Στις 15 Νοεμβρίου 1988 εκοιμήθη εν ειρήνη ο ανεπανάληπτος Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Ιερώνυμος ο Α΄ (Κοτσώνης) σε ηλικία 83 ετών. Αιωνία του η μνήμη. (Α.Κ.Κ.)
Στά ἄδυτα τοῦ ῾Ιεροῦ Θυσιαστηρίου καί στά ἀπύθμενα βάθη τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας ἀκούστηκε ἔντονος ὁ χτύπος μιᾶς καρδιᾶς, πού ἀναμετάδινε τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Μαρτύρων καί τούς ἀνύσταχτους μόχθους τῶν Πατέρων τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ῾Η καρδιά αὐτή, μέ ὅλο τό θησαύρισμά της καί τόν ἁγιοπνευματικό τόνο τῶν παλμῶν της, θρονιάστηκε πρίν μερικά χρόνια στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. «῎Ενθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος». Συνέχισε, ὅμως, νά ἀκούγεται ἀνάμεσά μας ὁ χτύπος της στό ρυθμό τῆς γνήσιας ἐκκλησιαστικῆς διακονίας καί τῆς ἀκόρεστης ἀγάπης.
῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος εἶναι
πιά ἱστορία. ᾿Αλλά μιά ἱστορία πού συνεχίζει νά προκαλεῖ καί νά προσκαλεῖ. ῞Ενα
πέρασμα, πού ἄφησε πίσω του βαθιά τυπώματα. Καί δέν ἀφήνει περιθώρια καί δυνατότητες
σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν συμφέρον νά τά ἐπικαλύψουν.
῾Η δική μας γενιά τόν γνώρισε καί
τόν παρακολούθησε. Στούς ὁραματισμούς του καί στούς ἀγῶνες του. Στούς ἀποστολικούς
μόχθους του καί στίς πικρίες του.
Οἱ γενιές πού ἔρχονται νά ἐνσωματωθοῦν στόν κόσμο τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας θά γυρίσουν μέ πολλή δίψα καί λαχτάρα στά κιτρινισμένα φύλλα τῆς ἱστορίας.
ΦΤΩΧΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Σάν γνήσιος ἀσκητής ἔζησε καί πέθανε
φτωχός. Δέν θησαύρισε πλούτη. Δέν κυνήγησε τή χλιδή. Σ᾿ ὅλη του τή ζωή ἔμεινε
διακριτικά φτωχός. Πολύ φτωχός. Κι᾿ ὅσα χρήματα περνοῦσαν ἀπό τό χέρι του τά
διοχέτευε μυστικά στίς ἑστίες τοῦ πόνου καί τοῦ πένθους.
Δυό ἀποφάσεις, πού τίς πῆρε στά
νεανικά του χρόνια, τίς ὑπηρέτησε εὐλαβικά ἴσαμε τήν τελευταία πνοή του.
῾Η πρώτη ἀπόφαση: Νά προσφέρει τό
δέκατο τοῦ εἰσοδήματός του στά ἔργα τῆς ἀγάπης. Χαριτολογώντας γράφει κάπου, στίς
σημειώσεις του, πώς ἀποφάσισε νά μιμηθεῖ τοὐλάχιστο τόν Φαρισαῖο, πού ἀποδεκατοῦσε
τά ἀγαθά πού ἀποκτοῦσε.
Καί ἡ δεύτερη ἀπόφασή του: Τή
στιγμή, πού θά ἔπαιρνε τίς μηνιαῖες ἀποδοχές του, νά μή βρισκόταν στό πορτοφόλι
του οὔτε μιά δραχμή ἀπ᾿ τίς ἀποδοχές τοῦ προηγούμενου μήνα.
᾿Ιδιαίτερα συγκινητική εἶναι καί
μιά σημείωσή του, πού ἀναφέρεται στά πικρά χρόνια τῆς Κατοχῆς.
Γράφει· «Τό αἴσθημα τῆς
πείνας, ὄχι ὅμως καί τῆς δίψας, τό ἔχω νοιώσει γιά ἕνα διάστημα τῆς Γερμανικῆς
Κατοχῆς, ὄχι, ὅμως, καί στό βαθμό, πού τό εἶχαν ζήσει τόσοι ἄλλοι, πού κυριολεκτικά
πέθαναν ἀπ᾿ τήν πεῖνα. ῎Ημουν τότε ἐφημέριος στό Νοσοκομεῖο “Εὐαγγελισμός” τῶν ᾿Αθηνῶν
καί ἡ διατροφή μου ἐξαρτώταν ἀπ᾿ τήν μερίδα πού μοῦ ἔδινε τό Νοσοκομεῖο καί ἀπό
κανένα πιάτο λιτό μέν, ἀλλά πραγματικό φαγητό, πού μποροῦσε πότε-πότε νά φάω σέ
κανένα φιλικό σπίτι, ἤ στήν ᾿Αδελφότητα “ἡ Ζωή”, γιά τό ὁποῖο νοιώθω καί θά νοιώθω
γιά πάντα εὐγνωμοσύνη. Στό Νοσοκομεῖο, ὅμως, τό φαγητό μου στούς πρώτους μῆνες
τοῦ 1941, ἐπειδή ἔπασχα ἀπό ἕλκος στομάχου, ἦταν ἐπί μῆνες ἡ ἑξῆς δίαιτα· τά λίγα
γραμμάρια τό δῆθεν “ψωμί” τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μιά “σοῦπα”, πού εἶχε μέσα ὄχι
περισσότερο ἀπό εἴκοσι σπυριά ρύζι, καί λίγο “λάδι” μέ χρῶμα ἀκριβῶς τοῦ καφέ,
πού πίνουμε στό φλυτζάνι, δηλαδή μαῦρο, καί λίγα νερόβραστα χόρτα, μέ λίγο ἀπ᾿
τό ἀπαίσο ἐκεῖνο “λάδι”. Εἶχα φθάσει πιά νά μή μπορῶ ν᾿ ἀνέβω τίς σκάλες τοῦ
Νοσοκομείου. Τότε, μέ εἶδε κάποιος πνευματικός ἀδελφός καί μέ ρώτησε γιά τή
διατροφή μου. Τήν ἄλλη μέρα μοῦ ἔστειλε σ᾿ ἕνα μακρουλό τενεκεδένιο κουτί ἕνα
τηγανητό ψάρι ὡς μισό κιλό. Τοῦ εἶμαι καί σήμερα ἀκόμα καί ἐλπίζω καί σ᾿ ὅλη τήν
ὑπόλοιπη ζωή μου βαθύτατα εὐγνώμων. Θυμᾶμαι ὅτι ἐπί δύο ἡμέρες ἔτρωγα ἀπ᾿ αὐτό
καί τότε προσωπικά συνειδητοποίησα στά καλά τί θά πεῖ πεῖνα. Μέχρι τότε ἔβλεπα
τά σκελετωμένα ἀπ᾿ τήν πεῖνα γεμάτα ψεῖρες κορμιά τῶν ἀρρώστων πού ἔφερναν στό
Νοσοκομεῖο ἤ πού τά κουβαλοῦσαν νεκρά στά καροτσάκια, ἀλλά τί θά πεῖ πεῖνα δέν
τό εἶχα γιά καλά συνειδητοποιήσει».
Στά κατοπινά του χρόνια, σάν ᾿Αρχιεπίσκοπος
ἀρνήθηκε ὅλες τίς προνομιακές παροχές, πού παραδοσιακά ἦταν συνδεδεμένες μέ τό ἀξίωμά
του. ῞Ολα, τά λεγόμενα τυχερά τά διοχέτευε στό Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν, πού μέ
τό μόχθο του ἵδρυσε καί σ᾿ ὅλους ἐκείνους, πού εἶχαν τήν ἀνάγκη τῆς βοηθείας
του καί τῆς ἀγάπης του.
῾Ο ἱστορικός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου τῆς νεότερης ῾Ελλαδας θά ὑπογραμμίσει μέ ἔμφαση, πώς, ὕστερα ἀπ᾿ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, τόν γέροντα τοῦ ῾Ιερωνύμου, πού πέθανε φτωχός, ὁ πρῶτος ᾿Αρχιεπίσκοπος, πού τόν μιμήθηκε καί ὑπερέβαλε, ἦταν ὁ ἀγαπημένος του διάκονος καί πρεσβύτερος, ὁ ῾Ιερώνυμος.
2 σχόλια:
Σπουδαίο άνθρωπος με αγία ζωή. Τον συκοφάντησαν αυτοί που δεν μπόρεσαν να τον πλησιάσουνε στο μεγαλειώδες έργο του. Θα ήταν διαφορετική η Εκκλησία της Ελλάδος αν δεν είχε παραιτηθεί μετά από τις πιέσεις των αδελφών αρχιερέων που οδήγησαν μετά από αυτόν την Εκκλησία σε απραξία.
Αιωνία η μνήμη του σοφού Πρωθιεράρχου.
Ταπεινά και καρδιακά συνενώνουμε τις ευχές και τις προσευχές μας, όπως Κύριος ο Θεός, αναδεικνύει Αρχιεπισκόπους και Μητροπολίτες όπως ο μακαριστός Ιερώνυμος Α΄ για την πορεία της Εκκλησίας μας στον 21 αιώνα.
Αρχιμ. Χριστόδουλος Παπαγιαννόπουλος
Δημοσίευση σχολίου