Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Από την ποιμαντική αυτογνωσία στην ποιμαντική ετερογνωσία- Ανάγκη επανεύρεσης του αυθεντικού ασκητικού πνεύματος και του ασκητικού βιώματος - π. Χριστοφόρου Χρόνη

Από την ποιμαντική αυτογνωσία στην ποιμαντική ετερογνωσία- Ανάγκη επανεύρεσης του αυθεντικού ασκητικού πνεύματος και του ασκητικού βιώματος

 
Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη
Κληρικού Ι. Μ. Αιτωλίας κ΄ Ακαρνανίας 
(Δρ. Θεολογίας-Μ.Α Φιλοσοφίας)
 
1
        Όλα τα μέλη της μητέρας Εκκλησίας είναι δεκτικά του ποιμαντικού της έργου. Ο κάθε βαπτισμένος χριστιανός, νέος, μεσήλικας και ηλικιωμένος έχει κληθεί να συνεισφέρει στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι ξεκάθαρη στο σημείο αυτό: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν…».[1]

        Το εκκλησιαστικό ποιμαντικό έργο δεν είναι απλά ένας μαραθώνιος, αλλά είναι ένας υπερμαραθώνιος και για να τον διατρέξει κάποιος είναι απαραίτητο να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος. Η ποιμαντική αυτογνωσία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ποιμαντική ετερογνωσία. Αν δεν ποιμάνουμε πρώτα τον εαυτό μας είναι αδύνατο να ποιμάνουμε τον πλησίον. Ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα είναι πάντα διαχρονικός. Για να φωτίσουμε, πρέπει να φωτισθούμε. Για να αγιάσουμε, πρέπει να αγιασθούμε.[2] Αλλιώς, κι’ εμείς θα αποτύχουμε στην ποιμαντική μας προσπάθεια και συγχρόνως θα βλάψουμε τον ποιμαινόμενο.[3]  Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε την ανάγκη της επανεύρεσης του χαμένου ασκητικού πνεύματος και βιώματος, τα οποία χάθηκαν, συνθλιβόμενα από τις συμπληγάδες της ευμάρειας-ευημερίας και του ευδαιμονισμού. Βέβαια η λέξη ασκητισμός σήμερα προκαλεί θυμηδία και εμπερικλείει την έννοια του παραλόγου, όχι όμως με την απέλπιδα μορφής της. Ζωή χωρίς πνευματικό αγώνα, χωρίς άσκηση, είναι βασανιστική, αφού δεν ξέρεις αν πρέπει να ελπίζεις ή να είσαι ανέλπιδος.

        Αυτή η ζωή θυμίζει έντονα το αδιέξοδο που οδηγούνται οι δύο ήρωες-ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν-της τραγικοκωμωδίας του Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό,[4] όταν συναντιούνται κοντά σε ένα δέντρο και περιμένουν κάποιον κύριο ονόματι Γκοντό, που δεν έρχεται. Τους παραγγέλνει όμως, με ένα αγόρι, ότι οπωσδήποτε θα έρθει αύριο. Την επομένη, παρότι οι δύο τον περιμένουν, τους παραγγέλνει ότι θα έρθει την επομένη. Κάθε βράδυ ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν ελπίζουν ότι θα έρθει ο Γκοντό, αλλά ο Γκοντό δεν έρχεται και απελπίζονται. Μπροστά στο αδιέξοδο που τους οδηγεί η ισοσθένεια της ελπίδας και της απελπισίας, αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν. Να κρεμασθούν από το δέντρο. Αλλά και αυτό αδυνατούν να το κάνουν, αφού έχουν για σκοινί μόνο τη ζώνη του ενός, που προφανώς δεν φτάνει και για τους δύο να αυτοκτονήσουν. Έτσι ζούμε πολλοί άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε και στο τέλος αφήνουμε να μας διαφεύγει, χωρίς να την απολαύσουμε, η ζωή μας.[5]

         Να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η άσκηση, και ιδιαίτερα η άσκηση των αρετών, δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αλλά ένα μέσο για να φτάσουμε στο σκοπό της ζωής μας, στην αλήθεια, στην αυτοαλήθεια, στον Κύριο Ιησού Χριστό.[6] Αυτό που χρειάζεται είναι η αλήθεια και όχι η αρετή. Είναι συγκλονιστική η θέση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, «ὅτι διὰ τὴν ἀλήθειάν ἐστιν ἡ ἀρετὴ ἀλλ' οὐ διὰ τὴν ἀρετὴν ἡ ἀλήθεια».[7] Η αρετή είναι άσκηση που υπηρετεί την πραγμάτωση της αλήθειας, διότι αν η αρετή γίνει αυτοσκοπός, τότε ο άνθρωπος εγκλωβίζεται σε μια κατάσταση ατομικής αυτάρκειας και ψυχολογικού βολέματος. Η αναζήτηση της αλήθειας διώχνει την κενοδοξία ενώ η επιφανειακή άσκηση των αρετών οδηγεί στην κενοδοξία: «Ὅθεν ὁ διὰ τὴν ἀλήθειαν πράττων τὴν ἀρετὴν κενοδοξίας οὐ τιτρώσκεται βέλεσιν, ὁ δὲ τὴν ἀλήθειαν ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτηδεύων σύνοικον ἔχει τῆς κενοδοξίας τὴν οἴησιν».[8]

 

2
         Ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει μια παράδοξη ασυνείδητη αντίφαση. Ενώ είναι υπερβολικά κοινωνικός, στην ουσία φεύγει μακριά από τους ανθρώπους, δεν τους αγαπάει πραγματικά, αλλά τους βλέπει ως μέσο για την ικανοποίηση των ιδιοτελών του σκοπών. Ο άλλος είναι ο χειροκροτητής του, ο υπηρέτης του, ο τροφοδότης του. Ο ασκητής χριστιανός, μέσω της μόνωσης, φεύγει και αυτός μακριά (τροπικά-όχι τοπικά) από τους ανθρώπους, όχι επειδή τους μισεί, αλλά επειδή επιθυμεί να τους αγαπήσει απροϋπόθετα, γιατί και ο Χριστός μας αγαπάει με μια μυστηριώδη απροϋπόθετη αγάπη.[9] Για να μπορέσει ο ασκητής να φτάσει στην αγάπη αυτή, οφείλει να καθαρίσει την καρδιά και το νου του από πάθη και αμαρτίες, αφού μόνο ένας φωτισμένος νους και μια καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκό έρωτα μπορεί να αγαπήσει γνήσια τον πλησίον, φτάνοντας μέχρι την αυτοθυσία. Με τη μόνωση ο ασκητής γνωρίζει τον εαυτό του και ακολούθως γνωρίζει τον αδερφό του. Από την αυτογνωσία μεταβαίνει στην ετερογνωσία. Η αντίστροφη πορεία είναι καταστροφική.

         Έτσι φτάνουμε σε ένα ασκητικό παράλογο, μία αντιφατική ψυχολογική και πνευματική συμπεριφορά. Ενώ από τη μία ο σύγχρονος άνθρωπος καυχάται για την κοινωνικότητά του, στην ουσία βιώνει μια εσωτερική ανισορροπία, αφού δεν μπορεί να υπερβεί την ατομικότητά του και να αγαπήσει, από την άλλη ο ασκητής, παρότι ζει τροπικά «μακριά» από το κοινωνικό σύνολο, εντούτοις είναι ισορροπημένος, αγαπάει τον αδερφό του, αφού έχει υπερβεί την ατομικότητά του, μέσα από το φωτισμένο νου και την καρδιά, που απέκτησε με την ασκητική του βιωτή.

        Ο ασκητής χριστιανός δεν είναι αντικοινωνικός. Η ηθελημένη μόνωσή του δεν είναι αποτέλεσμα της υπεροψίας, της αποστροφής ή της υποτίμησης της κοινωνικής ζωής, αλλά ένα εξωτερικό ένδυμα που καλύπτει και διαφυλάττει μία καταπληκτική εσωτερική πνευματική ομορφιά.[10]

        Η ηθελημένη ασκητική μόνωση δεν είναι ένα καπρίτσιο, μια ιδιοτροπία ή ένας οργανωμένος τρόπος συμπεριφοράς ανάλογος του δανδισμού. Ο ασκητικός άνθρωπος δεν είναι ένας δανδής. Ο δανδισμός διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα σε οργανωμένο τρόπο συμπεριφοράς, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η υπέρμετρη επιμέλεια της εμφάνισης των οπαδών του –η σχολαστική φροντίδα για  την καθαριότητα, το χτένισμα και τα ρούχα τους. Η εμμονή αυτή των οπαδών του δανδισμού στην εμφάνισή τους παρεξηγήθηκε, με αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί η εικόνα τους, και δανδής, πλέον, στην δημώδη, στην τρέχουσα σημασία του, να σημαίνει ένα πρόσωπο χωρίς κανένα βάθος, κενό, ένα πρόσωπο που, στερούμενο οποιουδήποτε –πνευματικού, ηθικού, καλλιτεχνικού ή άλλου ανάλογου– χαρίσματος,  ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εμφάνισή του, την οποία μεταχειρίζεται σαν όχημα για να επιπλεύσει στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, όμως, η αδιάλειπτη επιμονή του δανδή στην κομψότητα δεν αποσκοπεί  στην ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του. Είναι ένα στρατήγημα διάσωσής του. Ένας δανδής, όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ ή ο δικός μας Ναπολέων Λαπαθιώτης, κατασκευάζοντας το άψογο παρουσιαστικό του, επινοεί μια εικόνα κάτω από την οποία υφίσταται ο πραγματικός εαυτός του. Υπάρχει διττώς: ως ένα επιτηδευμένο, επινοημένο πρόσωπο, που το πλήθος βάζει στο στόχαστρό του, και ως ένα ανεπιτήδευτο πρόσωπο, που ο ίδιος το τυλίγει επιμελώς και το συγκαλύπτει με την επιτηδευμένη προβολή του. Προκαλώντας την καταδίκη του βάσει των πλαστών στοιχείων που ο ίδιος προβάλλει, επιτρέπει στον εαυτό του να μένει αλώβητος, δίνοντας απλώς την ψευδαίσθηση στους άλλους ότι τον έχουν εξουθενώσει. Εξ ου και η υπεροψία του απέναντι στις χυδαίες επιθέσεις του πλήθους.[11] Ο ασκητής ποτέ δεν είναι υπερόπτης, αλλά ταπεινός, αφού πιστεύει απόλυτα ότι οι άλλοι είναι άγιοι και θα σωθούν, ενώ μόνο αυτός θα κατακριθεί.

3
         Ο σύγχρονος τεχνολογικά άνθρωπος είναι έρμαιο του θορύβου και ο θόρυβος, αποδεδειγμένα, διαταράσσει την ψυχική υγεία. Ο θόρυβος αντιμάχεται την εσωτερικότητα και την προσοχή του νου. Ο θόρυβος παρασύρει τον άνθρωπο στη φλυαρία και στην ανούσια εξωστρέφεια με αποτέλεσμα στον εσωτερικό του κόσμο να κυριαρχεί μια εκκωφαντική σιωπή. Από την άλλη, ο ασκών την σιωπή ασκητής, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι αδιάφορος, αδρανής, νωχελικός. Η ηθελημένη σιωπή προφυλάσσει από την πολυλογία και την αργολογία. Οι σιωπηλοί άνθρωποι μιλούν με τη σοβαρή σιωπή τους. Δεν μιλούν, όχι γιατί δεν γνωρίζουν να μιλήσουν, όχι από κρυφή οίηση ότι δεν συμμετέχουν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις, αλλά από την ταπεινή αίσθηση ότι δεν έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Έτσι απλά σιωπούν. Όταν μάλιστα μιλούν, καταθέτουν λόγο μεστό περιεχομένου. Και στο σημείο αυτό παραμένει διαχρονικός ο λόγος του αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Στόμα σιωπηλό ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού». Εξαιρετικά παρήγορο σε μια εποχή όπου φθίνει η ενεργής ακρόαση και κυριαρχεί η ακατάσχετη λογοδιάρροια.[12]

        Ο μεγάλος ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής Καρλ Γιούνγκ, έδειξε ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από το προσωπείο, ένα πρόσωπο δηλ. που καλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο. Το προσωπείο είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός που προστατεύει τον άνθρωπο από τον κίνδυνο να συγκρουσθεί με την πραγματικότητα. Είναι διαπιστωμένο ότι πολλοί χριστιανοί καταλήγουν να είναι απλά θρησκευτικοί άνθρωποι, επειδή είναι παγιδευμένοι στο δόκανο μιας σχηματισμένης ευσεβούς μόρφωσης. Άλλο είναι και άλλο δείχνουν. Ζουν μέσα στην απάτη του ψευδούς ατσαλάκωτου εαυτού τους γι’ αυτό και δεν προοδεύουν πνευματικά, επειδή είναι δίψυχοι και άρα ακατάστατοι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, σύμφωνα με τον αδελφόθεο Ιάκωβο.[13]

        Ο ασκητής αντίθετα δεν συμβιβάζεται με προσωπεία και ψευτοευσέβειες. Είναι απλός, αντισυμβατικός και ειλικρινής: «το ναι, ναι και το ου, ου». Έτσι ο ασκητής έχει μια θαυμαστή πνευματική πορεία, αφού μετανοεί συνεχώς, ενώ ο θρησκευτικός μασκοφόρος τύπος είναι πάντα αμετανόητος, αφού ζει στον υποκριτικό του κόσμο. Θεωρεί ότι οι άλλοι πρέπει να μετανοήσουν και να του ομοιάσουν. Η υποκρισία δεν είναι μια απλή προσποίηση ευσέβειας. Η υποκρισία είναι μεγαλύτερη από την αμαρτία. Η υποκρισία προστατεύει την αμαρτία και εμποδίζει την εκδήλωση της μετάνοιας. Αντίθετα και ο πιο διεστραμμένος αμαρτωλός, αν δεν είναι υποκριτής, μπορεί να μετανοήσει. Έτσι εξηγείται η αυστηρότητα του Χριστού απέναντι στους υποκριτές και η ανεξήγητη αγάπη του για τους ανυπόκριτους αμαρτωλούς.[14]

         Ο Χριστός είναι η μοναδική και η πραγματική αγάπη. Ο Χριστός μας αγαπάει όπως ακριβώς είμαστε, αλλά δεν επιθυμεί να μας αφήσει εκεί που είμαστε. Θέλει τη μετάνοιά μας. Έτσι λειτουργεί η πραγματική αγάπη.

       Περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο σήμερα να επανεύρουμε το χαμένο ασκητικό βίωμα. Μέσω αυτού θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και στη συνέχεια τον αναγκεμένο αδελφό μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο φιλότιμος αγώνας μας και η στροφή της καρδιά μας προς τον Πατέρα μας. Και ποιος πατέρας μπορεί να αρνηθεί τη βοήθεια στο παιδί του;



[1] Ρωμ. 12,1.
[2] Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, Λόγος Β΄, PG 35, 480 «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι».
[3] Ματθ. 15,14 «…τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».
[4] Βλ. Samuel Beckett, Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ. Γιάννης Θηβαίος, εκδ. Μπιλιέτο, Αθήνα 2017.
[5] Θ. Πελεγρίνης, Ο πυγμάχος, το λιοντάρι και η σκόνη, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2011, σ. 56.
[6] Ιωάν. 14,6 «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ».
[7] Μάξιμος Ομολογητής Προς Θαλάσσιον, PG 90, 369A.
[8] στο ίδιο.
[9] Πρβλ. Α΄Κορ. 5,9-10 «Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις, καὶ οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις ἢ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις· ἐπεὶ ὠφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν».
[10] Ι. Κορναράκης, Ανταύγειες της Πατερικής Ερήμου, εκδ. Απαρχή, Αθήνα 2022, σ.σ. 67-77.
[11] Θ. Πελεγρίνης, Γνώμες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2021, σ. 19.
[12] Ι. Κορναράκης, ό.π., σ.σ. 103-107.
[13] Ιακ. 1,18 «ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».
[14] Βλ. Ι. Κορναράκης, Ανταύγειες…, ό.π., σ.σ. 139-147.

Δεν υπάρχουν σχόλια: