Η βία των νέων μέσα στο σύγχρονο
πολιτισμικό πλαίσιο
Η νεωτερικότητα υπερηφανεύεται
ότι έθεσε ως έναν από τους στόχους της την μείωση της οποιασδήποτε βίας η οποία
τροφοδοτείται από «πρωτόγονους» (όπως τους θεωρεί) μηχανισμούς μισαλλοδοξίας,
αντεκδίκησης, απληστίας κ.ά. Αντίδοτο στα παραπάνω θεωρήθηκαν ο «πολιτισμός»
και ο ορθός λόγος.
Αυτό που παρατηρεί κανείς στην
πράξη, όμως, καθώς ο νεωτερικός πολιτισμός εμπεδώθηκε στη Δύση, ενώ γίνεται
ολοένα και παγκόσμιος, είναι όχι απλώς αύξηση της βίας που μας περιβάλλει, αλλά
και μεγαλύτερη ποικιλία των μορφών οι οποίες επινοούνται. Ο «εκπολιτισμός» του
ανθρώπου π.χ. όχι μόνο δεν μείωσε την παραδοσιακή ενδοοικογενειακή βία ή τους πολέμους,
αλλά πολλαπλασίασε τα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων, αύξησε τους βιασμούς,
έκαμε την βία αντικείμενο των παιδικών παιγνιδιών, και την εισήγαγε άφθονη στον
κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Αυτή η αποτυχία της νεωτερικότητας όπως βιώθηκε κατά τον εικοστό αιώνα (η οποία δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αλλά σε κριτική της), επαυξάνεται από ορισμένες εξελίξεις της «μετανεωτερικότητας», έτσι όπως τις παρατηρούμε ήδη στον εικοστό πρώτο αιώνα. Και εδώ θα μνημονεύσω τις εξής δύο:
Κατ’ αρχήν η βία στο παρελθόν
συνοδευόταν υποχρεωτικά από ιδεολογικά συμφραζόμενα προκειμένου να
«εκλογικευθεί». Η «ιδεολογία», ως έμβλημα άλλωστε της νεωτερικότητας,
αποτελούσε κάποια κάλυψη έστω και ως ψυχική άμυνα, είτε επρόκειτο για εθνική ή
ταξική βία, είτε για αθλητική συμπαραδήλωση, είτε για γονεϊκή βία στο όνομα της
αγωγής παιδιών, είτε ακόμη και για εγκλήματα τιμής. Το καινούργιο που φέρνει
μαζί του το μεταμοντέρνο τοπίο έγκειται στην σχεδόν φετιχιστική κατάφαση της
«άμεσης εμπειρίας», χωρίς να υφίσταται ανάγκη να συγκρατείται από
εκλογικευτικές άμυνες (οι οποίες, ας ξαναθυμηθούμε, λειτουργούν όχι μόνο ως
αυταπάτη, αλλά και ως φραγμός). Η δίψα για τη γυμνή εμπειρία εν γένει, ως
αυτοσκοπό, τείνει να δικαιώνεται σήμερα αφ’ εαυτής, χωρίς να απαιτείται εξήγηση
ή τεκμηρίωση εκ μέρους του υποκειμένου.
Εξ άλλου η μετανεωτερικότητα
έγινε παράλληλη, σχεδόν συνώνυμη, με την κοινωνία της «πληροφορικής» και του
«κυβερνοχώρου». Η κοινωνία του θεάματος έχει αποικίσει τη σύνολη καθημερινότητα
μας, με φιλοδοξία να αναγκάσει το ψυχικό όργανο να της παραδοθεί. Έχουν
επισημανθεί οι ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτής της νέας πραγματικότητας στην
τροποποίηση της αντίληψης περί εαυτού. Ενός εαυτού διαρκώς «καλωδιωμένου» και
συνεπώς με το φαντασιακό πεδίο του κυβερνοχώρου ενσωματωμένο στη ασυνείδητη
εικόνα του.
Δεν θα προχωρήσουμε εδώ σε κριτική αποτίμηση της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, οι οποίες άλλωστε έχουν να παρουσιάσουν και αξιόλογα επιτεύγματα. Στη συνάφεια αυτή μας ενδιαφέρει η απότομη και ευρύτατη μαζικοποίηση της πρόσβασης των ανηλίκων στο υλικό του κυβερνοχώρου και του θεάματος εν γένει, η οποία έχει λάβει χώρα. Με δεδομένο το βίαιο υλικό που έχει εγκατασταθεί εκεί, είναι φανερό πως η πρόσβαση αυτή αποτελεί εξ ίσου βίαιη παραβίαση του ψυχικού κόσμου παιδιών και εφήβων. Μάλιστα, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση για βία, η αγορά του θεάματος έχει πλέον διοχετεύσει στο διαδίκτυο και σκηνές πραγματικής και όχι μυθοπλαστικής βίας, αδιανόητα σοκαριστικές. Αλλά ακόμη και το αμιγώς σεξουαλικό υλικό, χωρίς βία, στην παιδική ηλικία θα μπορούσε να εκληφθεί ως άσκηση βίας και να επηρεάσει την ομαλή ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη.
Καινούργια δεδομένα ως προς τα
ποικίλα ερεθίσματα βίας
Χωρίς πρόθεση να κινδυνολογήσω ή
να ηθικολογήσω, αφού δεν πιστεύω πως υφίστανται καλύτερες και χειρότερες
εποχές, θα ήθελα να επισημάνω κάποια καινούργια δεδομένα ως προς τα ποικίλα
ερεθίσματα βίας που προσφέρει η κοινωνία του θεάματος, και συγκεκριμένα:
α) Είναι ιδιαίτερα πολλά και συχνά, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τα δελτία
ειδήσεων και τις ταινίες.
β) Διατίθενται άφθονα σε βιντεοπαιγνίδια που καλούν σε άσκηση βίας, μερικές
φορές ωμής.
γ) Συνοδεύονται από ελκυστικότητα αφού η βία έμμεσα διαφημίζεται ως «αύξηση της
αδρεναλίνης», ως εμπειρία ευχάριστης έντασης.
δ) Υπόσχονται την δυνατότητα να βιωθούν εικονικά χωρίς καμμία συνέπεια.
ε) Δεν υπόκεινται στον έλεγχο των γονέων αφού το παιδί και ο έφηβος
παρουσιάζονται περισσότερο ικανοί για αυτόνομη προσέγγιση του διαδικτύου.
Γνωρίζουμε ότι όλοι οι άνθρωποι
διαθέτουμε επιθετικές ενορμήσεις. Επίσης γνωρίζουμε πως οι επιθετικές
ενορμήσεις του παιδιού και του εφήβου προσδοκούν οικογενειακούς, κοινωνικούς,
και εκπαιδευτικούς μηχανισμούς που θα διευκολύνουν τη «μετουσίωση», δηλαδή τη
διοχέτευση της ενέργειας τους σε σκοπούς λειτουργικούς και χρήσιμους. Ό,τι
παραμείνει από αυτές τις ενορμήσεις μετά την λιγώτερο ή περισσότερο επιτυχημένη
δράση της μετουσίωσης θα αποτελεί τήν δυνητική δεξαμενή βίας του υποκειμένου.
Η νεοελληνική κοινωνία προφανώς
δεν μπορεί να καυχηθεί για επιτυχία στους ως άνω μηχανισμούς, αφού μέχρι τώρα
δεν φαίνεται να έχει κατορθώσει επαρκή θεσμικό έλεγχο της ατομικής και
συλλογικής βίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της αποτυχίας αυτής συνιστούν
συμπεριφορές που (για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους) έχουν
παγιωθεί ως ανεκτές στην ελληνική κοινωνία, χωρίς οργανωμένη αντίσταση των
πολιτών ή του κράτους, όπως η απρόσεκτη και επιθετική οδήγηση με την πληθώρα
των τροχαίων ατυχημάτων, η βία στα γήπεδα, οι βανδαλισμοί σε σχολεία και
πανεπιστήμια κ.ά.
Η βία όμως δεν εκφράζεται μόνο ως ανομία αλλά και ως νόμιμη βία. Στην δεύτερη θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τα υψηλότατα ποσοστά εκτρώσεων στην Ελλάδα, οι οποίες έχουν μεν αποποινικοποιηθεί, αλλά δεν παύουν να λειτουργούν στον ψυχισμό ως βίαιες πράξεις παρουσιάζοντας έτσι ψυχοδυναμικό ενδιαφέρον.
Η κλιμάκωση του φαινομένου της
βίας λοιπόν ως πολιτισμικό γεγονός
Στο τοπίο αυτό λοιπόν, ήδη προβληματικό στη βάση του, προστίθεται πλέον και η
παγκοσμιοποιημένη κυκλοφορία της βίας, είτε ως είδησης είτε ως διασκέδασης, για
να κάμει τα πράγματα πιο περίπλοκα. Τα καινούργια προβλήματα προστέθηκαν πριν
καν τα παλιά τεθούν υπό έλεγχο. Δεν λέω «πριν λυθούν» διότι αυτό θα ήταν
εξωπραγματικό. Είναι κοινός τόπος ότι δεν θα υπάρξει ποτέ κοινωνία στην οποία
να έχουν εξαλειφθεί τα φαινόμενα βίας.
Η κλιμάκωση του φαινομένου της
βίας λοιπόν ως πολιτισμικό γεγονός, ως στοιχείο του Δυτικού πολιτισμού
αποκλειστικά, την κάνει να παραμένει ως σύμπτωμα στην «πίσω αυλή» μας- και
μάλιστα με ανοδική τάση. Έτσι εξηγείται μια σειρά αντιφάσεων που συμβαδίζουν με
την κλιμάκωση της αστικοποίησης: αυξάνεται διαρκώς η παραβατική συμπεριφορά
στις μεγαλουπόλεις όχι μόνο από στερημένους νέους αλλά και από «χορτάτους»,
εξαπλώνεται η επιθετική συμπεριφορά στο σχολείο παρά την προϊούσα
φιλελευθεροποίηση του, επεκτείνεται η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών και ο
σεξουαλικός τουρισμός παρά την σεξουαλική απελευθέρωση (ή μήπως ως παρενέργεια
της;), διογκώνονται τα ποσοστά αυτοκτονιών παρά την αύξηση των ειδικών και την
εμφάνιση περισσοτέρων φαρμάκων.
Αυτά τα φαινόμενα δεν εξηγούνται
απλά με την επίκληση κοινωνικών λόγων. Είναι πολιτισμικά. Έχουμε σοβαρούς
λόγους να πιστεύουμε ότι οδεύουμε προς μια κοινωνία που χρησιμοποιεί όλο και
λιγότερο τη μετουσίωση, δυσκολεύοντας έτσι τον χειρισμό των επιθετικών
ενορμήσεων, και ανέχεται όλο και περισσότερο την ανεπεξέργαστη βία.
Στο πολιτισμικό γεγονός εγγράφεται και το ψυχολογικό, δηλαδή ο ψυχισμός του
κάθε συγκεκριμένου νέου, όπως διαμορφώθηκε από τις εμπειρίες του μέσα στις
διαπροσωπικές σχέσεις. Επιγραμματικά εξετάζουμε μερικούς προδιαθεσικούς
παράγοντες από τον ψυχισμό.
Κατ’ αρχήν οπωσδήποτε
η βία πρέπει να ιδωθεί ως αυτοσχέδιος τρόπος «επίλυσης προβλημάτων ταυτότητας».
Πάντοτε η ταυτότητα αποτελούσε κεντρικό θέμα του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, αλλά
στο σημερινό πολιτισμικό τοπίο έγινε ζήτημα ζωής ή θανάτου. Στην περίπτωση αυτή
η βίαιη συμπεριφορά ή βίαιη φαντασίωση έρχεται ως ανακουφιστικός αντίλογος στο
κενό ταυτότητας, αφού αυτό το κενό αποτελεί μια από τις πιο ανυπόφορες
εμπειρίες για τον άνθρωπο. Ειδικά ο έφηβος προτιμά την αρνητική ταυτότητα από
την απουσία ταυτότητας. «Θέλει να είναι κακός αν η μόνη άλλη εναλλακτική του
επιλογή είναι να αισθάνεται ψυχικά ανύπαρκτος». Η βία έτσι έρχεται να
σηματοδοτήσει τη δίψα για ζωή, να πιστοποιήσει πως ο νέος άνθρωπος είναι
ζωντανός, να απομακρύνει το φόβητρο του ψυχικού θανάτου.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο η
παιδική και εφηβική βία εμφανίζεται ως σημάδι μικρής ή μεγάλης αποτυχίας στην
ωρίμανση: δηλαδή στην ικανότητα του υποκειμένου να μπαίνει στη θέση του άλλου,
την ικανότητα να αισθανθεί ενοχή, την ικανότητα για ανάληψη της ευθύνης. Αυτό
πρακτικά σημαίνει αποδοχή της ετερότητας και μη εξιδανίκευση οποιασδήποτε
ομάδας. Αν στην εποχή μας κάποιοι καταφεύγουν σε ρατσιστική βία (έστω και
λεκτικά μόνο, ας θυμηθούμε τις φασιστοειδείς αντιλήψεις που κυκλοφορούν για την
ανωτερότητα των Ελλήνων), συχνά το κάνουν για να νομιμοποιήσουν τα βίαια
τμήματα του ψυχισμού τους μέσω μιας (κακοχωνεμένης βέβαια) ιδεολογίας.
Μια τρίτη διάσταση βρίσκεται
στην «καταναγκαστική αναζήτηση της απόλαυσης». Εδώ δεν είναι η βία ο στόχος,
ούτε εμπίπτει στο ορατό περιεχόμενο της διαστροφής. Πρόκειται για την κατάσταση
εκείνη κατά την οποία η ψυχική συσκευή έχει μετατραπεί σε οιονεί μηχανή
scanning, με σκοπό την αναζήτηση ηδονής. Επειδή έτσι ο ψυχισμός δομείται
εγωκεντρικά, θέτει τις προϋποθέσεις για βίαιη συμπεριφορά (όχι υποχρεωτικά με
σωματική βία) στις διαπροσωπικές σχέσεις. Πρόκειται για την έμμεση βία κατά την
οποία γίνεται «χρήση» του άλλου. Τίποτε λιγώτερο δηλαδή από μια light εκδοχή
του φαινομένου του σαδισμού.
Τέλος, ένας ακόμη τρόπος με
τον οποίο η κοινωνία του θεάματος γεννά βία βρίσκεται στην «αχρήστευση» του
λόγου την οποία ευνοεί. Φτωχαίνοντας το λόγο και εν γένει τη μετοχή στον
πολιτισμό εξωθεί τα αναπτυσσόμενα άτομα (για τα οποία ο λόγος αποτελεί εκ των
ων ουκ άνευ συνθήκη εξανθρωπισμού) σε εκδραματίσεις βίας, έτσι ώστε
συναισθήματα επιθετικότητας, θυμού, οργής και τα συναφή να βρουν επιτέλους έναν
δρόμο έκφρασης. Όπως είναι ευνόητο, η εκδραμάτιση ως τρόπος αντίδρασης στο
στρες ή ακόμη και απλής επικοινωνίας, ενισχύει τον φαύλο κύκλο βίας-αντιβίας.
Δεδομένου ότι όλες οι παραπάνω μορφές βίας φαίνονται να ενισχύονται από την περιρρέουσα κουλτούρα του θεάματος (και όχι μόνο), νομίζω πως είμαστε πλέον βάσιμα σε θέση να προβλέψουμε μια βραχυμεσοπρόθεσμη περαιτέρω αύξηση των βίαιων συμπεριφορών σε άτομα με σχετική προδιάθεση. Ενώ οι προστατευτικοί παράγοντες διατηρούν πάντοτε την σημασία τους, νέες ειδικές συνθήκες που ανθούν μέσα στο κοινωνικό οδηγούν σε ώσμωση με την ατομική ιδιοσυγκρασία και δυνητική εκτροπή του ατομικού πεπρωμένου.
Ερωτήματα που τίθενται προς
όλους εκείνους, φυσικά πρόσωπα και φορείς, οι οποίοι ευθύνονται για την ψυχική
υγεία παιδιών και εφήβων
Θα κλείσω μνημονεύοντας μερικά καίρια ερωτήματα που τίθενται προς όλους
εκείνους, φυσικά πρόσωπα και φορείς, οι οποίοι ευθύνονται για την ψυχική υγεία
παιδιών και εφήβων. Δεν είμαι βέβαιος όμως πως είμαστε σε θέση να τα
απαντήσουμε ικανοποιητικά ως κοινωνία.
– Θα εξακολουθήσει το τηλεοπτικό τοπίο στον τόπο μας να παραμένει χωρίς ίχνος
κοινωνικού ελέγχου; Η στάση όλων μας απέναντι στα ΜΜΕ αποτελεί δείκτη του
ποιους αυριανούς ενήλικους θέλουμε.
– Πώς θα βοηθηθούν οι γονείς να
ασκήσουν επαρκέστερα τη γονική τους μέριμνα στο φιλτράρισμα των ερεθισμάτων,
καθώς και την συμπαράσταση τους προς τα παιδιά και τους εφήβους να μεταβολίσουν
καλύτερα όσα προσλαμβάνουν;
– Ποιες αλλαγές απαιτούνται στο
εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου από μηχανισμός παραγωγής βίας να μετατραπεί σε
χώρο προαγωγής της ψυχικής υγείας και έκφρασης πραγματικής δημιουργικότητας;
– Με ποιους τρόπους θα βελτιωθεί
η συνεργασία γονέων, επαγγελματιών ψυχικής υγείας, εκπαιδευτικών, δικαστών,
αστυνομικών, κοινωνικών λειτουργών, κληρικών και όσων άλλων εμπλέκονται στην
φροντίδα βίαιων και παραβατικών παιδιών και εφήβων;
– Είμαστε διατεθειμένοι να
αναγνωρίσουμε πως η συστηματική υπονόμευση των αξιών, μεταξύ των οποίων και η
θρησκευτικότητα, από τα ΜΜΕ και μερικές φορές από την ίδια την πολιτεία, απλώς
«ρίχνει νερό στον μύλο» της νεανικής βίας;
Από το βιβλίο «Το ρίγος της
ύπαρξης», των εκδόσεων Ίνδικτος, 2015.
Οι μεσότιτλοι και οι
επισημάνσεις έγιναν με ευθύνη του επιμελητή του αφιερώματος
Πηγή: Πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου