Σάββατο 21 Μαΐου 2022

Ο αιώνιος άνθρωπος - βιβλιοκριτική - Μπάρλας Γιώργος

Ο αιώνιος άνθρωπος - βιβλιοκριτική

Μπάρλας Γιώργος

Το βιβλίο -μια ακόμη εξαιρετική έκδοση που μας έρχεται από την Πρέβεζα και τις εκδόσεις «Ιωνάς»-  είναι εν πολλοίς μια πολεμική του χριστιανού συγγραφέα κυρίως έναντι των διαφόρων απόψεων ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι και τόσο διαφορετικός από παρόμοιες θρησκείες. Δεν πρόκειται για μια κατεξοχήν ιστορική ή θεολογική μελέτη αλλά για μια προσπάθεια υπεράσπισης του Χριστιανισμού απέναντι σε διάσημους επικριτές του οι οποίοι δεν βρίσκονται πραγματικά έξω από αυτόν, αλλά σε μια θολή περιοχή από όπου οι αμφιβολίες τους και οι επικρίσεις τους για τη θρησκεία του Χριστού ακούγονται σαν φωνασκίες αμόρφωτων ανθρώπων.  Πραγματικά, για τον συγγραφέα, ο καλύτερος κριτής του Χριστιανισμού είναι ένας χριστιανός ή κάποιος αλλόθρησκος. Όχι όμως αυτός που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και βιάζεται να κατακρίνει. Ο “λιγάκι χριστιανός” δεν μπορεί να κρίνει τον Χριστιανισμό αφού δεν έχει τη διάθεση να ακούσει για κάτι που δεν ξέρει. Δεν είναι τυχαίο ότι απέναντι  λ.χ. σε Κινέζους μοναχούς οι λιγάκι χριστιανοί θα τηρούσαν μια πιο αντικειμενική και φιλοσοφημένη στάση από ό,τι κάνουν απέναντι σε χριστιανούς επισκόπους που νομίζουν ότι τους ξέρουν πάρα πολύ καλά.

Στην ουσία το βιβλίο προέκυψε από την αντιπαράθεση απόψεων του Τσέστερτον, πιστού ρωμαιοκαθολικού, και του Γουέλς, αγνωστικιστή και εντέλει άθεου. Ο Γουέλς το 1919 εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο Το περίγραμμα της Ιστορίας, με θέμα την ιστορία του ανθρώπου από τη νεολιθική μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ασπαζόταν την ιδέα της γραμμικής αντίληψης της ιστορίας, όχι τόσο με τη χριστιανική έννοια ότι η ιστορία έχει αρχή και τέλος, αλλά με τη νεωτερική αντίληψη ότι προοδεύει διαρκώς. Ότι από μια κατάσταση πρωτόγονη και υπανάπτυκτη εξελίσσεται σε πιο πολιτισμένη.

Απέναντι σε όλους αυτούς λοιπόν ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί με λόγο σαφή και διαυγή για την εξαιρετική μοναδικότητα του Χριστιανισμού αλλά και για το ότι και η ανθρώπινη ιστορία παρουσιάζει μια παράξενη μοναδικότητα. Αυτό συμβαίνει διότι η ανθρώπινη ιστορία έχει μια ρίζα θεϊκή. Με άλλα λόγια, αν συγκρίνουμε τον Χριστιανισμό με τις άλλες θρησκείες θα ανακαλύψουμε τη μοναδικότητά του, ειδικά όσον αφορά αυτό που αποκαλούμε στον Χριστιανισμό “Εκκλησία” και, από την άλλη, αν συγκρίνουμε την ιστορία της ανθρωπότητας με την ιστορία της φύσης θα καταλήξουμε σε παρόμοια συμπεράσματα όσον αφορά τη μοναδικότητα της πρώτης. Η ιστορία του ανθρώπου και η ιστορία του Χριστού, αν έρθουν στο φως, τότε θα δούμε ότι είναι τελείως παράξενα και μοναδικά γεγονότα. Για τον Τσέστερτον δεν είναι μόνο ο Χριστός ένα θαύμα, αλλά και ο άνθρωπος.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο σκιαγραφεί την περιπέτεια του ανθρώπου όσο παράμενε στον Παγανισμό, και το δεύτερο μια σύνοψη της διαφοράς που επέφερε ο εκχριστιανισμός του. Ο Τσέστερτον θα ισχυρισθεί ότι αν πάμε να εξετάσουμε τον άνθρωπο ως ζώο, τότε ακριβώς καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι ζώο. Ο άνθρωπος δεν ήταν ένα τετράποδο που ξαφνικά στάθηκε όρθιο στα πίσω πόδια του. Αν αυτό προσπαθούμε να δούμε στον άνθρωπο, θα διαπιστώσουμε ότι είναι “ένα πλάσμα τόσο θαυμαστό όσο και ένας Πήγασος που χάνεται ψηλά στα σύννεφα”.

Ο συγγραφέας δυσπιστεί απέναντι στη θεωρία της εξέλιξης τουλάχιστον όσον αφορά τον άνθρωπο. Η γενική έννοια της “εξέλιξης” δηλώνει ότι τα πράγματα κυλούν αργά, ήπια και βαθμιαία. Αυτό θεωρείται ότι τα εξηγεί όλα επακριβώς. Κανείς όμως δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να προκύψει κάτι από το τίποτα, ούτε και εξηγεί πραγματικά το πώς κάτι μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα λοιπόν πολλοί μπερδεύουν τη λέξη “εξέλιξη” με τη λέξη “εξήγηση”. Σε κάθε ρασιοναλιστική προσέγγιση της Ιστορίας κυριαρχεί ότι όλα τα μυστήρια ξεδιαλύνονται με το που θα θεωρήσουμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται πολύ αργά και χωρίς άλματα. Βέβαια, το καθοριστικό ερώτημα είναι, γιατί τέλος πάντων τα πράγματα συμβαίνουν. Δεν είναι το πόσο γρήγορα ή αργά συμβαίνουν. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν επειδή κινούνται αργά. Είναι σα να πιστεύει κανείς  ότι η υπόθεση μιας κινηματογραφικής ταινίας θα αλλάξει αν τη βάλουμε να παίξει αργά. Είναι λοιπόν προφανώς πιο λογικό να ξεκινήσει κανείς λέγοντας “Στην αρχή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και τη Γη”… Και ο άνθρωπος δεν είναι μια εξέλιξη, είναι μια επανάσταση. Είναι τόσα τα εντυπωσιακά και ανατρεπτικά πράγματα που πέτυχε ο άνθρωπος που δεν εξηγούνται καθόλου με το να δούμε τον άνθρωπο σαν ένα τετράποδο που στάθηκε στα πίσω πόδια του. Μάλιστα όσο πιο τίμια προσπαθήσουμε να δούμε τον άνθρωπο σαν ζώο, τόσο ευκολότερα θα καταλήξουμε ότι δεν είναι ζώο.

Ο άνθρωπος των σπηλαίων λ.χ. είναι άνθρωπος όπως είναι οι σημερινοί άνθρωποι και ουσιαστικά δεν υπολείπεται σε κάτι από αυτούς. Αυτό το οποίο κάνει ο άνθρωπος των σπηλαίων, για το οποίο έχουμε πραγματικά και ορατά δεδομένα, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο άνθρωπος  που βρίσκεται πίσω από τις τοιχογραφίες των σπηλαίων είναι ολοκληρωτικά ανθρώπινος. Δεν είναι υπάνθρωπος για τον οποίο κάνουν λόγο μερικοί. Ο πρωτόγονος άνθρωπος συνήθως παρουσιάζεται μέσα από απίστευτες παρανοήσεις που δεν έχουν κανένα επιστημονικό κριτήριο. Και μόνο οι ζωγραφιές των σπηλαίων αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος των σπηλαίων ήταν αυτό ακριβώς, άνθρωπος. Συνήθως τον φανταζόμαστε σαν έναν ημιάγριο που κυκλοφορεί με ένα ρόπαλο και χτυπάει τις γυναίκες. Για αυτό δεν έχουμε τεκμήρια, μπορεί να συνέβαινε, μπορεί και όχι.  Έχουμε ατράνταχτα τεκμήρια όμως για τις ζωγραφιές του. Και ζωγράφιζε επειδή του άρεσε πολύ. Όπως κάνει και ο ζωγράφος της εποχής μας. Όπως δεν σκεπτόμαστε ποτέ ότι μπορεί σήμερα κάποιο από τα ζώα  ή τα πουλιά να ζωγραφίσει, έτσι είναι αδιανόητο να δεχθούμε ότι οι ζωγραφιές στους τοίχους των σπηλαίων προήλθαν από κάποια από τις αναρίθμητες ποικιλίες των βιολογικών όντων που διαδέχτηκαν η μία την άλλη ανά τους αιώνες. Το απλούστερο μάθημα λοιπόν από τις ζωγραφιές των σπηλαίων είναι ότι ο “άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα κατά το είδος και όχι κατά τον βαθμό εξέλιξης”. Δεν παραξενευόμαστε αν πούμε λοιπόν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ζωγράφιζε. Αλλά όλοι θα βάλουν τα γέλια αν πούμε ότι ο πιο εξελιγμένος πίθηκος ζωγράφιζε μορφές ανθρώπων. Βρισκόμαστε απέναντι σε κάτι μοναδικό. “Η τέχνη είναι η υπογραφή του ανθρώπου”. Αν λοιπόν ο άνθρωπος ήταν προϊόν της βιολογικής εξέλιξης, όπως τα ζώα, πώς είναι δυνατόν να διαφέρει τόσο ριζικά από αυτά; Αν σκεφτούμε τον άνθρωπο σαν ένα φυσικό ον, θα δούμε τελικά ότι μοιάζει περισσότερο με υπερφυσικό. Στις ζωγραφιές στις σπηλιές δεν βλέπουμε κάποια αργή εξέλιξη και δίχως ασυνέχειες. Τις ζωγραφιές δεν τις ξεκίνησαν πίθηκοι, ούτε τις ολοκλήρωσαν ψάρια. Ο πιθηκάνθρωπος δεν ζωγράφιζε ελάφια. Αυτό το έκανε ο homo sapiens. Τις ζωγραφιές τις συναντάμε ως δημιουργία των ανθρώπων και έτσι ερμηνεύουμε τον άνθρωπο ως ασυνέχεια αναφορικά με τη Φύση. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο δημιούργημα. Είναι και δημιουργός. Δεν υπάρχει τίποτα στον φυσικό κόσμο που θα μπορούσε να προετοιμάσει την έλευση μιας τόσο αφύσικης καινοτομίας όσο ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν εξέλιξης, μια διαφορά βαθμού εξέλιξης. Είναι ένα άλμα, άλμα σε ένα άλλο σύμπαν.  Εξάλλου, μιλώντας αυστηρώς επιστημονικά, δεν γνωρίζουμε τίποτε, ούτε για το πώς προήλθε, ούτε τι είναι ο άνθρωπος… Ο ανθρώπινος νους δεν υπήρχε, και κάποια στιγμή υπήρξε. Δεν ξέρουμε πότε έγινε αυτό. “Κάτι συνέβη. Και αυτό που συνέβη μοιάζει εντελώς με ένα άλμα έξω από τον χρόνο”. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι μπορεί το σώμα του ανθρώπου να εξελίχτηκε από τα ζώα, αλλά μια τέτοια μετάβαση με κανένα τρόπο δεν μπορεί να μας διαφωτίσει ούτε και στο ελάχιστο για την ψυχή του. Με τον άνθρωπο λοιπόν εμφανίστηκε ένας νους που ήταν ζωντανός και μοναδικός και ο οποίος έφτιαξε θρησκευτικές δοξασίες όπως ήταν ικανός να ζωγραφίζει στους τοίχους των σπηλαίων. Ο χαμένος κρίκος για τον οποίο κάνουν λόγο οι επιστήμονες, δηλώνει την υποθετική παρουσία ενός ενδιάμεσου όντος, μεταξύ πιθήκου και ανθρώπου, ενός πιθηκάνθρωπου που επινοήθηκε για να ικανοποιήσει βιαστικά τις απαιτήσεις μιας ορισμένης φιλοσοφίας. Οι άνθρωποι των σπηλαίων λ.χ., που συχνά τους φανταζόμαστε σαν εξελιγμένα ζώα που άλλο δεν έκαναν παρά να κυκλοφορούν με ρόπαλα και να χτυπούν με αυτά τις γυναίκες, ήταν άνθρωποι όπως κι εμείς. Δεν ξέρουμε πολλά για αυτούς, ελλείψει πηγών, αλλά όσα ξέρουμε μαρτυρούν ότι ήταν άνθρωποι όμοιοι με εμάς. Η άγνωστη ιστορία μας δεν αφορά σε παράξενα πλάσματα, εντελώς διαφορετικά από εμάς. Έχει να κάνει με ανθρώπους. Εξάλλου έχουμε την τάση να φανταζόμαστε ότι προϋπήρχε η βαρβαρότητα και την ακολούθησε ο πολιτισμός. Ωστόσο, βαρβαρότητα και πολιτισμός πάντοτε συνυπήρχαν. Και πολύ παλιά υπήρχαν πολιτισμοί και σήμερα υπάρχουν βαρβαρότητες. Δεν υπάρχουν παντού  λοιπόν τα “στάδια εξέλιξης” που σε μεγάλο βαθμό διαστρεβλώνουν την ιστορία. Πολιτισμός και βαρβαρότητα αλληλοδιαδέχονταν το ένα το άλλο στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας και δεν αποτελούν διαδοχικά στάδια εξέλιξης. Το αντίθετο φανερώνει μια καθησυχαστική ιδέα ότι ο βάρβαρος εξελίχθηκε σε πολιτισμένο και ότι η ματιά προς τα πίσω δηλώνει βαρβαρότητα και προς τα μπρος πολιτισμό.

Σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται αναφορά στον Θεό και τη συγκριτική θρησκειολογία, η οποία, κατά τον Τσέστερτον, είναι τρομερά σχετικιστική. Συγκρίνει πράγματα που δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν μεταξύ τους αφού παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο τις θρησκείες σαν να ήταν ουσιωδώς παράλληλες. Οι θρησκείες και οι ιδρυτές τους δεν έχουν σχεδόν  τίποτα το ουσιαστικά κοινό. Και, πάνω από όλα, η Εκκλησία είναι μοναδική και δεν μπορεί να παραλληλιστεί με τίποτα. Η συγκριτική θρησκειολογία καταρρέει από τη στιγμή που θα αντιληφθούμε πως δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ του Θεού και των θεών.

Οι μυθολογίες εξάλλου δεν είναι θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός ή ακόμα και το Ισλάμ. Οι μύθοι ικανοποιούν κάποιες θρησκευτικές ανάγκες αλλά δεν προσφέρουν στον άνθρωπο ένα Σύμβολο Πίστεως. Δεν μπορεί να πει κανείς, “Πιστεύω στον Δία, την Ήρα και τον Ποσειδώνα”, όπως λέει “Πιστεύω σε ένα Θεό Πατέρα Παντοκράτορα”. Οι Παγανιστές  ποτέ δεν ενώθηκαν κάτω από μία πίστη, για την οποία θα δέχονταν να θυσιαστούν αντί να την αρνηθούν. Και δεν ήταν ποτέ μια κοσμοθεώρηση ικανή να καλύψει όλες τις όψεις της ζωής. Δεν ήταν ποτέ μια πλήρης αλήθεια, που έχει κάτι να πει για το καθετί. Ο Παγανισμός είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου να προσεγγίσει τον Θεό με τη φαντασία του και χωρίς τη βοήθεια της λογικής. Αντίθετα, πρώτη η Εκκλησία προσπάθησε να συνδυάσει τη λογική με τη θρησκεία. Στην Εκκλησία υπήρξε η ένωση του ιερέα με τον φιλόσοφο. Η μυθολογία αναζήτησε τον Θεό με τη φαντασία και την αλήθεια με την ομορφιά. Οι μύθοι είναι κάτι που μοιάζει με την αλήθεια, δηλαδή κάτι διαφορετικό από αυτήν. Δεν είναι η ίδια η αλήθεια. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι θαυμαστές αλλά αφηρημένες εικόνες του μυαλού είναι το ίδιο με ένα ζωντανό άνθρωπο, τον Χριστό, που έζησε πάνω στη γη, είναι ολότελα εξωπραγματικός. Το ονειροπόλημα δεν είναι εξίσου αληθινό με την πραγματικότητα. Τέτοια είναι και η διαφορά μεταξύ Μυθολογίας και Χριστιανισμού. “Ξέρουμε ότι μέσα από τους μύθους δεν είναι η φωνή ενός ιερέα, ούτε ενός προφήτη που λέει: έτσι είναι τα πράγματα, αλλά η φωνή του ονειροπόλου και του ιδεαλιστή που θρηνεί λέγοντας: Γιατί να μην είναι έτσι τα πράγματα;”. Τελικά ο θάνατος της Μυθολογίας άφησε ένα τεράστιο κενό που ήρθε να συμπληρώσει η Θεολογία. Σε καμία περίπτωση βέβαια η Μυθολογία δεν είχε τη δύναμη και τις αντοχές της Θεολογίας. Η τελευταία είναι σκέψη και στοχασμός, ενώ η Μυθολογία ποτέ δεν ήταν σκέψη απέναντι στην οποία μπορούσες να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. Όταν οι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν στους αρχαίους θεούς συνειδητοποίησαν ταυτόχρονα ότι ποτέ δεν πίστεψαν πραγματικά σε αυτούς. Η παγανιστική Μυθολογία και Φιλοσοφία εξαντλήθηκαν, ενώ η δαιμονολατρία που πήρε τη θέση τους ήταν καταστροφική. Εντέλει ένα τέταρτο στοιχείο αποδείχτηκε σωτήριο: η πίστη ότι το σύμπαν προήλθε από μία πηγή και είχε ένα σκοπό. Η  πίστη δηλαδή στον ένα Δημιουργό του κόσμου, η άρνηση της οποίας εκ μέρους του αθεϊσμού αποτελεί μια ανατροπή της υποσυνείδητης βαθιάς αίσθησης της ψυχής ότι ο κόσμος έχει νόημα και σκοπό.

Παράλληλα, η υλιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η πολιτική και η ηθική δεν είναι παρά ιδεολογικά εποικοδομήματα της οικονομίας, δεν ευσταθεί όσον αφορά τον άνθρωπο. Σίγουρα για να επιβιώσει ο άνθρωπος χρειάζεται τους υλικούς όρους της ζωής, αλλά αυτό δεν αρκεί για τον άνθρωπο. Άλλο πράγμα είναι οι αναγκαίοι όροι για τη ζωή και άλλο το καθαυτό περιεχόμενο της ζωής. Αντίθετα, τα ζώα καθορίζονται από τις υλικές συνθήκες… Κατά την υλιστική αντίληψη ο άνθρωπος ζει για το φαγητό διότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φαγητό. Ο άνθρωπος όμως βασανίζεται όχι τόσο για την επιβίωση όσο για την ίδια τη ζωή. Αναμετριέται περισσότερο με το “τι ζωή είναι αυτή που ζω”, παρά με το “τι να κάνω για να επιβιώσω”. Οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις του ανθρώπου, αυτά που συνθέτουν την ανθρώπινη ιστορία έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αναστέλλουν την άμεση δράση των καθαρά οικονομικών δυνάμεων στα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος δεν δρα κάνοντας κατεξοχήν οικονομικούς υπολογισμούς, αλλά κινείται με μια πιο υπαρκτική ματιά πάνω στη ζωή.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η προσοχή εστιάζεται στον άνθρωπο που λέγεται Χριστός. Όπως ο άνθρωπος αποτέλεσε μια πραγματική επανάσταση πάνω στη γη, ακόμη περισσότερο ο Χριστός συντάραξε τα θεμέλια αυτού του κόσμου, ήρθε θα λέγαμε για να υπονομεύσει τον κόσμο έτσι όπως αυτός υπήρχε. Η  Εκκλησία, τουλάχιστον στις αρχές της, δεν ήταν κάτι το κατεστημένο αλλά ήταν μια επανάσταση εναντίον του άρχοντα του κόσμου τούτου.

Ο συγγραφέας και σε αυτό το δεύτερο μέρος χρησιμοποιεί τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής για να καταδείξει ότι αν ακολουθήσει κανείς με συνέπεια τα επιχειρήματα του ρασιοναλισμού, οδηγείται σε θέσεις πολύ πιο ανορθολογικές από αυτές του Χριστιανισμού. Όπως στο πρώτο μέρος ξεκίνησε με το να θεωρήσει τον άνθρωπο σαν ένα απλό ζώο, τώρα δουλεύει πάνω στην άποψη ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος και τίποτε άλλο. Εάν βλέπαμε τον άνθρωπο όταν πρωτοεμφανίστηκε, θα αντικρίζαμε ένα αλλόκοτο ον, εντελώς άλλο από το περιβάλλον γύρω του. Το σοκ είναι πολύ μεγαλύτερο αν φανταστούμε αυτό που ένιωσαν οι άνθρωποι όταν ο Χριστός πρωτοφανερώθηκε. Τι θα συνέβαινε λοιπόν σε έναν άνθρωπο εάν διάβαζε την ιστορία του Χριστού σαν να πρόκειται για έναν απλό άνθρωπο, για τον οποίο δεν είχε ακούσει τίποτα προηγουμένως; Αν δούμε τα ευαγγέλια σαν την ιστορία ενός ανθρώπου και τίποτε άλλο, το πρώτο πράγμα που θα νιώσουμε είναι ότι πρόκειται για μια πολύ παράξενη ιστορία.  Και ο Τσέστερτον εδώ δεν εννοεί καθόλου τα θαύματα που ιστορούνται στην Καινή Διαθήκη.

Πρώτα απ΄όλα το ευαγγέλιο δεν λέει κοινοτοπίες. Ο αναγνώστης του συναντά ένα σωρό από ισχυρισμούς που ακούγονται ιδιαίτερα παράδοξοι. Τίποτα δεν θα του φανεί τετριμμένο. Η ηθική μάλιστα διδασκαλία του Χριστού δεν θα του φανεί ότι έρχεται από άλλους χρόνους, αλλά από έναν άλλο κόσμο. Ο Χριστός έλεγε πράγματα πολύ διαφορετικά από όλους τους διδασκάλους ή φιλοσόφους, και πολύ δύσκολα. Αυτά που διδάσκει λ.χ. για τον γάμο δεν απηχούν καθόλου τις αντιλήψεις της εποχής του στην Παλαιστίνη. Ο Χριστός δεν δίνει κανένα πρακτικό σχήμα για τον γάμο, παρά διδάσκει τη μυστηριακή πρόσληψη αυτού. Κάτι που για τους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο, και τότε και σήμερα. Οι ιδέες του Ιησού δεν υπαγορεύονταν από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής του, δεν ήταν πιο εφαρμόσιμες τότε ενώ τώρα δεν είναι. Και το ότι οι διδασκαλίες του δεν ήταν σύμφωνες με την εποχή του φαίνεται και από το τέλος που του επιφύλαξαν οι άνθρωποι. Ποτέ ο Χριστός δεν εξάρτησε τη διδασκαλία του από τις συνθήκες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ούτε καν από την ύπαρξη του κόσμου. “Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν”. Όσα δίδαξε ο Χριστός είναι πολύ πιο λογικό να σκεφτούμε ότι ειπώθηκαν από κάποιον που δεν ήταν απλώς άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι είπε και αυτό: “Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί”. Ο Χριστός είναι ο μόνος ιδρυτής θρησκείας που αποκαλεί τον εαυτό του Θεό. Εκτός αυτού, οι μόνοι που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους είναι οι παράφρονες. Αλλά ποτέ κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι ο Ιησούς ήταν παράφρων. Ωστόσο, εκεί πρέπει να τον κατατάξει κανείς αν αποδεχτεί την άποψη ότι ήταν μόνο άνθρωπος. Παράλληλα, ακόμα και πιο ανθρώπινες πλευρές της ιστορίας του Χριστού ήταν εξαιρετικά πρωτότυπες. Ο Χριστός π.χ. αγαπά πάρα πολύ τα παιδιά, πράγμα ανήκουστο για την εποχή του.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο Τσέστερτον αντικρούει το επιχείρημα ότι ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε μια βάρβαρη και παρακμιακή εποχή και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια δεισιδαιμονία που κατέστρεψε τον αρχαίο πολιτισμό. Αυτό, κατά τον συγγραφέα μας, είναι όχι μόνο ανόητο αλλά και καταφανές ψέμα.  Ο Χριστιανισμός ήταν προϊόν μιας πολιτισμένης εποχής και μάλιστα ιδιαίτερα πολιτισμένης. Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε μέσα σε έναν κοσμοπολίτικο πολιτισμό. Μαζί του αναπτύχθηκε και η Εκκλησία, ό,τι κι αν είναι αυτή. Πάντως με τίποτα δεν ήταν ένα ανθρωπιστικό κίνημα, κάτι σαν τους Πασιφιστές λόγου χάρη. Η χριστιανική πίστη δεν γεννήθηκε σε μια εποχή άγνοιας ούτε ήταν κάτι το παιδαριώδες ή αόριστο και ενστικτώδες. Η Εκκλησία ήταν ιδιαιτέρως πολύπλευρη. Δεν μπορεί να ήταν ένα εξελικτικό προϊόν ενός παρακμάζοντος κόσμου. Αντίθετα, αποτέλεσε κάτι εντελώς νέο και διέψευσε οποιαδήποτε προφητεία υπήρξε για το τι θα ακολουθούσε σε επίπεδο ιδεών στον κόσμο. Καθόλου δεν ισχύει παρεμπιπτόντως ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε εξαιτίας της εύνοιας του ρωμαϊκού κράτους. Ο Χριστιανισμός καθόλου δεν ακολούθησε το ρωμαϊκό κράτος στην παρακμή του, αλλά συνέχιζε να ακμάζει και παρά τον θάνατο αυτού. Παράλληλα ο πόλεμος της Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων αποδεικνύει ότι η Εκκλησία δεν ήταν μια δεισιδαιμονία αφού, αντίθετα, πολέμησε τις δεισιδαιμονίες που κρύβονταν πίσω από τις αιρέσεις. Οι αιρέσεις που συχνά αντιπροσώπευαν παρακμιακές τάσεις ή παραληρηματικές ιδέες έβρισκαν απέναντί τους μόνο την Εκκλησία. Η Εκκλησία, με άλλα λόγια, πολέμησε τα δεινά για τα οποία κατηγορείται η ίδια από τους εχθρούς της. Τα δεινά αυτά ήταν οι αιρέσεις. Οι τελευταίες συχνά αντιπροσώπευαν την τάση φυγής από τον κόσμο, το μίσος εναντίον του κόσμου, την εχθρότητα απέναντι στην ύλη και τη φύση, το μίσος για το σώμα, την απάρνηση της χαράς της ζωής. Ε, όλα αυτά ακριβώς καταπολέμησε η Εκκλησία – πράγματα που οι αντίπαλοί της τής επιρρίπτουν ως κατηγορίες. Οι αντίπαλοι της Εκκλησίας την κατηγορούν για όσα η Εκκλησία πολέμησε στους αιρετικούς. Η πρώτη Εκκλησία λ.χ., αν και ασκητική, δεν ήταν πεσιμιστική. Κήρυττε ότι ο άνθρωπος ήταν αμαρτωλός, αλλά όχι φύσει κακός. Γενικά δεν ήταν αρνησίκοσμη. Στην πραγματικότητα η Εκκλησία εξημέρωσε και εξανθρώπισε τον ασκητισμό.

Μια άλλη κατηγορία εναντίον του Χριστιανισμού είναι  ότι αυτός άνθισε διότι τον επέβαλε από πάνω η εξουσία. Όταν λοιπόν ο απόλυτος άρχοντας, ο αυτοκράτορας, έγινε χριστιανός αμέσως επέβαλε ως θρησκεία τον χριστιανισμό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Αλλά και μόνο η ιστορία της αρειανικής αίρεσης, στην οποία είχε παραδοθεί η αυτοκρατορία,  αποδεικνύει πόσο σαθρή είναι αυτή η ερμηνεία. Η πιο λογικοφανής θρησκεία του Αρείου απερρίφθη τελικά παρότι είχε την πλήρη αυτοκρατορική στήριξη.  Όλες εξάλλου οι επίσημες θρησκείες κατέρρευσαν εξαιτίας της ύπαρξης της αληθινής θρησκείας. Αλλά και η περίπτωση του Ιουλιανού, που προσπάθησε ανεπιτυχώς  να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία, συνηγορεί υπέρ του ότι ο Χριστιανισμός δεν επιβλήθηκε από πάνω προς τα κάτω. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τελικά επικράτησε ο Χριστιανισμός, ο οποίος ποτέ δεν έλεγε αυτά που θα θέλαμε οι άνθρωποι να ακούσουμε αλλά και ποτέ δεν πήρε πίσω τα λόγια του. Το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι ο χριστιανισμός δεν είναι κάτι τόσο παράλογο αλλά, απεναντίας, κάτι λογικό και εναντίον κάθε παραλογισμού.

Ταυτόχρονα ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη. Ο άνθρωπος καλείται να στηριχθεί σε ένα υπερφυσικό δόγμα και εκεί να πραγματώσει την ελευθερία του. Η αποκάλυψη είναι το όραμα μιας πραγματικότητας, το οποίο ασπάζεται κανείς με πίστη. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της πίστης από τις ονειροφαντασίες της ανθρώπινης Μυθολογίας. Οι άνθρωποι επέλεξαν τη χριστιανική πίστη γιατί είναι το κλειδί που ταιριάζει τέλεια στην κλειδαριά και επειδή είναι σαν τη ζωή.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ο Τσέστερτον κάνει λόγο για το χαρακτηριστικό του ιστορικού Χριστιανισμού να αναγεννιέται κάθε φορά που θεωρείται ότι έχει οριστικά πεθάνει.  Μιλάει λοιπόν για τους πέντε θανάτους της πίστης. Αυτές συνέβησαν με τον Αρειανισμό, τους Αλβιγηνούς, τον Ανθρωπισμό, τους επιγόνους του Βολταίρου και τους αντίστοιχους του Δαρβίνου. Αυτό όμως που συνέβη στην Ασία και τον αρχαίο κόσμο δεν συνέβη όπου υπήρξε ο Χριστιανισμός. Κάθε φορά που συνέβαιναν κάθε είδους ανατροπές και φαινόταν ότι ο Χριστιανισμός είχε πλέον νεκρωθεί, αυτός ανασταινόταν και έβγαινε ξανά στην επιφάνεια.  Ακόμα κι όταν δεν υπήρχαν εξωτερικοί εχθροί -βλ. λ.χ. τους διωγμούς- και ο Χριστιανισμός μαράζωνε εξαιτίας της μετριότητας και της χαλάρωσης των πιστών του, και σε αυτή την περίπτωση άντεξε απέναντι στη χλιαρότητα και αναγεννήθηκε.

Εν συνόψει, οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχθηκαν ότι ο κόσμος έχει έναν τελικό σκοπό, γι΄ αυτό έχει κι ένα πρωταρχικό αίτιο. Οι άνθρωποι έτσι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Κοινό τους σημείο ότι υπάρχει ένας μυστηριώδης Κύριος που γνωρίζει το μυστικό του κόσμου και ο οποίος έχει ορίσει και τον σκοπό του κόσμου. Οι περισσότεροι άνθρωποι προσέγγιζαν αυτή την ιδέα με όρους μυθοπλασίας, στην οποία υπήρχαν αλήθειες και ψέματα μαζί, όπως σε κάθε μύθο. Μέσα σε όλες τις μυθοπλασίες και τις φιλοσοφίες του κόσμου, εμφανίστηκε μια συγκλονιστική εξαίρεση, που είχε να κάνει με την είδηση ότι ο μυστηριώδης Κύριος του κόσμου ήρθε στη γη αυτοπροσώπως.  Και μάλιστα ο Χριστός ήταν ο μόνος ιδρυτής θρησκείας που ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Ότι είναι Θεός. Αυτό ήταν και είναι το μόνο καλό νέο στον κόσμο. Ουσιαστικά το μόνο νέο. Το θαύμα είναι ότι κάτι τόσο εξωφρενικό, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, κάτι τόσο υπερφυσικό έγινε τόσο φυσικό. Κάτι τόσο προκλητικό που απαιτεί από τους ανθρώπους να το αποδεχτούν. Είναι, λέει ο Τσέστερτον, μια τρέλα, αλλά αυτή η τρέλα αποδείχτηκε υγιής πνευματικά.

Η ανάγνωση του βιβλίου του Τσέστερτον έκανε τον C.S. Lewis να πιστέψει και να γίνει ένας σπουδαίος απολογητής του Χριστιανισμού στη Δύση. Τι έχει να πει όμως το βιβλίο στον σημερινό αναγνώστη; Στη μετανεωτερική εποχή δεν έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα που αυτό θέτει και στα οποία επιχειρεί -με τρόπο τόσο διεξοδικό- να απαντήσει ο Τσέστερτον. Ωστόσο, τέτοιου είδους ζητήματα που αγγίζουν (και) τη μεταφυσική δεν απασχολούν τόσο τους ανθρώπους στις μέρες μας. Οι άνθρωποι στον δυτικό πολιτισμό ξεφορτώθηκαν τον Θεό και την αιωνιότητα. Δεν είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν παίζει με την ιδέα ότι είναι ένα ξεχωριστό θαύμα μέσα στη φύση. Κάθε άλλο. Είναι τόσα τα επιτεύγματά του που δεν εξηγούνται και δεν  ταιριάζουν με την εικόνα ενός απλά εξελιγμένου ζώου, ενός ανθρώπου-ζώου.  Αλλά, από την άλλη, ο άνθρωπος σήμερα δεν συζητά το ενδεχόμενο να είναι δημιούργημα του Θεού, πλασμένο κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσή Του. Έχει εκλείψει η υπερφυσική διάσταση του ανθρώπου για την οποία μιλάει ο Τσέστερτον. Η διάσταση του ανθρώπου που τον φέρνει σε επαφή, σε σύνδεση και σε σχέση με τον Θεό έχει χαθεί. Αν όμως αυτή η διάσταση έχει δοθεί στον άνθρωπο από τον Θεό κατά τη δημιουργία του, τότε ο άνθρωπος ασφυκτιά χωρίς αυτήν. Και αναγκαστικά αναζητά διέξοδο. Εντέλει, μέσα από την όλη θεωρία της εξέλιξης, αφού φτάσαμε στον homo sapiens αναμένουμε πια τον homo deus. Τον  άνθρωπο που μπορεί να φτάσει τον Θεό με δικά του μέσα. Ο μύθος του πύργου της Βαβέλ σε μια ακόμη προσπάθεια πραγμάτωσής του. Μια συνθήκη ικανή ωστόσο να διαποτίσει τον άνθρωπο με τιτάνια έπαρση. Έναν άνθρωπο που (θα) φλερτάρει με την ιδέα της υπέρβασης της τρωτότητας και κάθε είδους αβεβαιότητας. Έναν άνθρωπο που αναθεωρεί τα πάντα και κινείται μεταξύ ενός -με κάθε τρόπο- εκσυγχρονισμού ή αφανισμού. Τον άνθρωπο-θεό. Και όχι τον Θεάνθρωπο. Διότι δεν αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι αρκεί που διαφέρουμε ριζικά από τα ζώα. Ο άνθρωπος, μιλώντας με τη γλώσσα της θεολογίας, θα βρει την ολοκλήρωσή του όταν δεν αναγνωρίσει τον Θεό ως Δημιουργό μόνο, αλλά ως Πατέρα. Και για να το πετύχει αυτό χρειάζεται τον Χριστό και την εκκλησία. Ο Χριστός μάς αποκαλύπτει τον πραγματικό άνθρωπο. Αυτόν που όντως δημιούργησε ο Θεός και ο οποίος είχε πατέρα του τον Θεό. Αλλά ο Χριστός θα παραμένει πάντα σημείο αντιλεγόμενο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες (και) του Τσέστερτον.

Πηγή: Ενοριακό info

Δεν υπάρχουν σχόλια: