Προχθές αναχώρησε για την Ουράνια Βασιλεία ο αγαπητός μας Παναγιώτης Σπ.
Μαρτίνης.
Οι συζητήσεις μαζί του ήταν ευχάριστες, ωφέλιμες και δημιουργικές, διότι ήταν άτομο με ευρύ μυαλό και είχε απόψεις κρυστάλλινες σε πολλά εκκλησιαστικά, εθνικά και κοινωνικά θέματα. Τα λόγια του ήταν σοφά και μετρημένα και το βλέμμα του ήρεμο, που σε γέμιζε με σιγουριά και με γαλήνη. Έφυγε και άφησε σε όλους τους γνωστούς και φίλους, ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Δεν θα ξεχασθεί. Δεν θα τον ξεχάσουμε, γιατί το φως και η καλοσύνη που σκόρπισε με το πέρασμά του από τον πρόσκαιρο αυτόν κόσμο, δεν θα σβήσει ποτέ. Πάντα θα τον θυμόμαστε, θα τον μνημονεύουμε και θα τον αγαπούμε.
Στην μνήμη του αναδημοσιεύω το άρθρο αυτό, που φαίνεται η συμβολή του στην επανακομιδή του σήμερα τιμωμένου Αποστόλου Ανδρέα στον τόπο του Μαρτυρίου του στην Πάτρα από Ρώμη.
"Χρονικό της επιστροφής της Αγ. Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου"
“Ω Πρωτόκλητε Απόστολε, επικαλούμεθα την θείαν δύναμιν δια της οποίας η τιμιωτάτη Κάρα σου θα καταστή δυνατόν να επιστραφή εις τον θρόνο της... Ναι, θα αποκατασταθής... εις τον θρόνον Σου και θα στηριχθής εις αυτόν ως ελπιζομεν μέχρι συντελείας των αιώνων. ΥΠΟΣΧΟΜΕΘΑ προθύμως και μετά ζήλου να χρησιμοποιήσωμεν όλην την δύναμιν που απορρέει από την εξουσίαν μας μέχρις ότου ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΤΟ ΙΔΙΚΟΝ ΣΟΥ ΠΟΙΜΝΙΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΘΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΔΙΚΟΝ ΣΟΥ ΕΠΙΓΕΙΟΝ ΟΙΚΟΝ”.
Για την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης που έδωσε ο Πάπας Πίος Β΄, όταν στις 11 Απριλίου του 1462 παρελάμβανε “δια χειρός” του Έλληνα Καρδιναλίου Βησσαρίωνα τη σεπτή Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, ξεκίνησε μία σειρά διαπραγματεύσεων από τις εκκλησιαστικές και δημοτικές αρχές, τον τοπικό Τύπο και τις οργανώσεις της πόλεως προς την Αγία Έδρα, με σκοπό την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου στην πόλη του μαρτυρίου Του.
Ο Δήμαρχος Πάτρας, ο αείμνηστος Νικόλαος Βέτσος, “ως εντεταλμένος τοπικός άρχων”, όπως έγραψε στην επιστολή που έστειλε τον Απρίλιο του 1963 στον αείμνηστο Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, μετέφερε “το ιερώτατον και παλλαϊκόν αίτημα του χριστωνύμου των Πατρέων πλήθους, εν θεοσεβεία πολλή αιτουμένων... (την) απόδοσιν της ποθεινοτάτης ημίν Αποστολικής Κάρας”. Και στη συνέχεια συμπληρώνει: “Ο εξ ιδρώτος και μόχθου ευλαβεστάτων γενεών, πυργούμενος εις την πόλιν του Πρωτοκλήτου ναός, μέγας και περίλαμπρος... αναμένει την ποθεινήν του Αποστόλου, ως οικοδεσπότου, παλινόστησιν. Δια τούτο η ημέρα της αποδόσεως της τιμίας Εκείνης Κάρας έσεται ημέρα επιφανής τε και μεγαλώνυμος”. Και η επιστολή καταλήγει: “Εν ιερά και γλυκυτάτη τελούντες προσδοκία και την σεπτήν κατασπαζόμενοι δεξιάν της Υμετέρας Παναγιότητος, βαθυσεβάστως εξαιτούμεθα πλουσιοπαρόχους τας παρ΄ Αυτής ευλογίας και ευχάς.
Στις 11.7.1963 ο Δήμαρχος
θα στείλει και δεύτερη επιστολή του προς τον Καρδινάλιο Αυγουστίνο
Μπέα, Πρόεδρο της Γραμματείας για την ενότητα των χριστιανών, ο
οποίος τιμούσε και σεβόταν την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Εκεί,
μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής: “...Η άρτι προς Κύριον εκδημία
του αοιδήμου Πατρός Ιωάννου ΚΓ΄ εματαίωσε
το ταξίδιον της ταπεινότητος ημών, ότε και δια ζώσης επροτιθέμεθα
να υποβάλωμεν έκκλησιν τω Μακαριστώ Εκείνω Πατρί, περί της αποδόσεως
της τιμίας του Πολιούχου ημών Κάρας... και εξαιτούμεθα, όπως μεσιτεύσητε
και ευμοιρήσωμεν ειδικής ακροάσεως παρά τω νυν Προκαθημένω της
Καθολικής Εκκλησίας Αγιοτάτω Πατρί Παύλω τω ΣΤ’...”.
Στην απαντητική του επιστολή
(16-9-63) ο Καρδινάλιος Μπέα γράφει: “Κύριε Δήμαρχε,... Γνωρίζετε
πόσον ενδιαφέρομαι εις παν ό,τι δύναται να συντελέση εις την διάλυσιν των παρεξηγήσεων και να δημιουργήση
πλέον αδελφικήν ατμόσφαιραν μεταξύ των Χριστιανών. Δια τον λόγον
τούτον είχον αντιμετωπίσει μετά πολλής προσοχής την επιθυμίαν των
εν Πάτραις πιστών και είχον μεταδώσει ταύτην εις τον Πάπαν Ιωάννην
τον ΚΓ΄. Λόγω της ασθενείας του και του θανάτου δεν προωθήθη περισσότερον
η μελέτη του θέματος... Φρονώ ότι η ενδιαφέρουσα αυτή υπόθεσις
δέον να αντιμετωπισθή μετά πάσης ηρεμίας και εν ατμοσφαίρα γαλήνης...
Τούτο δεν σημαίνει διόλου ότι το σχέδιον αποτρέπεται, τουναντίον,
αλλά η σημασία, ην εις τούτο αποδίδομεν επιτάσσει όπως το χειρισθώμεν...
μετά της δεούσης εχεμυθείας...”.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1963
αποστέλλεται κι ένα “Ψήφισμα” προς τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ “της υπό
την προεδρίαν του Δημάρχου Ν. Βέτσου Επιτροπής της πόλεως των Πατρών”,
το οποίον αναφέρει: “..εκπροσωπούντες άπαντα τον Επιστημονικόν,
Υπαλληλικόν, Εμπορικόν και Εργατικόν κόσμον... ψηφίζομεν, όπως
δια παντός εις την διάθεσιν ημών μέσου... αναλάβωμεν ιερόν αγώνα
δια την επανακομιδήν του τιμιωτάτου Θησαυρού της πόλεων ημών...
εις την γην... ην Εκείνος ως κατοικίαν επίγειον επέλεξεν...”.
Ακολουθούν βεβαίως και άλλες επιστολές του Δημάρχου προς τον Πάπαν Παύλο ΣΤ΄, τον Καρδινάλιο Μπέα και προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τη μεσολάβηση του οποίου ζητούν στην επικείμενη συνάντησή του στα Ιεροσόλυμα με τον Πάπα.
Από εκκλησιαστικής πλευράς
η όλη αυτή διαδικασία κινείται αργά και με μεγάλη προσοχή! Σε επιστολή
που μου έστειλε στη Ρώμη, με ημερομηνία 24/12/63, ο τότε Πρωτοσύγκελλος
π. Ιερόθεος Τσαντίλης σημειώνει: “... το θέμα δεν τίθεται επισήμως,
διότι θέλομεν να προλάβωμεν απογοητεύσεις και ψυχρότητες, που θα
δημιουργηθούν οπωσδήποτε, εφ όσον το Βατικανόν αρνηθή να σεβασθή
τας υποσχέσεις και τους όρκους του και να ικανοποιήση το αίτημά
μας... Πρέπει το επίσημον διάβημά μας να έχη ελπίδαςαγαθάς επιτυχίας
και κατόπιν να ακολουθήσουν αι “διπλωματικαί” ενέργειαι”...”.
Αλλά και ο μακαριστός Μητροπολίτης
Κωνσταντίνος σε δική του επιστολή
(17/2/64), επίσης, δικαιολογεί αυτή την καθυστέρηση, όταν γράφει:
“... Εγώ δεν εκινήθην ενωρίτερον και δεν έγραψα όπου δει αυτόθι
δια το ζήτημά μας... είχον την γνώμην ότι ο άγιος Πατήρ έπρεπε να μην
είναι απησχολημένος με όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα (εννοεί την
Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και την συνάντηση με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα),
δια να του δοθή η ευκαιρία να ασχοληθή μετ΄ ιδιαιτέρας προσοχής δια
το ζήτημά μας...”.
Ήμουν στη Ρώμη για μεταπτυχιακές
σπουδές, όταν έστειλα στη Μητρόπολη Πατρών μια διαφάνεια (slide), της
λειψανοθήκης με την σεπτή Κάρα του Αγίου Ανδρέου. Το γεγονός θεωρείται
σημαντικό και ο Πρωτοσύγκελλος μου έγραψε σε επιστολή του με ημερομηνία
6/12/63: “Φρονώ ότι δια πρώτην φοράν έφθασε εις Ελλάδα φωτογραφία,
ως αυτή που μου εσωκλείσατε... δυστυχώς αι πληροφορίαι μας γύρω από
το ιερόν κειμήλιόν μας είναι ασαφείς και σκοτειναί...”.
Σε άλλη του επιστολή
(16-12-63) ο τότε Πρωτοσύγκελλος γράφει: “...Κυρίως πρέπει να γίνει αντιληπτόν
ότι υπάρχει χρέος τηρήσεως των υποσχέσεων. Αυτό πρώτον και ακολούθως
ότι τοιαύτη ενέργεια θα έχη αγαθοτάτην επίδρασιν εις τας σχέσεις
των δύο Εκκλησιών...”.
Όταν σε επιστολή μου
(10-1-64) εκφράζω κάποια αισιοδοξία για την απήχηση όλων αυτών των
μηνυμάτων στους κύκλους του Βατικανού, έρχεται η απάντηση: “Δύνασαι
να φαντασθής πόση χαρά μας έδωσαν οι πληροφορίες σου σχετικά με τον
Πολιούχον μας... Ο Σεβασμιώτατος αποφασίζει να γράψη μάλλον εις Καρδινάλιον
Bea...”.
Και πράγματι μέσα σ΄ ένα ευνοϊκό
κλίμα, έχει ήδη πραγματοποιηθεί και η συνάντηση του Πατριάρχου Αθηναγόρα
με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος έστειλε στον Καρδινάλιο
Μπέα την με ημερομηνία 20-2-64 επιστολή του. Σε αυτήν μεταξύ άλλων
αναφέρονται και τα εξής: “Εκλαμπρότατε,... ενθαρρυνόμενοι από
τας συγκινητικάς εκδηλώσεις της Υμετέρας Ευγενείας προς τας πολυπαθείς
Ορθοδόξους Εκκλησίας της Ανατολής, προαγόμεθα να φέρωμεν ενώπιον
Υμών και δι Υμών ενώπιον του Αγίου Πατρός Πάπα Παύλου ΣΤ΄ το θέμα, το
οποίον... κατακαίει τα στήθη ου μόνον των πιστών της Αποστολικής ημών
πόλεως, αλλ΄ ολοκλήρου του Ελληνορθοδόξου
πληρώματος. Πρόκειται δια το θέμα της επιστροφής της Τιμίας Κάρας
του Πρωτοκλήτου... εις την πόλιν ημών...”.
Η απάντηση του Καρδιναλίου
Μπέα, αν και ήλθε με καθυστέρηση, δημιούργησε αισθήματα αισιοδοξίας.
Σημειώνει ο π. Ιερόθεος: “Τα τελευταία νέα είναι “πολύ” ευχάριστα.
Εις το πρώτον γράμμα ο Καρδινάλιος ...άφηνε ελπίδες. Εις το δεύτερον
30/4 ανακοίνωσε εις τον Σεβασμιώτατον ότι θα έλθει εις Αθήνας ο Αρχ.
Βίλλεμπρανς και ο αιδ. π.Π. Ντυμπρέ, για να συζητήσουν μαζί τούτο όλον
θέμα, το οποίον ήδη “εξητάσθη ευμενώς”... Ήδη ετηλεγράφησε ο Σεβασμιώτατος
ότι “έμπλεως χαράς” αποδέχεται την συνάντησιν... φαίνεται ότι εκπληρούται
βουλή του Θεού...”.
Τέλος, ο Σεβασμιώτατος
Κωνσταντίνος στις πασχαλινές ευχές του (10-5-64) μου γράφει: “Το ζήτημα
της σεπτής Κάρας του Πολιούχου ημών Αγ. Ανδρέου, χάριτι Κυρίου και
δυνάμει του Αγ. Αποστόλου, βαίνει αισίως. Παρακολούθει και συ μετά
προσοχής και συνέσεως απ αυτού και
ίσως να πληροφορηθής από αυτού ή απ΄ εδώ ευχάριστα νέα”.
Και τα ευχάριστα νέα, ίσως
με κάποια καθυστέρηση και με μεγάλη μυστικότητα έφθασαν: “...ανηγγέλθη
την 22ην μηνός Ιουνίου ε.ε. υπό του Πάπα της Ρώμης, ότι η εν Ρώμη Βασιλική
του Αγίου Πέτρου θα αποδώση εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν,
εις ένδειξιν φιλίας, πολύτιμον λείψανον, την Κάραν του Αγίου Ανδρέου...”.
“Το πασχαλινόν άγγελμα της επανακομιδής της τιμιωτάτης Κάρας του πολιούχου μας, το επανηγυρίσαμε εις την πόλιν μας” σημειώνει σε επιστολή του (31-7-64) ο Πρωτοσύγκελλος. Και συνεχίζει: “Αι εκδηλώσεις ήσαν αυθόρμητοι και συγκινητικαί. Την ημέραν 25ης Ιουνίου οι κώδωνες των Εκκλησιών ηχούν χαρμοσύνως αγγέλλουσαι αυτό το μέγα Δώρον...”.
Στο διάγγελμά του “προς τον ευσεβή
χριστιανικόν λάον των Πατρών” ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, αφού εκφράζει
“ολοκαρδίους ευχαριστίας και αίνον δοξολογίας... εις τον επουράνιον
της Εκκλησίας Δομήτορα”, ευχαριστίας στον Τύπο και στην Δημοτική
αρχή, που “συνετέλεσαν ώστε ευμενώς να εξετασθή το αίτημα ημών,
“... τον δεξιώς κυβερνώντα την αδελφήν Δυτικήν Εκκλησίαν Αγιώτατον
Πάπα Ρώμης Παύλον ΣΤ΄...”, επιλέγει: “... ας προσπαθήσωμεν να διαφυλάξωμεν
την ιεράν ταύτην παρακαταθήκην... αλύμαντον και ασινή εις το διηνεκές
και μέχρι της συντελείας των αιώνων”.
Επίσης, ευχαριστίες εκφράζει και ο Δήμαρχος Ν. Βέτσος στον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και στον Καρδινάλιο Μπέα “... οίτινες ουδόλως επαύσαντο ενδιαφερόμενοι δια την απόδοσιν της Τιμίας Κάρας του Πρωτοκλήτου εις την γην του μαρτυρίου Αυτού”.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1964 έφθασε στη Ρώμη η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών, υπό τον Πρωτοσύγκελλο Ιερόθεο Τσαντίλη, για να συνοδεύσει την Τιμία Κάρα του Πρωτοκλήτου στην πόλη του μαρτυρίου Του, όπου αντιπροσωπεία του Βατικανού, υπό τον Καρδινάλιο Μπέα, την μετέφερε και την παρέδωσε στον Μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο, που την ανέμενε στην πλατεία “Τριών Συμμάχων” με την παρουσία πλειάδας Ιεραρχών, του ιερού κλήρου, των Αρχών και του πιστού λαού του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου