀθόρυβα καί
μέ πιστότητα τίς χριστιανικές ἀρχές στίς ὁποῖες πιστεύει.
Τό αὐθεντικό χριστιανικό ἦθος
γίνεται φανερό μέσα ἀπό τίς σελίδες τῶν Συναξαρίων, ὅπου –μεταξύ ἄλλων– ὑπάρχουν
καταγεγραμμένοι ὡς Ἅγιοι καί ἄνθρωποι πού διέπραξαν ποικίλα ἀμαρτήματα –αὐτοί
τούς ὁποίους σήμερα θά χαρακτηρίζαμε κακούς καί ἀνήθικους ἀνθρώπους, ὅπως π.χ.
τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί τόν Μέγα Κωνσταντῖνο–, οἱ ὁποῖοι σέ κάποια
στιγμή τῆς ζωῆς τους μετανόησαν εἰλικρινά καί ἁγίασαν.
Πολλοί ἀπό τούς Ἱερούς Πατέρες μᾶς
παρέδωσαν κείμενα στά ὁποῖα ἀναπτύσσονται θέματα πού ἀφοροῦν τήν «ἐν Χριστῷ
ζωή» τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του
συνδέει τήν ἠθική ζωή τοῦ πιστοῦ μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος –στόν ὁποῖο μάλιστα ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε τή Δ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν–
ὑποδεικνύει τίς ἀρετές πού βοηθοῦν στήν ἠθική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, καί,
τέλος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας μέ τό ἔργο του «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» ἀναπτύσσει
τά περί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, μέ βάση τά ἱερά Μυστήρια τοῦ
Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Σύνοδοι καί χριστιανική ἠθική
Μεγάλη σπουδαιότητα γιά τή
χριστιανική ἠθική ἔχουν τά κείμενα τῶν Ἱερῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας «οἰκουμενικοῦ
ἤ πανορθοδόξου ἐπιπέδου», δεδομένου ὅτι σέ αὐτά διατυπώνεται ἡ ἀσκητική καί εὐχαριστιακή
ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίζεται καί ρυθμίζεται ἡ ζωή τῶν μελῶν της, καί
ἀποκαλύπτονται οἱ προϋποθέσεις καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν μέσα στόν κόσμο
ὡς τέκνων Θεοῦ καί μετόχων τῆς Βασιλείας Του.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
Τελευταία κατά σειρά Σύνοδος «οἰκουμενικοῦ
καί πανορθοδόξου ἐπιπέδου» ὑπῆρξε ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»,
πού συνεκλήθη στήν Κρήτη τό 2016 (20-26 Ἰουνίου), ὑπό τήν Προεδρία τῆς Α. Θ.
Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καί τή συμμετοχή
152 Πατέρων, ἐκ τῶν ὁποίων 10 Προκαθήμενοι καί 142 Ἱεράρχες ἀπό ὁλόκληρο τόν
κόσμο. Ἡ Σύνοδος αὐτή, μέ ἔντονο ποιμαντικό χαρακτήρα, καταδίκασε –μέσα ἀπό 6 ἐπίσημα
κείμενα-ἀποφάσεις, μία Ἐγκύκλιο καί ἕνα Μήνυμα– τόν ἀποχριστιανισμό τῆς
σύγχρονης κοινωνίας, τήν ἐκκοσμίκευση καί τόν φανατισμό, ἰδιαίτερα τόν
θρησευτικό φανατισμό, καί ἐξέφρασε μέ παρρησία καί ὀξύτητα τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς
προσανατολισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς τρόπου σκέψης, τήν ἀνάγκη
μετάνοιας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου ἀγγίζουν τή ζωή τῶν πιστῶν,
τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί τή μεταμόρφωση τῆς σύγχρονης ἀποχριστιανισμένης
κοινωνίας σέ μία κοινωνία Ἁγίων, στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη,
«ἥτις οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»[9]. Μέ βάση λοιπόν τά παραπάνω συνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα
ἐμφανίζουν ἄμεσα συνδεδεμένη τήν ἠθική μέ τήν ποιμαντική, ἄς μοῦ ἐπιτραπῇ ἀπόψε
νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας ὡρισμένες πτυχές ἀπό τό πῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καλεῖ τά μέλη της προκειμένου, ὑπό τίς σημερινές κοινωνικές συνθήκες, νά ἀνασυνδεθοῦν
μέ τόν Θεό, μέ τούς συνανθρώπους τους καί ὁλόκληρο τό φυσικό τους περιβάλλον.
Ἡ ἀμαρτία κατά τήν ἐποχή
σύγκλησης τῆς Συνόδου
Ἡ πνευματική ἀσθένεια τῆς ἀμαρτίας,
ἡ ὁποία ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἦταν πάντοτε ἐμφανής στήν κοινωνία
μέ διάφορες μορφές. Τά ἴδια τά ἱερά κείμενα καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας
παρουσιάζουν κοινωνίες οἱ ὁποῖες ἔλαχε νά παραμείνουν «ζωντανές» μέχρι σήμερα
γιά τήν παρέκκλισή τους ἀπό τή θεία διδασκαλία, ὅπως ἐκεῖνες τῆς Βαβέλ καί τῶν
πόλεων Σόδομα καί Γόμορα κατά τούς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Φαρισαίων
κατά τούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, καθώς καί τῶν Νικολαϊτῶν, Μοντανιστῶν
καί Εὐσεβιστῶν κατά τίς δύο τελευταῖες χιλιετίες. Οἱ Πατέρες τῆς Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου βλέπουν στήν ἐποχή μας νά ἐπικρατοῦν ἀτέλειες καί ἐλλείψεις, οἱ
ὁποῖες, ὡς «ἐξωτερικά συμπτώματα»[10] τοῦ κακοῦ, δηλαδή τῆς ἀμαρτίας, «ὑφαίνουν
τό ἀπέραντον ἄγχος τῆς ἀγωνιώδους συγχρόνου ἀνθρωπότητος»[11]. Τά ἐπίσημα
κείμενα τῆς Συνόδου δέν παραλείπουν νά παρουσιάσουν καί νά περιγράψουν τίς
συγκεκριμένες ἀτέλειες πού ἐπικρατοῦν στή σημερινή ἀποχριστιανισμένη κοινωνία,
μέ σκοπό τό ποίμνιο νά βεβαιωθῇ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀφενός μέν «ἐπιδιώκει νά ἐξαλείψῃ
οὐ μόνον τά ἐξωτερικά συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἀσθενείας, ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν
ἀσθένειαν, τήν ἁμαρτίαν»[12], ἀφετέρου δέ, μέ τόν προφητικό της λόγο, μεριμνᾷ
γιά τήν ἀνασύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τούς ἀδελφούς του καί τήν
περιβάλλουσα αὐτόν κτίση.
Ἡ Σύνοδος παρατηρεῖ τά παρακάτω ἐξωτερικά
συμπτώματα τῆς ἀμαρτίας στή σημερινή κοινωνία[13]:
Ἔνδεια: Βλπ. ἀνάπηροι, ἄποροι, ἄστεγοι,
ἀσθενεῖς, ὀρφανά, ὑπερήλικες, ὑποσιτιζόμενοι, φυλακισμένοι.
Ἐξαρτήσεις: Βλ. νοσηρά φαινόμενα
τῆς λήψης ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν καί ὑποταγῆς σέ ἄλλους ἐθισμούς, ἰδιαίτερα στή
νεολαία.
Καταναλωτισμός: Ἡ διαρκῶς αὐξανόμενη
ἐπιβολή ἑνός καταναλωτικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος, στερούμενος χριστιανικῶν ἠθικῶν
ἀξιῶν καί σέ συνδυασμό μέ τήν ἐκκοσμίκευση καί τήν παγκοσμιοποίηση, τείνει νά ὁδηγήσει
τούς λαούς στήν ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν καταβολῶν τους, σέ ἱστορική ἀμνησία καί
στή λήθη τῶν παραδόσεων τους.
Κοινωνική ἀδικία: Βλ. αἰχμάλωτοι,
βίαια μετακινούμενοι πληθυσμοί, διωκόμενοι, θύματα ἐμπορίας ἀνθρώπων καί
σύγχρονων μορφῶν δουλείας, θύματα καταπίεσης κοινωνικῶν ὁμάδων, θρησκευτικῶν
κοινοτήτων καί λαῶν ὁλοκλήρων, θύματα καταστροφῶν, πολεμικῶν συγκρούσεων καί
φυλετισμοῦ, περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πρόσφυγες.
Οἰκογενειακή κρίση: Βλ. ἐπικίνδυνη
αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν διαζυγίων, τῶν ἀμβλώσεων καί πολλῶν ἄλλων ἐσωτερικῶν
προβλημάτων στήν οἰκογενειακή ζωή.
Οἰκολογική κρίση: Ὁ πόθος τῆς
συνεχοῦς αὔξησης τῆς εὐημερίας, ἡ ἀπληστία γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν
καί ἡ ἄμετρη κατανάλωση ὁδηγοῦν ὄχι μόνο στήν πνευματική πτώχευση τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλά καί στή δυσανάλογη χρήση καί τήν ἐξάντληση τῶν φυσικῶν πόρων, δηλαδή στήν
καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος.
Οἰκονομική κρίση: Βλ. οἰκονομική ἀθλιότητα,
ἄνιση κατανομή ἤ καί παντελής στέρηση τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῆν ἀγαθῶν.
Παραπληροφόρηση καί χειραγώγηση τῆς
κοινῆς γνώμης: Συχνά τά μέσα γενικῆς ἐνημέρωσης ἀφενός μέν τελοῦν ὑπό τόν ἔλεγχο
μίας ἰδεολογίας φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης καί ἔτσι καθίστανται δίαυλοι
διάδοσης τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀφετέρου δέ προξενοῦν διχασμούς καί ἐξεγέρσεις ἐντός
τῆς κοινωνίας λόγῳ τῆς ἔλλειψης σεβασμοῦ ἔναντι τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν. Ἐπιπλέον,
ὄχι σπάνια ὑφίσταται ὁ κίνδυνος τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν συνειδήσεων διά τῶν μέσων ἐνημερώσεως
καί τῆς χρήσης αὐτῶν ὄχι γιά τήν προσέγγιση τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, ἀλλά γιά
τή χειραγώγησή τους.
Χειρισμός Γενετικοῦ Ὑλικοῦ: Ἀλληλοσυγκρουόμενες
εἰκόνες περί τοῦ ἀνθρώπου καί θύραθεν αὐτόνομες καί συρρικνωτικές ἀνθρωπολογικές
θεωρήσεις, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν στήν κοινωνία μας ἤδη κατά τόν Δεύτερο
Παγκόμιο πόλεμο, προσπαθοῦν νά δώσουν τροφή σέ ἀνεξέλεγκτη χρήση τῆς γενετικῆς
βιοτεχνολογίας καί βιοϊατρικῆς, ἀναφορικά μέ τήν ἀρχή, τή διάρκεια καί τό τέλος
τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Σύνοδος καί τό ὀρθόδοξο ἦθος
γενικά
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἀκολουθώντας τά βήματα τῶν θείων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, συνεχίζει νά
ἐρμηνεύει τήν ἠθική ζωή τῶν πιστῶν μέ τόν ὅρο «ἐν Χριστῷ ζωή», προσφέροντας
στόν κόσμο ὡς ὁδηγό «τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλπίδα καί
βεβαιότητα ὅτι τό κακόν, ὑπό οἱανδήποτε μορφήν, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς
τήν ἱστορίαν καί δέν πρέπει νά ἀφεθῇ νά κατευθύνῃ τήν πορείαν της»[14], καί ἐπιδιώκοντας
νά ἐξαλείψει ὄχι μόνον τά ἐξωτερικά συμπτώματα τῆς ἀμαρτίας πού προαναφέρθηκαν
«ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν ἀσθένειαν, τήν ἁμαρτίαν»[15]. Τονίζει τήν ἀναστάσιμη
προοπτική τῆς «κατά χάριν» θέωσης, τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, στό βίωμα τῆς ὁποίας
προσκαλεῖ τούς Χριστιανούς –ἰδιαίτερα τούς νέους–, προκειμένου νά βροῦν «ἐν τῇ
θεανθρωπίνῃ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας ὑπαρξιακόν στήριγμα»[16] καί ὄχι σέ ἐξαρτήσεις
καί ἐθισμούς. Σέ αὐτόν τόν «ἄριστον πόθον» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προτρέπει τούς
πιστούς νά ἀκολουθήσουν τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι, ζῶντες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων
τῆς κοινωνίας τους, «διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς» ἀπέδειξαν ὅτι ἡ πρόγευση
τῆς «καινῆς κτίσεως» δέν εἶναι οὐτοπία, ἀλλά δυνατή «μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί
τόν πνευματικόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου»[17]. Κατ’ ἐπέκταση, οἱ 152 Πατέρες τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου, στήν προσπάθειά τους νά μεταδώσουν τίς βασικές
κατευθυντήριες ποιμαντικές γραμμές –χρήσιμες γιά τόν Χριστιανό πού ζεῖ στή
σύγχρονη ἀποχριστιανισμένη κοινωνία–, ἀκολουθώντας τήν ὀρθόδοξη παράδοση,
συνδέουν τό ἀνθρώπινο ἦθος μέ τήν περί προσώπου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς
καί μέ τήν ἀσκητική καί εὐχαριστιακή της ἐμπειρία. Ἔτσι, ὅπως θά φανεῖ εὐθύς ἀμέσως,
μέ βάση αὐτά τά τρία κεντρικά σημεῖα –ἄνθρωπος-πρόσωπο, ἀσκητική καί εὐχαριστιακή
ἐμπειρία– οἱ Πατέρες ἀπαντοῦν κατάλληλα στά σημερινά ἐξωτερικά συμπτώματα τῆς ἀμαρτίας,
προκειμένου ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος, νά μεταμορφωθεῖ καί νά
θεωθεῖ κατά χάριν.
Ἄνθρωπος-πρόσωπο
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσῳ τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου, ἐπισημαίνει τήν ὕψιστη τιμή πού δίδει στό ἀνθρώπινο
πρόσωπο, ἀντιτιθέμενη τόσο στήν ἀλαζονική ἀποθέωση τοῦ ἀτόμου –τόν «ἀνθρωποθεό»,
τόν ὁποῖο ἐπιδιώκει νά δημιουργήσει ἡ σύγχρονη ἀποχριστιανισμένη κοινωνία– καί
τῶν δικαιωμάτων του, ὅσο καί στήν καταρράκωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στίς
σύγχρονες οἰκονομικές, κοινωνικές, πολιτικές καί ἐπικοινωνιακές δομές[18]. Ἐπίσης,
τονίζει ὅτι «τό ὀρθόδοξο δέον περί ἀνθρώπου ὑπερβαίνει τόν ὁρίζοντα τῶν
καθιερωμένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἀφοῦ ‘μείζων πάντων’ εἶναι ἡ ἀγάπη»[19],
τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ὡς βιωμένη ἐκκλησιαστική ἐλευθερία,
δέν διεκδικεῖ δικαιώματα, ἀλλά προτιμᾷ ἀκόμη καί νά παραιτεῖται ἀπό αὐτά χάριν
τοῦ πλησίον[20]. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Σύνοδος προβάλλει τή θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου
Κυρίου της «ὡς τήν μόνην ὁδόν πρός ἕναν κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας
καί ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, τῶν ὁποίων μόνον καί ἔσχατον
μέτρον εἶναι πάντοτε ὁ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς θυσιασθείς Κύριος (πρβλ. Ἀποκ.
ε΄ 12), ἤτοι ἡ ἄπειρος Ἀγάπη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ»[21].
Στό σημεῖο αὐτό, καί μέ ἀφορμή
τήν 70η ἐπέτειο ἀπό τήν Οἰκουμενική Διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, θά
μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν μερικά παραδείγματα μέσα ἀπό τά ἐπίσημα κείμενα,
προκειμένου νά καταφανεῖ ἡ περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἠθική διδασκαλία τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁμολογεῖ πώς
κάθε ἄνθρωπος, ἀνεξάρτητα ἀπό χρῶμα, θρησκεία, φυλή, ἐθνικότητα καί γλῶσσα,
δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» καί ἀπολαμβάνει ἴσα
δικαιώματα στήν κοινωνία. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν δέχεται τίς διακρίσεις, ἀλλά
διδάσκει ὅτι, ἀφοῦ ὁ ἀληθινός Χριστιανός –κατά τό πρότυπο τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ–
θυσιάζεται καί δέν θυσιάζει, ἀποτελεῖ τόν αὐστηρότερο κριτή τοῦ ὁποθενδήποτε
προερχόμενου φονταμενταλισμοῦ[22].
Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ καθῆκον της
νά προβάλλει, μέσῳ τοῦ κηρύγματος, τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καί τοῦ
ποιμαντικοῦ ἔργου της, τήν ἀλήθειαν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, ὅπως αὐτή
συστηματοποιήθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἀγάπης Παῦλο[23], σύμφωνα μέ
τήν ὁποία «ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς
ἐλευθερίας»[24]. Ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας κ. Βαρθολομαῖος
διδάσκει χαρακτηριστικά: «Ζῶμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ τήν ἐλευθερίαν ἐκ Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ
καί εἰς Χριστόν. Εἰς τόν πυρῆνα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀνήκει ἡ ἀγάπη. […] Τό
μέλημα τοῦ πιστοῦ δέν εἶναι ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων, ἀλλά τό ‘ποιεῖν τε καί
πράττειν τά δικαιώματα Χριστοῦ’[25], ἐν ταπεινώσει καί εὐχαριστίᾳ. Αὐτή ἡ ἀλήθεια
τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγάπης καί τῆς ἀγάπης ὡς ἐλευθερίας, εἶναι
ὁ θεμέλιος λίθος καί ἡ ἐγγύησις διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος»[26].
Ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τό δικαίωμα
τῆς ἐλευθερίας εἶναι καί ἡ ἀρχή πώς ὁ ἐπιστήμονας εἶναι μέν ἐλεύθερος νά ἐρευνᾶ,
ὅμως μέ τή βασική προϋπόθεση –γιά τήν ὀρθή ὁριοθέτηση τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξιοποίηση
τῶν ἐπιστημονικῶν του καρπῶν–, ὅτι ὀφείλει νά διακόπτει τήν ἔρευνά του, ὅταν
παραβιάζονται βασικές χριστιανικές καί ἀνθρωπιστικές ἀρχές. Ἡ θέση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας
ἀποδεικνύεται ἀπαραίτητη σήμερα, ἀφοῦ παρατηρεῖται ἁλματώδης ἀνάπτυξη στίς
βιοεπιστήμες καί στή συνδεδεμένη μέ αὐτές βιοτεχνολογία, πολλά ἐπιτεύγματα τῶν ὁποίων
θεωροῦνται εὐεργετικά γιά τόν ἄνθρωπο, ἄλλα δημιουργοῦν ἠθικά διλήμματα, ἐνῶ ἄλλα
κρίνονται ἀπορριπτέα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλό
σύνολο κυττάρων, ἱστῶν καί ὀργάνων, οὔτε καί προσδιορίζεται μόνο ἀπό
βιολογικούς παράγοντες. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»
(Γέν. α΄ 27), ἔχει αἰώνιο προορισμό καί θά πρέπει ἡ ἀναφορά σέ αὐτόν νά γίνεται
μέ τόν πρέποντα σεβασμό. Ἡ ἀναγνώριση τῆς θεμελιώδους αὐτῆς ἀρχῆς ὁδηγεῖ στό
συμπέρασμα ὅτι τόσο κατά τήν ἐπιστημονική ἔρευνα, ὅσο καί κατά τήν πρακτική ἐφαρμογή
τῶν νέων ἀνακαλύψεων καί ἐφευρέσεων, πρέπει νά διαφυλάσσεται τό ἀπόλυτο
δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά ἀπολαμβάνει σεβασμό καί τιμή σέ κάθε στάδιο τῆς ζωῆς
του –ἐνάντια δηλαδή σέ ὅσους ὑποστηρίζουν τά «δικαιώματα» στήν ἔκτρωση τοῦ
κυοφορούμενου ἐμβρύου καί στήν εὐθανασία–, καθώς καί ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὕτη
φανερώθηκε κατά τή δημιουργία –ἐνάντια δηλαδή σέ ὅσους ὑποστηρίζουν τό
«δικαίωμα» στήν ἀλλαγή φύλου. Ὡς ἐκ τούτου, ἰδιαιτέρως προβάλλεται ἡ ἱερότητα τῆς
ζωῆς καί ὁ χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου ἀπό τή στιγμή τῆς σύλληψής του
μέχρι τή στιγμή τῆς φυσιολογικῆς κοίμησής του[27].
Τέλος, καί τό δικαίωμα στήν οἰκογενειακή
ζωή θά πρέπει νά θεωρηθεῖ μέ βάση τήν περί ἀνθρώπινου προσώπου διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπιτυγχανομένη
κοινωνία προσώπων λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία συμβατική φυσική σχέσις, ἀλλά καί
ὡς μία οὐσιαστική καί δημιουργική πνευματική δύναμις διά τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας»[28].
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐμμένει στήν ἱερότητα τοῦ γάμου καί στό θυσιαστικό ἦθος
τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων ὡς ἀπάντηση στή σημερινή ἐκκοσμίκευση τῆς οἰκογένειας
καί τήν ταύτισή της μέ ἀτομική αὐταρέσκεια, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Ἡ Ἐκκλησία
παραμένει σταθερή στά ἑξῆς:
Ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τόν
γάμο εἶναι τό ζευγάρι νά ἀποτελεῖται ἀπό δύο πρόσωπα διαφορετικοῦ φύλου, ἡ
πίστη καί τῶν δύο στόν Ἰησοῦ Χριστό, καθώς καί ἡ «ἐν ἐλευθερίᾳ» ἕνωσή τους.
Σκοπός τοῦ Μυστηρίου εἶναι τόσο ἡ
πνευματική κοινωνία τοῦ ζευγαριοῦ, ὅσο καί ἡ ἐξασφάλιση τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Ὁ νόμιμα καταγεγραμμένος
πολιτικός γάμος δέν ἔχει μυστηριακό χαρακτῆρα καί ἀποτελεῖ ἁπλή πράξη
συμβίωσης.
Δέν γίνονται ἀποδεκτά γιά τά μέλη
της σύμφωνα συμβίωσης τοῦ ἴδιου ἤ διαφορετικοῦ φύλου, καθώς καί κάθε ἄλλη μορφή
συμβίωσης, ἐκτός ἀπό τό Μυστήριο τοῦ γάμου[29].
Σχετικά μέ τά οἰκονομικά
δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ Πατέρες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπογραμμίζουν
πώς ἡ οἰκονομία πρέπει νά στηρίζεται σέ ἠθικές ἀρχές καί νά διακονεῖ ἔμπρακτα
τόν ἄνθρωπο, ἀποσυνδέοντας ξεκάθαρα τήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέ μόνη
τήν ἄνοδο τοῦ βιωτικοῦ ἐπιπέδου ἤ μέ τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη σέ βάρος τῶν
πνευματικῶν ἀξιῶν[30].
Μέ βάση, λοιπόν, τήν ὕψιστη τιμή
πού δίδει στό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀλλά καί τήν περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἠθική
διδασκαλία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, μπορεῖ νά γίνει κατανοητό γιατί ἡ Ἐκκλησία,
ἀποβλέποντας στήν σωστή διαπαιδαγώγηση τῆς νέας γενιᾶς, ἐπιθυμεῖ τήν ἐφαρμογή
μιᾶς παιδείας ἡ ὁποία θά ἀποβλέπει «ὄχι μόνον εἰς τήν νοητικήν καλλιέργειαν, ἀλλά
καί εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ συνόλου ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς
καί πνευματικῆς ὀντότητος, συμφώνως πρός τήν τρίπτυχον ἀρχήν Θεός, ἄνθρωπος,
κόσμος»[31].
Ἐμπειρία ἀσκητική
Ὅπως προαναφέρθηκε, σκοπός τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι νά ὁδηγηθεῖ στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία του. Ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου
τοποθετεῖται καί ἡ χριστιανική ἄσκηση, ἡ ὁποία –ὅπως μᾶς τονίζουν οἱ Πάτερες τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου– διαφέρει ριζικά ἀπό κάθε δυϊστικό ἀσκητισμό, τόν ὁποῖο
πολλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἀκολουθοῦν, διότι ἡ χριστιανική ἄσκηση δέν ἀποκόπτει
τόν ἄνθρωπο ἀπό τή ζωή καί τόν συνάνθρωπό του[32].
Κατ’ ἐξοχήν ἔκφραση τοῦ ἀσκητικοῦ
ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἡ νηστεία. Ἡ πραγματική νηστεία ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρη
τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί συνδέεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τά ἔργα
εὐποιΐας καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια –δηλαδή τή ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας καί
συμπεριφορᾶς– κορυφώνεται δέ μέ τή συμμετοχή του στή θεία λατρεία καί ἰδιαίτερα
στή θεία Εὐχαριστία. Γιά τούς παραπάνω λόγους, ἡ Ἐκκλησία κατά τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη
ἐποχή θεωρεῖ ἀναγκαία τήν τήρηση ὅλων τῶν διαταξεων πού ἀφοροῦν στή νηστεία, ὅμως
ἐπισημοποιεῖ πλέον μέσῳ τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τήν ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
οἰκονομίας ἀπό μέρους τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν γιά ὅσους
ἔχουν δυσκολία στήν πιστή τήρησή της[33].
Τό ἀσκητικό ἦθος –ὡς ἀντίδοτο
στόν καταναλωτισμό, στήν πλεονεξία, στήν ἀπληστία, στή θεοποίηση τῶν ἀναγκῶν
καί στήν κτητική στάση–, μαζί μέ τή μετάνοια γιά τίς καταχρήσεις καί τήν ἐγκράτεια,
ἀποτελεῖ τή χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος. Γιά τόν λόγο
αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμμετέχει ἐνεργά στίς διάφορες διεθνεῖς οἰκολογικές
προσπάθειες, ὅρισε δέ τήν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα προσευχῆς γιά τήν προστασία
τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ φυσικός
πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Δημιουργοῦ,
προτρέπει δέ τούς Χριστιανούς νά προστατεύσουν τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ μέ τήν
καλλιέργεια τῆς συνείδησης ὅτι εἶναι «οἰκονόμοι» καί ὄχι κάτοχοί της, μέ τήν
προβολή τῶν ἀρετῶν τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς ἐγκράτειας, καθώς καί μέ τήν
πεποίθηση ὅτι καί οἱ μελλοντικές γενιές ἔχουν δικαίωμα πάνω στά φυσικά ἀγαθά
πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Δημιουργός[34].
Ἐμπειρία εὐχαριστιακή
Ἡ Ἐκκλησία μας βιώνει τό μυστήριο
τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, στή μυστηριακή
της ζωή, μέ ἐπίκεντρο τή θεία Εὐχαριστία, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς
ἡ αἰώνια Ἀγάπη. Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ μία κοινωνία τῶν
πιστῶν μέ τούς ἀδελφούς τους καί μέ τόν Θεό ταυτόχρονα. Οἱ πιστοί ἐνώνονται μέ
τόν Θεό καί μεταξύ τους σέ ἕνα σῶμα, χωρίς καμία διάκριση φυλῆς, φύλου, ἡλικίας,
κοινωνικῆς ἤ ἄλλης κατάστασης, σέ ἕναν κόσμο καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἀγάπης. Οἱ
Πατέρες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τονίζουν ὅτι, ἀπέναντι στό πνεῦμα τό ὁποῖο
προβάλλεται ἀπό τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη καί διεσπασμένη κοινωνία, ἡ Ἐκκλησία
καλεῖται μέ ἱεραποστολικό ζῆλο νά προβάλλει αὐτή τήν εὐχαριστιακή κοινωνία καί ἑνότητα,
ἀρχίζοντας βεβαίως ἀπό τά ἴδια τά ἐκκλησιαζόμενα μέλη της, τά ὁποῖα,
συμμετέχοντας στή θεία Εὐχαριστία, καλοῦνται νά συνεχίσουν τήν «λειτουργίαν
μετά τήν Λειτουργίαν», δίδοντας –μέ τή βιοτή τους πρῶτα ἀπ’ ὅλα καί μέ τόν λόγο
τους κατόπιν– τή μαρτυρία τῆς πίστης, μοιραζόμενοι τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ μέ ὁλόκληρη
τήν ἀνθρωπότητα[35].
Προϋπόθεση γιά τή συμμετοχή τοῦ ἐλεύθερου
–μέσῳ τῆς ἄσκησης– Χριστιανοῦ στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε,
ἀποτελεῖ ἡ ἀνυστερόβουλη πρός πάντας ἀγάπη του, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί
τούς ἐχθρούς του. Ὅμως καί γενικά, ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη βρῆκαν τήν Ἐκκλησία –κλῆρο
καί λαό, ὀργανωμένα ἤ ὄχι–, κατά τά σχεδόν 2.000 χρόνια τῆς ἱστορικῆς της
πορείας, στό πλευρό τους. Μάλιστα, αὐτή ἡ ἔκφραση ἀγάπης ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας,
δέν περιορίστηκε ἁπλῶς στήν περιστασιακή ἀγαθοεργία πρός τούς δοκιμαζόμενους ἀδελφούς,
ἀλλά ἀπέβλεπε καί στήν ἀπάλειψη τῶν αἰτίων, πού δημιουργοῦν τά κοινωνικά
προβλήματα, ὡς ἔκφραση τῆς πίστης της καί ὡς διακονία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
ταύτισε τόν Ἑαυτό του μέ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα μέ «τούς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους»[36].
Γιά παράδειγμα, ἐνώπιον τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί τῆς ἔνδειας, ἡ Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδος τονίζει ὅτι ὁ Κύριος ἀποδοκιμάζει τή βία καί τήν ἀδικία καί
καταδικάζει τήν ἀπάνθρωπη στάση πρός τόν πλησίον[37], ἡ δέ πείνα τῶν
συνανθρώπων μας, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ συστήματος τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας,
εἶναι θέμα πνευματικόν, τό ὁποῖο «ὄχι μόνον ἀπειλεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ζωῆς ὁλοκλήρων
λαῶν, ἀλλά καί θίγει τό μεγαλεῖον καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου,
συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν ἴδιον τόν Θεόν»[38]. Γιά τούς παραπάνω λόγους,
οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης προτρέπουν «τίς πολιτικές ἀρχές, τούς πολίτες
καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς στίς χῶρες πού καταφεύγουν οἱ ἐξουθενωμένοι
πρόσφυγες, νά συνεχίσουν νά προσφέρουν ἀπό τό περίσσευμα καί ἀπό τό ὑστέρημα τῶν
δυνατοτήτων τους»[39], ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιδεικνύουν ἀλληλεγγύη
καί νά ὀργανώνουν ἀποτελεσματικά τήν βοήθειά τους «διά τήν καταπολέμησιν τῆς
πείνης καί πάσης ἄλλης μορφῆς ἐνδείας ἐν τῷ κόσμῳ»[40], θεωρεῖ, τέλος,
σημαντικό ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά δώσουν «εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ
συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς
τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου»[41].
Ἐπιλογικά
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, μέ προφητική ἐνόραση, συνέδεσε τήν ποιμαντική της ἀγωνία μέ τήν περί
προσώπου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί μέ τήν εὐχαριστιακή καί ἀσκητική
της ἐμπειρία. Διατηρώντας ἀλώβητο τόν Μυστηριακό καί Σωτηριολογικό της
χαρακτήρα, ἐξέφρασε τό ἔθος, τόν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ πού ζεῖ καί κινεῖται
στή σύγχρονη πολύμορφη Οἰκουμένη καί ἐπιθυμεῖ νά δημιουργήσει μία ζωντανή σχέση
μέ τόν Θεό, τούς συνανθρώπους του καί τήν Κτίση, τονίζοντας τήν εὐθύνη του
«μέσα στόν χῶρο καί τόν χρόνο, πάντοτε μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα»[42].
[1] Εἰσηγητική ὁμιλία τῆς Α. Θ.
Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, κατά τήν ἔναρξιν τῶν
ἐργασιῶν τῆς Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως (27 Νοεμβρίου 2000), εἰς Ὀρθοδοξία, Β
(2000), σ. 547.
[2] ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ἀρχιεπ. Τιράνων
καί πάσης Ἀλβανίας, Ἱεραποστολὴ στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ – Θεολογικές μελέτες καί ὁμιλίες,
Ἀθήνα 2007, σ. 215.
[3] ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ
ἤθους, Ἀθήνα 1989, σ. 24.
[4] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική ἠθική,
Θεσσαλονίκη 1983, σ. 26, 44.
[5] Πρβλ. Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον [στό ἑξῆς: Ἀποστολή], § ΣΤ13.
[6] Πρβλ. Εὐχή πρό τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου,
Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου καὶ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
[7] Πρβλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, ὅ.π.,
σ. 25.
[8] Τό πρῶτο συστηματικό ἐγχειρίδιο
Χριστιανικῆς Ἠθικῆς –ἐπηρεασμένο ἀπό δυτικά πρότυπα– φέρεται νά εἶναι τό ἔργο
τοῦ καθηγητῆ καί Πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀρχιμανδρίτη Νεοφύτου Βάμβα
(1770-1856), μέ τίτλο «Φυσική Θεολογία καί Χριστιανική Ἠθική», τό ὁποῖο ἐκδόθηκε
στήν Ἀλεξάνδρεια τό 1893, ἀρκετά χρόνια μετά τόν θάνατό του.
[9] Λόγος Συνόδου. Τά κείμενα τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κρήτη 2016. Εἰσαγωγή: Ἀρχιμ.
Εὐάγγελος Ὑφαντίδης, Ἀθήνα 2017, σ. 28, 30.
[10] Ἀποστολή, § Γ5.
[11] Ἀποστολή, § Β3.
[12] Ἀποστολή, § Γ4.
[13] Ἀποστολή, § Β2, ΣΤ1, ΣΤ7,
ΣΤ8, ΣΤ10· Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ [στό ἑξῆς: Γάμος], §
Ι11· Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [στό ἑξῆς:
Ἐγκύκλιος], § 12.
[14] Ἀποστολή, Εἰσαγωγή.
[15] Ἀποστολή, § Γ4.
[16] Ἐγκύκλιος, § 9.
[17] Ἀποστολή, Εἰσαγωγή.
[18] Ἐγκύκλιος, § 10, 16.
[19] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [στό ἑξῆς: Μήνυμα], § 10.
[20] Κ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, Τό ἦθος τῆς
Ἐλευθερίας: Φιλοσοφικές ἀπορίες καί θεολογικές ἀποκρίσεις, Ἀθήνα 1997, σ. 111.
[21] Ἀποστολή, § ΣΤ15.
[22] Ἀποστολή, § Ε2· Ἐγκύκλιος, §
17.
[23] Πρβλ. Α΄ Κορ. ι΄ 23-24 καί
ι΄ 29.
[24] Ἀποστολή, § Β3.
[25] Θεοτοκίον τῶν Ἀποστίχων τῶν
Αἴνων 12ης Ὀκτωβρίου.
[26] Πατριαρχική Ἀπόδειξις ἐπί τοῑς
Χριστουγέννοις 2017.
[27] Ἀποστολή, § ΣΤ11, ΣΤ12· Ἐγκύκλιος,
§ 12.
[28] Γάμος, § Ι5.
[29] Ἀποστολή, § ΣΤ14· Γάμος, §
Ι1, I2, I4, I9, I10· Ἐγκύκλιος, § 7.
[30] Ἀποστολή, § ΣΤ3· Ἐγκύκλιος,
§ 15.
[31] Ἐγκύκλιος, § 9.
[32] Ἐγκύκλιος, § 13· Μήνυμα, §
6.
[33] Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ
ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, § 1, 3, 7, 8.
[34] Ἀποστολή, § ΣΤ10· Ἐγκύκλιος,
§ 14· Μήνυμα, § 8.
[35] Ἀποστολή, Εἰσαγωγή, ΣΤ9· Ἐγκύκλιος,
§ 6, Ἐπίλογος· Μήνυμα, § 1.
[36] Ἀποστολή, § ΣΤ1· Ἐγκύκλιος,
§ 19.
[37] Ἀποστολή, § Ε1, ΣΤ5.
[38] Ἀποστολή, § ΣΤ5.
[39] Μήνυμα, § 4.
[40] Ἀποστολή, § ΣΤ5.
[41] Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, § 23.
[42] Μήνυμα, § 12.
Αrchimandrita Evangelos
Yfantidis
Vicario Generale dell’Arcidiocesi Ortodossa
d’Italia e Malta
ASPETTI DELL’ETICA
CRISTIANA
IN BASE AI DOCUMENTI
DEL SANTO E GRANDE SINODO
DELLA CHIESA ORTODOSSA
(CRETA 2016)*
Esimi Professori,
Carissimi tutti,
Per iniziare, vorrei trasmettere a voi tutti i
più cordiali auguri per l’Anno Nuovo di Sua Eminenza Rev.ma il Metropolita
Gennadios, Arcivescovo Ortodosso d’Italia e Malta. Inoltre, vorrei ringraziare
la Facoltà Teologica del Triveneto e la Fondazione Lanza, che hanno avuto
l’idea di organizzare l’incontro odierno, allo scopo di sviluppare, assieme al Prof.
Basilio Petrà, alcuni aspetti dell’etica cristiana, secondo il vissuto e la
testimonianza della Chiesa Ortodossa.
Come ben si sa, la parola etica proviene dal
greco «ἦθος», che a sua
volta deriva da «ἔθος».
La parola ἔθος si usa
per di più nel Nuovo Testamento e significa “abitudine”; così l’ἔθος, come abitudine, come modo di vita,
coltiva e forma la condotta etica –la vita etica– dell’uomo[1]. Per afferrare
l’aspetto che il Cristianesimo dà all’etica, ci basta comprendere il termine
“vita in Cristo”, che la letteratura patristica usa molto spesso, allo scopo di
interpretare la vita etica dei Cristiani. Secondo Sua Santità il Patriarca
Ecumenico Bartolomeo, il termine “vita in Cristo” significa che “l’uomo di fede
non vive soltanto dentro se stesso e nel mondo creato che lo circonda, ma si
trova in relazione spirituale e comunione con la persona divino-umana di Cristo
e con lo Spirito Santo, e attraverso di Loro con Dio Padre, cioè con la
Divinità increata”[2].
In base a tutto ciò si capisce che l’etica cristiana
non è altro che l’etica –cioè l’abitudine, il modo di vita– del Cristiano, il
quale, progredendo “da purificazione a purificazione, da metània a metània, da
virtù a virtù, da conoscenza a conoscenza”[3], fa parte e vive con la grazia
dello Spirito Santo nella prospettiva della risurrezione; è l’etica del
Cristiano che lotta per essere salvato, cioè per diventare “intatto, intero,
per realizzare integra la possibilità di esistenza e di vita oltre lo spazio,
il tempo e le relazioni conciliative”[4]; del Cristiano che non esiste soltanto
come una unità biologica o sociale, ma come persona “secondo l’icona e la
somiglianza di Dio”, libero anche della sua stessa natura. Per questo motivo
l’etica cristiana non cerca di creare un “paradiso terrestre”, non si basa
sulla conservazione di alcune regole di condotta o principi, come altre
religioni e movimenti, ma promuove la “necrosi delle passioni” dell’uomo, cioè
delle sue dipendenze e il ricollegamento con Dio; vicino a Dio, con il Quale
crea una relazione di confidenza –non una semplice accettazione–, l’uomo
stabilisce anche una giusta relazione con il prossimo e con tutto l’ambiente
naturale[5].
Etica Ortodossa: ascetica ed eucaristica
Da sempre nella tradizione Ortodossa l’ethos
umano è connesso con l’insegnamento della Chiesa sulla persona, come anche con
la sua esperienza ascetica ed eucaristica. Dio, che è persona, una libera
esistenza personale –e non un supremo essere o un Sostanza o Natura
impersonale–, creò l’uomo secondo la Sua icona, cioè persona –e non come un
individuo impersonale e numerico–. Le persone hanno una comune sostanza, ma,
come succede con le persone della Ss. Trinità, ogni uomo è una persona unica,
dissimile e non iterativa; esistono tante persone quanti uomini. Come Dio increato
non si rivela soltanto come persona ma anche come libertà –Dio esiste sempre
come esistenza libera e opera sempre libero– e come amore –“Dio è amore” (I
Giov. 4,16)–, così anche l’uomo, nella sua premura di diventare una persona
completa, deve adoperarsi affinché la libertà e l’amore diventino costituenti
del suo Essere personale, cioè della sua esistenza personale. A questo stato,
che in realtà è la sua salvezza, la sua divinizzazione, l’uomo può essere
condotto soltanto attraverso l’esperienza ascetica ed eucaristica della Chiesa.
L’ascesi costituisce il mezzo principale con il
quale l’uomo si conduce alla catarsi e all’illuminazione, cioè alla sua libertà
e non al “permissivismo”[6] che viene proposto nell’attuale epoca
secolarizzata. La spontanea, volontaria e umile riduzione delle comodità
corporali –e non solo del cibo–, insieme alla preghiera e alla carità, conduce
il fedele allo stato della moderazione e della frugalità, allo stato
dell’autonomia dai bisogni superflui di oggi. E con questo mezzo, cioè
l’ascesi, il fedele viene condotto al timore “dei beati comandamenti” del
Signore, si allontana dalle proprie volontà impersonali, si dedica a una
“condotta di vita spirituale”, meditando e operando nello stesso momento “tutto
ciò che sia di gradimento” del Signore[7].
L’esperienza ascetica costituisce la condizione
affinché il libero fedele possa vivere la propria unità con Cristo, attraverso
la Divina Eucaristia, come sapientemente ci ha trasmesso la nostra Chiesa, con
la vita di santa Maria Egiziana. La divina Eucaristia costituisce non un
incontro individuale, ma un incontro sociale di persone, una comunione dei
fedeli coi loro fratelli e con Dio nello stesso momento, la quale esprime lo
superamento dell’individualismo e l’insediamento dell’amore nei cuori dei
fedeli illuminati[8]. Inoltre, non deve sfuggire alla nostra attenzione che
l’esortazione liturgica “amiamoci gli uni gli altri”, precede non soltanto la
Divina Comunione, ma anche la stessa Confessione di Fede: prima condizione per
la partecipazione del libero –attraverso l’ascesi– Cristiano al Sacramento
della divina Eucaristia non è la sua fede Ortodossa –la quale segue, secondo la
Teologia vissuta nella divina Liturgia–, ma i sentimenti d’amore disinteressato
verso tutti.
La Chiesa Ortodossa, almeno fino alla fine del
XIX secolo[9], non ha ridotto a sistema e non ha codificato la sua Etica come
un soggetto indipendente della propria Teologia, come p.es. è successo con la
Liturgia o la Patrologia. La rivelazione di Dio al mondo, all’inizio attraverso
l’Antico Testamento, poi con il Nuovo Testamento e la Sacra Tradizione,
costituiscono gli strumenti principali coi quali la Chiesa si prende cura, da
2.000 circa anni, della “vita in Cristo” dei fedeli, allo scopo di liberarli da
ogni “affanno di vita” e di incardinarli nel Regno di Dio.
Santi ed etica cristiana
Indicatori particolarmente importanti per
l’etica cristiana sono i Santi. I Santi fanno vedere alla nostra società chi è
in realtà l’uomo e come questo debba vivere per confermare la sua fede con la
sua vita. Veramente, per trasmettere la luce di Cristo nella nostra società,
basta un contatto con un Cristiano autentico, con un uomo di Dio, con un Santo
in vita, che lotta per vivere silenziosamente e con fedeltà ai principi
cristiani ai quali crede.
L’autentico ethos cristiano si manifesta
attraverso le pagine dei Sinassari, dove –tra gli altri Santi– ci sono anche
uomini che avevano commesso vari peccati –e che oggi qualificheremmo come persone cattive e immorali, come p.es.
Maria Egiziana e Costantino il Grande–, ma i quali in un certo momento della
loro vita si sono pentiti veramente e sono diventati Santi.
Molti dei nostri Santi Padri ci hanno trasmesso
dei testi nei quali sviluppano argomenti che riguardano “la vita in Cristo”
degli uomini. Così san Cirillo di Gerusalemme nelle sue Catechesi collega la vita
etica del fedele ai Sacramenti della Chiesa; san Giovanni della Scala –al quale
la Chiesa ha dedicato la IV domenica di Quaresima– indica le virtù che
promuovono la perfezione etica dell’uomo; infine, san Nicola Cabasilas, nella
sua opera “Circa la vita in Cristo”, sviluppa le questioni che riguardano la
vita spirituale del Cristiano in base ai Sacramenti del Battesimo, della
Cresima e della divina Eucaristia.
Sinodi ed etica cristiana
Grande importanza per l’etica cristiana hanno i
documenti dei Sacri Sinodi [Concili] della Chiesa di livello “ecumenico o
panortodosso”, visto che in questi viene espressa l’esperienza ascetica ed
eucaristica della Chiesa, si discute e si regola la vita dei suoi membri e si
rivelano le condizioni e lo scopo della vita dei fedeli nel mondo come figli di
Dio e partecipi del Suo Regno.
Il Santo e Grande Sinodo della Chiesa Ortodossa
L’ultimo Sinodo di livello “ecumenico o
panortodosso” è stato “il Santo e Grande Sinodo della Chiesa Ortodossa”,
convocato a Creta nel 2016 (20-26 giugno), sotto la presidenza del Patriarca
Ecumenico Bartolomeo e con la partecipazione di 152 Padri, dei quali 10 Primati
e 142 Vescovi da tutto il mondo. Questo Sinodo, che aveva un forte carattere
pastorale, ha condannato –attraverso 6 documenti-decisioni, un’Enciclica e un
Messaggio– la scristianizzazione della società contemporanea, la
secolarizzazione e il fanatismo, particolarmente il fanatismo religioso, e ha
espresso con franchezza e acume il bisogno di cambiare l’orientamento dell’umanità,
il bisogno di cambiare modo di pensare, il bisogno di metània da parte
dell’uomo. Tutti gli argomenti del Sinodo toccano la vita dei fedeli, la
salvezza in Cristo degli uomini e la trasfigurazione della società
contemporanea secolarizzata in una società di fratellanza, nella quale gli
uomini entreranno in contatto con un amore che “non cerca il proprio interesse”
(1 Corinzi 13, 5)[10]. In base allora ai documenti sinodali di Creta, che
sviluppano l’etica in collegamento con la pastorale, mi permetto stasera di
presentarvi alcuni aspetti di come la Chiesa Ortodossa, nelle attuali
condizioni sociali, invita i suoi membri a ricollegarsi con Dio, con il
prossimo e con l’ambiente naturale.
Il peccato nell’epoca della convocazione del
Sinodo
La malattia spirituale del peccato, la quale
allontana l’uomo da Dio, è da sempre presente nella società sotto varie forme.
Gli stessi Sacri Testi e la vita della Chiesa presentano delle società rimaste
“vive” fino a oggi per la loro deviazione dai divini insegnamenti, come quelle
di Babele e delle città di Sodoma e Gomorra nei tempi dell’Antico Testamento,
dei Farisei nei tempi del Nuovo Testamento, come anche dei Nicolaiti,
Montanisti e dei Pietisti negli ultimi duemila anni. I Padri del Santo e Grande
Sinodo osservano che nella nostra epoca dominano imperfezioni e difetti, che,
come “sintomi esteriori”[11] del male, cioè del peccato, creano “una angoscia
infinita nell’attuale umanità agonizzante”[12]. I documenti ufficiali del
Sinodo non mancano di presentare e descrivere le imperfezioni che dominano
nell’attuale società scristianizzata, allo scopo di assicurare i fedeli che la
Chiesa da una parte “cerca di eliminare non solo i sintomi esteriori di questa
malattia, ma la malattia stessa, ossia il peccato”[13], e d’altra, con la sua
parola profetica, si prende cura di ricollegare l’uomo a Dio, ai suoi fratelli
e all’ambiente che lo circonda.
Il Sinodo osserva i seguenti sintomi esteriori
del peccato nella società di oggi[14]:
Privazione: Vedi affamati, poveri, ammalati,
disabili, anziani, perseguitati, senzatetto, orfani, quelli in prigionia e in
carcere.
Dipendenze: Vedi assunzione di sostanze
stupefacenti e di altre dipendenze, particolarmente in una parte della
gioventù.
Consumismo: la continua e crescente imposizione
sull’umanità di uno stile di vita consumistico, privo dei principi etici
cristiani. In tal senso, questo consumismo, in combinazione con la
globalizzazione secolarizzata, tende a portare i popoli alla perdita delle
radici spirituali, alla perdita della memoria storica e alla dimenticanza delle
tradizioni.
Ingiustizia sociale: Vedi le vittime di
catastrofi, di conflitti bellici e del traffico di esseri umani, moderne forme
di schiavitù, le vittime dell’oppressione di gruppi sociali, di comunità
religiose e d’intere popolazioni, le vittime del razzismo, la restrizione dei
diritti umani, e i profughi.
Crisi familiare: Vedi il pericoloso aumento del
numero dei divorzi, degli aborti e dei molti altri problemi interni alla vita
familiare.
Crisi ecologica: Il desiderio della continua
crescita del benessere, l’avidità di soddisfare i bisogni materiali e il
consumismo sfrenato conducono non soltanto all’impoverimento spirituale
dell’uomo, ma anche all’utilizzo sproporzionato e all’esaurimento delle risorse
naturali, cioè alla distruzione dell’ambiente.
Crisi economica: Vedi la miseria economica,
l’ingiusta distribuzione dei beni di prima necessità per la vita o persino la
loro completa mancanza.
Disinformazione e manipolazione dell’opinione
pubblica: I mezzi di comunicazione, non raramente, da una parte sono sotto il
controllo dell’ideologia del globalismo liberale e così divengono canali di
diffusione del consumismo e dell’immoralità, mentre d’altra parte suscitano
divisioni e conflitti nella società a causa dal loro mancato rispetto verso i
valori religiosi. Per di più spesso c’è il rischio dell’influenza dei mass
media sulle coscienze e del loro uso per manipolare invece che avvicinare le
persone e i popoli.
Uso della biotecnologia genetica: L’uso
incontrollato della biotecnologia all’inizio, durante e alla fine della vita
mette in pericolo la sua autentica pienezza. L’uomo sta sperimentando sempre
più intensamente con la propria natura in un modo estremo e pericoloso. Egli è
in pericolo di essere trasformato in una macchina biologica, in una unità
sociale impersonale o in un dispositivo di pensiero controllato. Varie opinioni
circa l’uomo, presentate nella società già dalla Seconda Guerra Mondiale, hanno
dato nutrimento all’uso incontrollato della biotecnologia genetica e della
biomedica relativamente all’inizio, al corso e alla fine della vita dell’uomo.
Il Sinodo e l’ethos ortodosso in generale
Il Santo e Grande Sinodo della Chiesa Ortodossa,
sulle orme dei Padri della Chiesa, continua a interpretare la vita etica dei
fedeli con il termine “vita in Cristo”, offrendo al mondo come guida “il
Vangelo del Regno di Dio, la speranza e la certezza che il male, sotto
qualsiasi forma, non ha l’ultima parola nella storia e non deve essere lasciato
a dirigere il suo cammino”[15], e cercando di eliminare non solo i sintomi
esteriori del peccato che abbiamo già sottolineato, “ma la malattia stessa,
ossia il peccato”[16]. Mette in evidenza la prospettiva della divinizzazione
“per grazia”, della trasfigurazione del mondo, che invita i cristiani
–particolarmente i giovani– a vivere per trovare “un sostegno esistenziale
nella comunione divino-umana della Chiesa”[17] e non nelle varie dipendenze. A
proposito di questa “aspirazione perfetta” della vita in Cristo il Sinodo
invita i fedeli a seguire l’esempio dei Santi, i quali, vivendo tra gli uomini
delle loro società, “attraverso la loro ascesi e virtù” hanno testimoniato che
la pregustazione della “nuova creazione” non è una utopia ma è possibile “con
la grazia di Dio e la lotta spirituale dell’uomo”[18]. Di conseguenza, i 152
Padri del Santo e Grande Sinodo, sforzandosi di trasmettere i principali
lineamenti pastorali –utili per il Cristiano che vive nell’attuale società
scristianizzata–, e seguendo la tradizione ortodossa, collegano l’ethos umano
con il magistero sulla persona della Chiesa, come anche con la sua esperienza
ascetica ed eucaristica. Così, come vedremo, in base a questi tre punti
fondamentali –uomo-persona, esperienza ascetica ed esperienza eucaristica– i
Padri rispondono in modo chiaro agli attuali sintomi esteriori del peccato,
affinché l’uomo, e il mondo intero, possano essere trasfigurati e divinizzati
per grazia di Dio.
Uomo-persona
La Chiesa Ortodossa, attraverso il Santo e
Grande Sinodo, sottolinea il grande valore della persona umana, opponendosi sia
all’arrogante apoteosi dell’individuo –l’“uomo-dio”,che cerca di creare
l’attuale società scristianizzata– e dei suoi diritti, sia all’umiliante
svilimento della persona umana all’interno delle vaste strutture contemporanee
economiche, sociali, politiche e comunicative[19]. Inoltre, “accentua che il
dovere ortodosso per l’uomo supera l’orizzonte dei diritti umani sanciti,
poiché ‘più grande di tutto’ è l’amore”[20], il quale significa che la
spiritualità ortodossa, come libertà ecclesiastica vissuta, non cerca dei
diritti, ma preferisce, se necessario, abdicare a essi per il bene del
prossimo[21]. Per questo motivo il Sinodo “propone l’amore sacrificale del suo
Signore Crocifisso, come la sola via per un mondo di pace, di giustizia, di
libertà e di solidarietà tra gli uomini e tra i popoli, la cui unica e ultima
misura è sempre il Signore sacrificato per la vita del mondo (cfr. Ap. 5,12), ossia
l’Amore infinito del Dio Trino”[22].
A questo punto, e in occasione del settantesimo
anniversario dalla Dichiarazione Universale dei Diritti dell’Uomo, si
potrebbero menzionare alcuni esempi dai documenti del Santo e Grande Sinodo,
allo scopo di evidenziare l’insegnamento etico del Sinodo di Creta circa i
diritti umani.
La Chiesa Ortodossa confessa che ogni uomo,
indipendentemente dal colore della pelle, dalla religione, dalla razza, dal
sesso, dalla nazionalità e dalla lingua, è stato creato a immagine e
somiglianza di Dio e gode degli stessi diritti nella società. Per questo motivo
la Chiesa non soltanto rifiuta le discriminazioni, ma insegna che il vero
Cristiano, sull’esempio del Signore crocifisso, si sacrifica e non sacrifica
gli altri, ed è il giudice più severo del fondamentalismo di qualsiasi
provenienza[23].
La nostra Chiesa ritiene suo dovere di
promuovere, attraverso la predicazione, la teologia, il culto e la sua opera
pastorale, la verità della libertà in Cristo, come quest’ultima è stata enunciata
dall’apostolo delle genti e dell’amore Paolo[24], cioè una libertà con
responsabilità e amore[25]. Sua Santità il Patriarca Ecumenico insegna: “
Viviamo nella Chiesa la libertà, da Cristo, in Cristo e verso Cristo. Al
nocciolo di questa libertà appartiene l’amore. […] Il compito del fedele non è
la rivendicazione di diritti, ma di ‘compiere e fare i precetti di Cristo’[26]
in umiltà e gratitudine”[27].
Direttamente collegato al diritto della libertà
è il principio che lo scienziato è libero di svolgere ricerche, ma con la
condizione –per delimitare correttamente la libertà e valorizzare i frutti
della scienza– che è obbligato a interrompere la sua ricerca quando vengono
violati fondamentali valori cristiani e umanitari. Questa posizione della Chiesa
si manifesta inesorabile oggi, visto che si osserva un immenso sviluppo nelle
scienze biologiche e nelle biotecnologie corrispondenti, e molte di queste
conquiste sono considerate benefiche per l’umanità, altre sollevano dilemmi
etici, mentre altre ancora sono ritenute inaccettabili. La Chiesa Ortodossa
crede che l’uomo non sia un semplice insieme di cellule, ossa e organi, né che
venga determinato solo da fattori biologici. L’uomo è stato creato “a immagine
di Dio” (Gn. 1,27), ha un destino eterno e dovrà essere trattato con il dovuto
rispetto. Il riconoscimento di questo principio fondamentale porta alla
conclusione che, tanto nella ricerca scientifica, quanto nell’applicazione
pratica di nuove scoperte e invenzioni, si deve custodire il diritto assoluto di
ogni uomo a essere trattato con rispetto e onore in tutte le fasi della sua
vita –in opposizione dunque a quanti appoggiano il “diritto” all’aborto e
all’eutanasia–, come anche la volontà di Dio che si è manifestata attraverso la
creazione –in opposizione dunque a quanti appoggiano il “diritto” di cambiare
sesso–. In base a tutto ciò viene promossa particolarmente la sacralità della
vita e il carattere dell’uomo come persona dal momento del suo concepimento
fino al momento della sua “dormitio” naturale[28].
Anche il diritto alla vita familiare deve
essere visto in base al magistero ecclesiale sulla persona, secondo il quale
“la comunione delle persone, ottenuta attraverso il sacramento del matrimonio,
funziona non semplicemente come una relazione naturale convenzionale, ma anche
come una forza spirituale essenziale e creatrice, attraverso la sacra
istituzione della Famiglia”[29]. Il Santo e Grande Sinodo insiste sulla
sacralità del matrimonio e sull’ethos sacrificale dell’amore dei coniugi, come
risposta all’odierna secolarizzazione della famiglia e alla sua identificazione
con un’auto-gratificazione individuale, un’auto-sufficienza e autonomia. La
Chiesa rimane ferma sui seguenti punti:
Condizioni indispensabili per il matrimonio
sono che la coppia sia costituita da due persone di diverso sesso (uomo e
donna), la fede di ambedue in Gesù Cristo e la loro unione “in libertà”.
Obbiettivo del Sacramento è la comunione
spirituale della coppia e la possibilità di garantire la continuazione della
vita del genere umano.
Il matrimonio civile legalmente registrato non
ha carattere sacramentale e costituisce un semplice atto di convivenza.
Non vengono accettati per i propri membri
“contratti di convivenza” tra persone dello stesso sesso o di sessi diversi,
come anche ogni altra forma di convivenza, diversa dal matrimonio[30].
Riguardo ai diritti economici dell’uomo, i
Padri del Santo e Grande Sinodo sottolineano che l’economia deve essere basata
su alcuni principi etici e servire effettivamente l’uomo, scollegando in modo
chiaro il progresso dell’umanità dal mero aumento del tenore di vita o dallo
sviluppo economico a scapito dei valori spirituali [31].
In base, allora, al grande valore accordato
alla persona umana, ma anche al magistero etico sui diritti umani del Santo e
Grande Sinodo, è facile comprendere perché la Chiesa Ortodossa, avendo come
scopo la giusta educazione delle nuove generazioni, desidera la pratica di un
sistema educativo “che guarda non solo alla cultura intellettuale, ma anche
all’edificazione e allo sviluppo di tutta la persona come essere psico-somatico
e spirituale in accordo con il triplice principio: Dio, uomo, mondo”[32].
L’esperienza ascetica
Come già è stato detto, lo scopo dell’uomo è di
essere condotto alla sua libertà in Cristo. In questo contesto va collocata
anche l’ascesi cristiana, la quale –come evidenziano i Padri del Santo e Grande
Sinodo– differisce radicalmente da ogni ascesi dualistica che separa l’uomo
dalla vita e dal suo prossimo[33].
Il coronamento delle espressioni dell’ideale
ascetico dell’Ortodossia è il digiuno. Il vero digiuno riguarda tutta la vita
in Cristo dell’uomo e si collega alla preghiera interrotta, alle opere di
carità e alla metània [ravvedimento] sincera –vale a dire al cambiamento
radicale di mente e di comportamento–. Giunge al culmine con la partecipazione
dell’uomo al culto divino e particolarmente alla divina Eucaristia. Per tutti
questi motivi, la Chiesa durante l’attuale epoca secolarizzata crede che sia
indispensabile la conservazione di tutte le disposizioni riguardanti il
digiuno, ufficializzando però con le decisioni sinodali l’applicazione del
principio dell’economia ecclesiastica [discernimento] da parte del corpo dei
vescovi delle Chiese locali per quanti hanno difficoltà a osservare fedelmente
tutte le regole del digiuno[34].
L’ethos ascetico –come antidoto al consumismo,
alla deificazione dei bisogni e all’atteggiamento di possesso–, insieme alla
metània e la continenza, costituisce la risposta cristiana al problema
ecologico. Per questo motivo la Chiesa Ortodossa partecipa attivamente alle
varie iniziative ecologiche internazionali, e ha stabilito il 1 settembre di
ogni anno come giorno di preghiera per la salvaguardia del creato. Il Santo e
Grande Sinodo ricorda che la ricchezza naturale della terra non è dell’uomo ma
del Creatore, ed esorta i Cristiani a proteggere la creazione di Dio attraverso
la coltivazione della coscienza, in quanto essi sono gli “economi” e non i
possessori della creazione, con la promozione delle virtù della moderazione e
della continenza, come anche con la certezza che le generazioni future hanno
diritto a godere di beni naturali che il Creatore ci ha affidato[35].
L’esperienza eucaristica
La nostra Chiesa vive il sacramento della
divina Economia, cioè il progetto della salvezza del mondo, nella sua vita
sacramentale, avendo come centro la divina Eucaristia, nella quale Cristo viene
offerto come l’Amore eterno. Come già si è detto, la divina Eucaristia
costituisce una comunione di fedeli coi loro fratelli e con Dio nello stesso
momento, in un corpo, senza nessuna distinzione di razza, sesso, età, ceto
sociale o altro, in un mondo di riconciliazione, di pace e d’amore. I Padri del
Santo e Grande Sinodo sottolineano che, difronte allo spirito che prevale
dall’attuale società secolarizzata e divisa, la Chiesa viene chiamata -con zelo
missionario- a promuovere questa comunione e unità eucaristica, iniziando
ovviamente dai suoi stessi membri praticanti, i quali, partecipando alla divina
Eucaristia, vengono chiamati a continuare “la liturgia dopo la Liturgia”, dando
–prima di tutto con il proprio esempio di vita e poi con la loro parola– la
testimonianza della fede, condividendo con l’intera umanità i doni di Dio[36].
Condizione necessaria per la partecipazione del
Cristiano libero –attraverso l’ascesi– al Sacramento della divina Eucaristia,
come già si è detto, è l’amore disinteressato verso tutti, che abbraccia anche
i propri nemici. Come ben si sa, nei circa 2.000 anni della vita storica della
Chiesa, i bisognosi hanno trovato vicino a loro la Chiesa –clero e popolo, in
modo organizzato o non–. Tuttavia, questa espressione d’amore da parte della
Chiesa non si è fermata soltanto alla carità occasionale verso i fratelli messi
alla prova, ma ha riguardato anche l’eliminazione delle cause che creano i problemi
sociali, sia come espressione della sua fede che come servizio allo stesso
Signore, che ha identificato Se stesso con ogni uomo, e particolarmente “con
chi si trova nel bisogno”[37]. Per esempio, difronte all’ingiustizia e alla
privazione sociale, il Santo e Grande Sinodo sottolinea che il Signore
disapprova la violenza e l’ingiustizia e condanna il trattamento disumano
dell’uomo[38]. Parimenti, la fame dei nostri prossimi, come conseguenza del
sistema economico globalizzato, è un argomento spirituale, il quale “non solo
minaccia il dono divino della vita d’interi popoli, ma offende anche la
magnificenza e la sacralità della persona umana e allo stesso tempo offende
Dio”[39]. Per tutti questi motivi, i Padri del Sinodo di Creta esortano “le
autorità politiche, i cittadini e i Cristiani Ortodossi nei paesi dove si
rifugiano i profughi estenuati a continuare a offrire entro o anche oltre le
proprie possibilità”[40]; esortano tutte le Chiese Ortodosse locali a
“dimostrare solidarietà e organizzare efficacemente il loro aiuto […] per la
lotta alla fame e a tutte le altre forme di privazione nel mondo”[41]. Infine,
ritengono importante che tutti i Cristiani si sforzino “di dare ai problemi
spinosi del mondo contemporaneo una risposta entusiastica e solidale, basata
sul modello ideale di uomo nuovo in Cristo”[42].
Conclusione
Il Santo e Grande Sinodo della Chiesa
Ortodossa, con una visione profetica, ha collegato la sua ansia pastorale al
magistero ecclesiastico sulla persona, e alla sua esperienza ascetica ed
eucaristica. Mantenendo intatto il suo carattere sacramentale e soteriologico,
ha espresso l’ἔθος,
l’abitudine, il modo di vita del Cristiano che vive e si muove nell’attuale
Ecumene e desidera stabilire una relazione viva con Dio, coi suoi prossimi e con
la creazione, sottolineando la sua responsabilità “nello spazio e nel tempo,
sempre in prospettiva dell’eternità”[43].
* Discorso tenuto alla Facoltà Teologica del
Triveneto, Padova 11 gennaio 2018.
[1] Noi traduciamo la parola ἦθος con ethos e la parola ἔθος con abitudine.
[2] Εἰσηγητική ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, κατά τήν ἔναρξιν τῶν
ἐργασιῶν τῆς Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως (27
Νοεμβρίου 2000), Ὀρθοδοξία, Β (2000), 547.
[3] ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ἀρχιεπ. Τιράνων καί
πάσης Ἀλβανίας, Ἱεραποστολὴ στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ – Θεολογικές μελέτες καί ὁμιλίες,
Ἀθήνα 2007, 215.
[4] ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ
ἤθους, Ἀθήνα 1989, 24.
[5] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική ἠθική,
Θεσσαλονίκη 1983, 26, 44.
[6] Cfr. La missione della Chiesa Ortodossa nel
mondo contemporaneo [d’ora in poi: Missione], § F13.
[7] Cfr. Preghiera prima della lettura del
Sacro Vangelo, Divina Liturgia di Basilio il Grande e di San Giovanni
Crisostomo.
[8] Cfr. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, o.c., 25.
[9] Il primo manuale sistematico di Etica
Cristiana nel mondo accademico greco –influenzato dal pensiero occidentale–
sembra essere l’opera del Professore e Rettore Magnifico dell’Università di
Atene, archimandrita Neòfitos Vàmvas (1770-1856), pubblicata con il titolo “Φυσική Θεολογία καί Χριστιανική Ἠθική” ad Alessandria di Egitto nel 1893, molti anni dopo la sua morte.
[10] Λόγος Συνόδου. Τά κείμενα τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κρήτη 2016. Εἰσαγωγή: Ἀρχιμ.
Εὐάγγελος Ὑφαντίδης, Ἀθήνα 2017, 28, 30.
[11] Missione, § C4.
[12] Missione, § Β2.
[13] Missione, § C4.
[14] Missione, § Β2, F1, F7, F8, F10; Il Sacramento del
Matrimonio e i suoi impedimenti [d’ora in poi: Matrimonio], § Ι11; Enciclica del Santo E Grande
Sinodo Della Chiesa Ortodossa [d’ora in poi: Enciclica], § 12.
[15] Missione, Introduzione.
[16] Missione, § C4.
[17] Enciclica, § 9.
[18] Missione, Introduzione.
[19] Enciclica, § 10, 16.
[20] Messaggio del Santo e Grande Sinodo della
Chiesa Ortodossa [d’ora in poi: Messaggio], § 10.
[21] Κ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, Τό ἦθος τῆς
Ἐλευθερίας: Φιλοσοφικές ἀπορίες καί θεολογικές ἀποκρίσεις, Ἀθήνα 1997, 111.
[22] Missione, § F15.
[23] Missione, § Ε2; Enciclica, § 17.
[24] Cfr. I Cor. 10,23-24 καί 10, 29.
[25] Cfr. Missione, § Β3.
[26] Theotokìon degli Apostìchi delle lodi del
12 ottobre.
[27] Messaggio Patriarcale per i Natale 2017.
[28] Missione, § F11, F12; Enciclica, § 12.
[29] Matrimonio, § Ι5.
[30] Missione, § F14; Matrimonio, § Ι1, I2, I4, I9, I10; Enciclica, § 7.
[31] Missione, § F3; Enciclica, § 15.
[32] Enciclica, § 9.
[33] Enciclica, § 13; Messaggio, § 6.
[34] L’importanza del digiuno e la sua
osservanza oggi, § 1, 3, 7, 8.
[35] Missione, § F10; Enciclica, § 14;
Messaggio, § 8.
[36] Missione, Introduzione, ΣΤ9; Enciclica, § 6, Conclusione; Messaggio,
§ 1.
[37] Missione, § F1; Ἐγκύκλιος, § 19.
[38] Missione, § Ε1, F5.
[39] Missione, § F5.
[40] Messaggio, § 4.
[41] Missione, § F5.
[42] Relazioni della Chiesa Ortodossa con il
resto del mondo cristiano, § 23.
[43] Messaggio, § 12.
1 σχόλιο:
Να και που αυτή η Σύνοδος πήρε αποφάσεις για πάρα πολλά της ζωής μας και ας την απαξιούν ορισμένοι που θέλουν να προκαλούν θόρυβο διότι μόνο τα άσχημα βλέπουν χωρίς να επικροτούν τα θετικά. Σε αυτή την εισήγηση βλέπει κάθε καλόπιστος το πόσο επιδρούν θετικά οι αποφάσεις στην ζωή των πιστών Ορθοδόξων. Το κακό είναι ότι οι συμμετέχοντες Πατέρες δεν μιλούν για την Κορυφαία αυτή συνάντηση των Ορθοδόξων. από όσα διάβασα μόνο η Μητρόπολη Περιστερίου αφιέρωσε το ημερολόγιο της στην Σύνοδο. Οι άλλες Μητροπόλεις μια από τα ίδια.
Δημοσίευση σχολίου