Ποιο είναι το αίτημα του
προσερχομένου; Ποιο είναι το πρόβλημα στο εδώ και τώρα;
Γιατί έχει σημασία το θέμα αυτό; Και
στο κάτω- κάτω, θα πει κάποιος, γιατί πρέπει να νοιάζομαι τι ακριβώς ζητά ο
άλλος; Στην εξομολόγηση προσήλθε για να ακούσει τι έχει ο Θεός να του πει, τι ο
Θεός του ζητά.
Η ευλογοφανής αυτή ένσταση δεν
λαμβάνει υπ' όψιν ότι ο άνθρωπος γίνεται δεκτικός των λόγων μας μόνο αν
αισθανθεί ότι τον καταλάβαμε. Απλούστατα, αν δεν εκτιμήσουμε σε ποια κατάσταση
βρίσκεται ο προσερχόμενος, τότε δεν θα συντονιστούμε μαζί του. Αν δεν
συνειδητοποιήσουμε τι έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή, είναι πολύ πιθανό να
μιλούμε «στον αέρα» την υπόλοιπη ώρα, ίσως και να μην τον ξαναδούμε πλέον.
Συχνά σε άλλο σημείο εστιάζει ο εξομολογούμενος και σε άλλο σημείο εμείς. Ενδέχεται να κρύβεται κάτω από την πίεση πιεστικών ψυχικών αναγκών, όπως για παρηγοριά, αποφόρτιση, ενθάρρυνση. Επίσης τις περισσότερες φορές δεν διαθέτει τα ίδια αυτονόητα με εμάς, τα οποία αποτελούν κοινή βάση για συζήτηση.
Η αποδοχή εκ μέρους μας αυτής της
αρχής θα μας επιτρέψει να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας προκειμένου να
ακούσουμε αυτό που έχει να μας πει ο προσερχόμενος, αποφεύγοντας δηλαδή την
παγίδα να «ακούμε» αυτά που θα θέλαμε να ακούσουμε.
Θεωρώ ότι ένα σημαντικό ποσοστό
των προβλημάτων της ποιμαντικής επαφής, τα οποία εμποδίζουν το μυστήριο της
εξομολόγησης να αποδώσει καρπούς, έγκειται στο γεγονός ότι δεν είμαστε
διατεθειμένοι να συναντήσουμε τον πραγματικό άλλον άνθρωπο στο εδώ και τώρα,
αλλά τείνουμε να αναζητούμε ιδανικούς ή φανταστικούς τύπους ανθρώπων,
όπως τους έχει προκατασκευάσει το μυαλό μας. Με τον τρόπο αυτό
συχνά παρερμηνεύουμε αυτό που μας λέει, ή ενοχλούμαστε που
δεν μας είπε αυτό το οποίο περιμέναμε.
Η υπόθεση θυμίζει τον διάλογο του
στάρετς Ζωσιμά με μια κυρία, όπως τον αποδίδει ο Ντοστογιέφσκι. Αυτή του λέει
χαρακτηριστικά: «Γέροντα, υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι αγαπώ τον κόσμο
ολόκληρο, ότι πάει να σπάει η καρδιά μου από αγάπη. Αλλά όταν βρίσκομαι με έναν
συγκεκριμένο άνθρωπο στο ίδιο δωμάτιο, κάτι με ενοχλεί. Δεν ξέρω τι, ο τρόπος
που αναπνέει, που ρουφά τη μύτη του, που κάνει μορφασμούς...»
Εύκολο είναι να «αγαπά» κανείς το
αφηρημένο και γενικό. Η κλήση μας και το άθλημά μας είναι να αποδεχθούμε τον
συγκεκριμένο άνθρωπο ώστε να βοηθήσουμε στην επίλυση των συγκεκριμένων
προβλημάτων του, αλλά και για να αισθανθεί ότι, αφού τον αγαπούμε εμείς
στην πραγματική του κατάσταση, θα τον αγαπά και ο Θεός εκεί ακριβώς που
βρίσκεται.
(Το βλέμμα στην ενδοχώρα - μια
συνοδοιπορία με τον πνευματικό, εκδόσεις Γρηγόρη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου