Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστης - Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

 

  ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστης

«Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια [μόνος]» (Ψαλμ. 76,14-15)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανή­γυρις, μία ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες ἑορτὲς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας· εἶνε Πεντηκοστή.
Ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐκκλησία. Μὰ ἂν τοὺς ρωτήσῃς τί ἑορτάζουμε, λίγοι γνωρίζουν· οἱ περισσότεροι ἔχουν ἄγνοια. Μπαίνουν στὸ ναό, ἀνάβουν κερί, ἀκοῦνε τὰ ὡ­ραῖα λόγια τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀλλὰ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τί κατα­λαβαίνουν; Εἶνε σὰν ν᾽ ἀκοῦνε μιὰ ξένη γλῶσ­σα, γιαπωνέζικα ἢ κινέζικα. Μοιάζουν μ᾽ ἐκείνους τοὺς κατοίκους τῶν Ἰεροσολύμων πού, ἀκούγοντας σήμερα τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ἔλεγαν· «Γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί», ἤπιαν πο­­λὺ μοῦστο (Πράξ. 2,13)· τόσο κατάλαβαν. Ἀκόμα καὶ οἱ ἀπόστολοι, ποὺ τρία χρόνια ἄκουγαν τὸν Κύριο, μερικὲς φο­ρὲς δὲν κα­ταλάβαιναν ὡρισμένα σημεῖα, κι αὐτὸ λυ­ποῦσε τὸν ῥαββί (βλ. Ματθ. 15,16. Λουκ. 24,25)· ὅταν ὅμως ἦλ­θε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ τοὺς φώτισε, τότε τὰ κα­­τά­λαβαν ὅλα. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα.


Τί λείπει; Λείπει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἂς παρακ­αλέσουμε λοιπὸν νὰ ἔλθῃ καὶ σ᾽ ἐμένα καὶ σ᾽ ἐσᾶς, ν᾽ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας, νὰ δοῦ­με κ᾽ ἐ­­μεῖς ὅλα τὰ θαυμάσια καὶ νὰ φωνάξουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμῳδό· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡ­μῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια» (Ψαλμ. 76,14-15).
Ποιά, λοιπόν, εἶνε τὰ θαυμαστὰ τῆς σημερι­νῆς ἡμέρας;

* * *

Ὡς πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ἑωρταζόταν καὶ πρὸ Χριστοῦ καὶ ἑορτάζεται μέχρι σήμερα ἀ­πὸ τοὺς Ἰσ­ραηλῖτες. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ Ἑβραῖοι θυμοῦνται δύο μεγάλα γεγονότα· τὸ ἕνα εἶνε ὑπερφυσικό, τὸ ἄλλο φυσικό· τὸ ἕνα ἔγινε μία φορά, τὸ ἄλλο γίνεται κάθε χρόνο.
Ποιό εἶνε τὸ ὑπερφυσικό, τὸ μοναδικὸ γεγο­νός; Ὅπως γνωρίζουμε, οἱ Ἑβραῖοι ἦταν ἐπὶ τετρακόσα χρόνια σκλά­βοι στοὺς Αἰγυπτίους καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλευθέρωσε διὰ τοῦ Μωυσῆ. Τότε ἑώρτασαν τὸ πρῶτο πάσχα στὴν Αἴγυπτο –καὶ κατόπιν τὸ συνέχισαν ὅπου βρέθηκαν– τρώ­γοντας ψω­μὶ χωρὶς προζύμι καὶ χόρτα πικρά, γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν πικρία τῆς δουλείας. Τὴ νύχτα ἐ­κείνη ἔφυγαν ὅλοι ἀπὸ τὴν Αἴ­γυπτο, πέρασαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν Ἐρυθρὰ θά­λασσα, καὶ βαδίζοντας μέσα στὴν ἔρημο ἐπὶ πενήντα μέρες ἔφτασαν στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Σινὰ κ᾽ ἐκεῖ στρατοπέδευσαν (ἐπάνω στὸ Σινὰ χτίστηκε κατόπιν τὸ περίφη­μο μοναστή­ρι μὲ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης). Ἐκεῖ λοιπὸν τότε, στὴν κορυφὴ τοῦ ὄ­ρους, ὁ Μωυσῆς ἔλαβε σὲ δύο θεόγραφες πλά­κες τὸν Δεκάλογο, τὶς δέκα ἐντολές.
Ὁ Δεκάλογος εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο θαυ­μα­στὰ γεγονότα ποὺ ἑώρταζαν τὴν ἡμέρα αὐ­­τὴ οἱ Ἑβραῖοι. Οἱ δέκα ἐντολὲς εἶνε ὁ ἀλάθη­τος ὁδηγὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός, ὅ­πως ἔδωσε στὸν καθένα μας δέκα δάχτυλα –καὶ βέ­βαια κανένας δὲν κόβει οὔτε ἕνα δάχτυ­­λό του–, ἔτσι ἔδωσε καὶ δέκα ἐντολές. Πο­λύτιμο κάθε δάχτυλο, μὰ πολυτιμότερη ἡ κάθε ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ. Μικρότερο κακὸ τὸ νὰ κοπῇ ἕνα δάχτυ­­λό σου παρὰ νὰ κόψῃς μία ἀπὸ τὶς ἐν­τολὲς τοῦ Δεκαλόγου. Εἶνε αἰώνιες ὁδηγί­ες, ποὺ γράφτηκαν ὄχι ἀπὸ χέρι ἀν­θρώπου ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν δάκτυλο τοῦ Κυρίου ἐν μέ­σῳ βρον­τῶν καὶ ἀ­στραπῶν ἐκεῖ στὸ καιόμενο ὄρος (βλ. Ἔξ. 19,16. Ἑβρ. 12,18).
Ὁ Δεκάλογος εἶνε νόμος αἰώνιος. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν τὸν κατήργησε, ἀλλὰ τὸν συμ­πλήρωσε καὶ τὸν τελειοποίησε. Δηλαδή; • Ἔ­λεγε π.χ. ὁ Δεκάλογος «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18), καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε· ὅτι μοιχεύεις ὄχι μόνο μὲ τὸ κορμὶ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία στὴν καρδιά, πρόσεχε λοιπὸν καὶ ἀπὸ αὐτά (βλ. Ματθ. 5,28). • Ἔ­λεγε ἐπίσης ὁ Δεκάλογος «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17), καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε· ὅτι φονιᾶς δὲν εἶνε μόνο ἐ­κεῖνος ποὺ παίρνει πιστόλι καὶ σκοτώνει, ἀλ­λὰ καὶ ὅποιος ὀργίζεται καὶ μισεῖ τὸν ἀ­δελφό του, προσοχὴ λοιπόν (βλ. Ματθ. 5,22). Τώρα ἡ Καινὴ Διαθή­κη τοῦ Χριστοῦ λέει· «Πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰω. 3,15). 

Ἡ παράδοσις τοῦ Δεκαλόγου εἶνε τὸ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουν οἱ Ἑ­βραῖοι, τὸ ὑπερφυσικό· τὸ ἄλλο, τὸ φυσικό, ποιό εἶνε;
Πηγαί­νει ὁ γεωργὸς κάθε χρόνο καὶ σπέρνει στὴ γῆ. Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ὅλοι οἱ χημικοὶ καὶ γεω­πόνοι νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπυρὶ σιτάρι δὲν κάνουν. Τί εἶν᾽ αὐτό! Ὁ σπόρος σαπίζει μέσα στὴ γῆ, κι ἀπὸ ᾽κεῖ βλαστάνει ἕνας στά­χυς. Ἔ, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνει τί σοῦ λέει· Ἄν­θρωπε, ὑ­πάρχει Θεός! Μετρᾶτε τὰ στάχυα; Ὅσα στάχυα εἶνε στὸν κάμπο, τόσες μαρτυρί­ες ἀκοῦς. Ἀλλ᾽ ὅπως καταντήσαμε ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀνώτερη ἀντίληψι τῆς ζωῆς.
Στὴν Παλαιστίνη, λοιπόν, ποὺ τὰ σπαρτὰ ὡ­ριμάζουν νωρίτερα, τέτοια ἐποχὴ ἔχουν θερίσει, ἁλωνίσει καὶ ἀλέσει. Ζυμώνουν καὶ ψήνουν τὰ πρῶτα ψωμιά, ἀλλὰ δὲν τ᾽ ἀγγίζουν. Τὰ πηγαίνουν πρῶτα στὴ συναγωγή, τὰ εὐλογεῖ ὁ ῥαββῖνος, καὶ μετά τρῶνε. Ἡ πεν­τηκοστή τους εἶνε ἡμέρα εὐλογίας. Σήμερα ὁ Ἰσραηλίτης λέει· Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ψωμὶ ποὺ μᾶς ἔδωσες. Σχετικὴ εἶνε καὶ μιὰ ἑ­ορτὴ τῶν Ἀμερικανῶν ποὺ λέγεται ἡμέρα τῶν εὐχαριστιῶν· εὐγνωμονοῦν τὸ Θεὸ ἰδίως γιὰ τὴ σοδειὰ τῶν δημητριακῶν.
 Πεντηκοστή! Οἱ Ἰσραηλῖτες εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ γιὰ τὸν Δεκάλογο καὶ τὸ ψωμί. Ἐμεῖς, πάνω ἀπ᾽ αὐτά, εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο γιὰ κάτι πο­­λὺ ἀνώτερο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἂν δὲν τὸ κατα­λαβαίνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶ­σαι. Εἶνε ἐκεῖ­νο γιὰ τὸ ὁποῖο σήμερα γονατίζουμε καὶ παρα­καλοῦμε νὰ ἔλθῃ· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἐνδύει τοὺς μαθη­τὰς «δύ­ναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24,49). Νά ἡ ὑ­ψίστη δύναμις –μή μοῦ μιλᾶτε γιὰ καμμιά ἄλλη–, ποὺ δημιούργησε τὴ νέα κτίσι. Ἡ μεγαλύτερη δύναμις δὲν εἶνε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, τὸ ἑλ­ληνικὸ φῶς, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα· αὐτὰ τὰ γνώρισαν οἱ πρό­γονοί μας, μὰ δὲν τοὺς μετέβαλαν· ἡ μεγαλύ­τερη δύναμις εἶνε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατῆλθε σήμε­ρα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (ἀπόλ.), σὰν φωτιά.
Γιατί σὰν φωτιά; Ἔχει σημασία. Θὰ τὸ πῶ παραβολικῶς καὶ θὰ τελειώσω. Ἦταν ἕνα χωράφι χέρσο, γεμᾶτο ἀγκάθια καὶ ἄγρια χόρτα. Μιὰ μέρα ἕνας γεωργὸς εἶπε· Τὸ ἄχρηστο αὐ­τὸ χωράφι θὰ τὸ κάνω πε­ριβόλι. Ἔβαλε λοι­πὸν φωτιὰ στ᾽ ἀγκάθια, καὶ τότε πολλὰ φίδια, ποὺ ἦταν κρυμμένα ἐκεῖ, ἔ­φυγαν – τὸ εἶδα κ᾽ ἐγὼ αὐτὸ μὲ τὰ μάτια μου σ᾽ ἕνα χωριό. Μετὰ πέταξε ἔξω τὶς πέτρες, ἔφερε ἀλέτρι καὶ ὤρ­γωσε τὸ ἔδαφος βαθειά. Τέλος, ὅταν τὸ χῶμα ἔγινε ἀφρᾶτο, ἔσπειρε διάφορα φυτά. Καὶ ὕ­στερα ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ χέρσος τόπος ἔγινε περιβόλι ἐκλεκτό· ἐκεῖ δέντρα ὀπωροφόρα, λουλούδια, πουλάκια, χαρὰ Θεοῦ. Πῶς ἔ­γι­νε αὐτό, πῶς ἔφυγαν τ᾽ ἀγκάθια; Μὲ φωτιά. Νά λοιπὸν γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦλθε σὰν πύρινες γλῶσσες, σὰν φωτιά (βλ. Πράξ. 2,3). Κάθε ψυχή, κάθε ἄνθρωπος, εἶνε ἕνα χέρσο χωράφι μὲ ἄγρια βλάστησι κι ἀγκάθια. Ἀγκάθια εἶνε τὰ πάθη κ᾽ ἐλαττώματά μας. Πῶς φεύ­γουν αὐ­τά; Μὲ φωτιά. Ποιά φωτιά; τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀκοῦστε καὶ δύο παραδείγματα.
Μιὰ τσιγγάνα ἔκανε μάγια, εἶχε τρομοκρα­τήσει μιὰ περιοχή, ἐκμεταλλευόταν κόσμο· πήγαιναν σ᾽ αὐτὴν ἀκόμα καὶ δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ ἀξιωματικοί. Τὴν πλησίασε ὅμως ἕ­νας χαρισματοῦχος Χριστιανός, τὴν κατήχησε καὶ τὴν βάπτισε. Καὶ μετὰ ἡ ἴδια βεβαίωνε· «Τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμι μέσα μου…». Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄλ­λαξε· πῆγε στὸ σπίτι της, πῆρε τὶς σολομωνι­κές, ὅ,τι μαγικὰ εἶχε, καὶ τά ᾽καψε ὅλα. Ἀκοῦτε; Ἀπὸ τότε, λίρες νὰ τὶς δίνῃς, μάγια δὲν κάνει.
Κι ἄλλο ἕνα παράδειγμα μεγαλύτερο. Στὴν Οὐγκάντα τῆς Ἀφρικῆς ζοῦσαν εἰδωλολάτρες, μάγοι – μάγισσες, ἄνθρωποι ποὺ λάτρευαν τὶς πέτρες καὶ τὰ φίδια, ἀγριάνθρωποι. Ἀλλὰ γύρω στὰ 1963 τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἔστειλε ἐκεῖ ἕναν ἱεραπόστολο. Αὐτὸς πλησί­ασε τοὺς ἀγρίους, τοὺς ἀγάπησε, τοὺς δίδαξε, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς βαπτίστηκαν δέκα χιλιάδες! ἔγιναν Χριστιανοὶ πολὺ καλύτεροι ἀπὸ μᾶς. Εἴδατε ποτὲ μυροδοχεῖο ποὺ τὸ ἄρωμά του τελείωσε; Ἔτσι εἴμαστε· μείναμε μπουκάλια κενά, μᾶς ἔφαγε ἡ μόδα καὶ ἡ διαφθορά.
Νά λοιπόν τί θαύματα κάνει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· παίρνει ἀγρίους καὶ τοὺς κάνει ἀγγέλους. Θ᾽ ἀγωνιστῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μου. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ Φλώρινα δὲν ἀλλάξῃ, θὰ φύγω, θὰ πάω στὴν Οὐγκάντα, ὅπου οἱ ἰθαγενεῖς ἀκοῦνε περισσότερο. Ὁ Θεός μας, εἶνε ἀληθινός, κάνει θαύματα· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76,14-15).

* * *

Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Εἶνε γεγονός, ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο, ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο; Ἡ πραγματικότης βοᾷ· εἴμαστε χερσότοπος ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρθῃ πρέπει νὰ τὸ ζητήσουμε. Ἂς παρακαλέσουμε λοιπόν· Ὦ Πνεῦμα ἅγιον, ἐλθέ! ἔλα στὰ ἀν­τρό­γυνα, στὶς οἰκογένειες, στὰ σχολεῖα, στὰ δικα­στήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ παλάτια, στὶς καλύβες μας. Καὶ ὅταν ἔλθῃς, τότε θ᾽ ἀλλάξουμε, θὰ μιλοῦμε μιὰ καινούργια γλῶσσα, τὴ γλῶσσα τῆς ἀγάπης, καὶ θὰ φᾶμε γλυκὸ ψωμί. Εἴθε νὰ μάθουμε ὅλοι τὴ γλῶσσα αὐτὴ τοῦ Εὐ­αγγελίου, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀγαπημένοι κάτω ἀ­πὸ τὴ σκιὰ τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: