ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ
Η ανάγκη της πίστεως στην καθημερινή ζωή
Η
σημερινή Κυριακή των Αγίων Πατέρων
φέρνει στη μνήμη μας τους 318 Θεοφόρους Πατέρες και Ποιμένες της
Εκκλησίας μας, που συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ. Χ. και
διετύπωσαν τις βασικές αλήθειες της πίστεώς μας.
Αυτό
μας δίνει την ευκαιρία ν’ ασχοληθούμε μ’ ένα
βασικό ερώτημα: Αυτό το περιεχόμενο της πίστεως και η διατύπωσή του έχει
βασική σημασία για την καθημερινή μας ζωή; Γιατί πολλοί διερωτώνται, και
μάλιστα εκείνοι που δεν ασχολούνται και πολύ με τα θρησκευτικά, αν έπρεπε να
γίνουν τόσοι αγώνες για ζητήματα εντελώς θεωρητικά , τα οποία είναι και δυσνόητα να κατανοηθούν. Ακόμη δεν
μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιμονή με την οποία οι αντιτιθέμενες
παρατάξεις υποστήριζαν τις απόψεις τους.
Κατά
αρχήν πρέπει να σημειώσουμε, ότι η βάση από την οποία ξεκινούν δεν είναι σωστή.
Δηλαδή επειδή τα ζητήματα είναι θεωρητικά δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να
επιδράσουν στην καθημερινή μας ζωή. Λ. χ. οι υλιστές ήταν εκείνοι που θύμισαν
τι αξία έχει η θεωρία έναντι της πράξεως. Όταν αυτοί κάνουν ομηρικούς καυγάδες
μεταξύ τους και κατηγορούν οι μεν τους δε, τους αντιφρονούντες, για “θεωρητικές
παρεκκλίσεις”, το πράγμα αυτό δεν γίνεται μόνο και μόνο για μια ευχάριστη
συζήτηση. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης , εκτός των άλλων, οφείλεται και στο
γεγονός, ότι η α ή β θεωρητική αρχή συνεπάγεται ορισμένες συνέπειες. Ε, λοιπόν,
κατ’ ανάλογο τρόπο θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε και τις δογματικές συζητήσεις
των Αγίων Πατέρων που συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Π.
χ. το δόγμα της θεότητας του Κυρίου έχει άμεση σχέση με την ηθική, το ήθος που
μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος, βάσει του οποίου ρυθμίζει την καθημερινή ζωή των
πιστών. Διότι άλλη σημασία έχει αν τα ευαγγελικά παραγγέλματα που παραλάβαμε
από τον Χριστό, και άλλη αν προέρχονται από ένα καλό και μεγάλο διδάσκαλο.
Εάν
η Εκκλησία ακολουθούσε τη διδασκαλία του Αρείου που δίδασκε,ότι ο Χριστός ήταν
απλά ένα κτίσμα, ένα δημιούργημα του Θεού, τότε το ευαγγέλιο δεν θα είχε
μεγαλύτερη αξία απ’ ό, τι έχουν οι συμβουλές ενός μεγάλου φιλοσόφου.
Επίσης
όταν προσευχόμαστε, άλλο πράγμα είναι ότι απευθύνουνε τις προσευχές μας στο Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος έχει τη
δύναμη και την αγάπη ν’ ακούσει έναν πιστό, κι
άλλο όταν γνωρίζουμε ότι απευθυνόμαστε σε ένα πρόσωπο, άγιο μεν, αλλά
πάντως άνθρωπο, ο οποίος μπορεί μόνο να μεσιτεύσει, όχι όμως και να ικανοποιεί
τα αιτήματά μας.
Άλλοι αιρετικοί έλεγαν, ότι ο Χριστός στην
πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ αληθινός άνθρωπος, αλλά φαινομενικά (Δοκήτες).
Εάν η Εκκλησία δεν δογμάτιζε για το πρόσωπό του Κυρίου και “κατελθόντα εκ των
ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και
ενανθρωπήσαντα” δεν θα μπορούσαμε να προσευχόμαστε σ’ Αυτόν με παρρησία. Διότι
γνωρίζοντας ότι υπήρξε και Αυτός άνθρωπος όμοιος με μας κατά πάντα, εκτός από την αμαρτία,
προσερχόμαστε προς Αυτόν με βεβαιότητα, ότι μπορεί να κατανοήσει περισσότερο,
αφού και ο ίδιος υπέστη ίδιες δοκιμασίες που περνάμε κι εμείς.
Επομένως
το να γνωρίζουμε τον μόνο αληθινό Θεό και “ον απέστειλεν Ιησούν Χριστόν”, θα
τολμούσαμε να πούμε, ότι δεν είναι μόνον η αιώνια ζωή, “αλλ’ η επαγγελία της
νυν και της μελλούσης”.
Θα
πρέπει να είμαστε ευγνώμονες προς τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας οι
οποίοι συγκρότησαν την Σύνοδο της Νικαίας, αλλά και τις άλλες Συνόδους, οι
οποίοι διετύπωσαν το Σύμβολο της
πίστεως, και έδωσαν τη δυνατότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας να διασφαλίσει την
ορθόδοξη πίστη, από επικίνδυνες παρεκκλίσεις, που νόθευαν το περιεχόμενο της
και θα μας οδηγούσε σε εκτροπές της ζωής και σε επικίνδυνες πλάνες με
αποτέλεσμα την απώλεια της αιώνιας και αληθινής ζωής.
Πρωτοπρεσβύτερος Γερασιμάγγελος Στανίτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου