Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη

Κυριακή Γ´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον

«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»
«Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. ζ´14)

 Του μακαριστού
Αρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Μουσουρούλη
(†11/01/2021)
Ἀρχιγραμματέως  Ἱεράς Συνόδου
τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου

 

          Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη τραγωδία βρίσκεται συμπυκνωμένη στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνά­γνωσμα. Μιά χήρα μάνα ἀκολουθεῖ τό φέρετρο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της. Καί μαζί της πλῆθος κατοίκων τῆς πόλεως Ναΐν. Τήν ἴδια ὥρα ἐμ­φανίζεται ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ δρό­μου μιά ἄλλη συνοδεία.  Εἶναι ὁ Κύριος μέ τήν ὀμόδα τῶν Μαθητῶν του καί τό πλῆθος τοῦ λαοῦ πού τόν ἀκολουθεῖ. Δύο συνοδεῖες διαφορετικές μέ πορεία ἀντίθετη. Ἡ μιά εἶναι πομπή θανάτου. Ἡ ἄλλη συνοδεία ζωῆς.  Ὁ Κύριος πλησιάζει. Πλησιάζει καί λέει στή μάνα «μήν κλαῖς» καί πιάνοντας τό χέρι τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ τοῦ δίνει πρόσταγμα ζωῆς.

Ἡ ἀπορία τοῦ πλήθους γίνεται ἔκπληξη ζωῆς. Ὁ νεκρός ἀνασταίνεται καί προσφέρεται ἀπό τόν νεκρεγέρτη Κύριο παρηγοριά καί στήριγμα στή χαροκαμένη μάνα του.

Τό μεγάλο θαῦμα μᾶς δίνει σήμερα τήν ἀφορ­μή νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα τῆς ἀνάστα­σης τῶν νεκρῶν. Νά δοῦμε: Τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ποῦ στηρίζεται ἡ πίστη της στήν ἀνάσταση, καί πῶς αὐτή θά πραγματο­ποιηθεῖ.

****

« Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι »

Συγκλονιστικές εἶναι οἱ στιγμές πού ὁ ἄνθρω­πος στέκεται στό χεῖλος ἑνός φρεσκοσκαμ­μένου τάφου καί ἀντικρύζει θαμπά, μέσα ἀπό τά δακρυ­σμένα μάτια του, κάποιο ἀγαπημένο πρό­σωπο νά θάπτεται μέσα στό χῶμα. Τήν ὥρα ἐκείνη βλέπει παντοῦ σκοτάδι καί ψάχνει ἀπελπι­σμένα νά βρεῖ κάποια ἀπάντηση στά τρομερά ἐρωτήματα, πού πνίγουν τήν ψυχή του.

Βρίσκεται ὅμως, ὑπάρχει ἀπάντηση;  Λύση στό φοβερό πρόβλημα τοῦ θανάτου, δέν μπόρεσε, ἀδελφοί μου, νά προσφέρει ποτέ κανείς, οὔτε φι­λόσοφος, οὔτε ἐπιστήμονας, οὔτε κάποιο σύστη­μα, οὔτε καί θρησκεία ἀκόμη.  Μόνο ὁ Χριστός μας φώτισε μέ τό ὑπερκόσμιο φῶς τῆς διδασκα­λίας Του τό σκοτεινό μυστήριο τοῦ θανάτου καί μόνο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μεταδίδει αὐτό τό ἀνα­στάσιμο φῶς διαμέσου τῶν αἰώνων.

          Αὐτό λοιπόν, πού μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι  τό τέλος, δέν σημαίνει ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου. Θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό μέν σῶμα παραδίδεται στή γῆ ἀπό τήν ὁποία προῆλθε καί διαλύεται· ἡ ψυχή ὅμως δέν χάνεται. Μεταφέρεται σέ ἄλλη σφαίρα ὑπάρ­ξεως, σέ ἄλλον κόσμο. Μεταφέρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνάλογα μέ τόν τρόπο, πού εἶχε ζήσει, προγεύεται εἴτε τόν Παράδεισο εἴτε τήν Κόλαση, καί περιμένει αὐτό πού ἀποτελεῖ τή μεγάλη ἐλπί­δα τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ἱερή της προσ­δοκία:  τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν μεγάλη καί ἐπιφα­νῆ, κατά τήν ὁποία  «ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθή­σονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις (Ἡσ.κστ´19). Θά ἀνα­στηθοῦν οἱ νεκροί καί θά σηκωθοῦν ὅσοι βρί­σκονται στά μνήματα. Θά ἀναστηθοῦν δηλαδή τά νεκρά σώματα, γιά νά ἑνωθοῦν καί πάλι μέ τίς ψυχές. Ὅταν λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφή         καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μιλᾶνε γιά ἀνάσταση νεκρῶν ἐννοοῦν τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Ὁ Ἅγ.Ἰ­ωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀνακεφαλαιώνοντας τή διδασκαλία τῶν μέχρι τήν ἐποχή του θεοφόρων Πατέρων, μᾶς λέ­γει ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀναφέ­ρε­ται στήν ἀνάστα­ση τῶν νεκρῶν σωμά­των. Διότι, λέει, ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύ­τερη ἀνόρ­θωση αὐτοῦ πού ἔχει πέσει· διότι, ἐρωτᾶ, πῶς θά ἀναστηθοῦν οἱ ψυ­χές, πού εἶναι ἀθά­νατες; Ἀνάσταση νεκρῶν, λοιπόν, σημαίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων.

****

          Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί τῆς μετοχῆς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἴπαμε πώς  ἀποτελεῖ, ἀγαπητοί μου, τό ὑπέρτατο ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας. Μιά τέτοια ὅμως ἀλήθεια ποῦ στηρί­ζεται; Ἀπό ποῦ δηλαδή ἀντλεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν βεβαιότητα, ὅτι αὐτό πράγματι θά συμβεῖ;

          Ἀναμφιβόλως ἡ ἀλήθεια, ὅτι «οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι» (Α´Κορ. ιε´52), εἶναι κάτι πού βεβαιώνεται σέ πάρα πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί μάλιστα ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ Κυρίου μας. Μιλώντας στούς Ἰουδαίους μετά τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ εἶπε καθαρά στούς ἀκροατές Του ὅτι «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ...» (Ἰω. ε´28-29). Ὅλοι  ὅσοι βρίσκονται μέχρι τότε στά μνήματα, θά ἀκούσουν τή φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού θά τούς διατάσσει νά ἀναστηθοῦν. Ὅμως τό ἀκλόνητο θεμέλιο, πάνω στό ὁποῖο εἶναι στερεωμένη αὐτή ἡ ἀλήθεια, εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων: ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου!

          Καί τοῦτο διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα γεγονός μοναδικό καί ἀσύληπτο: ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, ἐνίκησε γιά πάντα τό θάνατο. Τόν ἐνίκησε γιά πάντα, δι­ό­τι δέν μοιάζει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, μέ τίς ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν πού ὁ ἴδιος ἔκαμε. Ἀνάστησε τόν υἱό τῆς χήρας στή Ναΐν, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα, ἀλλά αὐτός ἀργότερα ξαναπέ­θανε. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν κόρη τοῦ Ἰαεί­ρου, τό ἴδιο καί μέ τόν φίλο τοῦ Χριστοῦ, τόν τετραήμερο Λάζαρο. Ὁ Χριστός ὅμως «ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ´9)· ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν πεθαίνει πλέον· ὁ θάνατος δέν ἔχει πιά ἐξουσία ἐπάνω του καί δέν μπορεῖ νά τόν κυριεύσει.

          Νά λοιπόν γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τό ἀκλόνητο θεμέλιο τῆς πίστεώς μας στή γενική ἀνάσταση. Διότι Ἐκεῖνος «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´Κορ. ιε´20), ἔγινε ἡ ἀπαρχή, ὁ πρώϊμος καρπός, τό προοίμιο, ἀλλά καί τό ἐχέγγυο, ὁ ἀρραβώνας καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.

******

          Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἕνα μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι θά γίνει δέν ξέρουμε ὅμως πῶς θά γίνει.

          Λίγα πράγματα μᾶς λέει πάνω σ᾽ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά γίνει, λέγει, ὅπως συμβαίνει μέ τά φυτά. Ρίχνει ὁ γεωργός τούς σπόρους στή γῆ αὐτοί σαπίζουν καί χάνονται. Ἔρχεται ὅμως ὥρα, πού ἀνασταί­νονται· καί ἀπό τόν κάθε σπόρο προέρχεται ὁλό­κληρο φυτό μέ πολλούς νέους σπόρους. Ἔτσι καί ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν: «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´Κορ. ιε´42). Τό νεκρό σῶμα σάν σπόρος πέφτει μέσα στόν τάφο σέ κατάσταση φθορᾶς, ἀνασταίνεται ὅμως σέ κατά­σταση ἀφθαρσίας.

          Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἀναφερό­μενος καί αὐτός στό σιτάρι πού σπείρεται, παρα­τηρεῖ ὅτι αὐτό πεθαίνει, σαπίζει καί γίνεται ἄχρηστο γιά φαγητό. Ἐν τούτοις ὅμως ὁ σπόρος πού σάπησε βλασταίνει «χλοερός», καί ἐ­νῶ ἔπεσε μικρός, φυτρώνει «κάλλιστος» πάρα πολύ ὄμορφος. Καί αὐτά τά σπέραμτα, συνεχί­ζει, ἔγι­ναν γιά νά τά χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς. Ἐάν λοιπόν αὐτά πού ἔγι­ναν γιά μᾶς, ζωοποιοῦνται «νεκρω­θέντα», ἐμεῖς γιά τούς ὁποίους ἔγιναν ἐ­κεῖνα, γιατί «νεκρω­θέντες οὐκ ἐγειρόμεθα»; Γιατί ὅταν πεθάνουμε νά μήν ἀνασταινόμαστε;

Θά ἀναστηθοῦν λοιπόν τά σώματά μας. Καί μάλιστα σέ κατάσταση ἀφθαρσίας. Καί ἀναλόγως μέ τή ζωή πού ἔζησε τό σῶμα τοῦ καθενός μας ἐδῶ στόν κόσμο, εἴτε θά λάμπει σάν τόν ἥλιο, γιά νά μετάσχει ὁ ὅλος ἄνθρωπος στήν αἰώνια Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, εἴτε θά εἶναι σκοτεινό σάν κάρ­βουνο στήν ἀξημέρωτη νύχτα τῆς Κολάσεως.

******

« Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι »

          Μπροστά σ᾽ αὐτό τό φοβερό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τῆς ἀνάστασης, ἄς γονατίσουμε, ἀδελφοί, μέ εὐλάβεια καί φόβο. Καί στραμμένοι πρός τήν ἀνατολή ἄς ὁμολογοῦμε κάθε στιγμή τό ἱερό ὕψιστο ὅραμα, πού σάν ἀκοίμητη φλόγα καί­ει μές στήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας μας: «Προσ­δο­κῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

          Νά προσδοκοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς καί νά ἑτοιμαζόμαστε. Διότι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας μᾶς  εἶναι ἄγνωστη. Καί  μή ξεχνᾶμε ὅτι στούς γάμους τοῦ νυμφίου μπῆ­καν οἱ παρθένοι πού ἦταν ἕτοι­μες καί εἶχαν στίς λαμπάδες τους λάδι. Καί στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἰσέλθουν ὅσοι ἔχουν «ἔλαιον» στίς λαμπάδες τους. Τό λάδι τῆς πνευ­ματικῆς θερμό­τητας, τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι ζοῦν ζωή ματανοίας καί θεοφιλοῦς ἀρετῆς Μή λησμονοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί, ὅτι ὀφείλουμε νά εἴμαστε σέ κάθε στιγμή ἕτοιμοι γιά τό τελικό ἅλμα. Τό ὁποῖο εἴθε νά μᾶς ὁδηγήσει ὅλους στόν ὁλόφωτο χῶρο τῆς θείας Βασιλείας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: