Κυριακή Ι' Λουκά
Το ανάστημα κάθε ανθρώπου
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Μια γυναίκα άρρωστη και
καμπουριασμένη και ένας άνδρας υγιής και ευθυτενής.
Ένας από θέση ισχύος και άνεσης
και μία σε ανυπόληπτη θέση και αναγκεμένη. Ένα πρόσωπο βιτρίνας και ένα πρόσωπο
παρασκηνίων. Κάποιος που προβάλλεται "πατώντας" στο ύψος της θέσης
του και μια γυναίκα που αποφεύγει την δημόσια "έκθεσή" της από τον
φόβο της απόρριψης. Ένας επίσημος και κάποια από την ... πλέμπα! Αυτή είναι η
εικόνα που προβάλλεται ενώπιον μας από το μικρό αυτό κομμάτι του κατά Λουκάν Ευαγγελίου
(Λουκ. 13, 10-17).
Μια συνάντηση ανθρώπων εν χρόνῳ (Σάββατο) και εν τόπῳ (Συναγωγή) με πρωταγωνιστές: τον Χριστό, έναν "παπά" και μια άρρωστη γυναίκα. Επαναλαμβάνεται και εδώ αυτό που είναι πανθρωπίνως ισχύον, ότι πάντοτε κάθε άνθρωπος έχει τρία επίπεδα σχέσεων: α. με τον εαυτό του· β. με τον διπλανό του· και γ. με τον Θεό.
Ας δούμε όμως κάθε μία χωριστά
τις... πλευρές του τριγώνου!
i. Ο εαυτός μας.
Γεννιόμαστε σε μια εποχή και σε
ένα σπίτι που φυσικά δεν το διαλέξαμε! Εισπνέουμε είτε «καθαρό οξυγόνο» είτε...
«μονοξείδιο του άνθρακα» θανατηφόρο. Είμαστε μέσα στην ρόδα του μυστηρίου της
ζωής. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας κρίση, πρέπει να μπορέσουμε να διακρίνουμε το
άρρωστο από το υγιές, το αληθινό από το ψεύτικο, το καλό απ’ το κακό. Και αυτά
όχι για τους άλλους αλλά στον εαυτό μας. Έτσι πρέπει. Αν γίνεται έτσι, είναι
ένα άλλο τεράστιο θέμα. Ο Θεός μας προίκισε με δυνάμεις, σε εμάς μένει σε τίνος
την υπηρεσία θα τις υποτάξουμε. Στην δουλεία της εγωκεντρικής
αυτοαναφορικότητας τους (με την αυταπάτη της αυτοπροστασίας και ευτυχίας...) ή
στην θυσιαστική ελευθερία που δεν φοβάται να περπατήσει... μήπως πέσει! Ούτε
φοβάται να απλώσει το χέρι σε επικοινωνία, μήπως και... καεί.
Οι ψυχικές δυνάμεις που μας έδωσε
ο Θεός είναι σαν τον σπόρο που αν δεν βλαστήσει θα σαπίσει. Όταν αξιολογήσουμε
τον εαυτό μας, σαν δούλο του Θεού και αγωνιστούμε να αγαπήσουμε με την καρδιά
μας το θέλημα Του (πολλές φορές έστω και με διψυχία...) σιγά-σιγά το τοπίο της
ψυχής μας θα γίνεται σαφέστερο και η γκριζάδα, που όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε,
θα αυξάνει το λευκό της και θα γίνεται ανακουφίστηκα διαυγής. Θα μάθουμε στην
πράξη ότι κουβαλάμε και τον άγγελο και το κτήνος και ότι πρέπει με την τήρηση
του θελήματος του Θεού, ούτε ψευδεπίγραφοι άγγελοι (αγγελισμό) να καταλήξουμε,
ούτε αποκτηνωμένες υπάρξεις να καταντήσουμε, αλλά να ‘μαστε άνθρωποι και να
γίνουμε υιοί του Θεού.
ii. Ο διπλανός μας.
Έχουμε στα χέρια μας μόνον τον
εαυτό μας. Αυτόν και μόνον κατέχουμε και άρα αυτόν και μόνο μπορούμε να
αλλάξουμε! Ο διπλανός μας υπάρχει ως διπλή πιθανότητα, να έχει στοιχεία
χαρακτήρος γοητευτικά ωραία και σωστά, αλλά μπορεί και να είναι
"παληοχαρακτήρας" όπως λέμε και η σχέση μαζί του να είναι γεμάτη
δυσκολίες. Υπάρχει όμως και η τραγική για μας πιθανότητα εμείς να τον βλέπουμε
έτσι λόγω των δικό μας προβληματικών δεδομένων. Πόσο σκεφτόμαστε ως πιθανό ένα
τέτοιο ενδεχόμενο; Σχεδόν το αποκλείουμε... ταπεινότατα! Και όμως υπάρχει.
Ατυχώς δεν βλέπουμε τον κόσμο όπως αυτός είναι, αλλά όπως εμείς είμαστε.
Αν αυτό δεν το αποδεχτούμε θα
τυραννιόμαστε πιστεύοντας ότι μας φταίνε οι άλλοι στο να... αγιάσουμε! Ο
αρχισυνάγωγος δεν αγαπούσε κανέναν και αντί να χαρεί με τη θεραπεία της
συγκύπτουσας βλέπει στραβά την εντολή του Σαββάτου. Οι εντολές του Θεού
δεν είναι απαγορεύσεις αλλά προσδιορισμός τρόπου ζωής και μέθοδος να βγει
κανείς από τον κακό του εαυτό. Φυσικά είναι άλλο πράγμα να ξέρει την
αλήθεια και άλλο πράγμα το να την κάνει ποιότητα ζωής. Το μετρό κατανόησης και
αποδοχής των άλλων, είναι και φανερώνει, το μετρό αυτογνωσίας. Όταν δεν
κατανοούμε τις δυσκολίες των άλλων, δεν έχουμε δουλέψει με τον εαυτό μας. Όταν
απορρίπτουμε τους άλλους, το κάνουμε θέλοντας να προλάβουμε την απόρριψη για
μας εκ μέρους των άλλων. Είμαστε τελικά... αυτό που φοβόμαστε μήπως είμαστε!
Άβυσσος... άβυσσον επικαλείται.
Ο αρχισυνάγωγος διαμαρτύρεται
γιατί βλέπει μπροστά του την φροντίδα του Χριστού για ένα πρόσωπο του δικού του
ποιμνίου, με το οποίο ίσως αυτός. ούτε καν ασχολιόταν. Φαντάζεται ότι πρέπει να
προστατεύσει το κύρος του νόμου του Θεού, ενώ πρέπει να διδάξει, με την
ποιότητα των τρόπων του, τους καρπούς του νόμου του Θεού. Αν με το νόμο του
Θεού διαρκώς στα χείλη η καρδιά δεν αλλάζει, τότε αντί για νομοδιδάσκαλοι,
είμαστε... δαιμονικά τέκνα!
Η διδασκαλία της Εκκλησίας λέει
ότι η σωτηρία έρχεται από τον αδερφό και αν «είδες τον αδερφό σου, είδες Κύριο
τον Θεό σου». Αυτό σημαίνει ότι ο άλλος (με την... όποια ποιότητα) είναι η μόνη
σίγουρη οδός θεογνωσίας, αφού μας δίνει την "ευκαιρία" αυτογνωσίας
και άρα διορθώσεως. Είναι δηλαδή ευεργέτης μας. Όταν το καταλάβουμε αυτό θα τον
αγαπήσουμε απλά και ειλικρινά εξ όλης καρδιάς.
iii. Με τον Θεό.
Μια σχέση πολύ σύνθετη και με...
αναταράξεις! Η εμπιστοσύνη-πίστη στον Θεό, γεννιέται συνήθως στο οικογενειακό
περιβάλλον ή πεθαίνει από αυτό, αφού στο σπίτι μας μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε
ολοκάρδια ή... να φοβόμαστε... τους μεγαλύτερους! Αν υπάρξει υγιής ψυχισμός,
ατμόσφαιρα ελευθερίας και αγάπης, τότε γίνεται αυτονόητη η εμπιστοσύνη. Πίστη
σημαίνει εμπιστοσύνη.
Η συγκύπτουσα εμπιστεύεται και
αγαπάει. Βρίσκεται σε δεινή σωματική κατάσταση αλλά αυτό δεν την γεμίζει ταραχή
και εκνευρισμό. Ξέρει ότι το μυστήριο της ζωής είναι απόκρυφο, δεν είναι ορατό,
πολύ περισσότερο κατανοητό, με μια ματιά και δύο σκέψεις, όσο οξυδερκές και αν
είναι το μάτι και όσο οξύνους και αν είναι ο άνθρωπος. "Χίλια" θέματα
μάς ξεπερνάνε. Το μεγαλύτερο εμπόδιο σχέσεως με τον Θεό είναι η μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό μας. Αν είμαι τόσο μεγάλος (όχι βεβαίως πράγματι αλλά φαντασία!) τι
χρειάζομαι τον Θεό; «Πλούσιος εἰμί καί πεπλούτηκα καί οὐδενός (και αρσενικό και
ουδέτερο το οὐδενός) χρείαν ἔχω...». Ούτε του Θεού!!
Από τέτοιες αυταπάτες ατυχώς
μόνον με οδύνη απαλλάσσεται ο άνθρωπος. Η συγκύπτουσα έχει οδύνη αλλά όχι
αυταπάτες. Ο χώρος προσευχής, τής ήταν καταφύγιο. Όχι ιδεών, αλλά συνθηκών. Δεν
έψαχνε να βρει το "γιατί", έψαχνε δύναμη να αντιμετωπίσει την οδύνη.
Δεν πήγε να θεραπευθεί αλλά να προσευχηθεί. Η θεραπεία ήρθε την ώρα της
προσευχής. Η σχέση με τον Θεό απαρτίζεται από το δίπολο: εμπιστοσύνη-προσευχή.
Η εμπιστοσύνη γεννάει την τήρηση των εντολών του Θεού και η προσευχή είναι
έκφραση της σχέσεως.
Στο μυστήριο του Ευχελαίου μία
προσευχή απευθύνεται στο Χριστό λέγοντάς του: «Σύ, ὁ ἰώμενος τά συντρίμματα τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν» και στις Διαταγές των Αποστόλων παρουσιάζεται ο
Θεός να λέει: «Ἐπιστράφητε υἱοί ἀφεστηκότες, κἀγώ ἰάσομαι τά συντρίμματα ὑμῶν».
«Επιστρέψτε, παιδιά μου, όσοι φύγατε μακριά μου και εγώ θα γιατρέψω τα τραύματα
σας».
Λοιπόν, ας επιστρέψουμε, ώστε να γιατρευτούν
τα τραύματα μας. Ας αγαπήσουμε τον... αρχισυνάγωγο, που δεν μας καταλαβαίνει,
και τότε ο Θεός θα μας θεραπεύσει από την... κύφωσή μας, που δεν μας αφήνει (η
πνευματική μας κύφωση) να δούμε τα πρόσωπα: Του Πατέρα μας και των αδερφών
μας!!
ΚΔ’ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κεφ. Β'14-22
Aδελφοί,
14ἡ εἰρήνη μας εἶναι
ὁ Χριστός. Αὐτός ἔνωσε τά δύο σέ ἕνα. Αὐτός γκρέμισε τόν μεσότοιχο, τό τεῖχος
πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό. Αὐτός σταμάτησε τήν ἔχθρα. Αὐτός τότε πού πέθανε
στόν Σταυρό σωματικά, 15κατάργησε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
καί τίς διατάξεις της, καί ἔκανε οἱ δύο (τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους) νά
γίνουν ἕνα· σάν νά ἦταν ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος· τούς ἔνωσε στόν ἑαυτό του
καί τούς ἔκανε νά ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη. 16Τούς συμφιλίωσε,
τούς ἔκανε ἀπό δύο ἕνα σῶμα, μέ τόν θάνατό του στόν Σταυρό. Γιατί μέ τόν Σταυρό
του σκότωσε τήν ἔχθρα. 17Καί ἦλθε καί κήρυξε τήν εἰρήνη αὐτή,
καί σέ σᾶς πού πρῶτα ἤσασταν μακρυά του καί σέ ἐκείνους πού ἦσαν κοντά του.
18Καί ἀπό τότε καί οἱ
δύο, κοντά στόν Πατέρα πηγαίνουμε μόνο ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο πού μᾶς
δείχνει τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα. 19Λοιπόν, τώρα δέν εἴστε πιά ξένοι·
δέν εἶστε περαστικοί· εἶστε συμπολίτες μέ τούς Ἁγίους καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. 20Ναί
αὐτό εἶστε, ὅταν προσφέρετε τόν ἑαυτό σας, καί ״οἰκοδομεῖσθε״ πάνω στό θεμέλιο
τῶν Ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν στό ὁποῖο ἀκρογωνιαῖος λίθος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς
Χριστός,21 στόν ὁποῖον ὅταν συναρμολογηθῆ ἡ ὅλη οἰκοδομή,
γίνεται Ναός ἅγιος τοῦ Θεοῦ.
22Σ᾽ αὐτόν τόν Ναό,
φροντῖστε νά οἰκοδομηθεῖτε καί ὅλοι ἐσεῖς, γιά νά γίνετε ὁ καθένας σας
κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ πνευματικό.-
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (ιγ'10-17)
Tόν καιρό ἐκεῖνο,
κάποιο Σάββατο, ὁ Ἰησοῦς δίδασκε σέ κάποια συναγωγή. Ἐκεῖ βρισκόταν καί μιά
γυναίκα, δεκαοκτώ χρόνια ἄρρωστη ἀπό δαιμονικό πνεῦμα. Ἦταν κυρτωμένη καί
δέν μποροῦσε καθόλου νά ἰσιώσει τό σῶμα της. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τή φώναξε
καί τῆς εἶπε: "Κυρία, ἀπαλλάσσεσαι ἀπό τήν ἀρρώστια σου". Ἔβαλε πάνω
της τά χέρια Του, καί ἀμέσως ἐκείνη ὀρθώθηκε καί δόξαζε τό Θεό.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος
πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τή θεραπεία τό Σάββατο, γύρισε στό πλῆθος καί εἶπε: "Ὑπάρχουν
ἕξι μέρες πού ἐπιτρέπεται νά ἐργάζεται κανείς· μέσα σ' αὐτές, λοιπόν, νά ἔρχεστε
καί νά θεραπεύεστε, καί ὄχι τό Σάββατο". Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: "Ὑποκριτή!
Ὁ καθένας σας δέ λύνει τό βόδι του ἤ τό γαϊδούρι του ἀπό τό παχνί τό Σάββατο
καί πάει νά τό ποτίσει; Κι αὐτή, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, καί ὁ σατανάς
τήν εἶχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθεῖ ἀπ' αὐτά τά δεσμά, τό
Σάββατο";
Μέ τά λόγια του αὐτά ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του κι ὁ κόσμος ἔχαιρε γιά ὅλα τά θαυμαστά πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου