Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Ὁ Νηπιοβαπτισμός. Διατί καθιερώθη; Τελεῖται ἀπροϋπόθετα; - π. Συμεών Χατζῆς

Ὁ Νηπιοβαπτισμός. Διατί καθιερώθη;
Τελεῖται ἀπροϋπόθετα;
(κύριον βοήθημα: Γ. Μαυρομμάτη «Λουτρόν παλιγγενεσίας, τό Βάπτισμα»)
 
Ἀρχιμ. Συμεών Χατζῆς
Ἡγούμενος τῆς Βυζαντινῆς
Ἱερᾶς Μονῆς Γηροκομείου,
πτυχ. Θεολογίας -Νομικῆς Ε.Κ.Π.Α.


Η Ἐκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς Της, τήν ἡμέρα δηλαδή τῆς Πεντηκοστής, ἴσως ἐβάπτιζε καί παιδιά.

Ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν προτεσταντικές παραφυάδες πού ἀρνοῦνται νά βαπτίσουν τά παιδιά καί ἀπομακρύνονται καί στό θέμα αὐτό ἀπό τήν πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βαπτίζοντας τά παιδιά, ὑπό ὡρισμένας βεβαίως προϋποθέσεις, συνεχίζει τήν τακτική τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.

Ὁ νηπιοβαπτισμός γενικεύθηκε στήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τόν 6ον αἰῶνα. Ὑπάρχουν δέ καί μαρτυρίες ἁγίων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού ἔζησαν σέ παλαιότερους ἀκόμη αἰῶνας πού συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ Νηπιοβαπτισμοῦ.

Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Εἰρηναῖος (γεννήθηκε το 140 μ.Χ.) στό «κατά τῶν αἱρέσεων» ἔργο του σημειώνει: «Ἀναγεννῶνται στό Θεό νήπια, παιδιά, νέοι, καί γέροντες» (Β΄ 22).

Ὁ Ὠριγένης, ἄλλος ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς (185-254 μ.Χ.), στήν ἑρμηνεία του τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, παρατηρεῖ ὅτι τό βάπτισμα τῶν παιδιῶν εἶναι Ἀποστολική παράδοση. Λέγει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος γεννώμενος φέρνει ἐπάνω του ἀκαθαρσία καί τύπο, ἀφοῦ ἡ Ἁγ. Γραφή βεβαιώνει ὅτι «Οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου» (Ἰωβ. 14,4), καί προσθέτει: «Διώχνει κανείς τόν ρύπο μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματυος. Γι΄ αὐτό καί βαπτίζονται παιδιά» (Ὑπόμνημα στήν πρός Ρωμ. ἐπιστολή, βλ. Π. Τρεμπέλλα, Δογματική, τόμ. 3ος σελ. 114).

Καί ὁ ἅγ. Ἱερομάρτυς Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος (248 -258) ἰσχυρίζεται ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἐμποδίζωνται τά νήπια ἀπό τό Βάπτισμα, ἀφοῦ καί αὐτά φέρουν ἐπάνω τους, ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, τόν μολυσμό τοῦ θανάτου τῆς ἀρχαίας παραβάσεως (ἐπιστ. 59). Καί προσθέτει: «Ἄν οἱ ἡλικιωμένοι ἀνθρωποι ἀξιώνωνται νά πάρουν τή χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἀκόμη και αὐτοί που πρίν ἀπό τό Βάπτισμα εἶχαν πέσει σέ μεγάλα ἐγκλήματα, πόσο μᾶλλον πρέπει νά ἀξιώνωνται νά πάρουν τή χάρη του Βαπτίσματος τά παιδιά, πού οἰκειοθελῶς δέν ἁμάρτησαν, καί ἀπλῶς εἶναι μέτοχα μόνο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖο εἶναι ξένο πρός τη θέλησή τους»; (Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου:»’Εφόδιον Ὀρθοδοξίας», σελ. 174,175).

Καί ὁ Ἱ. Αὐγουστῖνος (354-430 μ.Χ.) εἶναι σύμφωνος μέ τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας νά βαπτίζη καί τά βρέφη, γι΄ αὐτό παρατηρεῖ: «Ἡ Ἐκκλησία δίδει στά βρέφη πόδια ἀλλων γιά νά ἔρχονται κοντά της, καρδιές ἄλλων γιά νά πιστεύουν, καί γλῶσσα ἄλλων γιά νά ὁμολογοῦν» (στό ἔργο του De Baptismo).

Ἀλλά ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅταν δέν ἀπέκλειε ἀπό τό Βάπτισμα τά παιδιά ἀκολουθοῦσε σαφῶς ἀποστολική παράδοση. Ἐβάπτιζε τα παιδιά, ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν χριστιανικές οἰκογένειες. Ἔχουμε σχετικές μαρτυρίες ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ σ΄αὐτήν ἀναφέρονται βαπτίσεις ὁλόκληρων οἰκογνειῶν. Στίς οἰκογένειες αὐτές προφανῶς θά ὑπῆρχαν καί νήπια.

Ἡ Καινή Διαθήκη κάνει λόγον γιά τή βάπτιση Ἑκατοντάρχου τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Κορνηλίου, τόν ὁποῖο βάπτισε μαζί μέ τήν οἰκογένειά του ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἐνῶ ὁ Πέτρος ὡμιλοῦσε στό σπίτι τοῦ Ἑκατοντάρχου Κορνηλίου -γράφουν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων - κατέβηκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπάνω εἰς ὅλους πού ἄκουαν τή διδασκαλία καί ἐξεπλάγησαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων πιστοί, ὅσοι εἶχαν ἔλθει μαζί μέ τόν Πέτρον γιά τό ὅτι ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδεται πλούσια καί στούς ἐθνικούς, ἐπειδή τούς ἄκουαν να μιλοῦν γλῶσσες καί να δοξάζουν τόν Θεόν. Τότε εἶπε ὁ Πέτρος: Μήπως μπορεῖ κανείς νά ἐμποδίσει τό νερό νά μή βαπτισθοῦν αὐτοί πού ἔλαβαν τό πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς ἡμεῖς;». Καί διέταξε νά βαπτισθοῦν εἰς τό ὅνομα τοῦ Κυρίου»( Πρ. 10:44-48) Προβλ. Πράξεις 11:13-14).

Τό ἴδιο βιβλίο τῆς Κ.Δ., αἱ Πράξεις δηλ. τῶν Ἀποστόλων, κάνει λόγο καί γιά τή βάπτιση τῆς οἰκογενείας τῆς ἁγίας Λυδίας, τῆς πορφυροπόλιδος τῶν Φιλίππων τῆς Μακεδονίας, καθώς καί τοῦ δεσμοφύλακα τῆς ἰδίας πόλεως.

Γιά τή βάπτιση τῆς οἰκογενείας τῆς Λυδίας γράφονται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων τά ἐξῆς: «Κάποια γυναίκα, πού τήν ἔλεγαν Λυδία καί πού πωλοῦσε πορφυρά πολύτιμα ὑφάσματα καί ἦταν θεοσεβής, ἄκουε, καί ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τήν καρδιά διά νά προσέχει εἰς ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν βαπτίσθηκε αὐτή καί ὅλη ἡ οἰκογένειά της μᾶς παρεκάλεσε λέγοντας: «Ἐάν μέ ἐκρίνατε ὅτι εἶμαι πιστή εἰςτόν Κύριο, ἐλᾶτε νά μείνετε εἰς τό σπίστι μου» (16:14-15). Καί μέ ἐπίμονες παρακλήσεις μᾶς ἀνάγκασε νά μείνωμε στό σπίτι της. (Πραξ. 16:14-15).

Διά δέ τήν βάπτιση τῆς οἰκογενείας τοῦ δεσμοφύλακα τῶν Φιλίππων, γράφει: «...Καί ἐκήρυξαν σ’ αὐτόν (στόν δεσμοφύλακα) τόν λόγον τοῦ Κυρίου (ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας) καί εἰς ὅλους πού ἦσαν εἰς τό σπίτι του. Ἐκείνην τήν νυχατερινήν ὥραν τούς ἐπῆρε καί ἔπλυνε τίς πληγές τους καί ἀμέσως κατόπιν ἐβαπτίσθηκε καί αὐτός καί οἱ δικοί του» (Πρ.16:32-33).

Στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή ὁ Ἀπόστ. Παῦλος παρέχει τήν πληροφορία ὅτι ἐβάπτισε ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια κάποιου Στεφανᾶ («ἐβάπτισα στήν Κόρινθο -λέγει-καί τόν Στεφανᾶ οἶκον»(1:16).

Ἡ Ἐκκλησία μέ τό νά δέχεται νά βαπτίζη τά παιδιά καί μετά τη βάπτιση μάλιστα νά προσφέρη σ΄ αὐτά καί τά ἄχραντα Μυστήρια ἀποδεικνύει ὅτι δέν περιφρονεῖ τά παιδιά οὔτε καί αὐτά ἀκόμη τά νήπια. Ἡ Ἐκκλησία μέ τό νηπιοβαπτισμό διακηρύσσει τήν πίστη Της ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἀνεξαρτήτως ἡλικίας καί διανοητικῆς καταστάσεως εἶναι κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος, καί προσκαλεσμένο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι πού λόγῳ ἡλικίας ἤ δι΄ ἄλλους λόγους δέν εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν ἀλήθειες καί πραγματικότητες πού μπορεῖ ν΄ ἀντιληφθῆ ἕνας ἡλικιωμένος καί ἕνας εὐπαίδευτος ἄνθρωπος, εἶναι παρά ταῦτα σέ θέση νά δεχθοῦν τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν εὐλογίαν Του καί τήν προστασίαν Του.

Δέν ἀπορρίπτρει κανέναν ἡ Ἐκκλησία. Οὔτε διαθέτει «πνευματικούς κεάδες», οὐτε ἀκόμη καί γιά τούς διανοητικά καθυστερημένους καί πνευματικά ἀναπήρους.

Ὁ ἵδιος ὁ Χριστός μέ πολλή ἀγάπη καί ἀγκάλιασε καί κατεφίλησε ἀλλά καί εὐλόγησε τά παιδιά καί τά βρέφη. Ἔχουν μεγάλη σημασία ὅχι μόνον γιά τό θέμα μας, μά καί γενικώτερα γιά τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν περί τοῦ ἀνθρώπου δηλ. διδασκαλία Της, τά ὅσα μᾶς διηγοῦνται οἱ τρεῖς πρῶτοι Εὐαγγελισταί γιά τήν ἀπέναντι τῶν παιδιῶν στάση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ.

Ἔτσι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος σημειώνει τά παρακάτω σχετικά. «...Τότε Τοῦ ἔφεραν μερικά παιδιά διά νά βάλη ἐπάνω τους τα χέρια Του, νά τά εὐλογήση καί νά προσευχηθῆ γι΄ αὐτά, καί ὅταν οἱ μαθητές Του τούς ἐπέπληξαν, ὁ Κύριος τούς εἶπε: «Ἄφετε τά παιδία καί μή τά ἐμποδίζετε νά ἔλθουν κοντά μου, γιατί ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι γι΄ αὐτούς πού θά γίνουν σάν αὐτά».

Καί ἀφοῦ ἔβαλε τά χέρια Του ἐπάνω τους εὐλογῶντας τα ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ»(Ματθ. 19,13-15).

Νομίζουμε ὅτι στό περιστατικό αὐτό οἱ μαθηταί συμπεριφέρεθησαν κατά τρόπο ἀνάλογο μέ ἐκεῖνον πού συμπεριφέρονται ὅσοι ἀρνοῦνται τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί τό Βάπτισμα στα παιδιά.

Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος διηγεῖται ὡς ἑξῆς τό περί οὗ ὁ λόγος περιστατικό: «Καί τοῦ ἔφεραν τά παιδιά γιά νά τά εὐλογήσει, ἀλλά οἱ μαθητές τούς ἐπετίμησαν. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς εἶδε αὐτό ἀγανάκτησε καί τούς εἶπε: «Ἀφῆστε τά παιδιά νά ἔλθουν σέ Μένα καί μή τά ἐμποδίζετε, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σέ ἀνθρώπους πού εἶναι σάν αὐτά. Ἀλήθεια σᾶς λέγω. Ἐκεῖνος πού δέν θά δεχθῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σάν παιδί, δέν θά μπεῖ σ΄ αὐτήν». Καί ἀφοῦ τά ἀγκάλιασε ἔβαλε τά χέρια Του ἐπάνω τους καί τά εὐλογοῦσε («κατευλόγει αὐτά») Μάρκ. 10:13-16.

Καί στό κατά Λουκᾶν ἱερό Εὐαγγέλιο διαβάζομε τά ἑξῆς: «Τότε Τοῦ ἔφεραν καί τά μικρά παιδιά, γιά νά τά εὐλογήση. Ἀλλά ὅταν τούς εἶδαν οἱ μαθηταί τούς ἐπέπληξαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τά ἐκάλεσε κοντά Του καί εἶπε: «Ἀφῆστε τά παιδιά νά ἔλθουν σέ Μένα καί μή τά ἐμποδίζετε· γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σ΄ α’τούς πού μοιάζουν μέ αὐτά. Σᾶς διαβεβαιώνω πώς ὅποιος δέν θά δεχθῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σάν παιδί δέν θά μπεῖ σ΄ αὐτήν» (Λουκᾶ 18:15-17).

Τά λόγια Του «Ἀφῆστε τά παιδιά νά ἔλθουν σ΄ἐμένα, πού εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν οἱ γονεῖς τους ἕφεραν τά βρέφη σ΄ Αὐτόν -δέν πήγαιναν μόνα τους στό Χριστό, ἄλλωστε δέν μποροῦσαν μόνα τους νά πᾶνε, λέγουν πολλά. Ἀλλά καί τό ὅτι ὁ Χριστός κατευλόγησεν αὐτά εἶναι πολύ σημαντικό. Διότι πρός τί ἡ εὐλογία, ἄν καμμιά ὠφέλεια πνευματική δέν θά παρείχετο δι΄ αὐτῆς στά βρέφη, διά τόν λόγον ὅτι δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά πᾶνε μόνα τους στό Χριστό; (Κάποια ἀπό αὐτά ἦταν στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας τους) ἤ ἐπειδή δέν ἐζήτησαν τά βρέφη μόνα τους νά τά πᾶνε στό Χριστό ἤ ἐπειδή δέν ἦταν σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν μέ τίς διανοητικές τους ἱκανότητες τήν ἐνέργεια αὐτή τῶν μητέρων τους καί τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλά στό σημεῖο αὐτό εἶναι χρήσιμο νά ὑπενθυμίσουμε ἐπιπλέον τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιέχει στό Ἁγιολόγιό Της καί Ἁγίους πού ἦταν παιδιά καί σεμνύνεται γι΄ αὐτό. Ὅπως τίς θυγατέρες τῆς Ἁγίας Σοφίας, τήν Πίστιν, τήν Ἐλπίδα καί τήν Ἀγάπη, (ἡ τελευταία ἦταν 9 ἐτῶν), ἤ ὅπως τόν Ἅγιο Κήρυκο πού ἐμαρτύρησε σέ ἡλικία 3 ἐτῶν καί ἄλλους πολλούς.

Ὅταν λοιπόν στούς κόλπους τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας κατέχουν θέσιν, ἐπίζηλον μάλιστα, τά νήπια, ὅταν ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά βρέφη, ὅταν μᾶς προστάζει νά στραφοῦμε καί νά γίνουμε σάν τά παιδιά, μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε στά σοβαρά ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀναγεννήση καί νά καταστήση μέλη τῆς Ἐκκλησίας τά νήπια;

Νομίζουμε ὅτι τά ὅσα ἐλέχθησαν πείθουν ὅτι οἱ αἱρετικοί πού ἀπορρίπτουν τόν Νηπιοβαπτισμό, στηρίζονται κυρίως στήν ἀνθρώπινη λογική καί ὄχι στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί στήν Ἁγία Γραφή καί ὅτι δέν λαμβάνουν ὑπ΄ὄψιν τους τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι». Ἐπειδή δέ στηρίζονται στήν ἀνθρώπινη λογική λέγουν:

Τό νήπιο δέν ἔχει καί δέν μπορεῖ νά ἔχει συνειδητή πίστη, πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνῃ μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Καί δέν θά πρέπει -λέγουν- νά σεβασθοῦμε τήν ἐλευθερία τοῦ μικροῦ, τοῦ ἀναπτυσσομένου ἀνθρώπου; Καί ὁ σεβασμός αὐτός δέν ἀπαιτεῖ νά περιμένουμε νά μεγαλώσει τό παιδί καί νά διαλέξη μόνο του τή θρησκεία πού προτιμᾶ ἤ ἀκόμη καί τήν ἀθεΐα; Ἀλλά πόσοι, ἤ καλύτερα, ποιός ἀπό τούς μεγάλους στήν ἡλικία μπορεῖ νά γνωρίσει καλά ὅλες τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, καί τίς παραφυάδες τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί νά εἶναι σέ θέση μετά νά κάνη τήν ἐπιλογή του; Δέν γνωρίζουμε ἀλήθεια ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν συνανθρώπων μας δέν γνωρίζουν ἤ καλύτερα δέν γνωρίζομεν σ΄ ὅλο τό βάθος καί τό πλάτος οὕτε αὐτή τή θρησκεία, στήν ὁποία ἀπό τή νηπιακή ἡλικία ἀνήκουμε;

Ἐκτός ὅλων αὐτῶν, εἶναι ἀναγκαῖον νά προσθέσουμε καί μερικές ἄλλες σκέψεις καί παρατηρήσεις.

Πράγματι τά νήπια δέν μποροῦν νά ἔχουν συνειδητή πίστη. Ἄλλα δέν ἔχουν καί συνειδητή ἀπιστία! Αὐτό ἄς τό ὑπογραμμίσουμε. Δέν ἀπιστοῦν τά Νήπια. Συνεπῶς δέν ἀντιστέκονται καί δέν ἀντιδροῦν συνειδητά στή χάρη τοῦ Βαπτίσματος. Εἶναι τοῦτο σημαντικόν, ἀφοῦ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν σώζει παρά μόνο ἐκείνους πού συνειδητά ἀντιστέκονται σ΄ αὐτήν.

Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν προσφέρει τά Ἄχραντα Μυστήρια στούς ἐνήλικους βαπτισμένους χριστιανούς, ἐάν οἱ ἴδιοι δέν θέλουν να μεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, οὔτε ἐμποδίζει οὔτε δύναται ἄλλωστε νά ἐμποδίση κάποιον πού εἶχε βαπτισθεῖ νά ἀλλαξοπιστήση ἤ νά ἀρνηθῆ τήν πίστιν του εἰς τόν Χριστόν.

Ἀλλ΄ ἄς ἐπανέλθωμεν εἰς τό θέμα μας.

Εἴχαμε πεῖ ὅτι τά νήπια δέν ἔχουν μέν συνειδητή πίστη ἀλλά δέν ἔχουν καί συνειδητή ἀπιστία. Ἐπομένως δέν ἐμποδίζεται ἡ Θ. Χάρις νά ἐπισκιάση καί νά ἁγιάση τά νήπια.

Ὅταν καί τά ἄψυχα ἀκόμη ἀντικείμενα καί πράγματα δέχονται ἁγιασμό (π.χ. τό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ἐπειδή πάτησε ἐπάνω του ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται «ὄρος ἅγιον» ἀπό τόν Ἀπόστ. Πέτρον (Β΄ Πέτρου 1:18), ὅταν ὁ Ναός τοῦ Θεοῦ λέγεται ἅγιος ἀπό τήν ἁγία Γραφή, ὅταν τά Ἱεροσόλυμα χαρακτηρίζονται «πόλις ἁγία» κ.λ.π.. Ὅταν κατά τόν Ἀπόστ. Παῦλον «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν καί οὐδέν ἀπόβλητον, μετά εὐχαριστίας λαμβάνομεν· ἁγιάζεται γάρ διά λόγου Θεοῦ καί ἐντεύξεως» (Α΄Τιμ. 4,4-5), πόσο περισσότερον δεκτικά ἁγιασμοῦ εἶναι τά ἀνθρὠπινα πλάσματα, πού εἶναι κτισμένα «κατ΄ εἰκόνα» τοῦ ἁγίου Θεοῦ;

Ἀλλά μή ξεχνᾶμε ἐπί πλέον ὅτι τό πᾶν στό μυστήριο τῆς σωτηρίας προέρχεται ἐκ τοῦ Θεοῦ ... Ὁ ἀνθρωπος ἀπλῶς ἀποδέχεται ἤ ἀπορρίπτει τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ πίστι εἶναι δῶρον Θεοῦ, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα διανοητικῆς ἐπεξεργασίας ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό ἀκόμη, τό νά ἀναγνωρίση κάποιος τόν Ἰησοῦ ὡς Κύριον καί ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12,3) κατά τήν Ἁγία Γραφή· Ἅς θυμηθοῦμε τά λόγια πού εἶπε ὁ Χριστός μετά τήν ὁμολογία τοῦ Ἀπ. Πέτρου ὅτι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Ὑιός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος «Μακάριος εἶσαι Σίμων, υἱέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν αλήθεια αὐτή κάποιος ἄνθρωπος, άλλά ο Πατέρας μου ὁ Ἐπουράνιος» (Ματθ.16:17).

Ἡ γνώση πού ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει γιά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀντιληπτικότητά του ἀλλά προσφέρεται ὡς μία ἐνέργεια καί αὐτοφανέρωση του Θεοῦ.

«Οὐ γάρ ἐζητήσαμεν ἀλλ΄ἐζητήθημεν, οὐκ ἐξεζήτησε τό πρόβατον τόν ποιμένα καί ἡ δραχμή τόν οἰκοδεσπότην, ἀλλ΄ Αὐτός ἔκυψεν εἰς τήν γῆν καί εὗρε τήν εἰκόνα...» (Νικολ. Καβάσιλας, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς).

Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω ἡ Ἐκκλησία γιά τόν Νηπιοβαπτισμό ἔλαβε ὑπ΄ ὄψι Της καί τήν πράξη τῆς Ἰσραηλιτικῆς κοινότητος, διότι «ὅσα προανεγράφησαν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ἐγράφησαν γιά τή δική μας διδασκαλία»λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος. (Ρωμ.15:4).

Ἄν κανείς ἤθελε νά γίνη Ἰσραηλίτης ἔπρεπε νά περιτμηθῆ θεληματικά, νά φυλάξη τό Πάσχα καί τίς διατάξεις τοῦ Νόμου κ.λ.π..

Οἱ Ἑβραῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐξ αὐτῶν Φαρισαῖοι ...τριγύριζαν θάλασσαν καί ξηράν γιά νά κάνουν ἕνα προσήλυτον (Ματθ. 23,15), ὁ ὁποῖος ἔπρεπε ἀπαραιτήτως να περιτμηθῆ.

Δέν ἴσχυε ὅμως αὐτό διά τά παιδιά τῶν Ἰσραηλιτῶν. Αὐτά περιτέμνονταν καί τήν 8η ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεώς τους ἐγίνοντο ἀκέραια καί ἰσότιμα μέλη τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, χωρίς φυσικά νά ἀπαιτεῖται ἀπό αὐτά συνειδητή καί ἐλεύθερη ἀποδοχή τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα. Με κύμβαλα καί σάλπιγγες κάλυπταν οἱ μεγαλύτεροι κατά τήν ἡλικία τίς γοερές κραυγές τῶν βρεφῶν, ὅταν ὑφίσταντο τήν περιτομήν.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ Ἐκκλησία. Κάνει διάκριση μεταξύ τῶν νηπίων τῶν χριστιανικῶν οἰκογενειῶν καί τῶν κατηχουμένων ἐνηλίκων. Καί στά μέν πρῶτα ἐφαρμόζει τόν Νηπιοβαπτισμό, στούς δέ δευτέρους τό μετά τήν κατήχησή των βάπτισμα τῶν μεγάλων.

Ὁ Νηπιοβαπτισμός εἶναι ἐπί πλέον ἀπόρροια τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά τέκνα τῶν ἁγίων δηλ. τῶν Χριστιανῶν, εἶναι ἅγια: «Ἡγίασται ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί καί ἡγίασται ἡ γυνή ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· έπεί ἅρα τά τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δέ ἅγιά έστίν {=Μετέχουν ἁγιασμοῦ}(Α΄Κοριν. ζ’14), καί «Ἐάν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία τότε καί τά κλαδιά θά εἶναι ἅγια» (Ρωμ. 11,16).

Οἱ πιστοί γονεῖς στά παιδιά τους δέν παρέχουν μόνον τά ἀναγκαῖα διά τήν σωματική καί διανοητική καί πνευματική ἀνάπτυξή τους ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά. Δέν φροντίζουν μόνο διά τήν σταδική ἔνταξή τους στήν κοινωνία, μέσα στήν ὁποία θά ζήσουν καί τήν προσαρμογή τους στό φυσικό περιβάλλον. Τούς μαθαίνουν ἀκόμη καί κανόνες καλῆς συμπεριφορᾶς, νά λέγουν π.χ. «εὐχαριστῶ», ὅταν κάποιος τούς προσφέρει κάτι, νά ἀγαποῦν τά ἀδέλφια τους, νά κάνουν μικρές δουλειές στό σπίτι τους κ.λ.π.. Τούς μαθαίνουν νά ὁμιλοῦν, τούς δίνουν μερικές ἁπλές γνώσεις, χρήσιμες ὥστόσο διά τήν προφύλαξή τους ἀπό τούς κινδύνους, τούς λέγουν ἱστοριοῦλες γιά τήν ἱστορία τῆς πατρίδος τους κ.λ.π.. Τά τρέφουν μέ τήν κατάλληλη τροφή, καί ὄχι πάντα μέ ἐκείνη πού προτιμοῦν τά παιδιά τους, ἔστω καί ἄν αὐτά ἀντιδροῦν καί κλαῖνε πολλές φορές. Τούς δίνουν φάρμακα, ὅταν ἀρρωσταίνουν, παρά τήν ἀποστροφή τους, πρός αὐτά ἤ καί τίς γοερές κραυγές τους. Καί ὅλα αὐτά γιατί ἡ γνώση τῶν γονέων ἀναπληροῖ τήν ἄγνοια τῶν παιδιῶν. Τό ἴδιο ὅμως κάνουν καί οἱ πιστοί γονεῖς καί γιά τήν μύηση τῶν τέκνων τους στή θρησκευτική ζωή, τή ζωή τῆς πίστεως.

Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος συνιστᾶ στούς γονεῖς νά ἀνατρέφουν τά παιδιά τους «ἐν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου». Ἔτσι τούς μαθαίνουν νά κάνουν τό σταυρό τους καί τήν προσευχή τους· τούς μιλᾶνε γιά τό Θεό, τό Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους. Τά βαπτίζουν, τα πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, τα διδάσκουν νά πιστεύουν στό Θεό καί νά ἐφαρμόζουν τίς ἅγιες ἐντολές Του ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, νά Κοινωνοῦν, ἔστω καί ἄν αὐτά τά ἴδια δέν γνωρίζουν τί ἐπιδιώκουν οἱ γονεῖς των μέ ὅλα αυτά.

Καί ἐδῶ, ὅπως καί στήν περίπτωση τῆς τροφῆς καί τῶν φαρμάκων, τήν ἄγνοια τῶν παιδιῶν τους τήν ἀναπληρώνει ἡ γνῶσις τῶν γονέων των.

Ἄς ἐπαναλάβουμε ἐδῶ τά προαναφερθέντα λόγια τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου: «Ἡ Ἐκκλησία δίνει στά βρέφη πόδια ἄλλων γιά νά ἔρχονται κοντά Της, καρδιές ἄλλων γιά νά πιστεύουν καί γλῶσσες ἄλλων γιά νά ὁμολογοῦν».

«Ἐκ βρέφους τά ἱερά γράμματα οἶδας, τά δυνάμενά σε φωτίσαι», γράφει ὁ Ἀπόστ. Παῦλος στό μαθητή του Τιμόθεο (Β΄ Τιμ. 3,15).

Στήν Ἁγία Γραφή μάλιστα ἔχουμε παραδείγματα ὅπου ἡ πίστη ἑνός μεγάλου στήν ἡλικία ἀναπληρώνει τήν πίστη ἄλλου, ἐπίσης ἐνήλικου. π.χ. Ἡ πίστη τοῦ Ἰαείρου ἀνασταίνει τή νεκρή κόρη του. (Μθ.9:18-26). Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας θεραπεύει τήν κόρη της ἀπό τό δαιμόνιο (Μθ. 15:21-18). Ἡ πίστη τοῦ πατέρα θεραπεύει τόν σεληνιαζόμενο νέο (Μθ. 17:14-21). Ἡ πίστη τῶν τεσσάρων θεραπεύει τόν παραλυτικό (Μκ. 2,1-12) κ.λ.π..

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, σχολιάζοντας τό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ καί εἰδικώτερα τόν στίχο τοῦ Εὐαγγελίου «Ἰδών ὁ Ἱησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν (πού μετέφεραν τόν παραλυτικόν), εἶπεν αὐτῷ: «Ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Λκ.5,20), παρατηρεῖ: «Ἔνεστι καί ἄλλου δι΄ἄλλων πίστιν θεραπεύεσθαι».

Δηλαδή εἶναι δυνατόν μέ τήν πίστιν ἄλλων νά θεραπευθῆ ἄλλος» (βλ. Υπόμν. Π. Τρεμπέλα, εἰς τό κατά Λουκᾶν Εύαγγελ. σελ. 184), ὅταν βεβαίως ὁ ἄλλος ἀδυνατεῖ νά πιστεύση ἤ λόγῳ ἡλικίας ἤ λόγῳ ὑπερβολικῆς ἀσθενείας (βλ. Γ. Μαυρομμάτης «Λουτόν Παλιγγενεσίας» σελ. 148). Ἄς θυμηθοῦμε τίς προσευχές τῆς μητρός τοῦ Ἱ Αὐγουστίνου, Μόνικας, ὑπέρ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς.

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ πολλές θαυμαστές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στή ζωή κάποιου ἀνθρώπου λόγῳ τῶν προσευχῶν καί ἱκεσιῶν πιστῶν καί ἁγίων ὑπέρ αὐτοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία ὡστόσο ἔχουσα βαθεῖα συναίσθηση τοῦ σοβαροῦ θέματος τοῦ Νηπιοβαπτισμοῦ ἐκτός ἀπό τήν εύθύνη πού ἀνέθεσε εἰς τούς πιστούς γονεῖς, ἐθέσπισε καί τόν θεσμόν τοῦ Ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος Ἀνάδοχος, ἀναλαμβάνει σοβαρές ὑποχρεώσεις διά τήν χριστιανικήν διαπαιδαγώγησιν τοὐ Ἀναδεκτοῦ ἤ Ἀναδεκτής του.

Τελειώνουμε μέ τά λόγια τοῦ Ἱεροῦ Πατρός Νικολάου Καβάσιλα που περιέχονται εἰς τό ἔργο του «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».

«Μέ λόγο καί διδασκαλία καί νόμους μόνον δέν θά ἦταν δυνατό νά φθάσουν οἱ ἄνθρωποι στό ζητούμενο τέλος. Ἄν ἦταν δυνατό νά γίνη αὐτό μέ λόγους μόνο, δέν θά χρειάζονταν τά ἐργα, καί μάλιστα τά ὑπερφυῆ, δηλαδή ἡ σάρκωσις καί ἡ σταύρωσις, καί ὁ θάνατος καί ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ».

Τοῦτο ἔγινε σέ μᾶς φανερό ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τούς Πατέρες τῆς εὐσεβείας, τούς Ἀποστόλους δηλαδή. Αὐτοί ἄν καί ἀπήλαυσαν ὅλη τή διδασκαλία, καί μάλιστα ἀπό τόν Σωτῆρα καί εἶδαν τά πάντα... καί τα Πάθη πού ὑπέμεινε γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων, καί πῶς μετά τόν θάνατον ξανάζησε καί πῶς κατέλαβε τόν Οὐρανό, παρά ταῦτα ἐνῶ ἐγνώρισαν ὅλα δέν ἐπέδειξαν τίποτε θυαμστό οὔτε πνευματικό, οὔτε καλύτερο ἀπό τούς παλαιούς, μέχρις ὅτου βαπτίσθηκαν. Ὁταν ὅμως βαπτίσθηκαν καί ἐπεφοίτησε στις ψυχές τους ὁ Παράκλητος, καί αὐτοί οἱ ἴδιοι ἔγιναν νέοι - ἀφοῦ ἔλαβαν νέα ζωή, καί ἀνεδείχθησαν Ἡγέτες τῶν ἄλλων καί ἄναψαν τόν πόθο γιά τό Χριστό στούς ἑαυτούς τους καί στούς ἄλλους. Προηγουμένως ἄν και βρίσκονταν δίπλα στόν Ἥλιο (ἐννοεῖ τό Χριστό) και συμμερίζονταν καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς Του καί τούς λόγους Του, δέν εἶχαν ἀκόμη τήν αἴσθηση τῆς ἀκτῖνος, διότι δέν εἶχαν δεχθῆ ἀκόμη τό πνευματικό λουτρό, το Βάπτισμα.

Κατά τόν ἴδιο μάλιστα τρόπο ἔφερε στήν τελειότητα ὁ Θεός καί ὅλους τούς μετέπειτα ἁγίους. Τόν γνώρισαν καί Τόν ἀγάπησαν ὄχι μέ τήν παρακίνηση γυμνῶν λόγων, ἀλλά ὀδηγηθέντες ἀπό τή δύναμη τοῦ Λουτροῦ (δηλ. του Βαπτίσματος), μέ πλάστη καί ρυθμιστή τόν ἴδιο τόν ἀγαπώμενο, ὁ Ὁποῖος κτίζει καρδιά καθαρά, ἀφαιρεῖ τήν λιθίνη καί δίνει σαρκίνη» (Ἰεζεκιήλ 11,19) Βλέπε και Β΄Κορινθ.3,3.

Δεν υπάρχουν σχόλια: