Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Σφάξε το παιδί μου πρώτα! - Υπ.

3 Ιουνίου 1453. Το κουφάρι της ομορφότερης πόλης του κόσμου, στέκει αγνώριστο καταμεσίς στο σταυροδρόμι λαών, θαλασσών και πολιτισμών. Η Πόλη ολάκερου του ελληνισμού, η πόλη των ονείρων είναι βουβή κι αγνώριστη δίχως την αλλοτινή ομορφιά της.

Λίγες μέρες πριν, στις 29 του Μάη είχε εκδοθεί το επίσημο πιστοποιητικό του θανάτου. Το υπέγραψε ένα παλικάρι μόλις 21 χρονών που ’χε χρόνους πριν στραγγαλίσει το αδελφάκι του στην κούνια από φόβο μην και του πάρει κάποτε το θρόνο: ο Μεχμέτ Φατίχ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Ο επιθανάτιος ρόγχος ωστόσο, της Πόλης είχε ξεκινήσει μισό αιώνα νωρίτερα: στις 13 τ’ Απρίλη του 1204 όταν «χριστιανικά» χέρια τη λεηλάτησαν και μοίρασαν τα αμύθητα πλούτη της στις εκκλησιές και τα Μουσεία του «πολιτισμένου» κόσμου.  

Τούτα κι άλλα πολλά σκέφτεται κι αναστενάζει σιδηροδέσμιος ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς στις Βλαχέρνες, εδώ που ’ρθε να δειπνήσει ο Πορθητής για να γιορτάσει το μεγαλύτερο στόχο της ζωής του, το κούρσεμα της Πόλης.

Ο Μωάμεθ πίνει και ξαπίνει. Δε χορταίνει τη νίκη του. Κι όταν έχει πια μεθύσει και με χέρι τρεμάμενο κάνει μια αόριστη κίνηση. «Θέλω κι άλλο …» ψιθυρίζει και τα μάτια του λαμπυρίζουν παράξενα.

Ένας μπιστικός τον πλησιάζει από πίσω -είναι που δεν αντέχει το χνώτο του που μυρίζει άσκημα- περνάει το χέρι του σιγά πίσω από τον ώμο του και με φωνή σιγανή του λέει στ’ αυτί: «Λένε πως ο Νοταράς έχει πολύ όμορφο γιο δεκατεσσάρω χρονών». Με μιας τα μάτια του Μεχμέτ άνοιξαν και χωρίς χρονοτριβή του λέει «Τον θέλω, φέρε τον τώρα … τ’ ακούς μωρέ; Φέρε μου εδώ τον Νοταρά».

Στάθηκε ο άλλοτε ισχυρός άνθρωπος της αυτοκρατορίας, ο πριν λίγους μήνες σφοδρός πολέμιος της ένωσης των εκκλησιών, ο ατρόμητος μαχητής της Πόλης, ο επικεφαλής δεκάδων ανδρών που φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Εκείνος που κι όταν οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, αγωνιζόταν ακόμη. Εκείνος που δεν λύγισε ούτε όταν του ’φεραν το μαντάτο πως οι δυο μεγάλοι γιοι του έπεσαν στις επάλξεις, στάθηκε ήρεμος απέναντι στον μεθυσμένο Μεχμέτη.

«Θέλω το γιο σου Νοταρά. Μου ’πανε πως έχεις πολύ όμορφο παλικάρι. Δικό μου τον θέλω». Δεν αποκρίθηκε ο Ύπατος Νοταράς. Μα δεν έβαλε τα μάτια κάτω, σημάδι ολοκληρωτικής υποταγής. Αγρίεψε ο Μεχμέτης σαν δεν του ’δωκε απόκριση ο αιχμάλωτός του.

«Άμα δεν μου τον δώκεις, θα σας χαλάσω όλους, κι εσένα και το παιδί και το γαμπρό σου» ούρλιαξε. Ούτε τώρα απόκριση πήρε. Έκανε νόημα στους δούλους. Εκείνοι ακούμπησαν τ’ ασημένια τάσια με τα φρούτα παράμερα και βγήκαν βιαστικοί έξω από την αίθουσα.

Τώρα τρεις άντρες πατέρας, γιος και γαμπρός στέκονται απέναντι σε εκείνον που θα ορίζει από δω και μπρος τις τύχες όχι μόνο τις δικές τους, μα και των χιλιάδων Ρωμιών που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, των καλογέρων, των παιδιών και των παρθένων… Όλων!

«Πάρτε τους και χαλάστε τους!» ουρλιάζει ο Πορθητής. Ορμούν οι Τούρκοι και σέρνουν με βιασύνη τους τρεις άντρες. Βιάζονται να εκτελέσουν την εντολή του αφέντη τους.

Αστράφτει το σπαθί καθώς βγαίνει από τη θήκη του δήμιου. Μα κείνος δεν αποφασίζει να εκτελέσει αμέσως την εντολή του Μεχμέτη. Θέλει να παίξει με τον πόνο τους τάχα ή μήπως προσμένει την αντίδραση του πατέρα;

Κι ο πονεμένος πατέρας αδιαφορώντας για το σπαθί που λαμποκοπά πάνω από τα κεφάλια τους, στρέφεται στους άλλους δυο και με φωνή τρεμάμενη τους λέει:

«Αγαπημένοι μου, πού είναι ο βασιλιάς μας; Δεν δολοφονήθηκε; Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς μαζί τους. Ωστόσο και τούτη δω η ώρα είναι η κατάλληλη. Να, ας πεθάνουμε κι εμείς στο όνομα Αυτού που σταυρώθηκε για το χατίρι μας, θανατώθηκε και αναστήθηκε, για να γευτούμε μαζί του τα αγαθά Του».

Μικρή παύση ακολούθησε. Ύστερα γύρισε το κεφάλι στο δήμιο. «Στερνή χάρη σου ζητώ: σφάξε το παιδί μου πρώτα!» είπε και τον κοίταξε παρακαλεστά. «Μην τύχει και λυγίσει σαν φύγω ’γω πρώτα» συνέχισε ψιθυριστά.

Έχουν συναισθήματα οι δήμιοι;  Λένε πως όχι. Μα τούτος, δεν έφερε αντίρρηση στο αίτημα του πατέρα. Σήκωσε αποφασιστικά το σπαθί … Ο Νοταράς κοιτά κάτωχρος το μικρό σγουρό κεφαλάκι που κατρακυλά στο πάτωμα σε μια λίμνη με αίμα. Σειρά τώρα έχει ο γαμπρός. Ίδιες κινήσεις, ίδιο αυλάκι, ίδιος σπαραγμός της καρδιάς από τον πατέρα.

Το σπαθί κατέβηκε για τρίτη φορά. Έπεσε με γδούπο το πονεμένο κεφάλι στη γη. Κύλησε κι ακούμπησε το ζεστό ακόμα κεφαλάκι του παιδιού. Και πόνεσε. Και πονά ακόμα, 568 χρόνια μετά. Είναι που τούτο το μαρτύριο τελειωμό δεν έχει. Είναι που 568 χρόνια δε λέει να σταματήσει ο διασυρμός κι η συκοφάντησή του σαν τάχα να ήταν προδότης, αφού μήτε πίστεψε μήτε ήθελε τη βοήθεια της Δύσης.

Ίσως γι’ αυτό τούτο το ατέλειωτο μαρτύριο να ’ναι  πιο ευάρεστο στο θρόνο του Θεού, αφού «η θυσία του, το τραγικό τέλος του, αποκαλύπτουν τη γνησιότητα των αισθημάτων του […] Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από κείνη των ελευθέρων» (Στήβεν Ράνσιμαν)

Πηγές:

Gustave Sclumberge, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453, μετάφρασις Σπυρ. Π. Λάμπρου, εκδόσεις Γεωργ. Παπακωνσταντίνου, Αθήναι χ.χ.

Steven Runciman, Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μετάφραση Νικολ. Κ. Παπαρρόδου, επιμέλεια ΔΕΚ/Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αθήνα 1983

Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, ερανισθείσα εκ των χρονικών του Γεωργίου Φραντσή, προβεστιαρίου του τελευταίου Αυτοκράτορος των Ελλήνων Κωνσταντίνου Παλαιολόγου,  υπό Γ. Θεοφίλου, έκδοσις δευτέρα επιδιωρθωμένη, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, 1866.

Υπ.