Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

«Ο μεγάλης Βουλής Άγγελος και η ελευθερία του Τριαδικού Θεού στον αΐδιο τρόπο ύπαρξής Του» - Παντελεήμων Α. Τομάζος

 

«Ο μεγάλης Βουλής Άγγελος 
και η ελευθερία του Τριαδικού Θεού στον αΐδιο τρόπο ύπαρξής Του»

Συγγραφεύς: Παντελεήμων Α. Τομάζος

Σχήμα: 14 Χ 20         Σελίδες:  255
ISBN: 978-618-80251-5-8
Παραγγελίες:
Παντελεήμων Τομάζος  pantelistom@gmail.com

Εκδόσεις:  "Ταώς"

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μία από τις μεγαλύτερες συγχύσεις που, σύμφωνα με το Μέγα Αθανάσιο, συμβαίνουν στο θεολογικό χώρο, είναι η ταύτιση του  τρόπου υπάρξεως του Υιού και Λόγου του Θεού, του Μεγάλης Βουλής  Αγγέλου, της ενυπόστατης Σοφίας και της ζώσας βουλής του Πατρός, με τον τρόπο υπάρξεως των ελλόγων, αισθητών και νοερών, κτιστών όντων.  Ο Μέγας Αθανάσιος, θέλοντας να καταστήσει σαφή την οντολογική διάκριση, δηλαδή την ουσιαστική διαφοροποίηση, η οποία υφίσταται μεταξύ της θεότητας και της ανθρωπότητας, επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ἀκούοντες (οι Αρειανοί) γοῦν υἱοὺς χρηματίζοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἐνόμισαν καὶ ἑαυτοὺς ἴσους εἶναι τοῦ ἀληθινοῦ καὶ φύσει Υἱοῦ· καὶ νῦν πάλιν ἀκούοντες τοῦ Σωτῆρος, Ἵνα ὦσιν ἓν, καθὼς καὶ ἡμεῖς, πλανῶσιν  ἑαυτοὺς, καὶ θρασυνόμενοι νομίζουσιν οὕτως ἔσεσθαι ἑαυτοὺς, ὡς ἔστιν ὁ Υἱὸς ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ· οὐχ ὁρῶντες τὸ ἐκ τῆς τοιαύτης οἰήσεως γενόμενον τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου πτῶμα[1]». 

Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι οι υποστηρικτές της αρειανικής κακοδοξίας, λόγω του ότι συνέχεαν τον όρο «υιός», ο οποίος αποδίδεται στα κατά χάριν θεοποιημένα (κτιστά) έλλογα όντα, με τον όρο «Υιός», ο οποίος αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στον άκτιστο Μονογενή Λόγο του  Θεού, υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος δύναται να υπάρξει όπως υπάρχει ο Υιός εις τον Πατέρα και όπως υπάρχει ο Πατήρ εις τον Υιό.  Έτσι, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της αρειανικής κακοδοξίας, ο άνθρωπος αποκτά την ίδια σχέση που έχει ο Πατήρ με τον Υιό, λόγω της κατά χάριν υιοποίησης ή υιοθέτησής του.  Η υιοποίηση, όμως, του ανθρώπου, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλώνει τη μετοχή αυτού στην εκ του Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι άκτιστη φυσική   ενέργεια του Τριαδικού Θεού, ή αλλιώς, δηλώνει τη μετοχή αυτού στα  άκτιστα ιδιώματα της θεότητας και όχι τη μέθεξη του ανθρώπου στον τρόπο ύπαρξης της ακτίστου θείας πραγματικότητας.  Με άλλα λόγια, υιός του Θεού γίνεται ο άνθρωπος που κοινωνεί κατά χάριν της ακτίστου θείας δόξης, δηλαδή ο μέτοχος της μίας άκτιστης ουσιώδους θείας ενέργειας.   Ο άνθρωπος δεν δύναται να διεισδύσει στην άρρητη σχέση που υφίσταται μεταξύ του Πατρός και του Υιού, διότι είναι ετερούσιος της θεότητας, λόγω του γεγονότος ότι αυτός είναι κτιστό ενέργημα και αποτέλεσμα της μίας άκτιστης φυσικής θείας ενέργειας, πράγμα που   σημαίνει ότι αυτός είναι απότοκο και προϊόν της θείας βουλήσεως. Ενδεχόμενη μέθεξη του ανθρώπου στην άρρητη σχέση που υφίσταται  μεταξύ του Πατρός και του Υιού θα τον καθιστούσε μονογένη Υιό του Πατρός, πράγμα το οποίο, ασφαλώς, δεν υφίσταται, διότι ο όρος «μονογενής», ο οποίος αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στην υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού, αποκλείει την ύπαρξη άλλου φυσικού υιού εντός της ακτίστου θείας πραγματικότητας. Επιπλέον, ενδεχόμενη υποστήριξη της ανωτέρας εσφαλμένης θεολογικά απόψεως θα μετέτρεπε την Αγία Τριάδα σε μυριάδα και τοιουτοτρόπως θα κατελύετο το δόγμα της Αγίας Τριάδος, εξαιτίας της αποδοχής της υπάρξεως πολλών φυσικών υιών εντός της θεότητας.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται αβιάστως το συμπέρασμα ότι ο φυσικός Υιός και Λόγος του Πατρός διαφέρει οντολογικά, δηλαδή κατά την ουσία, από τα λοιπά έλλογα, αισθητά και νοερά, κτιστά όντα, διότι διαφέρε κατά το άκτιστον.  Η διαφοροποίηση που υφίσταται μεταξύ της ακτίστου και της κτιστής πραγματικότητας έγκειται στη θεία βούληση, πράγμα που σημαίνει ότι ολάκερη η κτιστή πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως, θέλημα – θεληθέν ή απότοκο της κινήσεως της ορεκτικής φυσικής βουλήσεως του ενός ακτίστου Τριαδικού Θεού, προϊόν δηλαδή της ακτίστου θείας ενεργείας[2].  Έτσι, ό,τι είναι αποτέλεσμα της θείας βούλησης αδυνατεί να είναι άκτιστο κατά τη φύση, και τούτο, διότι το θεληθέν κτίσμα «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», πράγμα που σημαίνει ότι αυτό δεν υπήρχε πάντοτε, αλλά άρχισε να υπάρχει σε κάποια συγκεκριμένη φάση της δημιουργίας διά του θείου δημιουργικού προστάγματος.  Η μη αιώνια ύπαρξη του κτιστού, δηλαδή του θεληθέντος ενεργήματος, δηλώνει τον εγκλωβισμό αυτού στην αιτιατική σχέση που υφίσταται μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος, πράγμα που σημαίνει ότι το αιτιατό ενέργημα ή βούλημα, δηλαδή το κτίσμα, είναι πάντοτε  περιορισμένο εντός του ροώδους χρόνου ή του αιώνα και εντός κάποιου περιγραπτού τοπικού διαστήματος.  Αυτού του είδους οι κτιστοί περιορισμοί φανερώνουν το γεγονός ότι το θεληθέν της βουλήσεως είναι αιτιατό, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό δεν έχει ως αίτιο της ύπαρξής του τον ίδιο του τον εαυτό και ούτε βεβαίως υπάρχει αενάως, αιωνίως και αϊδίως από μόνο του, διότι η ύπαρξή του εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση ή βούληση του ενός ακτίστου Τριαδικού Θεού.  Εν ολίγοις, η φυσική θέληση του Θεού κάνει τα όντα να είναι αυτό που είναι, λόγω του γεγονότος ότι αυτά προέρχονται – θέλονται από αυτήν.

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές το γεγονός ότι ο Υιός δεν  προέρχεται από τη βούληση του Πατρός, διότι τούτο θα Τον περιόριζε και εγκλώβιζε εντός του αιώνα, του ροώδους χρόνου, του τόπου και του περιγραπτού διαστήματος, πράγμα που σημαίνει ότι θα Τον  μετέτρεπε σε ένα απλό κτίσμα, το οποίο θα προερχόταν δημιουργικώς από την άκτιστη θεία ενέργεια, καθώς αυτή αποτελεί τη μία ουσιώδη  κίνηση της βουλήσεως ή της θελήσεως[3].  Οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας προκειμένου να διασφαλίσουν την ομοουσιότητα του Πατρός και του Υιού επισημαίνουν με ενάργεια το γεγονός ότι ο Υιός προέρχεται από την ουσία του Πατρός και όχι από τη θεία βούληση.  Ακόμη, επισημαίνουν πως ο Υιός και Λόγος του Πατρός είναι η ίδια η δύναμη,  η σοφία και η βούληση του Πατρός[4], καθώς διά του Υιού και Λόγου του   Θεού δημιουργούνται και προάγονται από την ανυπαρξία στην ύπαρξη όλα τα κτιστά, έλλογα και άλογα, αισθητά και νοερά, έμψυχα και άψυχα, όντα. 

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται συστηματική μελέτη της εκ της ουσίας γέννησης του Υιού από την υπόσταση του Πατρός, καθώς και η ανάδειξη του γεγονότος ότι ο Υιός δεν προέρχεται από τη θεία βούληση[5], λόγω του ότι Αυτός είναι ομόβουλος, ομοδύναμος και ομοούσιος με τον Πατέρα.  Αυτή η ταυτότητα της θείας βουλήσεως, την οποίαν έχουν όλες οι θεαρχικές υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, σχετίζεται άμεσα και με την ελευθερία του Θεού, η οποία θεωρείται ως η φυσική αυτεξούσια, δηλαδή θελητική, κίνηση του Θεού.  Στην προοπτική αυτή της εξετάσεως της  εκ της ουσίας του Πατρός γέννησης του Υιού, όπως και του απόλυτα  ελεύθερου τρόπου της υπάρξεως της θείας ουσίας, χρησιμοποιείται η παραγωγική μέθοδος, πράγμα που σημαίνει ότι από τα γενικά, συνάγονται τα ειδικά. 

Στην Εισαγωγή αναφέρονται οι δομικές προϋποθέσεις, οι οποίες  είναι αναγκαίες για την προσέγγιση και κατανόηση του γεγονότος της εκ της ουσίας γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Πατρός κατά την πατρική υπόσταση.  Στο πρώτο μέρος της Εισαγωγής γίνεται λόγος περί της θείας ουσίας και περί της ομοουσιότητας των υποστάσεων – προσώπων της Αγίας Τριάδος, ενώ στο δεύτερο μέρος γίνεται λόγος για τον αιτιατό και για τον αιτιώδη τρόπο ύπαρξης των τριών θείων υποστάσεων, δηλαδή για την υποστατική διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος.  Τα ανωτέρω πραγματευόμενα είναι απολύτως απαραίτητα για την κατανόηση του ενιαίου της θείας βουλήσεως, καθώς αυτή προέρχεται από τη μία θεία         ουσία και όχι από τις τρείς υποστάσεις, οι οποίες είναι ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης και φανέρωσης της μίας θείας ουσίας, ή αλλιώς η ουσία μετά των υποστατικών ιδιωμάτων ή συμβεβηκότων.

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας της θείας βουλήσεως, η άμεση, δηλαδή, σχέση που υφίσταται μεταξύ της θελήσεως και της ενέργειας, καθώς η άκτιστη ενέργεια είναι αυτή  που αποκαλύπτει την άκτιστη φυσική θέληση του ενός Τριαδικού Θεού  στην έλλογη, αισθητή και νοερή, κτιστή πραγματικότητα. Επίσης, παρουσιάζεται η σχέση της βουλήσεως και κατ’ επέκταση της ενέργειας με την υπόσταση ή το πρόσωπο.  Αυτό σημαίνει ότι η υπόσταση είναι θέλουσα και ενεργούσα, δίχως, όμως, να προέρχονται από αυτήν η  θέληση και η ενέργεια, διότι τούτο θα οδηγούσε στην αποδοχή της υπάρξεως τριών υποστατικών ενεργειών και άρα τριών προσωπικών  θελήσεων, πράγμα που σημαίνει την ύπαρξη τριών διαφορετικών ουσιών, δηλαδή τριών θεών.  Εκ των ανωτέρω συνάγεται αβιάστως το συμπέρασμα ότι η θέληση και η ενέργεια προέρχονται από τη μία θεία ουσία και όχι από τις τρεις θείες υποστάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές αποδίδονται αποκλειστικά και μόνο στη μία άκτιστη θεότητα, δηλαδή στην ουσία. 

Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται λόγος περί της ελευθερίας του  Τριαδικού Θεού, η οποία είναι μία και ενιαία, διότι είναι φυσική, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή αποδίδεται στη μία θεία ουσία, όπως συμβαίνει και με όλα τα λοιπά άκτιστα φυσικά ιδιώματα της θεότητας.  Στη συνέχεια, παρατίθενται κάποιες απόψεις ενός φιλοσοφικού τρόπου σκέψεως, αυτού της οντολογίας του προσώπου, τρόπος σκέψης ο οποίος κάνει λόγο περί της αναγκαιότητας της ουσίας ή φύσεως.  Στο εν λόγω υποκεφάλαιο αναπτύσσονται διεξοδικά κάποιες απόψεις της σύγχρονης θεολογικής, θρησκειολογικής και φιλοσοφικής διανόησης, οι οποίες στη συνέχεια  συγκρίνονται με την πατερική – βιβλική θεολογία της Εκκλησίας. Στη συνέχεια, αποδεικνύεται διά της χρήσεως των πατερικών πηγών το άτοπο της κατ’ ανάγκην υπάρξεως της άκτιστης και κατ’ επέκταση  της κτιστής, έλλογης και νοερής, πραγματικότητας.  Έπειτα, εφόσον  αποσαφηνιστεί το γεγονός ότι το κατά φύσιν δεν σημαίνει την κατ’ ανάγκην ύπαρξη, περιγράφεται η εκ της ουσίας γέννηση του Υιού από τον Πατέρα.  Επιπλέον, αναφέρεται ο μη αθέλητος τρόπος προελεύσεως του Υιού από την ουσία του Πατρός, πράγμα που σημαίνει ότι ο Υιός θέλεται και αγαπάται από τον Πατέρα, δίχως, όμως, να είναι αντικείμενο της θελήσεως, δηλαδή θέλημα ή ενέργημα που προέρχεται από την αγάπη και τη βούληση του Θεού Πατρός.  Ακόμη, γίνεται αναφορά στον εξαγγελτικό χαρακτήρα του Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος όχι μόνον είναι η ίδια η βούληση του Πατρός, αλλά είναι Αυτός που αποκαλύπτει τη θεία βούληση, δηλαδή τον Εαυτό Του, σε ολάκερη την κτιστή, νοερή και αισθητή, πραγματικότητα μέσω της εκφαντορικής δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος.

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται λόγος για την ένσαρκη παρουσία του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, δηλαδή του Υιού και Λόγου του Θεού, στη θεία οικονομία, δηλαδή στην κτιστή πραγματικότητα.                   Η εν σαρκί παρουσία του Υιού στην κτιστή πραγματικότητα δεν σημαίνει την αφαίρεση της ταυτότητας της θείας βουλήσεως, την οποίαν έχει ο Υιός με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.  Στο πλαίσιο της ανάδειξης της ταυτότητας του βουλήσεως, την οποίαν έχουν τα τρία θεία πρόσωπα ή υποστάσεις, αναφέρεται και η υποταγή της ανθρώπινης θέλησης του  Χριστού στη θεία, η οποία δεν σημαίνει την υποταγή του θείου θελήματος του Υιού στον Πατέρα, καθώς η βούληση δεν είναι υποστατική, αλλά φυσική, δηλαδή ανήκει σε όλες τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος.  Έπειτα, παρατίθενται οι απόψεις της θεοεγκατάλειψης και της υποταγής του Υιού στον Πατέρα, οι οποίες συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται με τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία υποστηρίζε εμμόνως την ομοουσιότητα και την ταυτότητα της βουλήσεως των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος.  Τέλος, υφίσταται σύγκριση μεταξύ της υποταγής του ανθρώπινου θελήματος του Χριστού στο θείο και της υποταγής του ανθρώπινου θελήματος των ανθρώπων στο θείο. Εν ολίγοις, ο Χριστός δεν βούλεται ως άνθρωπος με ιδιαίτερο τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν διαθέτει γνωμικό, προσωπικό και εξατομικευμένο θέλημα, ώστε να χρειάζεται τον νηπτικό αγώνα που προάγει τον πεπτωκότα άνθρωπο στη θέωση, παρά μόνον ακολουθεί το θείο θέλημα του Θεού Πατρός, το οποίο είναι και δικό του, λόγω της ταυτότητας της βουλήσεως που έχουν όλες οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδος.

Θερμές ευχαριστίες για την ολοκλήρωση του παρόντος εγχειρήματος οφείλω στον καθηγητή και σύμβουλό μου Νικόλαο Ξιώνη για την πολύ σημαντική συμβολή του στη διεκπεραίωση αυτής της εγγράφου προσπάθειας.  Η συμβολή του αυτή υπήρξε άκρως απαραίτητη, καθώς με τις πολύτιμες υποδείξεις του, τις ακραιφνώς θεολογικές  παρατηρήσεις του και με τη συνεχή καθοδήγησή του εξοπλίστηκε ο  θεολογικός τρόπος σκέψης και εκφράσεως, γραπτής και προφορικής, του συγγραφέως της ανά χείρας μελέτης.  Επίσης, οφείλω θερμές ευχαριστίες προς την πολυμελή οικογένεια μου, καθώς αυτή υπήρξε ένας καθοριστικός συναισθηματικός αρωγός, ο οποίος συνέβαλλε αρκετά στην ολοκλήρωση του παρόντος πονήματος. Ακόμη, οφείλω ένα ευχαριστώ στον φιλόλογο Δημήτριο Κεχαγιάογλου για τη γλωσσική και ορθογραφική επιμέλεια της διπλωματικής μου εργασίας.


[1] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Γ΄, PG 26, 360Α.
[2]  π. Ιωάν. Ρωμανίδης, Τό Προπατορικόν Ἀμάρτημα, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. 39.
[3] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Σεραπίωνα Ἐπιστολή Γ’, PG 26, 629D – 632A.
[4] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 856A: «Βούλησις καὶ σοφία καὶ δύναμις ὁ υἱός ἐστι τοῦ πατρός». (Η έντονη υπογράμμιση του συγγραφέως).  
[5] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Γ΄, PG 26, 149CD
: «Ὑπεραναβέβηκε δὲ τῆς βουλήσεως τὸ πεφυκέναι καὶ εἶναι αὐτὸν πατέρα τοῦ ἰδίου Λόγου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: