Όταν η δυστοπία εξωραΐζεται σαν πρόοδος*
από Άρδην - Ρήξη 9 Φεβρουαρίου 2024
Από το Άρδην τ. 128
που κυκλοφορεί
Δεν θα μιλήσω ως θεολόγος και κληρικός, διότι τους πολιτικούς και
μέρος της κοινωνίας αυτό δεν τους ενδιαφέρει. Έχω εκφρασθή θεολογικά στα έργα
μου.
Οι νόμοι δεν είναι μόνο απαγορευτικοί, υπάρχουν και «επιτρεπτικοί» – τούς
ονομάζω έτσι ελλείψει καλύτερου όρου. Πρόκειται για νομοθετήσεις διευκολυντικές
οι οποίες αίρουν προηγούμενες απαγορεύσεις, επεκτείνουν ένα δικαίωμα και σε
άλλες κατηγορίες πολιτών, ανοίγουν νέους και εναλλακτικούς δρόμους
δικαιοπραξίας και γενικώς τροποποιούν επί το επιεικέστερο.
Τέτοιοι νόμοι, από την μεταπολίτευση και μετά, υπήρξαν, για παράδειγμα, η
κατάργηση της θανατικής ποινής, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η νομιμοποίηση
των αμβλώσεων κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, το συναινετικό διαζύγιο, η
κατάργηση του αδικήματος της βλασφημίας, η θέσπιση του πολιτικού γάμου και
αργότερα του συμφώνου συμβίωσης, η δυνατότητα εξωσωματικής σε γυναίκες χωρίς
σύντροφο.
Παρατηρούμε ότι στην κατηγορία αυτή ανήκουν πρωτοβουλίες οι οποίες, πέρα από τα
πρακτικά τους αποτελέσματα, ικανοποιούν και τα συμβολικά προτάγματα της
κοινωνικής πλειοψηφίας. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έννομη
αναγνώριση εκ μέρους του κράτους πως η κοινωνία έχει αλλάξει και τα προηγούμενα
μέτρα κρίσης είναι πλέον αυστηρά και αναχρονιστικά.
Προσωπικά θα έβλεπα αυτή την ομάδα νόμων να τέμνεται από μια νοητή γραμμή, στη
μια πλευρά της οποίας βρίσκονται διατάξεις οι οποίες όντως δεν στασιάζονται πια
από πλευράς δημόσιας ηθικής. Πράγματι, σήμερα, ακόμη και οι συντηρητικοί
πολίτες βρίσκουν παράλογο, έως και εξωφρενικό, να διώκεται ποινικά η μοιχεία, ή
να μην υπάρχει η δυνατότητα πολιτικού γάμου, ή να σέρνονται επί χρόνια νεκροί
γάμοι εξαιτίας άρνησης του ενός συζύγου να χορηγήσει διαζύγιο. (Και όμως ζήσαμε
επί δεκαετίες με εκείνα τα αυτονόητα…)
Από την άλλη πλευρά της νοητής γραμμής, όμως, συναντούμε ζητήματα για τα οποία
μέχρι τώρα εξακολουθεί να υφίσταται ισχυρός αντίλογος. Η ηθική απαξία των
αμβλώσεων παραμένει έντονη για μεγάλη μερίδα πολιτών, ως διακοπή της ζωής ενός
ανυπεράσπιστου όντος. Ειδικά μάλιστα, υπό το φως των πρόσφατων υπερβολών στην
εκδήλωση ενδιαφέροντος υπέρ των ζώων, η αδιαφορία για το ανθρώπινο έμβρυο
συνιστά κραυγαλέα αντίφαση.
Στην ίδια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής τοποθετώ και την επιχειρούμενη
θέσπιση πολιτικού γάμου ομοφύλων, καθώς και της δυνατότητας τεκνοθεσίας. Οι
αντιδράσεις είναι εκτεταμένες, αλλά δεν τίς λαμβάνω υπόψη όλες. Είναι γνωστό
ότι σε ζητήματα υψηλής συμβολικής αξίας πολλές ενστάσεις δεν βασίζονται στον
στοχασμό, αλλά απλώς στη δύναμη της συνήθειας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα
συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας αντέδρασαν σφοδρά στην αποποινικοποίηση της
μοιχείας και στην καθιέρωση πολιτικού γάμου, μερικοί μάλιστα διαδήλωσαν! Αλλά
είναι προφανές ότι τα κίνητρα αυτά ήταν πρωτίστως ψυχολογικά: η αλλαγή έφερνε
μαζί της αποσταθεροποίηση και μετακινούσε τα εθιμικά στηρίγματα και τους
ψυχικούς αυτοματισμούς.
Δεν έχει νόημα, λοιπόν, να λογαριάζουμε ψυχικές αντιστάσεις οι οποίες ενδύονται
τον μανδύα επιχειρήματος. Αυτό που πρέπει να μάς ενδιαφέρει είναι οι τυχόν
βάσιμες ενστάσεις. Υπάρχουν τέτοιες σχετικά με τον γάμο ομοφύλων;
***
Το θέμα παρουσιάζει δυσκολίες, οι οποίες πηγάζουν από μια πρωτοφανή
ιδιοτυπία. Για πρώτη φορά ακυρώνονται διαχρονικές πολιτισμικές σταθερές με μια
κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Σε όλες τις άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες της μεταπολίτευσης, τις οποίες
ανέφερα στην αρχή του κειμένου, η αλλαγή εξαντλείτο σε μια (τολμηρή, όντως)
μετακίνηση, όμως εντός του πολιτισμικού πλαισίου. Η –βαρύτερη ή ελαφρότερη–
αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου και του κλονισμού του δεν τροποποιούσε τις
συντεταγμένες. Η μόνη περίπτωση αναίρεσης σοβαρών πολιτισμικών αυτονοήτων ήταν
η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, μια και η προστασία των αδυνάτων υπήρξε ανέκαθεν
θεμελιώδες συστατικό του πολιτισμού.
Γιατί εκείνη τη στιγμή κατέστη εφικτή μια τόσο σοβαρή διασάλευση; Από πού
άντλησε τότε η πολιτεία την ψυχολογική και νομική δύναμη να αγνοήσει τις
κυοφορούμενες ζωές; Από τη βούληση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, όπως αυτή
εκδηλωνόταν με τον πελώριο αριθμό παράνομων αμβλώσεων.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αλλά εικάζω πως ίσως να ήταν η πρώτη φορά στην
ελληνική νομική ιστορία που ο νομοθέτης αποφάσισε α) εμπειρικά (δηλαδή
συρόμενος από τα γεγονότα), β) επί ενός υπαρξιακού ζητήματος η βαρύτητα του
οποίου υπερβαίνει τα στενά πλαίσια ενός τόπου και μιας εποχής. Το (α) μόνο του
είχε συμβή επανειλημμένα: πολλοί νόμοι έρχονται να επικυρώσουν μια
πραγματικότητα επειδή αυτή τούς ξεπέρασε. Ουδέποτε όμως το διακύβευμα υπήρξε
τόσο καίριο, όπως η νόμιμη εξάλειψη μιας ανυπεράσπιστης ζωής.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε και στο επίμαχο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση,
εμπειρικά κινούμενη, εκφράζει τη βούληση να τακτοποιήσει ομόφυλες συμβιώσεις οι
οποίες ανατρέφουν παιδιά. Επειδή λοιπόν αυτές έχουν ήδη αναγνωρισθή σε άλλες
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γάμοι, έρχεται να παράσχει το ίδιο καθεστώς,
κυρίως για να μην παραμένουν τα παιδιά μετέωρα. Με την πρωτοβουλία αυτή, όμως,
ακυρώνει συγκεκριμένη πολιτισμική σταθερά.
Ποια είναι αυτή; Η διμορφία του φύλου (αρσενικό – θηλυκό) είναι προαιώνια
εγγεγραμμένη στο ασυνείδητο των ανθρώπων, σε σημείο που η ίδια η γλώσσα διά της
γραμματικής αντανακλά τον αυτοματισμό (άρθρα, καταλήξεις, αντωνυμίες) – και
τούτο όχι αυθαίρετα αλλά βασιζόμενο στη φύση του σώματος. Αυθόρμητα αναζητούμε
και εντοπίζουμε το φύλο κάθε ατόμου που συναντούμε ή αναφέρουμε. Καθώς,
μάλιστα, η ένωση των δύο βιολογικών φύλων έχει τη δύναμη να δημιουργήσει νέους
ανθρώπους, η ετερότητα του φύλου έχει εδραιωθή ως ψυχικό θεμέλιο της ύπαρξης. Ο
καθένας γνωρίζει ότι προήλθε από μια γυναίκα και έναν άντρα.
Συνεπώς, η θεσμοποίηση του ομόφυλου ζευγαριού είναι πολύ πιθανό να εγείρει
υπαρξιακή αναστάτωση. «Από τίνων την επιθυμία προέρχομαι;» Η σχέση του παιδιού
με τα δύο φύλα γίνεται ασύμμετρη. Οι απαντήσεις σε τέτοιας τάξεως ερωτήματα
αναμένονται και έρχονται, χρονολογικά πρώτα από τους γονείς, και κατόπιν μέσα
από την κοινότητα ως κουλτούρα, στην οποία εμπίπτουν και οι νόμοι της. Για
παράδειγμα, από την κοινότητα το παιδί μαθαίνει ότι απαγορεύεται η αιμομιξία,
πολύ πριν διδαχθή πολιτική αγωγή.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες της αλλαγής αυτής, λοιπόν, στον ψυχισμό των
παιδιών; Σίγουρα δεν μπορούν να προσδιορισθούν με βεβαιότητα. Μέχρι τώρα,
έρευνες που έχουν εξετάσει αν παιδιά τα οποία ανατρέφονται από ομόφυλο ζευγάρι
έχουν αναπτύξει ψυχοπαθολογία ή επηρεάστηκε ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός,
κατέληξαν σε αρνητική απάντηση. Με δύο «αλλά» όμως: α) το εξεταζόμενο διάστημα
ήταν μικρό, οπότε αγνοούμε τυχόν μακροπρόθεσμες συνέπειες και β) οι
περισσότεροι ερευνητές (συνήθως ερευνήτριες) ήταν ομοφυλόφιλοι/ες, συνεπώς
ενδέχεται να ήταν προκατειλημμένοι/ες, ή και στρατευμένοι/ες.
Η θεσμοθετούμενη περίπτωση, θα αναρωτιόταν κάποιος, σε τι διαφέρει από
τη νομική δυνατότητα εξωσωματικής σε γυναίκες χωρίς σύντροφο; Μάλιστα, εδώ θα
μπορούσαμε εύλογα να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η διάταξη πέρασε νομοθετικά μέσα
στη σιωπή, χωρίς αντιδράσεις. Πράγματι, θεωρώ ότι εδώ έχουμε λάθος νόμο,
αποτυχία της πολιτείας να εγγυηθή τα κατάλληλα συμβολικά μηνύματα.
Αλλά, ας υποθέσουμε ότι καταψηφίζεται το νέο νομοσχέδιο – τι θα συμβαίνει τότε
με το μεγάλωμα παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια χωρίς γάμο, αφού αποτελούν ήδη μια
δεδομένη κατάσταση; Ναι, γι’ αυτά τα παιδιά η πραγματικότητά τους θα είναι η
ίδια, αλλά θα λείπει η συμβολική επικύρωση. Κάνει διαφορά; Μεγάλη. Είναι άλλο
πράγμα να γίνονται έκνομες ή παράλογες ή επιζήμιες πράξεις και άλλο να έρχεται
ο νόμος να τις επικυρώνει σαν να μην υπάρχει πρόβλημα.
Κάθε νόμος επενεργεί συμβολικά στον ψυχισμό μέσω της επιτελεστικότητας. Με άλλα
λόγια, δεν πλάθει μόνο ο ψυχισμός τον νόμο, αλλά και ο νόμος τον ψυχισμό. Η
επαναληπτικότητα των δικαιοπραξιών, σε συνδυασμό με την εγγραφή του νόμου στον
ορίζοντα των αυτονοήτων, αναδιαμορφώνει και επανασυγκροτεί την προσωπικότητα σε
άλλη βάση. Αν ξαφνικά ψηφιζόταν ένας νόμος που θα νομιμοποιούσε την αιμομιξία,
μετά από κάποιο διάστημα θα είχαμε άλλα ανθρώπινα όντα! Αν επιτρεπόταν ο
«γάμος» τριών προσώπων, θα μεταβαλλόταν το ψυχικό σύμπαν των επόμενων γενεών.
Προς το χειρότερο, φυσικά.
Αυτήν τη διάσταση επιμένουν να τήν περιφρονούν οι επαγγελματίες δικαιωματιστές.
Διακηρύσσουν μονότονα ότι με τη νέα νομοθέτηση απλώς ρυθμίζονται πρακτικά
ζητήματα – στάση ενδεικτική της μεταμοντέρνας ρηχότητας, κατά την οποία
εξαλείφεται η ιεραρχία των σημαινόντων ώστε όλα να μπουν παρατακτικά στη σειρά
ως δήθεν ισότιμα. Είναι ειρωνεία ότι το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ, που κόπτεται για την
ισοπεδωτική γενίκευση «δικαιωμάτων», διακηρύσσει ιδεολογικό λόγο, επηρεάζει
πολιτικούς, απειλεί επιστήμονες, εδώ καταντά να αγνοεί την επιτελεστική
(performative) λειτουργία του λόγου, την οποία εν τω μεταξύ έχει κάνει σημαία
του, ισχυριζόμενο ότι το φύλο συγκροτείται αποκλειστικά ως κοινωνική
εξουσιοδότηση! Του διαφεύγει, δηλαδή, η αντίστοιχη επιτελεστική λειτουργία του
νόμου ως «λόγου». Για να επιτύχει τους σκοπούς του, λοιπόν, γίνεται ασυνεπές
και αντιλαμβάνεται τον νόμο εντελώς συμβατικά.
Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση δεν φέρνει το νομοσχέδιο σε διαβούλευση με την
επιστημονική κοινότητα; Γιατί δεν έχει την περιέργεια να ακούσει τι θα έλεγαν
οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, ψυχολόγοι και παιδοψυχίατροι; Διότι υιοθέτησε αυτούσια
την παραπλανητική λογική του δικαιώματος, στην οποία τήν «κατήχησε» το κίνημα.
***
Η υπαρξιακή απορρύθμιση που θα επιφέρει ο νέος νόμος, λοιπόν, είναι διαφορετικό
πράγμα από την αμηχανία των μεμονωμένων τεκνοθετημένων προσώπων. Ποιες θα είναι
οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο; Άγνωστες. Πρόκειται
για πρωτοφανές πείραμα και θα θεωρούσα σοφό το να μην διακινδυνεύσουμε
προβλέψεις. Τα μόνα μας όπλα είναι η μέχρι τώρα γνώση και η προνοητική φρόνηση.
Και σε άλλες περιπτώσεις η ανθρωπότητα έχει βρεθή προ διλημμάτων, αλλά έκρινε
ότι θα ήταν φρόνιμο να μην μάθει τις συνέπειες μιας καινοτομίας. Κλασικό
παράδειγμα η κλωνοποίηση ανθρώπου: τεχνικά εφικτή μεν, αλλά η επιστημονική
κοινότητα τήν έχει απορρίψει. Όχι τόσο για ιατρικούς λόγους, όσο για ηθικούς
και ψυχολογικούς. Ηθική και Ψυχολογία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όροι
εξανθρωπισμού.
Ναι, στα περισσότερα ομόφυλα ζευγάρια υπάρχει πραγματική αγάπη για τα παιδιά
τους. Πρέπει να γίνει κάτι γι’ αυτά; Οπωσδήποτε. Πλήθος πρακτικών ζητημάτων
περιμένουν επίλυση. Κατά τη γνώμη μου ο νομοθέτης θα όφειλε να εξαντλήσει κάθε
δυνατότητα την οποία θα παρείχε το σύμφωνο συμβίωσης. Ακόμη και στο υποθετικό
ενδεχόμενο που οι προβλέψεις έφθαναν στην πράξη να εξισωθούν με τις αντίστοιχες
του γάμου, θα ήταν σημαντικό η ονομασία να επιφυλάσσεται μόνο για την ένωση
άνδρα και γυναίκας. Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν προηγείται διαβούλευση
στην επιστημονική κοινότητα (ιατρική, ψυχολογική, νομική);
Επιπλέον, ας μάθουμε να κοιτάμε μακριά. Ευτελίζοντας τον νόμο απλώς ως σύμβαση,
τα εκάστοτε τρέχοντα συμφέροντα, ή απλώς επιθυμίες, σίγουρα θα απαιτήσουν
μελλοντικά ο νόμος να καλύψει και ενώσεις τριών προσώπων, ή και αιμομικτικές,
ως γάμους. Ακόμη, αν κάποτε καταστή εφικτή η μεταμόσχευση μήτρας σε άνδρα,
γιατί να μην δικαιούται νομικά να γίνει μητέρα; Αν το κράτος και η κοινωνία
έχουν εθιστεί στο να αναιρούν πολιτισμικές σταθερές μόνο με την εκάστοτε
κυβερνητική πλειοψηφία, ανοίγει μπροστά μας μια ασύλληπτων διαστάσεων δυστοπία.
Ποιο θα είναι το πρόβλημα και ποιος θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση αν ενήλικες
συναινούν;
Στην πραγματικότητα, ζούμε ήδη την αρχή της δυστοπίας με την έμμονη διεκδίκηση
αλλαγής φύλου και γενικά την επιδημία ρευστότητας φύλου, η οποία φθάνει στο
σημείο να ενθαρρύνει τον ακρωτηριασμό υγιών νεαρών ατόμων. Δυστοπία η οποία
ολοκληρώνεται με την εργαλειοποίηση των γυναικείων σωμάτων που (ως
«παρενθέσεις») θα φιλοξενούν για εννέα μήνες το παιδί ομόφυλων ανδρών – ας μην
ξαφνιαστούμε, επίσης, που το έργο θα αναλάβουν κυρίως οι κοινωνικά
περιθωριοποιημένες…
Όλα αυτά συμβαίνουν και θα συμβούν επειδή το πολιτισμικό υπόβαθρο του νέου
νομοθετήματος έγκειται σε μια ενόχληση απέναντι στην ίδια τη φύση, σε μια
καθαρά ναρκισσιστική άρνηση της διαφοράς των φύλων – σχεδόν γίνεται αντικείμενο
μίσους. Ιδωμένο στα συμφραζόμενά του, ουσιαστικά αρχίζει ένα μαζικό πείραμα,
μια νέα κοινωνική μηχανική!
Με άλλα λόγια, οι κοινωνίες καλούνται να νομοθετούν, όχι μόνο για τις τρέχουσες
εκκρεμότητες, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Δεν ρυθμίζουν απλώς πιεστικά
προβλήματα με τεχνικού τύπου επιλογές (όπως καλώς πράττουν π.χ. στις εμπορικές
συναλλαγές, στις αστικές διευθετήσεις, στις φορολογικές υποθέσεις, στον κώδικα
οδικής κυκλοφορίας κ.λπ.), αλλά προσέχουν και την παιδευτική σημασία των νόμων.
Διαφορετικά, τι δουλειά έχει το αστικό δίκαιο να απαγορεύει τη διγαμία; Αν δεν
έχουν πρόβλημα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, γιατί μπλέκεται ο νόμος σε ξένες
δουλειές και δεν τούς αφήνει ήσυχους να κάνουν πράξη το «δικαίωμά» τους;
Αυτά όλα δεν συνεπάγονται ότι το κράτος πρέπει να ενεργεί πατερναλιστικά, ως
ηθικός παιδαγωγός (όπως έπραττε παλιά), αλλά σημαίνει ότι στην ουδετερότητα
υπάρχουν όρια. Η εποχή μας τά αρνείται και το δίκαιο, δυστυχώς, κατάντησε
ουραγός της, οπότε η τρέχουσα νομοθετική τάση διεθνώς είναι μηδενιστική.
Θα ευχόμουν να μην τήν ακολουθήσει η χώρα μου.
***
Και η Εκκλησία; Έχει άραγε δικαίωμα να τοποθετηθή για το επίμαχο θέμα;
Προφανώς ναι, όπως κάθε πολίτης και συλλογικός φορέας. Αλλά, ειδικά για
ζητήματα κοινωνικής ηθικής, ο λόγος των θρησκειών πρέπει να ακούγεται. Όχι
δεσμευτικά και με νομικές επιπτώσεις, αλλά με προσοχή. Όλων των θρησκειών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας ανέκαθεν ζητούσε να λαμβάνεται υπόψη ο λόγος
της, επειδή «υπήρξε μητέρα και τροφός του έθνους». Αυτό είναι ιστορικά σωστό
και δεν τό αρνούνται ούτε οι αντίθετοι. Αλλά γνωρίζουμε ότι μια μητέρα δεν
δικαιούται να αξιώνει συμμόρφωση του ενήλικου παιδιού της με τις επιθυμίες της,
ακόμη και όταν έχει δίκιο. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να χειραφετηθή. Ήδη αυτό
αποτελεί κατακτημένη γνώση, οι δε πνευματικοί συμβουλεύουν ανάλογα και τους
γονείς.
Αλλά εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Αν κάποιος εξετάσει τις αντιδράσεις της Εκκλησίας
σε όλες τις νομοθετικές αλλαγές της μεταπολίτευσης τις οποίες ανέφερα στην
αρχή, θα διαπιστώσει μια μονότονη σειρά αρνήσεων. Η Ιερά Σύνοδος είπε «όχι» σε
όλα…
Η μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος οδηγεί σε θλιβερές διαπιστώσεις. Η Εκκλησία
όφειλε να είχε αντιληφθή τη γελοιότητα του αυτόφωρου της μοιχείας, θα έπρεπε να
έχει ζητήσει η ίδια πολιτικό γάμο ώστε να μη διακωμωδείται ο εκκλησιαστικός,
καθώς και συναινετικό διαζύγιο για να μην εκβιάζεται ο θεσμός, όπως και
κατάργηση του θρησκευτικού όρκου και δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί. Αν δεν
τό άντεχε, τουλάχιστον θα όφειλε να μην αντιδράσει όταν αυτά έγιναν. Αντί γι’
αυτό, στάθηκε αντίπαλη της πολιτείας: φώναξε, κατήγγειλε, απείλησε, έβγαλε
κόσμο στους δρόμους.
Με την τακτική αυτή περιέπεσε σε πλήρη ανυποληψία. Αρνούμενη κάθε αλλαγή,
στερήθηκε της ιδιότητας ενός αξιόπιστου συνομιλητή. Έγινε ανιαρή και
προβλέψιμη. Θεωρείται ότι εκφράζει μόνο ένα απολιθωμένο παρελθόν. Και, φυσικά,
δεν εισακούεται ούτε όταν έχει δίκιο. Όπως τώρα.
Χαμένη μέσα στους βυζαντινισμούς του τυπικού και στις ατομικές φιλοδοξίες των
στελεχών της, έμεινε μακριά από την πραγματική κοινωνία. Οι περισσότεροι
επίσκοποι και ιερείς μας δεν έχουν προσωπικά γνωρίσει ομοφυλόφιλους και
διεμφυλικούς, δεν έχουν συζητήσει μαζί τους και, φυσικά, δεν έχουν ποιμάνει
τους πιστούς εξ αυτών. Έτσι αγνοούν τα στοιχειώδη για τα ζητήματα αυτά και
πορεύονται με τις παλιές προκαταλήψεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι στον δημόσιο
λόγο τους απαντούν (ενίοτε ορθά) στις ακρότητες του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ
λησμονώντας τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Ταυτίζουν κάθε ομοφυλόφιλο και διεμφυλικό
με το κίνημα, ενώ είναι πασίγνωστο ότι δεν εκφράζει όλους.
Το χρόνιο δράμα της ελλαδικής Εκκλησίας είναι ότι αγνοεί πώς να επηρεάσει την
κοινωνία. Και στερούμενη επιδραστικότητας καταφεύγει στη μόνη στερεότυπη λύση
την οποία γνωρίζει: στον νόμο. Δεν ξέρει πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι
κομίζει ουσιαστική πρόταση ζωής, οπότε πασχίζει να τούς «αστυνομεύσει» μέσω
νομοθετικών διατάξεων. Φυσικά, από τη φύση του, το Χριστιανικό μήνυμα δεν ήταν
ποτέ δημοφιλές ώστε να προσελκύει πλειοψηφίες, αλλά στη χώρα μας δεν μπορούν να
πεισθούν ούτε οι καλοπροαίρετοι.
Για να επιδράσεις πρέπει να ανασκουμπωθής και να δουλέψεις στην «ελεύθερη
αγορά» των θρησκειών. Και η Εκκλησία μας εκπαιδεύθηκε επί δεκαετίες να προσδοκά
από το κράτος να κάνει τον χωροφύλακα των νοοτροπιών και των ηθών. Ιδρυματισμός
λέγεται αυτό ψυχολογικά.
Δεν ήθελα έτσι την Εκκλησία μου.
*Το άρθρο εστάλη πριν από τη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 23ης
Ιανουαρίου.
Προτάσεις για μελέτη κειμένων ή ακουσμάτων που, το καθένα με
διαφορετικό τρόπο, συζητούν και κρίνουν την ισοπεδωτική για τον πολιτισμό
επιστράτευση του «δικαιώματος».
π. Βασιλείου Θερμού, Έλξη και πάθος: μια διεπιστημονική προσέγγιση της
ομοφυλοφιλίας, εκδ. Εν Πλω.
Μαρί Μπαλμαρύ, Η απαγορευμένη θυσία, εκδ. Άγρα.
Μπερενίς Λεβέ, Η θεωρία του φύλου, εκδ. Ποικίλη Στοά
Κριστιάν Φλαβινύ, Θέλω μπαμπά και μαμά, εκδ. Παρρησία
Καρολίν Ελιασέφ, Σελίν Μασσόν, Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού,
εκδ. Κουκκίδα.
Δημήτρη Καραδήμα, Η συζήτηση για την τεκνοθεσία από ζεύγη ομοφύλων και το
παιδευτικό της μήνυμα: «τα δικαιώματα των παιδιών» ή «το Δικαίωμα του παιδιού»; https://www.esos.gr/arthra/86445
Συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου στο ραδιόφωνο του Σκάι, 19-1-2024.
6 σχόλια:
Δεν θα πρέπη να κάνουμε το αφετηριακό λάθος στη συλλογιστική μας, να θεωρούμε ότι η προγενέστερη θέσπιση της ποινικοποίησης της μοιχείας ωφειλόταν στη χριστιανική θεώρησή της ως αμαρτίας. Όπως άλλωστε και της βλασφημίας των θείων.
Και στις δύο περιπτώσεις η στόχευση του νομοθέτη ήταν καθαρά κοινωνική. Στην περίπτωση της ποινικοποίησης της μοιχείας η προάσπιση της οικογένειας και στην αντίστοιχη της βλασφημίας των θείων η προάσπιση της κοινωνικής ειρήνης και η αποτροπή αυτοδικιών από όσους εκλαμβάνουν την προσβολή των θείων ως προσβολή των υψίστων ιδανικών και αξιών τους.
Το εάν οι συγκεκριμένες ποινικοποιήσεις υπήρξαν επιτυχείς ή ατυχείς ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης, της οποίας η απάντηση ούτε εύκολη είναι, ούτε βέβαια αυτονόητη.
Θα παρακαλούσα πολύ τον π.Βασίλειο να απαντήσει στο παρακάτω σχόλιο που έκανε ένα εικοσάχρονο παιδί όταν του έστειλα το άρθρο του.
"Πολυ καλος και πολυ σωστος σε αυτα που λεει για την αντιμετωπιση της εκκλησιας. Παρολα αυτα δεν μπορει να συγκρινει τον γαμο ομοφυλοφυλων με την αιμομιξια. Επισης μου φαινεται ακυρο το επιχειρημα της εργαλειοποιησης της παρενθετης μητερας, γιατι δεν ειδα να μας ενοχλει οταν χρησιμοποιειται για να κανει παιδια σε ετεροφυλα ζευγαρια. Τελος παντων, το μονο σιγουρο ειναι οτι πρεπει να γινει ερευνα και να μιλησουν οι ειδικοι πριν παρθει καποια αποφαση. Απλα αυτο που με τρελαινει ειναι οτι τα ετεροφυλα ζευγαρια εχουν δικαιωμα να κανουν οσα παιδια θελουν ανεξαρτητα απο το αν ειναι τρελοι, αν εχουν ψυχολογικα ή ψυχιατρικα προβληματα, αν βιαζουν και κακοποιουν τα παιδια τους ή οτιδηποτε αντιστοιχο, απλα και μονο επειδη ειναι αντρας και γυναικα. Εκει δεν καταστρεφεται για παντα η ζωή του παιδιου? Δεν ξερω ποια θα ηταν η λυση σε αυτο που λεω, αλλα δεν γινεται καν λογος για αυτο. Δεν τιθεται θεμα που σχεδον ολοι οι νεοι σημερα εχουν ψυχολογικα και τραυματα και που οι ψυχολογοι και οι ψυχιατροι δεν εχουν καμια θεση στην ζωη των ελληνων. Και πες δυσκολο να ελεγχθει το ψυχολογικο προφιλ των ανθρωπων που γινονται γονεις. Με τους ρομά γιατι δεν γινεται τιποτα? Που γεννανε χιλια παιδια, τα εκμεταλλευονται, τα κακοποιουν και αυτο το πραγμα διαιωνιζεται και αυξανεται εκθετικα. Αυτο που θελω να πω ειναι οτι ασχολουμαστε τοοοσο πολυ με κατι που ειδικα στην ελληνικη κοινωνια θα συμβει σε πολυ μικρο ποσοστο και που δεν θα εχει σιγουρα τοσο καταστρεπτικα αποτελεσματα με αυτα που εχουν αυτα που ειπα πριν. Δε λεω να μην ασχοληθουμε και να μη το ψαξουμε, αλλα ελεος συμβαινουν τοσα ασχημα, εχουμε τοσα προβληματα σαν κοινωνια και αφιερωνουν ολη τους την προσοχη εκει"
Εάν θεσμοθετείται επίσημα η ένωση ατόμων του ιδίου φύλου ως "γάμος" στο όνομα του δικαιώματος συναινούντων ενηλίκων, με ποια λογική θα αρνηθούμε το ίδιο μεταξύ συναινούντων ενηλίκων που συνδέονται με δεσμούς αίματος (αιμομιξία), π.χ. πατέρας με τον γιο ή την κόρη του, ή μητέρα με τον γιο ή την κόρη της; Και πώς θα αμφισβητήσουμε το δικαίωμα συναινούντων ενηλίκων σε "γάμο" πολλαπλών ατόμων ταυτόχρονα; Οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει για τα καλά και το πράμα δεν συμμαζεύεται. Γιατί ο "γάμος" μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου έχει λιγότερη απαξία από τον "γάμο" εξ αίματος συγγενών πρώτου βαθμού ή την πολυγαμία;
Καλημέρα σας, ευχαριστώ για τις ερωτήσεις και απαντώ. 1) Ούτε κατά διάνοια δεν συγκρίνω τη ομοφυλοφιλία με την αιμομιξία, νόμιζα πως ήταν προφανές. Μιλώ για τα κριτήρια νομοθέτησης: όταν τα κριτήρια φθαρούν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οτιδήποτε. 2) Η παρένθετη μητρότητα αποτελεί πρόβλημα και για τα ετερόφυλα ζευγάρια σε αρκετές περιπτώσεις. Πρέπει να πληρούνται πολλές προϋποθέσεις για να γίνει δεκτή ηθικά, και αυτές τις προέβλεψε ο ισχύων νόμος. 3) Ο καημός του νέου είναι απολύτως εύλογος. Παρ' όλα αυτά θυμίζω ότι σε όλες τις παρεμβάσεις μου το επιχείρημά μου ποτέ δεν είναι πως οι ομοφυλόφιλοι δεν θα είναι καλοί γονείς - το αντίθετο, μερικοί θα είναι άριστοι. Ακριβώς για τον λόγο τον οποίο επισημαίνει, την κατάντια της ετερόφυλης γονεϊκότητας, ασχολούμαι μόνο με τις μακροπρόθεσμες δυνητικές επιπτώσεις της αλλαγής στην κοινωνία εν γένει. Άλλωστε η αδράνεια της πολιτείας και της κοινωνίας ως προς την ποιότητα των γονέων δεν μπορεί να αναπληρωθή με άλλο λάθος. Δεν θέλουμε εξίσωση προς τα κάτω.
π. Βασίλειος Θερμός
Ψύχραιμη φωνή και μελετημένος νους! Αυτά δηλώνονται από το κείμενο! Και είναι γενικώς είδη εν ανεπαρκεία.
γδμ
"Σίμων Ιωνά αγαπάς με; Ποίμαινε τα πρόβατά μου"
Σεβαστέ π. Βασίλειε,
συγχωρέστε με αλλά δεν το καταλαβαίνω αυτό το "Δεν θα μιλήσω ως θεολόγος και κληρικός, διότι τους πολιτικούς και μέρος της κοινωνίας αυτό δεν τους ενδιαφέρει".
Και το "μαθητεύσατε πάντα τα έθνη", εντολή πού δόθηκε στους μαθητές και αποστόλους δια στόματος Ιησού Χριστού με διαχρονική ισχύ πού πάει;
Κι αν δεν μιλήσετε θεολογικά εσείς, οι ορισμένοι και ταγμένοι στην υπηρεσία του Θεού, σ´αυτούς που νομοθετούν και επηρεάζουν με τις επιλογές τους το σύνολο της κοινωνίας, τότε σε ποιους θα μιλήσετε;
Αν δεν μιλήσετε εσείς, για το ποιο είναι το θέλημα του Θεού και αν αυτό καταστρατηγείται με τις αποφάσεις τους τότε ποιος θα τους ανοίξει τα πνευματικά μάτια για να δουν τα λάθη τους και να αλλάξουν πορεία;
Σεβαστέ π. Βασίλειε,
φαντάζει αδιανόητο και ασύλληπτο για ανθρώπινο νου, να "σπρώχνονται" συνάνθρωποί μας στο βούρκο της επάρατης και θεομίσητης αυτής αμαρτίας, με νομοθετήματα και τις "ευλογίες" της Πολιτείας και των εντεταλμένων οργάνων της, κι εμείς να μην προσευχόμαστε νυχθημερόν με θερμά δάκρυα και λυγμούς γονατιστοί μπροστά στην εικόνα του Χριστού,της Παναγίας και των αγίων μας, να δείξουν έλεος και να μας λυπηθούν για τις πολλές αμαρτίες μας.
Αν πράγματι πιστεύαμε σε Χριστό και κατανοούσαμε το μέγεθος της αμαρτίας ταύτης, την απαξίωση των γραπτών και άγραφων νόμων του Θεού, την καταπάτηση της ηθικής και τη διαφθορά που θα επιφέρει στα παιδιά, στους νέους και στην κοινωνία ολόκληρη, η μετάνοια των Νινευιτών έπρεπε να ωχριούσε μπροστά στη μετάνοια που θα κηρύτταμε εμείς.
Ξεχνάμε ότι για τα παιδιά ο Χριστός είπε ότι είναι τα μόνα άξια της βασιλείας Του;
Κι εμείς τί πάμε να κάνουμε;
"Διάπλαση των Παίδων" με νομοθετήματα-διαφθορεία.
Θέλω να πιστεύω πως καθόλου δεν αμφιβάλλετε για τη δίκαιη οργή του Θεού που επισωρεύεται στα κεφάλια μας για την απενοχοποίηση, νομιμοποίηση, επικράτηση και επιβολή του σοδομισμού ως φυσιολογικής για τους ανθρώπους κατάστασης.
Μιας κατάστασης όμως που "εναρμονίζεται" σε πλήρη αντίθεση και εναντίωση με το θέλημα του Θεού που εποίησε άρσεν και θήλυ.
Σεβαστέ π. Βασίλειε,
ας αναρωτηθούμε όλοι με το χέρι στην καρδιά.
Πού οδηγούμαστε;
Πού και πότε θα σταματήσει ο πνευματικός κατήφορος που πήραμε;
Τί κοινωνία θα κληροδοτήσουμε στις επερχόμενες γενιές;
Πότε θα εννοήσουμε το μήνυμα του "ου γαρ έχομεν ώδε ΜΕΝΟΥΣΑΝ πόλιν αλλά την ΜΕΛΛΟΥΣΑΝ επιζητούμεν";
Πότε θα καταλάβουμε το τι εστί τα "καλά και συμφέροντα των ψυχών και των σωμάτων ημών";
Με όλα αυτά άραγε, έχουμε σκεφτεί τί απολογία θα δώσουμε στον Κύριο εν ώρα κρίσεως;
Σεβαστέ π. Βασίλειε,
επικαλούμενος την ευχή σας, ζητώ την επιείκειά σας για την αυθάδειά μου.
Με σεβασμό κι εκτίμηση
Θεόδωρος Σ.
Δημοσίευση σχολίου