Την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023 συμπληρώθηκαν δέκα έτη από την προς Κύριον εκδημία του μακαρίας μνήμης επιφανούς κληρικού της τοπικής μας Εκκλησίας, αοιδίμου πρωθιερέως π. Δημητρίου Αθανασόπουλου, ο οποίος, εκπληρώνοντας το κοινό ανθρώπινο χρέος, μετατέθηκε από τον μάταιο και φθαρτό τούτο κόσμο στην αιώνια, άφθαρτη και ποθεινή πατρίδα σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών περίπου, έπειτα από μακρά και πολυώδυνη ασθένεια ανήμερα της ονομαστικής του εορτής στις 26 Οκτωβρίου 2013, οπότε πλέον ως «ουρανοπολίτης» συνεχίζει αενάως τη θεία Ιερουργία στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.
Ι. Ο π. Δημήτριος ως Ιερατική Προσωπικότης
1. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός, ότι ο μακαριστός π. Δημήτριος αναδείχθηκε με το πολυποίκιλο, πολυεπίπεδο και πρωτοποριακό ποιμαντικό του έργο σε μια από τις πλέον σεβάσμιες και εμβληματικές ιερατικές φυσιoγνωμίες της σύγχρονης ιστορίας της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών, της οποίας, ως Νύμφης του Χριστού, διακόσμησε περίλαμπρα ως πολύεδρο διαμάντι τον πολύτιμο στέφανο, καθιστάμενος αυθεντικό υπόδειγμα φορέα της χαρισματικής ιερωσύνης, με την ανεπίληπτη και αποστολικής χροιάς εν ταπεινώσει άσκηση του ιερατικού, του προφητικού και του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, διακρινόμενος για την άοκνη και ακατάπαυστη ποιμαντική του εργασία στους τομείς της τελετουργίας των ιερών μυστηρίων, της κατηχήσεως και της οικοδομής του λογικού του ποιμνίου, αλλά και της σοφής και δημιουργικής άσκησης της εκκλησιαστικής διοικήσεως σε ενοριακό επίπεδο με θαυμαστά αποτελέσματα.
2. Ο αείμνηστος π. Δημήτριος δηλαδή, υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, μια από τις πλέον σπάνιες και μοναδικές ιερατικές προσωπικότητες της Εκκλησίας του Πρωτοκλήτου, που ο Θεός ευδόκησε να μεταφυτευθεί από τη γειτονική Ηλεία και να καρποφορήσει πνευματικά στην αποστολική πόλη των Πατρών, εργαζόμενος εξόχως δημιουργικά, ευεργετικά και θεραπευτικώς ποιμαντικά στις νοτιοανατολικές παρυφές της για πενήντα ολόκληρα έτη, αρχικά στην ενορία Ρωμανού, κυρίως όμως στην αγαπημένη του Εγλυκάδα, ώστε, αισθανόμενος ως ποιμένας της την εν Κυρίω καύχηση για την ενορία του, να τραγουδά με συγκίνηση, πως : «Το χω στ’ αλήθεια καύχημα, σεμνή μου περηφάνεια // που υπηρετώ στην καρπερή, όμορφη πεδιάδα // που έχει τρανά ιδανικά, χριστιανική ζωντάνια, // γι’ αυτό … αξίζει να φωνάζουμε : Ζήτω η Εγλυκάδα».
3. Ο μακαριστός π. Δημήτριος υπήρξε ως άνθρωπος ανεπιτήδευτα αυθεντικός και απροσποίητα απλός, προσηνής και συγχωρητικός, ήπιος και ευπροσήγορος, μειλίχιος και χαριτωμένος, αλλά και παράλληλα διακριτικός, σοβαρός και πολύ μετρημένος, με ζωή υποδειγματική και καλό λογισμό για τους πάντες και τα πάντα, ώστε η όλη του παρουσία να αποπνέει ευωδία Χριστού, να ακτινοβολεί ανδρείο και να αναδίδει ανδρικό φρόνημα, αλλά και καθαρότητα και διαύγεια πνευματική, καθώς διέθετε μεγαλείο ψυχικό, αγάπη αρχοντική, ευθύτητα μοναδική, συμπεριφορά ανδροπρεπή και σεμνότητα μοναδική, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως άριστο και ζωντανό παράδειγμα μίμησης για τα εν Κυρίω τέκνα του, αλλά και ως γνήσιο υπόδειγμα ποιμαντικής αυτογνωσίας για τους συμπρεσβυτέρους του, για τους οποίους υπήρξε «άνθρωπος καλοσυνάτος, ταπεινός, άνθρωπος της υπομονής, της πραότητας, φιλόξενος, γεμάτος αγάπη προς όλους (π. Γερ. Στανίτσας). Με τη σταθερή άσκηση της εκπλήσσουσας υψηλής και κοπιώδους ιερατικής του πολιτείας μάλιστα, ο π. Δημήτριος κατόρθωσε να υποστασιάσει αυθεντικά, αλλά και να σαρκώσει γνήσια με την κατά Θεόν σοφία του όλες τις αποστολικές παραγγελίες για τον αληθινό ποιμένα και τον άξιο λειτουργό των θείων μυστηρίων, αφού υπήρξε όντως «ἀνεπίληπτος, νηφάλιος, σώφρων, κόσμιος, φιλόξενος, … ἐπιεικής, ἄμαχος, ἀφιλάργυρος, … τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενος» (Α΄ Τιμ. 3, 2-4), αλλά και «ἤπιος πρὸς πάντας, διδακτικός, ἀνεξίκακος» (Β΄ Τιμ, 2, 24), «φιλάγαθος, δίκαιος, ὅσιος, ἐγκρατής, ἀντεχόμενος τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. 1, 8-9), αναδεικνυόμενος «δόκιμος … τῷ Θεῷ, ἐργάτης ἀνεπαίσχυντος, ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» (Β΄ Τιμ. 2, 15).
ΙΙ. Η Καταγωγή, η Γέννηση, η Παιδεία, ο Γάμος και η είσοδος στην Ιερωσύνη του π. Δημητρίου
1. Ο αοίδιμος π. Δημήτριος είλκε την καταγωγή από τον παρακείμενο νομό Ηλείας και μάλιστα από την εύανδρο κώμη Σκιλλουντία (την αρχαία «Σκιλλούντα»), σημερινό χωριό «Μάζι», του Δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων της επαρχίας Ολυμπίας, όπου και γεννήθηκε το έτος 1938, ως ένα από τα επιζήσαντα επτά από τα δεκατέσσερα συνολικά τέκνα του Γεωργίου και της Μαρίας, το γένος Αναστασοπούλου. Ο μικρός Δημήτριος γαλουχήθηκε στα νάματα της ορθοδόξου παραδόσεως από την ευλαβή του οικογένεια, αλλά και μέσα στο ταπεινό ενοριακό περιβάλλον της Σκιλλουντίας, προσπαθώντας από την παιδική του ηλικία, καθώς από πολύ νωρίς φλεγόταν από τον πόθο για την ιερωσύνη, να ενδυναμώσει στην καρδιά του με την προσευχή και τον πνευματικό του αγώνα τη βαθιά του επιθυμία να αξιωθεί να διακονήσει το άγιο Θυσιαστήριο. Για τον λόγο αυτό, αλλά και επειδή ήταν εξαιρετικά ευφυής και σφόδρα φιλομαθής, επιδίωξε κάτω από τις πολύ αντίξοες εμφυλιοπολεμικές και μεταπολεμικές συνθήκες να καταρτιστεί και να οπλιστεί κατάλληλα, προκειμένου να προετοιμαστεί επαρκέστερα για το επίμοχθο, αλλά υψηλό ιερατικό στάδιο της ζωής του. Αφού αποπεράτωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη γενέτειρά του, φοίτησε για δύο χρόνια στο Γυμνάσιο Κρερστένων και, αφού έλαβε από εκεί μεταγραφή, σπούδασε κατόπιν επί πέντε έτη στην περίφημη Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου, όπου ολοκλήρωσε επιτυχώς την εγκύκλιο παιδεία του, όπως και την απαραίτητη για το ιερατικό στάδιο ειδική, ακαδημαϊκού επιπέδου, εβδόμη τάξη, έχοντας συλλέξει και αφομοιώσει με την αποφοίτησή του την θεωρητική και πρακτική βάση της ποιμαντικής εργασίας, ώστε να είναι έτοιμος να την εφαρμόσει στην μετέπειτα ιερατική του διακονία.
2.
Έχοντας προπαρασκευαστεί κατάλληλα για το υψηλό ιερατικό υπούργημα ο νεαρός Δημήτριος,
εγκαταστάθηκε στην πόλη των Πατρών το 1962, όπου γνώρισε και σύναψε γάμο με τη εκλεκτή
του σύζυγο και μετέπειτα πρεσβυτέρα κ. Ουρανία, το γένος Δημητρέλλου,
καταγόμενη από το ορεινό χωριό «Γρηγόριο»
της επαρχίας Ναυπακτίας. Επειδή μάλιστα ο Θεός τον προετοίμαζε, καθώς φαίνεται,
για το μέγα αξίωμα της ιερωσύνης, του πρόσφερε «γυνή … ὡς ἄμπελον εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας» του, τού
χάρισε δηλαδή ως σύζυγο πρόσωπο σοβαρό και κατάλληλο για την ιερή διακονία που
θα αναλάμβανε όπως ήταν η μακαριστή πλέον από τον Νοέμβριο του 2016 πρεσβυτέρα Ουρανία,
εφόσον υπήρξε και εκείνη μια ευλαβέστατη, εργατική και ευλογημένη γυναίκα που
διακρινόταν για την αρετή, τη φιλοξενία, την ευγένεια, το θυσιαστικό της πνεύμα,
το ψυχικό της μεγαλείο και την μητρική αγάπη που επιδείκνυε αφειδώλευτα προς τους
πάντες, η οποία με την πίστη, την υπομονή και την καρτερία της, όχι μόνο
συγκατατέθηκε στην επιθυμία του συζύγου της να εισέλθει στις τάξεις του κλήρου,
αλλά και επρόκειτο να αποβεί με την αρωγή και την άοκνη συμπαράστασή της «ὁμόζυγος» αληθινή, «ἀλείπτις» άριστη, βακτηρία πολύτιμη,
παρηγορία διαρκής και επιστηριγμός μεγάλος στην άρση και την περιφορά του
μεγάλου σταυρού της ιερωσύνης από τον σύζυγό της.
3. Προετοιμαζόμενος ο αείμνηστος π. Δημήτριος
από πολύ νωρίς και μεθοδικά για το ιερατικό στάδιο, διήγε, ενώ ήταν ακόμη λαϊκός,
υποδειγματικό βίο, διακρινόμενος για τη βαθιά του πίστη, τη σωφροσύνη και την πολλή
προσοχή που επιδείκνυε στα πνευματικά ζητήματα, καθώς και για την άσβεστη
φιλομάθεια που τον διέκρινε, ώστε να εντρυφά ακατάπαυστα για να καταρτίζεται
πνευματικά στην Αγία Γραφή και τα έργα των Θεοφόρων Πατέρων. Βαδίζοντας με τον
τρόπο αυτό μια συνετή και συνεπή πνευματική πορεία, αλλά και γνωρίζοντας ότι η
ιερωσύνη δεν είναι κοσμικό αξίωμα που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια σταδιοδρομία
επαγγελματικής αποκαταστάσεως ή καταξιώσεως, αλλά συνιστά επίπονο και πλήρες
θλίψεων έργο που προσφέρεται κατά παραχώρηση Θεού για τη διακονία της εν Χριστώ
σωτηρίας του ανθρώπου, αμέσως σχεδόν μετά το γάμο του, δέχθηκε εν ταπεινώσει την
κλήση της Εκκλησίας διά του αοιδίμου μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου το έτος
1963, οπότε χειροτονήθηκε Διάκονος και
τοποθετήθηκε για να επιτελέσει το διακονικό του έργο στον ιστορικό Ναό του
Παντοκράτορος Πατρών, όπου και παρέμεινε τρία και πλέον έτη μέχρι το έτος 1967,
οπότε χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος επίσης από τον μακαριστό Πατρών Κωνσταντίνο και
διορίστηκε αρχικά ως εφημέριος στην ενορία Αγ. Δημητρίου Ρωμανού μέχρι το 1970,
από όπου και μετατέθηκε οριστικά, διαδεχόμενος τον αείμνηστο Πρωτοπρεσβύτερο π.
Ανδρέα Ράπανο, στην ενορία του Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδας, την οποία εποίμανε
θεοφιλώς και θεαρέστως μέχρι την κοίμησή του το φθινόπωρο του 2013.
ΙΙΙ. Το πολυσύνθετο και ρηξικέλευθο Ποιμαντικό Έργο του π. Δημητρίου, Α΄.
1. Παράλληλα με την οικογένειά του ο μακαριστός π. Δημήτριος κατόρθωσε να αναδειχθεί εξίσου φιλόστοργος πατέρας, αλλά και επιδέξιος πνευματικός οδηγός και για την ευρύτερη οικογένειά του, δηλαδή για όλα ανεξαιρέτως τα μέλη των ενοριών Ρωμανού και ιδιαιτέρως της Εγλυκάδας. Έτσι, από την αρχή της υψιπετούς ιερατικής του πορείας, ο νεαρός τότε και φέρελπις κληρικός εγκαινίασε ένα σπουδαίο και ρηξικέλευθο ποιμαντικό έργο, εφόσον κατόρθωσε να συλλάβει, με τη διορατικότητα και την ενσυναίσθηση που τον διέκρινε, τα μηνύματα της εποχής, να αισθανθεί τον παλμό και να κατανοήσει τις πνευματικές και υλικές ανάγκες του λογικού του ποιμνίου, ώστε να δραστηριοποιηθεί κατάλληλα ως πνευματικός του πατέρας σε εκείνους κυρίως τους τομείς του εκκλησιαστικού έργου που θα θεράπευαν τις δυσκολίες και θα αναπλήρωναν τις ελλείψεις του, χωρίς ωστόσο να το υποβιβάσει με εκκοσμικευμένου χαρακτήρα υποχωρήσεις και να προσαρμόσει την εκκλησιαστική παράδοση στην κοσμική νοοτροπία, αλλά, λειτουργώντας υγιώς ποιμαντικά, να προσπαθήσει να μεταμορφώσει θεραπευτικά και σταδιακά το φρόνημα του λαού που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία και να τον οδηγήσει σε σωτήριες πνευματικές ατραπούς. Έτσι, «οι ενοριακές του πρωτοβουλίες», όπως τονίζεται ορθώς από εξίσου σπουδαίο και εφάμιλλο του μακαριστού π. Δημητρίου σε έξοχο ποιμαντικό έργο συμπρεσβύτερό του, ήταν «γεμάτες έμπνευση, φωτισμό και μεθοδικότητα. Η όλη ενοριακή αυτή εργασία δείχνει να φλέγεται από τον ιερό πόθο και την αγάπη του για την Εκκλησία και την ενορία που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και η Εκκλησία. ‘Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγε με’ αρμόζει άριστα στον ταπεινό ιερέα-λειτουργό του Θεού» (π. Γερ. Στανίτσας), ώστε το όλο έργο του να τον καταστήσει καθολικά σεβαστό και εξαιρετικά αγαπητό στην Εγλυκάδα, ονομαστό σε ολόκληρη την Πάτρα, αλλά και πρότυπο εκκλησιαστικής διακονίας για σύμπαντα τον ευαγή κλήρο της τοπικής μας Εκκλησίας.
2. Επειδή ακριβώς ο αοίδιμος π. Δημήτριος εισήλθε
ενσυνείδητα στην ιερωσύνη, βίωνε αδιάλειπτα και αναζωπύρωνε καθημερινώς το
χάρισμα που έλαβε από την Εκκλησία δια του επισκόπου του (Πρβλ. Β΄ Τιμ. 1,16), γι’
αυτό και αναδείχθηκε ως ορθόδοξος κληρικός, ακριβής τηρητής της πατερικής παραδόσεως,
επικεντρώνοντας την ποιμαντική του μέριμνα ως εφημέριος Ρωμανού και Εγλυκάδας
στο κατ’ εξοχήν έργο του ιερέως που είναι η ορθή και κατανυκτική επιτέλεση της
θείας λατρείας, η οποία και αποτελεί την υγιή βάση κάθε επιμέρους ποιμαντικής
εργασίας, αλλά και την πηγή του αγιασμού και της εν Χριστώ παιδαγωγίας για τον
άνθρωπο, εφόσον έχει ως σκοπό να μεταμορφώσει πνευματικά όσους από τους πιστούς
συμμετέχουν ταπεινώς και αξίως στην επιτέλεση των ιερών μυστηρίων και
ακολουθιών, με προεξάρχουσα τη θεία Ευχαριστία. Όντως, η τέλεση της θείας
Λειτουργίας ειδικώς συνιστούσε για τον π. Δημήτριο μέγα και φοβερό μυστήριο,
μέσω του οποίου οι ενσυνειδήτως συμμετέχοντες πιστοί να μεταρσιώνονται
πνευματικά, γι’ αυτό και ως προεξάρχων της αναιμάκτου Θυσίας, διεπνέετο από
συστολή και θείο φόβο, ήταν συγκεντρωμένος απόλυτα και ευχόταν διαρκώς μυστικώς,
ενώ διατηρούσε την πνευματική του γαλήνη εγρηγορούσα, παρόλο που ευρίσκετο συνήθως
σε βαθιά κατάνυξη και έντονη συστολή και περισυλλογή, συνεπαρμένος πνευματικά
από τα τελούμενα.
3. Διαβλέποντας τα πλούσια χαρίσματα, αλλά και εκτιμώντας την πνευματική ωριμότητα, το ορθόδοξο ήθος, την ακεραιότητα, τη θέρμη της πίστης, αλλά και την πείρα του π. Δημητρίου, ο επίσκοπός του τού ανέθεσε σε σχετικά σύντομο διάστημα το βαρύ έργο της καθοδηγήσεως του λογικού ποιμνίου του Χριστού με τη διακονία του λειτουργήματος της πνευματικής πατρότητος, το οποίο έμελε να αποβεί πηγή πολλών πνευματικών δωρεών για τα υπάκουα από τα πολυπληθή πνευματικά του τέκνα. Ως έμπειρος πνευματικός ιατρός ο αείμνηστος π. Δημήτριος, ανίχνευε αριστοτεχνικά τα τραύματα στις επιβαρυμένες ψυχές, και, καθώς είχε μαθητεύσει σε σοφούς και έμπειρους πατέρες και πνευματικούς διδασκάλους, διαγίγνωσκε και αποκάλυπτε τις πνευματικές τους ασθένειες, τις οποίες θεράπευε αποτελεσματικά με τη χορήγηση των κατάλληλων πνευματικών φαρμάκων, έχοντας ως απλανή οδηγό στο έργο αυτό, καθώς υπήρξε ακριβής τους τηρητής, τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και εφαρμόζοντας διακριτικά και θεραπευτικά την Oικονομία. Γι’ αυτό και υπήρξε πάντοτε συμπονετικός και μακρόθυμος στην ανθρώπινη αδυναμία, χωρίς ωστόσο να παρασύρεται σε πνευματικές εκπτώσεις, καθώς παρέμενε αμετακίνητος από τα όρια που έθεσαν οι άγιοι Πατέρες, γνωρίζοντας καλώς ότι επιτελεί μόνον έργο Θεού, στον Οποίο αισθανόταν πως δάνειζε την ιερατική του ύπαρξη για να πραγματώσει το σωτηριώδες έργο Του στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Έτσι, ως πνευματικός πατέρας ο μακαριστός, επιδείκνυε συνετή επιείκεια και πολλή κατανόηση προς τα κοπιώντα και πεφορτισμένα τέκνα του, ώστε να αναδεικνύεται εξαίρετος ως εξομολόγος, καθώς υποδεχόταν τις πονεμένες ψυχές με πατρική χαρά και διακριτική αγάπη, με προσήνεια, μειλιχιότητα, αλλά και με ευγένεια και ηπιότητα, ώστε να αναπαύονται στο πετραχήλι του και να ειρηνεύουν οι καρδιές πλήθους ανθρώπων, στον καθένα από τους οποίους επαναλάμβανε αδιάλειπτα το προερχόμενο από το έργο του Μ. Βασιλείου, Εἰς τό Πρόσεχε σεαυτῷ (PG 31, 204C), προσφιλές του ρητό, «ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».
⁕ Πρώτη
δημοσίευση στην εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ» 838/28-10-2023,
σ. 1, 8-9.
9 σχόλια:
Πέρασαν 10 χρόνια αλλά οι ευλογίες, οι προσευχές του, και οι κόποι του για την ενορία παραμένουν χαραγμένες στην ψυχή μας. Για μας ζει.
Ο αείμνηστος ήταν στοργικός πατέρας για όλους μας στην ενορία. Μας γνώριζε και μας βοηθούσε με λόγια και έργα.
Όπως λέει και κάποιος φίλος για κληρικούς με αξία «παλιάς στόφας»
Σήμερα αυτοί είναι ακριβοθώρητοι προσθέτω εγώ.
Τις ευχές του.
Οι εργασίες προβολής συγχρόνων προσωπικοτήτων της εκκλησιαστικής ζωής είναι μια σημαντική προσφορά ιστορική για το μέλλον. Τώρα καταγράφει την παρουσία κληρικών που θα αποτελούνε παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης για αύριο. Συγχαρητήρια π. Ευάγγελε συνεχίστε την σπουδαία καταγραφή σας.
Αιωνία του η μνήμη. Έκανε έργο μεγάλο στην Εγλυκάδα. Τον είχα πνευματικό. Με άκουγε με προσοχή και με συμβούλευε με αγάπη. Αυτός έφυγε τα λόγια και οι συμβουλές του μείναν στον μυαλό μου.
Ο αείμνηστος π. Δημήτριος υπήρξε σπουδαίος Πνευματικός, ευγενής, πράος, προσηνής, ταπεινός κληρικός που χαρακτηριζόταν για την απλότητα, την φιλανθρωπία και την βαθιά πίστη του στον Θεό. Ολοκληρωτικά αφοσιώθηκε στο ποίμνιό του το οποίο διακόνησε με πνεύμα θυσίας, αυταπάρνησης και αγάπης.
Μου αρέσει το αφιέρομα του π. Ευαγγέλου.
Να μας ευλογεί από το Επουράνιο Θυσιαστήριο.
Χρειαζόταν το αφιέρωμα.
Ο π. Πριγκιπάκης τιμά τους μακαριστούς Γέροντες της Πάτρας.
Άλλο ήθος. Όλη μερα την ενορία. Έκτιζε ναούς. Έκανε κατηχητικά. Δεν γυρόφερνε σε πανηγύρια. Ακολουθίες πολλές. Λειτουργίες πάντα με πολλά σαρανταλείτουργα. Τον έβρισκες στον Άγιο Ανδρέα όποτε τον ήθελες. Πρόσφερε βοήθεια παντού και σε όλες τις οικογένειες.
Αιωνία η μνήμη του. Σήμερα τιμήθηκε απλά και σεμνά στον Αγιο Ανδρέα.
Αιωνία η μνήμη
Δημοσίευση σχολίου