Κυριακὴ ΙΖ΄ Ματθαίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
(Τὶς δύο προηγούμενες Κυριακὲς
εἴδαμε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἑνὸς Χριστιανοῦ εἶνε τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾷ τὸ
Χριστό· εἴδαμε ἀκόμη καὶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε. Ἂς
δοῦμε τώρα καὶ πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη πρὸς αὐτόν)
Ἐὰν τὴν ὥρα αὐτή, ἀγαπητοί
μου, εἶχα κάποιο κλειδὶ καὶ ἄνοιγα τὶς καρδιές σας, τί ἆραγε θὰ εὕρισκα μέσα;
Ζητῶ στὴν καρδιά σας μιὰ θέσι γιὰ τὸ Χριστό. Εἴδατε καμμιὰ φορὰ στὰ λεωφορεῖα;
κάθονται νεώτεροι, μπαίνει κάποιος ποὺ ἔχει ἀνάγκη, κανείς δὲν παραχωρεῖ
θέσι, κι ἀκούγεται τότε ἡ φωνὴ «Μιὰ θέσι παρακαλῶ!». Ἔτσι κ᾿ ἐδῶ. Ὅλες οἱ
θέσεις τῆς καρδιᾶς μας εἶνε κατειλημμένες ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια πράγματα. Μία θέσι γιὰ
τὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει. Δὲν τὸν ἀγαποῦμε δυστυχῶς.
⃝ Ἂν ἀγαπούσαμε πραγματικὰ τὸ Χριστό! ἡ
ἀγάπη δὲν κρύβεται. Εἶνε ὅπως τὸ φῶς, φαίνεται· εἶνε ὅπως ὁ ἦχος, ἀκούγεται·
εἶνε ὅπως ἡ φωτιά, θερμαίνει. Δὲν κρύβεται ἡ ἀγάπη. Ἂν εἴχαμε ἀγάπη στὸ
Χριστό, θὰ φαινόταν. Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη; Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ
με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14,15).
⃝ Ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀγάπη, ἐπιδιώκουν τὴ συνάντησι μεταξύ τους. Ὁ χωρισμὸς τοὺς πονάει· προσπαθοῦν νὰ βρίσκουν εὐκαιρία συναντήσεως. Κι ὅταν συναντῶνται, κάθονται καὶ κουβεντιάζουν ὧρες ὁλόκληρες. Ἂν λοιπὸν εἴχαμε ἀγάπη, θὰ προσπαθούσαμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ βροῦμε εὐκαιρία νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸ Χριστό. Ποῦ μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε;
* Συναντώμεθα μαζί του τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Τότε τὸ σκουλήκι, ὁ ἄνθρωπος, συνομιλεῖ μὲ τὸν Κύριο καὶ Δημιουργό του.
* Συναντώμεθα στὴ μελέτη τῆς Γραφῆς. Ὅταν ἀνοίγῃς καὶ διαβάζῃς, ἀκοῦς τὴ φωνή του.
* Τὸν συναντοῦμε ἀκόμη στὸν ἐκκλησιασμό.
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,2-3).
* Συναντώμεθα μὲ τὸ Χριστὸ ἐπίσης στὴν ἐλεημοσύνη.
Κάθε φορὰ ποῦ ἐλεεῖς τὸ φτωχό, εἶνε σὰν νὰ συναντᾷς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
* Ἡ μεγαλύτερη ὅμως συνάντησι μὲ τὸ Χριστὸ
γίνεται «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. 24,35), στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας.
Τότε, ὅταν κοινωνοῦμε ἀξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του, νιώθουμε τὴν καρδιά μας νὰ
φλέγεται γι᾿ αὐτόν, ὅπως οἱ δύο μαθηταὶ ποὺ πορεύονταν πρὸς Ἐμμαούς, καὶ θὰ
λέμε κ᾿ ἐμεῖς· Κύριε, «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν» (ἔ.ἀ. 24,29).
⃝ Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, τίποτα δὲν θὰ
μᾶς χώριζε ἀπὸ κοντά του. Καμμιά ἄλλη ἀγάπη ἀλλὰ καὶ κανένας φόβος. Τὸ ᾎσμα τῶν
ᾀσμάτων, τὸ ποιητικώτατο αὐτὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λέει ἕνα σπουδαῖο
λόγο γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτή, ἀλλὰ διεφθαρμένοι τύποι παρεξηγοῦν τὸ θεόπνευστο
βιβλίο· νομίζουν ὅτι ἔχει θέμα τὸν ἐπίγειο ἔρωτα. Ὄχι, ὄχι. Τὸ ᾎσμα θέμα ἔχει
τὴν ἀγάπη τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν» (κάθ. Μ.
Τρίτης). Στὸ ᾎσμα ᾀσμάτων λοιπὸν διαβάζουμε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε τόσο δυνατή, ὥστε
νικᾷ καὶ τὸ θάνατο· «Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Ποταμοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ
σβήσουν (ᾎσμ. 8,6-7). Γι᾿ αὐτὸ καμμιά δύναμι (δαίμονες, ἄνθρωποι, οὐράνια, ἐπίγεια),
δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ χωρίσῃ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Τίς ἡμᾶς
χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ῥωμ. 8,35).
⃝ Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, δὲν θὰ
δεχόμασταν προσβολὴ τοῦ ὀνόματός του. Ὄχι μόνο ἐμεῖς δὲν θὰ βλαστημούσαμε ποτέ
τὸ ἅγιο ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέπαμε σὲ κανέναν ἄλλο νὰ τὸ κάνῃ. Ἀδελφοί
μου, στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὸ βῆμα, νὰ πάω στὸ κελλί μου νὰ
κλάψω. Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, θὰ λέγαμε σὲ κάθε βλάσφημο· Νὰ πλένῃς τὸ
στόμα σου γιὰ ν᾿ ἀναφέρῃς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας! Στὴν Ἀβησσυνία
δὲν ὑπάρχει Χριστιανὸς νὰ βλαστημάῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ τὸ ὄνομά του τὸ ὑβρίζουν
ὄχι μόνο ἄσημοι ἀλλὰ καὶ χείλη ἐπίσημα, ἄνθρωποι ποὺ ἔπρεπε νὰ δίνουν τὸ
παράδειγμα τοῦ σεβασμοῦ. Ἂν ὑπῆρχε ἐκκλησία ζῶσα, θὰ στεκόταν στὴν πόρτα ὁ ἐπίσκοπος
ἢ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ ἔλεγε σὲ τέτοιους βλασφήμους· Ἄλτ! δὲν ἔχετε θέσι στὸ ναό… Ἀλλὰ
γιατί πηγαίνω στὰ ἐπίσημα πρόσωπα; Ἂς κατέβω, ἂς προσγειωθῶ. Γυναῖκες, ποὺ ἀκοῦτε
τοὺς ἄντρες σας νὰ βλαστημοῦν τὸ Χριστὸ κ᾿ ἐσεῖς τοὺς χαϊδεύετε, θὰ κολαστῆτε·
γιατὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔχετε τὴν ἀγάπη τοῦ συζύγου. Κ᾿ ἐσεῖς,
πατεράδες, ποὺ ἀκοῦτε τὰ παιδιά σας νὰ βλαστημοῦν τὸ Χριστὸ καὶ δὲν τὰ
σωφρονίζετε, θὰ κολαστῆτε. Κ᾿ ἐσεῖς, ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ βλέπετε τὸ ποίμνιό
σας νὰ ἀσεβῇ στὸ Θεὸ καὶ δὲν τὸ ἐπιπλήττετε, θὰ κολαστῆτε. Ὁ Κύριος τὸ εἶπε· Ὅποιος
δὲν μ᾽ ἀγαπᾷ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν πατέρα του, τὰ παιδιά του, αὐτὸς δὲν
εἶνε ἄξιος νὰ ὀνομάζεται μαθητής μου (βλ. Ματθ. 10,37-38).
* * *
Σὲ κάποιο μέρος τῆς Εὐρώπης ἕνας
ζωγράφος ζωγράφιζε αἰσχρὲς εἰκόνες. Κάποτε ὅμως μετανόησε· πῆρε τὶς εἰκόνες ἐκεῖνες,
ἔβαλε φωτιὰ καὶ τὶς ἔκαψε. Μετὰ κλείστηκε στὸ ἀτελιέ του καὶ εἶπε· Κύριε, ὣς
τώρα ζωγράφιζα ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ σκανδάλισα τὸν κόσμο· ἀπὸ ᾿δῶ κ᾿ ἐμπρὸς θὰ
ζωγραφίζω μόνο ἐσένα. Πῆρε λοιπὸν τὸ πινέλλο κι ἄρχισε νὰ ζωγραφίζῃ τὸν Ἐσταυρωμένο.
Κάθε πινελλιὰ καὶ δάκρυ· ἔτρεχαν τὰ μάτια του καὶ τὰ δάκρυα ἔσμιγαν μὲ τὰ
χρώματα. (Ἔτσι, ἀδέρφια μου, ζωγράφιζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὶς ἅγιες εἰκόνες
στὸ Βυζάντιο. Τώρα οἱ ζωγράφοι, κοσμικοί, ὅπως ζωγραφίζουν μιὰ σημερινὴ γυναῖκα,
ζωγραφίζουν καὶ τὴν Παναγία μας· καὶ τὴν ὥρα ποὺ δουλεύουν ἔχουν στὸ στόμα τὸ
τσιγάρο. Ὄχι ἔτσι. Αὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν εἶνε ἁγιασμένες. Ἁγιασμένες εἶνε ἐκεῖνες
τοῦ Βυζαντίου, τότε ποὺ ταπεινοὶ καλόγεροι, μὲ νηστεῖες καὶ δάκρυα ζωγράφιζαν τὸ
Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους.) Ὁ ζωγράφος λοιπὸν αὐτὸς ζωγράφιζε. Κ᾽ ἦταν
τόσο ἐπιτυχημένη ἡ ζωγραφιά, ποὺ ἅμα ἔβλεπες τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦσες νὰ μὴ
συγκινηθῇς. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ συγκινοῦσε περισσότερο, εἶνε ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα
τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔγραψε· «Χριστιανέ, τόσα ἔπαθα γιὰ σένα· σὺ τί ἔκανες γιὰ
μένα;». Αὐτὸ εἶνε τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ἕνα παράπονο ποὺ διατυπώνεται πρὸς ὅλους
μας. Ἰδίως τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, δύο παράπονα ἀκούγονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ·
� Τὸ ἕνα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλο τὸ λαό μας, τὸν ὁποῖο
κατ᾿ ἐπανάληψιν ἔχει εὐεργετήσει ὁ Κύριος. Γιατὶ ἂν ζοῦμε πάνω σὲ τούτη τὴ φλούδα
τῆς γῆς, αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴν εὐφυΐα ἢ στὴν ἀνδρεία ἢ στὰ πλούτη μας· τὸ ὀφείλουμε
στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὁ εὐεργέτης τῆς πατρίδος μας. Σ᾿ αὐτὸ τὸ λαὸ ὁ
Χριστός μας, πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα, μὲ τὰ χείλη
διψασμένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, ἐκφράζει παράπονο, τὸ
ἴδιο παράπονο ποὺ ἐξέφρασε καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους. Σὰν νὰ τὸν ἀκοῦμε· «Λαός
μου, τί ἐποίησά σοι»! Τί εὐεργεσίες σοῦ ἔκανα, λαέ μου! Κι ὅμως ἐσὺ «τί μοι ἀνταπέδωκας;
ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με
προσηλώσατε» (ὄρθρ. Μ. Παρασκ., ιβ΄ ἀντίφ.). Τὸ ἕνα παράπονο εἶνε αὐτό.
� Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάποιο ἄλλο παράπονο. Ὄχι
πλέον πρὸς ὅλο τὸ λαό, ἀλλὰ πρὸς τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ
Χριστὸς στὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸν εἶχε ἀρνηθῆ. Ὅταν τὸν συνάντησε μετὰ τὴν Ἀνάστασι,
τοῦ ἔκανε ἕνα ἐρώτημα. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὑπενθυμίζω κ᾿ ἐγὼ σ᾿ ἐσᾶς. Καὶ μὴν
κοιμηθῆτε ἀπόψε, ἐὰν δὲν δώσετε τὴν ἀπάντησι σ᾿ αὐτό. ῾Ρώτησε ὁ Χριστὸς τότε
τρεῖς φορές· «Φιλεῖς με;», μὲ ἀγαπᾷς; (Ἰω. 21,15-17).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Σὲ ὅλους καὶ στὸν
καθένα ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα «Φιλεῖς με;». Ξέρω πολὺ καλά·
πολλὰ πράγματα ἀγαπᾶτε στὸν κόσμο. Ἀγαπᾶτε οἱ ἄντρες τὶς γυναῖκες σας, οἱ
γυναῖκες τοὺς ἄντρες σας, οἱ μανάδες τὰ παιδιά σας· λαχταρᾶνε, πονᾶνε οἱ
καρδιές σας. Ἀλλ᾿ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο, ἐὰν μέσα στὴν καρδιά μας δὲν ὑπάρχῃ ἔστω ἕνα
μόριο ἀγάπης πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο. Μάταιη τότε ἡ ζωή. Μόνο χυδαῖες ψυχὲς δὲν
μποροῦν ν᾿ ἀγαπήσουν τὸ Χριστό.
«Φιλεῖς με;». Σκεφτῆτε τὸ ἐρώτημα αὐτὸ
καὶ ἀπαντῆστε. Πέστε στὸν Κύριο· Κύριε, ἀργήσαμε· πέρασαν τὰ χρόνια μας σὲ
ψεύτικες ἀγάπες, ποὺ ποτίζουν πικρία καὶ δηλητήριο. Κύριε, ἀργὰ σὲ ἀγαπήσαμε. Ἀλλ᾿
ἀπὸ σήμερα θὰ σὲ ἀγαπήσουμε ὅπως σὲ ἀγάπησαν οἱ μάρτυρες, ὅπως ἡ ἁμαρτωλὴ
γυναίκα, ὅπως ὁ λῃστής. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, τὴ Μεγάλη Παρασκευή, μαζὶ μὲ
τὸ λῃστή, νὰ δώσουμε ἀπάντησι στὸν Κύριο καὶ νὰ τοῦ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Κύριε, σὲ ἀγαποῦμε,
σὲ λατρεύουμε, σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας. «Μνήσθητί» μας, «Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ
βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου