Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστης
«Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια [μόνος]»
(Ψαλμ. 76,14-15)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, μία ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες ἑορτὲς
τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας· εἶνε Πεντηκοστή.
Ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐκκλησία. Μὰ ἂν
τοὺς ρωτήσῃς τί ἑορτάζουμε, λίγοι γνωρίζουν· οἱ περισσότεροι ἔχουν ἄγνοια.
Μπαίνουν στὸ ναό, ἀνάβουν κερί, ἀκοῦνε τὰ ὡραῖα λόγια τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀλλὰ ἀπ᾽
ὅλα αὐτὰ τί καταλαβαίνουν; Εἶνε σὰν ν᾽ ἀκοῦνε μιὰ ξένη γλῶσσα, γιαπωνέζικα ἢ
κινέζικα. Μοιάζουν μ᾽ ἐκείνους τοὺς κατοίκους τῶν Ἰεροσολύμων πού, ἀκούγοντας
σήμερα τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ἔλεγαν· «Γλεύκους μεμεστωμένοι
εἰσί», ἤπιαν πολὺ μοῦστο (Πράξ. 2,13)· τόσο κατάλαβαν. Ἀκόμα καὶ οἱ ἀπόστολοι,
ποὺ τρία χρόνια ἄκουγαν τὸν Κύριο, μερικὲς φορὲς δὲν καταλάβαιναν ὡρισμένα
σημεῖα, κι αὐτὸ λυποῦσε τὸν ῥαββί (βλ. Ματθ. 15,16. Λουκ. 24,25)· ὅταν ὅμως ἦλθε
τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ τοὺς φώτισε, τότε τὰ κατάλαβαν ὅλα. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς
σήμερα.
* * *
Ὡς πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, πρέπει νὰ
γνωρίζουμε, ὅτι ἑωρταζόταν καὶ πρὸ Χριστοῦ καὶ ἑορτάζεται μέχρι σήμερα ἀπὸ τοὺς
Ἰσραηλῖτες. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ Ἑβραῖοι θυμοῦνται δύο μεγάλα γεγονότα· τὸ ἕνα εἶνε
ὑπερφυσικό, τὸ ἄλλο φυσικό· τὸ ἕνα ἔγινε μία φορά, τὸ ἄλλο γίνεται κάθε χρόνο.
Ποιό εἶνε τὸ ὑπερφυσικό, τὸ μοναδικὸ
γεγονός; Ὅπως γνωρίζουμε, οἱ Ἑβραῖοι ἦταν ἐπὶ τετρακόσα χρόνια σκλάβοι στοὺς
Αἰγυπτίους καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλευθέρωσε διὰ τοῦ Μωυσῆ. Τότε ἑώρτασαν τὸ πρῶτο
πάσχα στὴν Αἴγυπτο –καὶ κατόπιν τὸ συνέχισαν ὅπου βρέθηκαν– τρώγοντας ψωμὶ
χωρὶς προζύμι καὶ χόρτα πικρά, γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν πικρία τῆς δουλείας. Τὴ
νύχτα ἐκείνη ἔφυγαν ὅλοι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, πέρασαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν Ἐρυθρὰ
θάλασσα, καὶ βαδίζοντας μέσα στὴν ἔρημο ἐπὶ πενήντα μέρες ἔφτασαν στοὺς
πρόποδες τοῦ ὄρους Σινὰ κ᾽ ἐκεῖ στρατοπέδευσαν (ἐπάνω στὸ Σινὰ χτίστηκε κατόπιν
τὸ περίφημο μοναστήρι μὲ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης). Ἐκεῖ λοιπὸν τότε, στὴν
κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὁ Μωυσῆς ἔλαβε σὲ δύο θεόγραφες πλάκες τὸν Δεκάλογο, τὶς
δέκα ἐντολές.
Ὁ Δεκάλογος εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο θαυμαστὰ
γεγονότα ποὺ ἑώρταζαν τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ Ἑβραῖοι. Οἱ δέκα ἐντολὲς εἶνε ὁ ἀλάθητος
ὁδηγὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός, ὅπως ἔδωσε στὸν καθένα μας δέκα δάχτυλα –καὶ
βέβαια κανένας δὲν κόβει οὔτε ἕνα δάχτυλό του–, ἔτσι ἔδωσε καὶ δέκα ἐντολές.
Πολύτιμο κάθε δάχτυλο, μὰ πολυτιμότερη ἡ κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Μικρότερο κακὸ
τὸ νὰ κοπῇ ἕνα δάχτυλό σου παρὰ νὰ κόψῃς μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου.
Εἶνε αἰώνιες ὁδηγίες, ποὺ γράφτηκαν ὄχι ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν
δάκτυλο τοῦ Κυρίου ἐν μέσῳ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν ἐκεῖ στὸ καιόμενο ὄρος (βλ. Ἔξ.
19,16. Ἑβρ. 12,18).
Ὁ Δεκάλογος εἶνε νόμος αἰώνιος. Γι᾽ αὐτὸ
ὁ Χριστὸς δὲν τὸν κατήργησε, ἀλλὰ τὸν συμπλήρωσε καὶ τὸν τελειοποίησε. Δηλαδή;
• Ἔλεγε π.χ. ὁ Δεκάλογος «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18), καὶ ὁ Χριστὸς
τί εἶπε· ὅτι μοιχεύεις ὄχι μόνο μὲ τὸ κορμὶ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴν
πονηρὴ ἐπιθυμία στὴν καρδιά, πρόσεχε λοιπὸν καὶ ἀπὸ αὐτά (βλ. Ματθ. 5,28). • Ἔλεγε
ἐπίσης ὁ Δεκάλογος «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17), καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε·
ὅτι φονιᾶς δὲν εἶνε μόνο ἐκεῖνος ποὺ παίρνει πιστόλι καὶ σκοτώνει, ἀλλὰ καὶ ὅποιος
ὀργίζεται καὶ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, προσοχὴ λοιπόν (βλ. Ματθ. 5,22). Τώρα ἡ
Καινὴ Διαθήκη τοῦ Χριστοῦ λέει· «Πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος
ἐστί» (Α΄ Ἰω. 3,15).
Ἡ παράδοσις τοῦ Δεκαλόγου
εἶνε τὸ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουν οἱ Ἑβραῖοι, τὸ ὑπερφυσικό· τὸ ἄλλο, τὸ
φυσικό, ποιό εἶνε;
Πηγαίνει ὁ γεωργὸς κάθε χρόνο καὶ
σπέρνει στὴ γῆ. Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ὅλοι οἱ χημικοὶ καὶ γεωπόνοι νὰ μαζευτοῦν, ἕνα
σπυρὶ σιτάρι δὲν κάνουν. Τί εἶν᾽ αὐτό! Ὁ σπόρος σαπίζει μέσα στὴ γῆ, κι ἀπὸ ᾽κεῖ
βλαστάνει ἕνας στάχυς. Ἔ, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνει τί σοῦ λέει· Ἄνθρωπε, ὑπάρχει
Θεός! Μετρᾶτε τὰ στάχυα; Ὅσα στάχυα εἶνε στὸν κάμπο, τόσες μαρτυρίες ἀκοῦς. Ἀλλ᾽
ὅπως καταντήσαμε ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀνώτερη ἀντίληψι τῆς ζωῆς.
Στὴν Παλαιστίνη, λοιπόν, ποὺ τὰ σπαρτὰ ὡριμάζουν
νωρίτερα, τέτοια ἐποχὴ ἔχουν θερίσει, ἁλωνίσει καὶ ἀλέσει. Ζυμώνουν καὶ ψήνουν
τὰ πρῶτα ψωμιά, ἀλλὰ δὲν τ᾽ ἀγγίζουν. Τὰ πηγαίνουν πρῶτα στὴ συναγωγή, τὰ εὐλογεῖ
ὁ ῥαββῖνος, καὶ μετά τρῶνε. Ἡ πεντηκοστή τους εἶνε ἡμέρα εὐλογίας. Σήμερα ὁ Ἰσραηλίτης
λέει· Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ψωμὶ ποὺ μᾶς ἔδωσες. Σχετικὴ εἶνε καὶ μιὰ ἑορτὴ
τῶν Ἀμερικανῶν ποὺ λέγεται ἡμέρα τῶν εὐχαριστιῶν· εὐγνωμονοῦν τὸ Θεὸ ἰδίως γιὰ
τὴ σοδειὰ τῶν δημητριακῶν.
Πεντηκοστή! Οἱ Ἰσραηλῖτες
εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ γιὰ τὸν Δεκάλογο καὶ τὸ ψωμί. Ἐμεῖς, πάνω ἀπ᾽ αὐτά, εὐχαριστοῦμε
τὸν Κύριο γιὰ κάτι πολὺ ἀνώτερο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἂν δὲν τὸ καταλαβαίνῃς,
Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Εἶνε ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο σήμερα γονατίζουμε καὶ παρακαλοῦμε
νὰ ἔλθῃ· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἐνδύει τοὺς μαθητὰς «δύναμιν
ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24,49). Νά ἡ ὑψίστη δύναμις –μή μοῦ μιλᾶτε γιὰ καμμιά ἄλλη–,
ποὺ δημιούργησε τὴ νέα κτίσι. Ἡ μεγαλύτερη δύναμις δὲν εἶνε τὰ ἑλληνικὰ
γράμματα, ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, τὸ ἑλληνικὸ φῶς, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα· αὐτὰ τὰ
γνώρισαν οἱ πρόγονοί μας, μὰ δὲν τοὺς μετέβαλαν· ἡ μεγαλύτερη δύναμις εἶνε τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατῆλθε σήμερα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (ἀπόλ.), σὰν
φωτιά.
Γιατί σὰν φωτιά; Ἔχει σημασία. Θὰ τὸ πῶ
παραβολικῶς καὶ θὰ τελειώσω. Ἦταν ἕνα χωράφι χέρσο, γεμᾶτο ἀγκάθια καὶ ἄγρια
χόρτα. Μιὰ μέρα ἕνας γεωργὸς εἶπε· Τὸ ἄχρηστο αὐτὸ χωράφι θὰ τὸ κάνω περιβόλι.
Ἔβαλε λοιπὸν φωτιὰ στ᾽ ἀγκάθια, καὶ τότε πολλὰ φίδια, ποὺ ἦταν κρυμμένα ἐκεῖ, ἔφυγαν
– τὸ εἶδα κ᾽ ἐγὼ αὐτὸ μὲ τὰ μάτια μου σ᾽ ἕνα χωριό. Μετὰ πέταξε ἔξω τὶς πέτρες,
ἔφερε ἀλέτρι καὶ ὤργωσε τὸ ἔδαφος βαθειά. Τέλος, ὅταν τὸ χῶμα ἔγινε ἀφρᾶτο, ἔσπειρε
διάφορα φυτά. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ χέρσος τόπος ἔγινε περιβόλι ἐκλεκτό·
ἐκεῖ δέντρα ὀπωροφόρα, λουλούδια, πουλάκια, χαρὰ Θεοῦ. Πῶς ἔγινε αὐτό, πῶς ἔφυγαν
τ᾽ ἀγκάθια; Μὲ φωτιά. Νά λοιπὸν γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦλθε σὰν πύρινες γλῶσσες,
σὰν φωτιά (βλ. Πράξ. 2,3). Κάθε ψυχή, κάθε ἄνθρωπος, εἶνε ἕνα χέρσο χωράφι μὲ ἄγρια
βλάστησι κι ἀγκάθια. Ἀγκάθια εἶνε τὰ πάθη κ᾽ ἐλαττώματά μας. Πῶς φεύγουν αὐτά;
Μὲ φωτιά. Ποιά φωτιά; τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀκοῦστε καὶ δύο παραδείγματα.
Μιὰ τσιγγάνα ἔκανε μάγια, εἶχε τρομοκρατήσει
μιὰ περιοχή, ἐκμεταλλευόταν κόσμο· πήγαιναν σ᾽ αὐτὴν ἀκόμα καὶ δημόσιοι ὑπάλληλοι
καὶ ἀξιωματικοί. Τὴν πλησίασε ὅμως ἕνας χαρισματοῦχος Χριστιανός, τὴν κατήχησε
καὶ τὴν βάπτισε. Καὶ μετὰ ἡ ἴδια βεβαίωνε· «Τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος αἰσθάνθηκα
μιὰ δύναμι μέσα μου…». Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄλλαξε· πῆγε στὸ σπίτι της, πῆρε τὶς
σολομωνικές, ὅ,τι μαγικὰ εἶχε, καὶ τά ᾽καψε ὅλα. Ἀκοῦτε; Ἀπὸ τότε, λίρες νὰ τὶς
δίνῃς, μάγια δὲν κάνει.
Κι ἄλλο ἕνα παράδειγμα μεγαλύτερο. Στὴν
Οὐγκάντα τῆς Ἀφρικῆς ζοῦσαν εἰδωλολάτρες, μάγοι – μάγισσες, ἄνθρωποι ποὺ
λάτρευαν τὶς πέτρες καὶ τὰ φίδια, ἀγριάνθρωποι. Ἀλλὰ γύρω στὰ 1963 τὸ Πνεῦμα τὸ
ἅγιο ἔστειλε ἐκεῖ ἕναν ἱεραπόστολο. Αὐτὸς πλησίασε τοὺς ἀγρίους, τοὺς ἀγάπησε,
τοὺς δίδαξε, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς βαπτίστηκαν δέκα χιλιάδες! ἔγιναν Χριστιανοὶ πολὺ
καλύτεροι ἀπὸ μᾶς. Εἴδατε ποτὲ μυροδοχεῖο ποὺ τὸ ἄρωμά του τελείωσε; Ἔτσι εἴμαστε·
μείναμε μπουκάλια κενά, μᾶς ἔφαγε ἡ μόδα καὶ ἡ διαφθορά.
Νά λοιπόν τί θαύματα κάνει τὸ Πνεῦμα τὸ
ἅγιο· παίρνει ἀγρίους καὶ τοὺς κάνει ἀγγέλους. Θ᾽ ἀγωνιστῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή
μου. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ Φλώρινα δὲν ἀλλάξῃ, θὰ φύγω, θὰ πάω στὴν Οὐγκάντα, ὅπου οἱ ἰθαγενεῖς
ἀκοῦνε περισσότερο. Ὁ Θεός μας, εἶνε ἀληθινός, κάνει θαύματα· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς
ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76,14-15).
* * *
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Εἶνε γεγονός, ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο, ἀλλὰ γεννᾶται
τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο; Ἡ πραγματικότης βοᾷ· εἴμαστε χερσότοπος
ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρθῃ πρέπει νὰ τὸ ζητήσουμε. Ἂς
παρακαλέσουμε λοιπόν· Ὦ Πνεῦμα ἅγιον, ἐλθέ! ἔλα στὰ ἀντρόγυνα, στὶς οἰκογένειες,
στὰ σχολεῖα, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ παλάτια, στὶς καλύβες μας.
Καὶ ὅταν ἔλθῃς, τότε θ᾽ ἀλλάξουμε, θὰ μιλοῦμε μιὰ καινούργια γλῶσσα, τὴ γλῶσσα
τῆς ἀγάπης, καὶ θὰ φᾶμε γλυκὸ ψωμί. Εἴθε νὰ μάθουμε ὅλοι τὴ γλῶσσα αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου,
γιὰ νὰ εἴμαστε ἀγαπημένοι κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου