Ψήγματα…
«Κ.Π.»
τῆς Μαρίας Μουρζᾶ
Ζοῦμε σὲ μία στερημένη ἐποχή, ἠθελημένα στερημένη,
ποὺ ἀπορρίπτει τὸ παράδοξο, ποὺ ἀγνοεῖ τὸ θαῦμα, ποὺ πιστεύει μόνο σὲ ὅ,τι
βλέπει μὲ τὰ μάτια, ποὺ χάνει τὴν εὐλογία ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ, ποὺ δὲν
βλέπονται. Πορευόμαστε στὰ σκοτεινὰ ἐν μέσω σκιᾶς θανάτου. Εἶναι δύσκολο νὰ ἀλλάξουν
οἱ καταστάσεις ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, ἂν δὲν ἀλλάξει τὸ μέσα μας. Ἂν δὲν ἀλλάξει ὁ
τρόπος ποὺ ζοῦμε, ποὺ ἐνεργοῦμε, ποὺ θρησκεύουμε, ἂν δὲν ἀλλάξει ὁ τρόπος ποὺ
μετανοοῦμε…
Πῶς μπορεῖς, Κύριέ μου, τὸ ἐλάχιστο πού Σοῦ δίνω νὰ τὸ μετρᾶς γιὰ πολύ; Νὰ δέχεσαι σὰν δικά μου αὐτὰ πού Ἐσύ μοῦ ἔδωσες; Νὰ ἀποδίδεις σὲ μένα αὐτὰ πού Ἐσύ μοῦ χαρίζεις; Μὲ ἀγαπᾶς σὰ νὰ σ’ ἀγαπῶ κι ἐγώ! Μὲ ἀξιώνεις σὰν νὰ ἀξίζω, μὲ περιμένεις σὰν νὰ μὴ σοῦ ἔδωσα ποτὲ ἀφορμὴ ἀπιστίας. Μὲ δέχεσαι Ἐσὺ ποὺ ἤξερες πὼς θὰ Σὲ ἐγκαταλείψω. Μὲ ξαναδέχεσαι σὰν νὰ μὴν ἔφυγα ποτὲ ἀπὸ κοντά Σου. Ἐσὺ πάντα νὰ ἔρχεσαι κι ἐγὼ πάντα νὰ φεύγω. Ἀκατανόητο γιὰ τὰ στενά μου ὅρια! Πῶς μπορεῖς;
Πίσω ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀπορρίπτουμε, πίσω ἀπὸ ἕνα
ὕφος ποὺ δὲν μᾶς ἀρέσει, ἀπὸ ἕναν τρόπο ζωῆς ποὺ δὲν ἐγκρίνουμε, ἀπὸ ἕνα
πρόσωπο ποὺ θυμίζει παλιωμένο ροῦχο ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση ποὺ τοῦ ἔγινε, πίσω… εἶναι
κρυμμένο κάτι ποὺ δὲν βλέπουμε: Ἕνας στεναγμός, μία ἀναμμένη φλόγα, μία ζωντανὴ
πείνα, δίψα, ἀναζήτηση γιὰ τὸ Χριστό, χρυσάφι κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὰ χώματα, ποὺ
μόνο ὁ Χριστὸς τὸ προσέχει. Ὁ Χριστὸς δὲν κάνει διακρίσεις, δὲν βάζει ὅρια, ὁ
Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγάπη ἄνευ ὁρίων, ποὺ βλέπει τὸν πυρήνα τοῦ εἶναι μας. Ὁ Χριστὸς
ἔχει πολλοὺς δικούς του ποὺ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει πολλοὺς
πού δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ! Ἐγὼ ποῦ ἀνήκω;
Ἐκκλησία μου, Μάνα μου. Πόσο πόνο ποτίζεται ἡ γῆ
χωρὶς ἐσένα, πόση κατάθλιψη ἀναδύει ἡ γῆ χωρὶς ἐσένα. Πόσα ἀδιέξοδα ὑπάρχουν
στοὺς δρόμους χωρὶς ἐσένα. Πόσος θάνατος κυοφορεῖται ἔξω ἀπὸ τὰ δικά σου
σπλάχνα! Ἐκκλησία, Μάνα μου! Ἐκκλησία ζωή μου…!
Οἱ ζωὲς τῶν Ἁγίων εἶναι τὸ δικό μας Σχολεῖο. Ἐντρυφώντας
ἐκεῖ στὸ ἅγιο ἦθος τους, μαθαίνουμε τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἐκεῖνοι ἀγρυπνοῦν γιὰ ἐμᾶς,
μᾶς ἀκοῦνε, μᾶς συντρέχουν, ἀλλάζουν τὶς καταστάσεις τῆς ζωῆς μας. Ἐκεῖνοι
σηκώνοντας τὰ χέρια τους, σηκώνουν τὴ θλίψη τοῦ κόσμου ὅλου. Ἐκεῖνοι κατεβάζουν
στὴ γῆ τὸν Θεὸ γιὰ χάρη μας!
Εἶναι ποὺ δὲν ἔχω ἐμπειρία τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ, γι’
αὐτὸ πανικοβάλλομαι, ἀπὸ τὸν πανικὸ τοῦ κόσμου τούτου, γι’ αὐτὸ φρίττω ἀπὸ τὴ
φρίκη του καὶ τὰ παράλογά του. Ἐμεῖς καταπίνουμε τὸν ὄλεθρο, τὸ φόβο καὶ τὸν
τρόμο. Ἐμεῖς βλέπουμε πὼς τίποτα πιὰ δὲν ἔμεινε ὄρθιο. Βλέπουμε μόνο τὴν ἀνακατεμένη,
τὴ σκαμμένη γῆ. Ὅμως δὲν βλέπουμε τὸ χέρι Του ποὺ σπέρνει ἀκούραστα, δὲν
βλέπουμε τοὺς σπόρους ποὺ κυοφοροῦνται στὴ γῆ καὶ θὰ βλαστήσουν. Δὲν βλέπουμε
τοὺς πόνους τοὺς βουβοὺς ποὺ θὰ καρπίσουν. Δὲν βλέπουμε τὸν Χριστό, ποὺ ἔχει τὴ
δύναμη ἀπὸ τὸ κακὸ νὰ βγάλει καλό, ἀπὸ τὴ συμφορὰ νὰ βγάλει χαρά, ἀπὸ τὸ θάνατο
νὰ ἀνατείλει τὴν Ἀνάσταση. Δὲν βλέπουμε τὸν Χριστὸ ποὺ λέγει: Ἐγὼ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε.
Τὸν πιστεύουμε; Τότε στερεωθήσεται ἡ ψυχή μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου