Me Too!
Ιστορίες που πονάνε
«Αυτό»!
Δεν βρίσκω άλλη λέξη να το ονομάσω. Δεν θέλω να το ονομάσω, γιατί
δεν χωράει σε καμιά λέξη. Καμιά λέξη δεν θα έπρεπε να καταδεχτεί να ονομάσει
κάτι τέτοιο. Γιατί λένε, πως μόλις ονομάσεις το τέρας, θα αρχίσεις τη σχέση
μαζί του. Θα ξεκινήσεις με κάποιον τρόπο να το αποδέχεσαι. Να το βάζεις στα
πράγματα που έχουν ένα όνομα. Και τίποτα από αυτά δε θέλω. Δεν θέλω να έχει
όνομα κάτι τόσο απεχθές.
Και το χειρότερο απ’ όλα, είναι το πώς το ονόμασε ο δράστης. Είχε
την επινόηση λίγο πριν το πράξει, να του δώσει το πιο ωραίο όνομα του κόσμου.
Να του δώσει το όνομα του Θεού.
***
Το Πάσχα που μας πέρασε ήταν αλλιώτικο από όλα όσα είχανε ζήσει ως τα τώρα. Και πρώτα-πρώτα η πασχαλιάτικη λειτουργική εμπειρία. Είχανε ανακαλύψει από τον καιρό της πανδημίας ένα πανέμορφο μικρό εκκλησάκι στην άκρια του δάσους, έξω ακριβώς από το κοιμητήριο της μικρής πόλης. Εκεί πήγανε την πρώτη φορά που άνοιξαν οι εκκλησίες μετά την πανδημία. Εκεί συνέχιζαν να πηγαίνουν και τώρα που ο κορωνοϊός ήταν μόνο ένα κακό όνειρο. Πήγαν και φέτος και το καταχάρηκαν. Χωρίς βεγγαλικά και στρακαστρούκες, χωρίς δωδεκάποντα και μαλλί κοκκαλωμένο από τη λακ, χωρίς νύχι με στρας, χωρίς «καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ …» για να προλάβουν την μαγειρίτσα.
Νωρίς το μεσημέρι έστρωσαν το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, έβαλαν
δίπλα κι ένα μικρότερο για τα μικρά κι έκατσαν να φάνε δεκατέσσερεις άνθρωποι.
Στην ουσία ήταν τρεις οικογένειες, οι δυο γιοι κι η κόρη της γιαγιάς με τους
δικούς τους. Είχαν πολλές προτάσεις για μεγάλα γλέντια και συναθροίσεις, μα οι
οικοδεσπότες τρία χρόνια μετά το πρώτο λοκντάουν εξακολουθούσαν να προσέχουν.
Ως φαίνεται, όμως, δεν είχαν κλείσει όλες τις χαραμάδες κι ο ιός βρήκε μια και
τρύπωσε… Και ήταν απόλυτα δημοκρατικός. Τόσο σε εκείνους που είχαν κάνει έξι
εμβόλια, όσο και σε εκείνους που δεν είχαν κάνει κανένα.
Νωρίς το απόγευμα ο μικρός εγγονός της γιαγιάς ήταν «κάπως». Και σε
κανα-δυο ώρες το ίδιο ήταν και οι δυο νύφες. Κι από κοντά άλλα δυο εγγόνια. Ο
μικρός είχε ήδη ανεβάσει 38,4 C, πράγμα που θορύβησε πολύ όλους. Όταν έγινε το πρώτο self-test, πάγωσαν. Από κει και μετά τα
πράγματα ήταν λίγο ως πολύ προδιαγεγραμμένα. Σκορπίσανε οι δυο οικογένειες, η
μια για το σπίτι τους, η άλλη για να επικοινωνήσει με τον οικογενειακό
τους γιατρό, προκειμένου να τους δώσει τις πρώτες οδηγίες.
Μείνανε στο σπίτι οι οικοδεσπότες, η κόρη κι ο γαμπρός της γιαγιάς και
τα δυο τους παιδιά, ο Νικηφόρος κι η Βίκυ. Τηλεφώνησαν στο γιατρό τους, τους
έστειλε εκείνος την άυλη συνταγογράφηση στο SMS και άρχισαν το σαφάρι για
εύρεση φαρμακείου που εφημερεύει πασχαλιάτικα.
Η γιαγιά ως εκείνη την ώρα δεν είχε κανένα σύμπτωμα. «Ντούρασελ» την
έλεγαν για πλάκα τα εγγόνια και δεν είχαν άδικο. Όλη την ώρα που εκείνοι έβαζαν
θερμόμετρα, έπαιρναν βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, εκείνη μάζεψε το καλό
σερβίτσιο κι άρχισε να κάνει διάφορα μαντζούνια και τονωτικά για το
ανοσοποιητικό σύστημα.
Ήταν πολύ περήφανοι ο Νικηφόρος κι η Βίκυ για τη γιαγιά. Πτυχιούχος
της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας με βαθμό πτυχίου 9,8 είχε διαγράψει
λαμπρή εκπαιδευτική πορεία κι είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στις ψυχές των
μαθητών της που ’ταν τώρα ολόκληροι άντρες και γυναίκες. Είχε κι άλλα χαρίσματα
η γιαγιά. Έγραφε ποιήματα που τα δημοσίευε σε διάφορα περιοδικά. Πολλοί της
είχαν προτείνει να τα εκδώσει, αλλά εκείνη ήξερε πως «ήταν δύσκολος καιρός για
πρίγκιπες». Ποιος διαβάζει ποίηση σήμερα; Άσε που, κι απ’ αυτούς που διαβάζουν
πόσοι τη νιώθουν; Αρκετοί προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν «τι θέλει να πει ο
ποιητής» και ακόμα περισσότεροι τη θεωρούν κάτι ακαταλαβίστικο ή που -τέλος
πάντων- καταλαβαίνουν μόνο κάτι ιδιόρρυθμοι τύποι. Ας είναι! Για κείνην ήταν το
καταφύγιό της. Κι ας τη θεωρούσαν πολλοί απόμακρη. Οι δικοί της άνθρωποι ήξεραν
πως ήταν ζεστή και τρυφερή. Για τα δυο παιδιά της κόρης της χίλιες φορές
τρυφερή, που τα ’χε μεγαλώσει με χίλια δυο κανακέματα, τραγούδια και ιστορίες.
Ο ήλιος βούτηξε σιγά-σιγά στη θάλασσα, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται
κι ένας-ένας αποτραβήχτηκαν στα δωμάτια με το χιλιάρι Ντεπόν και το Αλγκοφρέν
στα χέρια και τον φόβο να ’χει φωλιάσει στην καρδιά.
Μείνανε στην κουζίνα η Βίκυ κι η γιαγιά Βικτωρία. Άναψε εκείνη το
καντηλάκι, το πήγε με προσεκτικές κινήσεις στο δωμάτιο και γύρισε να φέρει το
λιβανιστήρι. Το λιβάνισμα ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία για τη γιαγιά. Γύριζε από
μπαλκονόπορτα σε μπαλκονόπορτα και θυμιάτιζε πίσω από τις κουρτίνες όλους τους
γειτόνους, μουρμουρίζοντας ευχές και προσευχές. Ύστερα πήγαινε στο δωμάτιο του
καθενός και στο τέλος στο δικό της. Εκεί καθόταν μπόλικη ώρα. Και τα ’λεγε με
τους δικούς της αγίους, όχι μόνο αυτούς που είχε στο εικονοστάσι, μα και με
κείνους που ’χε στερεώσει τις χάρτινες εικονίτσες τους με μπλου-τακ στο πλάι
της ντουλάπας από πάνω ως κάτω. Εκείνους που της έκαναν συντροφιά τα βράδια που
δεν την έπαιρνε ο ύπνος, γιατί συλλογιόταν διάφορα. Στον κάθε άγιο έδινε
«εντολή» να σκεπάζει ένα τσούρμο ανθρώπους. Και στο τέλος έβαζε και το δικό της
το όνομα με συστολή και ντροπή, σαν να μην το άξιζε.
Τώρα έκατσε σοβαρή απέναντι στην εικοσάχρονη εγγονή της και κρατώντας
στο χέρι ένα τσαλακωμένο χαρτί την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Θέλω να σου
δώσω τα ονόματα που βάζω στο πρόσφορο. Τώρα πια έμαθες να ζυμώνεις και δεν
έχεις ανάγκη εμένα. Μόνο να μην ξεχνάς να γράφεις τους δικούς μας».
Έριξε η Βίκυ μια ματιά στο τσαλακωμένο χαρτί κι αναγνώρισε στα γρήγορα
τον πατέρα και τη μάνα, εκείνην και το Νικηφόρο, το θείο Φάνη με τη θεία
Βιολέτα, το θείο Ανδρέα με τη θεία Βαρβάρα και τα ξαδέλφια της. Μόνο ένα όνομα
την ξένιζε που ’ταν γραμμένο πάνω-πάνω. «Δημητρίου …» άρχιζε να συλλαβίζει όταν
η γιαγιά τη διέκοψε απότομα.
«Ήμουν στην ΣΤ΄ Γυμνασίου. Δεν είχε τότε Λύκειο στα χρόνια μας, μόνο
εξατάξιο Γυμνάσιο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε όλοι μαζί στο Μοναστήρι της
Οδηγήτριας. Και μετά τη λειτουργία μάς περίμεναν στο αρχονταρίκι καφές και
κουλουράκια. Ερχόταν κι ο Γέροντας και μας έλεγε δυο κουβέντες. άλλοτε παίρνοντας
αφορμές από την επικαιρότητα κι άλλοτε σχολιάζοντας τα αναγνώσματα της
Κυριακής.
»Ήταν μέσα του Οκτώβρη όταν σκάβοντας στο περιβόλι της Μονής ένας
μοναχός βρήκε ένα θραύσμα αγγείου. Σταμάτησαν μονομιάς οι δουλειές, ήρθε ένας
από την Εφορεία Αρχαιοτήτων και το μοναστήρι άνοιξε… δουλειές με φούντες. Τότε
ο δεσπότης έστειλε έναν μοναχό από άλλο μοναστήρι που ’χε πτυχίο αρχαιολόγου,
αλλά και συντηρητή έργων τέχνης για να παρακολουθεί από κοντά τις εργασίες και
να ενημερώνει το Γέροντα.
»Ο π. Δημήτριος δεν άργησε να ενσωματωθεί στο μοναστήρι σαν να τους
ήξερε από χρόνια. Έξυπνος, χαρισματικός, άριστος γνώστης της Πατερικής
Γραμματείας, δεινός χειριστής του λόγου, προφορικού και γραπτού, δεν άργησε να
προσελκύσει την αγάπη των πατέρων και πιο πολύ του ηγούμενου, που του ανέθεσε
πολύ γρήγορα την κατήχηση των παιδιών την ώρα που εκείνος συζητούσε με τους
γονείς.
»Η ώρα του Κυριακάτικου Κατηχητικού ήταν για όλους μας μια όαση. Κάθε
Κυριακή θυμάμαι, περίμενα πότε θα περάσουν οι επόμενες έξι μέρες για να ξαναβρεθούμε
όλοι στο μοναστήρι. Μια φορά μετά το μάθημα, του είπα αυθόρμητα “Πάτερ, μπορώ
να εξομολογούμαι σε σας;” Γέλασε και μου απάντησε: “Όχι ακόμα, σε λίγο”.
»Είχαν περάσει τέσσερεις μήνες όταν ο π. Δημήτριος με πλησίασε στο
τέλος του μαθήματος και μου είπε πως έχει κάτι πολύ ενδιαφέρον να μου δείξει
στην πίσω αυλή, εκεί που οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονταν πως κάποιο μυστικό κρύβει
το χώμα.
»Τον ακολούθησα με κομμένη την ανάσα. Ξέρεις τι είναι να σε ξεχωρίζει
από τα παιδιά της συντροφιάς για να σου εμπιστευτεί ένα τόσο σοβαρό
επιστημονικό εύρημα; Η αγωνία μου είχε πιάσει ταβάνι. Είχαμε φτάσει κοντά στον
αυλότοιχο, όταν ο π. Δημήτριος σταμάτησε ξαφνικά και με ρώτησε: “Στ’ αλήθεια μ’
αγαπάς;” “Μα, φυσικά!” του απάντησα με ενθουσιασμό. “Αφού θέλω να σας κάνω πνευματικό!”.
»Και τότε έγινε Αυτό. Εκείνη την ώρα σταμάτησε μονομιάς ο
χρόνος, χάθηκαν όλα, η γη έφυγε κάτω από τα πόδια μου κι ο ουρανός θαρρώ πως
σκοτείνιασε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έφυγα τρέχοντας από κοντά του κι όλη τη
βδομάδα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό που έζησα δεν ήταν αλήθεια,
είχα κάνει λάθος, είχα παρεξηγήσει την αγάπη του. Αποκλείεται ο π. Δημήτριος να
έκανε Αυτό!
»Όταν έφτασε η άλλη Κυριακή όλες οι προσπάθειες να πείσω τους γονείς
μου ότι δεν νιώθω καλά έπεσαν στο κενό. Πήγαμε -ως συνήθως- στο μοναστήρι. Και
μετά στο Κατηχητικό που κράτησε… αιώνες. Ήμουν έτοιμη να φύγω, όταν ξαφνικά
εμφανίστηκε ο ηγούμενος και μου είπε: “Βικτωρία πήγαινε με τον π. Δημήτριο να
φέρετε τις παραγγελίες με τις εικόνες από το εργαστήρι”. Πάγωσα, αλλά δεν
έβρισκα καμιά δικαιολογία να πω και να αρνηθώ. Και στο εργαστήρι επιβεβαιώθηκαν
όλοι οι φόβοι μου. Ξανάγινε Αυτό. Αυτή τη φορά μάλιστα, προχώρησε…
»Πέρασαν έτσι, τρεις μήνες. Που έμοιαζαν με χιλιετίες. Κι εγώ ήμουν
ανήμπορη να μιλήσω. Αν το μάθαιναν οι γονείς μου -υπερβολικά αυστηροί και οι
δύο- θα έκαναν τεράστιο θέμα, θα γινόμουν ρεζίλι σε όλους… Ώσπου μια μέρα ο π.
Δημήτριος άργησε να έλθει στο Κατηχητικό και μια κοπέλα λίγο πιο μικρή από μένα
είπε κάτι, φαινομενικά αθώο. Αλλά το είπε με τέτοιο τρόπο, που όλες όσες
ήμασταν εκεί την κοιτάξαμε έντρομες. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη
παθούσα…
»Στον τέταρτο μήνα είχαν βγει τα αποτελέσματα των εισαγωγικών σχολών.
Εγώ πέρασα στην Αθήνα, στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ετοιμάστηκα όσο πιο γρήγορα
μπορούσα κι εξαφανίστηκα στην πολύβουη Αθήνα. Όταν επέστρεψα τα Χριστούγεννα,
έμαθα με ανακούφιση ότι ο π. Δημήτριος είχε ολοκληρώσει την εργασία του και
είχε επιστρέψει στη μονή του.
»Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν αποφάσισα να μιλήσω στο Γέροντα. Του
είπα με δυο λόγια για Αυτό. Ο Γέροντας έμεινε για λίγο σιωπηλός και
ανέκφραστος. Ύστερα μου έκανε μια τεράστια κουβέντα για κάποιες καταστάσεις,
για τις οποίες δεν είμαστε υπεύθυνοι (αυτό μου το τόνισε!) και που φανταζόμαστε
πράγματα σαν να είναι αληθινά. Και στο τέλος μου είπε γλυκά και πονετικά το
όνομα ενός ψυχιάτρου που είναι “της Εκκλησίας” και μου έδωσε το τηλέφωνό του».
Η Βίκυ που είχε από ώρα ανοίξει ορθάνοιχτα τα μάτια, τώρα σηκώθηκε
όρθια.
«Δεν πιστεύω να πήγες!»
«Όχι, αλλά κόντεψα. Γιατί τώρα πια, είχε γκρεμίσει κι άλλο πράγμα μέσα
μου. Και δεν ξέρω για ποιο από τα δύο πόνεσα πιο πολύ. Φεύγοντας από το
μοναστήρι, έκλαιγα με αναφιλητά… Δεν μπορούσα -στο χάλι που ήμουνα- ούτε σε ταξί
να μπω ούτε σε αστικό λεωφορείο. Γύρισα σπίτι με τα πόδια κλαίγοντας επί
μιάμιση ώρα».
«Γιαγιά, ξαναπήγες στο μοναστήρι;»
«Για πολύ καιρό δεν πήγαινα, έτσι που νόμισαν όλοι πως… χάλασα. Τον
Γέροντα τον ξανασυνάντησα ύστερα από δύο χρόνια. Μοιραία, η κουβέντα ήρθε
σε Αυτό. Με λυγμούς τού είπα μόνο δυο κουβέντες για όλο το μαρτύριο
που έζησα. Αυτή τη φορά με πίστεψε. Κάπως ηρέμησα. Όχι όμως κι οι πληγές που
κουβαλούσα μέσα μου. Γιατί μπορεί να κλείνουν, μα οι ουλές κοριτσάκι μου, δεν
φεύγουν ποτέ. Κι αν ξεχαστείς και νομίσεις καμιά φορά ότι πάει, ξέχασες,
έρχεται μια είδηση στην τηλεόραση, μια κουβέντα και τσακ! αναδύονται αναμνήσεις
που σε ταράζουν και σε τσακίζουν …»
«Γιαγιά, πώς μπόρεσες ύστερα από όλα αυτά να ξαναπάς εκκλησία; Να
πλησιάσεις ιερέα;» Η Βίκυ ρωτούσε με έκδηλη την απορία στο πρόσωπό της.
«Τι να σου πω! Θαρρώ πως θαύμα του Θεού είναι τούτο, να ξαναπλησιάσω
κληρικό, να ξαναφιλήσω χέρι, να έχω μυστηριακή ζωή…»
Η Βίκυ δεν κρατιόταν, την διέκοψε ξανά. «Γιαγιά, τι έγινε αυτός;»
«Όλα τούτα τα χρόνια που πέρασαν δεν τον είδα ποτέ. Κι αυτό θαύμα του
Θεού το λογαριάζω. Και τώρα που το λέω, θαρρώ πως ο Θεός “το τερμάτισε”. Δεν
ξέρω πώς έγινε, αλλά ένα αόρατο πέπλο έκρυψε το σκάνδαλο από τα νύχια των
κιτρινοφυλλάδων και από τα κοφτερά δόντια των δημοσιογράφων. Σου είπα, δεν
ήμουν η μόνη παθούσα… Αυτό εξάλλου άρχισε με τα χρόνια να ψιθυρίζεται στους
παροικούντες τη Μητρόπολη και όχι μόνο.
»Σε δύο χρόνια εκείνος έφυγε, πήγε σ’ άλλη Μητρόπολη και μετά από λίγο
σε μια τρίτη. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια που δεν είχα μάθει νέα του.
»Στο μεταξύ εγώ πέρασα από χίλια δυο κύματα. Στην αρχή ήμουν πολύ
θυμωμένη με τον εαυτό μου. Που ήμουν τόσο αφελής. Που δεν τον χαστούκισα
μόλις Αυτό έγινε την πρώτη φορά. Που στην αρχή αρνιόμουν να
πιστέψω την πραγματικότητα.
»Ύστερα θύμωσα πολύ μαζί του και ήθελα να τον εκδικηθώ. Αλλά δεν
έβρισκα πώς. Θυμάμαι μια Κυριακή πως ήλθε στην ενορία μας να κηρύξει ένας
αρχιμανδρίτης που εργαζόταν στο Συνοδικό Μέγαρο. Προς στιγμήν μου πέρασε από το
μυαλό να τον πλησιάσω και να του μιλήσω ή να του στείλω ένα ανώνυμο γράμμα.
Ούτε και τότε έκανα τίποτα. Η φωτιά όμως, σιγόκαιγε μέσα μου.
»Αργότερα γνώρισα τον παππού σου. Του το είπα από την αρχή. Ο
καημένος! Τράβηξε κι αυτός το δικό του μαρτύριο από μένα που είχα
"γνωρίσει" τον έρωτα με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο…».
«Γιαγιά, γιατί τον βάζεις στο πρόσφορο;» Η Βίκυ ήταν ανήμπορη πλέον να
συνδέσει τα γεγονότα του παρελθόντος με το παρόν.
Η γιαγιά σοβαρεύτηκε ξαφνικά. «Τον βάζω πια, μόνο από έγνοια… Να μη
χάσει τον Παράδεισο! Δεν είχα άλλη επιλογή… Άργησα πολύ, αλλά πια τον έχω
συγχωρέσει… είμαι ήρεμη. Πριν από δέκα χρόνια μου ζήτησαν από το περιοδικό της
Μητρόπολης να τους στείλω κάποια ποιήματά μου. Δημοσίευσαν το πρώτο και μου
έστειλαν τιμής ένεκεν το τεύχος. Το άνοιξα. Στη σελίδα 12 ήταν το ποίημά μου.
Και ακριβώς δίπλα, στη σελίδα 13 ήταν ένα πύρινο άρθρο για την… αγνότητα.
Γεμάτο λεκτικά πυροτεχνήματα! Όταν είδα στο τέλος του κειμένου το όνομά του,
προς στιγμήν ένιωσα ναυτία. Αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Αυτή η ‘συνάντηση’
ήταν ένα γερό κρας τεστ. Άντεξα. Τότε κατάλαβα πως όντως τον είχα συγχωρήσει.
Από τη Μητρόπολη συνέχισαν να μου στέλνουν το περιοδικό. Έτυχε αρκετές φορές να
είμαστε δίπλα-δίπλα στις τυπωμένες σελίδες. Όσες φορές έγινε αυτό, τον
μνημόνευα διπλά και τριπλά στην προσευχή μου. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί στα ’πα
όλα τούτα; Τώρα πια εσύ θα τον γράφεις στα ονόματα… Να του χαρίσει ο Θεός το
έλεός Του… Μόνο αυτό!»
Τώρα κι οι δυο σώπασαν για αρκετή ώρα. Η Βίκυ πήρε το τσαλακωμένο
χαρτί και το έβαλε προσεκτικά στο πάνω-πάνω ράφι, μακριά από αδιάκριτα
βλέμματα.
Η γιαγιά άργησε το άλλο πρωί να σηκωθεί. Μα κι όταν έγινε, ένιωθε
κουρασμένη κι ανήμπορη. Της έβαλαν θερμόμετρο, είχε 39,4 C. Της μέτρησαν τον κορεσμό, ήταν 67! Το
ασθενοφόρο την παρέλαβε σε λιγότερο από μισή ώρα και την εναπέθεσε στη γλυκιά
φροντίδα των νοσηλευτών και των γιατρών της πτέρυγας covid-19 του Νοσοκομείου της μικρής τους
πόλης. Οι γιατροί στη βιντεοκλήση με την υπόλοιπη οικογένεια είπαν πως θα
κάνουν το παν για να μην μπει στη ΜΕΘ. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Πολύ
γρήγορα της ανέβασαν τη ροή του οξυγόνου στη μάσκα από μέση σε υψηλή.
Το απογευματάκι ο πυρετός έπεσε στο 37,8 C. Το επίπεδο οξυγόνου ωστόσο, είχε
ελάχιστη βελτίωση. Τότε η γιαγιά ζήτησε από τη νοσοκόμα το κινητό της (η γιαγιά
ήταν γατόνι στα σόσιαλ, αλλά το Νοσοκομείο δεν είχε Wi-Fi και τα δεδομένα του πακέτου είχαν τελειώσει) κι έτσι
όπως ήταν μπρούμυτα στο κρεβάτι, έγραψε με τις άκρες των δακτύλων της ένα SMS: «Δεν πρόκειται να πάω
στη ΜΕΘ!».
Όλοι, παιδιά κι εγγόνια θεώρησαν πως η γιαγιά είχε άγνοια της
κατάστασης. Η γιαγιά όμως, το εννοούσε. Δεν θα πήγαινε στη ΜΕΘ και δεν ήθελε
επ’ ουδενί να τη διασωληνώσουν. Κι ας είχαν άλλες προβλέψεις οι γιατροί. Η
γιαγιά κατάφερε και τους την έσκασε. Κατά τις 4 τη νύχτα η νοσοκόμα της
νυχτερινής βάρδιας πήγε να δει τι κάνει. Η γιαγιά είχε σφαλιστά τα μάτια της
και μια υποψία χαμόγελου στα χείλη. Η νοσοκόμα πλησίασε κι άλλο. Και τότε
κατάλαβε πως η γιαγιά Βικτωρία δεν ανέπνεε. Της έπιασε τον καρπό. Ούτε σφυγμό
είχε. Φώναξε γρήγορα το γιατρό. Εκείνος απλά επιβεβαίωσε ότι η γιαγιά τούς «την
είχε κάνει» πριν προλάβουν εκείνοι να την πάνε στη ΜΕΘ, πριν την διασωληνώσουν.
Πέταξε ήσυχα χωρίς να το καταλάβει κανείς, στις 4 και 10 τα ξημερώματα την
Τρίτη της Διακαινησίμου, για να πάει να συναντήσει τους αγαπημένους της αγίους
που άγρυπνοι από το πλάι της ντουλάπας του δωματίου της, της κρατούσαν
συντροφιά ακόμα και μέσα σ’ έναν θάλαμο της κλινικής covid-19.
Η Βίκυ το έμαθε νωρίς το πρωί. Δεν είχε νόημα να τους ξυπνήσουν μέσα
στη νύχτα. Άλλωστε το υγειονομικό πρωτόκολλο ήταν πολύ συγκεκριμένο και
αυστηρό. Η γιαγιά θα έμπαινε στο ψυγείο μέχρι να λήξει η δική τους καραντίνα και
να γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή. Κατά τις έξι η καθαρίστρια που
έβγαινε από την κλινική covid με
την αστρονομική στολή και όλα τα αξεσουάρ προστασίας ξαναμπήκε βιαστικά γιατί
ξέχασε τις μεγάλες μαύρες σακούλες πίσω από την πόρτα.
Σε πέντε λεπτά βγήκαν δυο τραυματιοφορείς κρατώντας ένα φορείο με
λευκό σεντόνι. Στην προσπάθειά τους να βγάλουν το φορείο από το στενό διάδρομο,
το σεντόνι ανασηκώθηκε κι από κάτω φάνηκε ένας ακαθόριστος όγκος τυλιγμένος με
μαύρες σακούλες. Σαν εκείνες που είχαν ξεχαστεί πίσω από την πόρτα…
***
22 Ιουνίου, Σάββατο των ψυχών. Ο νεωκόρος παραξενεύτηκε σαν είδε μια
νεαρή κοπέλα να μπαίνει στο ναό λίγο πριν χτυπήσει η πρώτη καμπάνα. Στο ένα της
χέρι κρατούσε ένα πρόσφορο τυλιγμένο με μια λευκή πετσέτα. Στο άλλο ένα γυάλινο
μπολ με κόλλυβα. Άναψε κερί, ασπάστηκε τις εικόνες και έδωσε το πρόσφορο στον
νεωκόρο. Ύστερα κατευθύνθηκε προς την Ωραία Πύλη κι άφησε τα κόλλυβα στο πρώτο
σκαλί, ακριβώς κάτω από την εικόνα του Χριστού.
Λίγη ώρα αργότερα ο λειτουργός στην αγία πρόθεση έπαιρνε με προσοχή τα
χαρτιά με τα ονόματα πρώτα των ζωντανών κι ύστερα των αποθαμένων και έβγαζε
μερίδα για την κάθε ψυχή. Διάβασε κάμποσα ονόματα ώσπου ένα χαρτί του τράβηξε
την προσοχή και τον έκανε να σταματήσει για λίγο. Είχε μόνο ένα όνομα: «Δημητρίου
ιερομονάχου». Κι ακριβώς από κάτω έγραφε: «να μη χάσει τον Παράδεισο!».
Ο ιερέας συνέχισε να ξεφυλλίζει χαρτιά και να διαβάζει ονόματα. Η
κοπέλα στεκόταν στην άκρη της εκκλησιάς, έτσι ώστε να είναι σε μια ευθεία:
εκείνη, τα κόλλυβα κι ο ιερέας με τα χαρτιά και τα ονόματα. Σήκωσε τα μάτια της
ψηλά, πάνω από την αγία Τράπεζα. Στην αρχή νόμισε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Μα όχι,
δε λάθευε! Η μεγάλη Μάνα, έγερνε, έγερνε από ψηλά κι απλώνοντας τα δυο της
χέρια παρακαλούσε το μονάκριβο Γιο Της να μη χάσει τον Παράδεισο μια ψυχή και
να δεχτεί ως δώρο τη συγχώρηση μιας άλλης ψυχής που ’χε πετάξει κοντά Του
πενήντα μέρες πριν και που τώρα σεργιανούσε ανάμεσα στα κόλλυβα μ’ ένα πλατύ
χαμόγελο, ήρεμη κι ευτυχισμένη ψιθυρίζοντας: «Μνήσθητι Κύριε Δημητρίου
ιερομονάχου! Άργησα πολύ, αλλά τον συγχώρεσα! Me Too, Κύριέ μου! Όπως Εσύ
συγχωράς όλους μας».
Βοήθιος
14 σχόλια:
Όταν το διαβάσεις από την αρχή και φτάσεις στο τέλος βγαίνουν πολλά θετικά μέσα από το αρνητικό να μην το χαρακτηρίσω διαφορετικό το γεγονός «Αυτό».
Συγκλονιστική ιστορία και αποδομένη με ευαισθησία και πόνο ψυχής από τον Βοήθιο.
Ευχαριστώ.
Δεν έχουν αυτές οι περιπτώσεις την ομαλή αυτή κατάληξη.
Δεν είναι όλα αγγελικά φτιαγμένα.
Ο Ραφαηλίδης είχε πει δημόσια παρόμοια περίπτωση προσωπική που έζησε από κληρικό καθηγητή του στον π. Γεώργιο Μεταλληνό που του είχε ζητήσει μόνο αυτός να τον κηδεύσει. Αυτόν που του το έκανε δεν τον συγχωρέσε ποτέ.
Μεγάλη η ευθύνη όλων όχι μόνο στον εκκλησιαστικό και αλλά και παντού. Ο Θεός να προστατεύει.
Είναι και αυτή μια ιστορία που πονάει όπως και η προηγούμενη που μας είχες γράψει.
Θα μπορούσε να ανοίξει διάλογος. Θα μπορούσε να διαβασθεί σε μια σύναξη και να συζητηθεί ως θέμα με την πνευματική διάσταση του Βοήθιου ή με την αρνητική για το κίνημα Me Too από γενικότερο θέμα της κοσμικής επικαιρότητας.
Μου μπαίνουν ιδέες.
Και οι δυο «ιστορίες που πονάνε» που έγραψε ο Βοήθιος, θίγουν θέματα για τα οποία αποφεύγουν να μιλήσουν τα ιστολόγια του θρησκευτικού χώρου. Αξίζει ένα μεγάλο «μπράβο» στον Αναστάσιο που φιλοξένησε τα κείμενα.
Η ιστορία πονάει, γιατί δείχνει το δρόμο της σιωπής στα θύματα. Η απλοϊκή "κατασκευή" δεν πείθει. Πόσα άλλοθι χρειάζεται, άραγε, η συγκάλυψη; Απογοητευτική η φιλοξενία του κειμένου από τον Αναστάσιο... Σαν να ξεράθηκε δέντρο που έθαλλε στη μέση της ερήμου.
Αρκετά εξωραϊσμένο το βλέπω ‘Αυτό’ μόνο σε βαθιά θρησκευόμενους μπορεί να το συναντήσεις. Χωρίς και από αυτούς τέτοια βλακώδη ωριμότητα και σιωπητήριο.
Κακογραμμένο και καλοδιατυπωμένο αλλά ξεφεύγει από την πραγματικότητα.
Ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Αντιμετώπιση με ανοχή και προσευχή «να μη χάσει τον Παράδεισο!»..
Φαίνεται ως παραμύθι αλλά αυτές είναι οι αγίες που δεν μπορούν να κατανοηθούν από μας γιατί είναι άλλου ανώτερου πνεύματος.
Ιστορίες που πονάνε Nr2, λοιπόν!
Και παρατηρώ τα σχόλια και δεν ξέρω τι να πω! Προφανώς το θέμα σοκάρει τόσο που κάποιοι δεν το αγγίζουν καν! Βολικά και γρήγορα κρίνουν την αντιμετώπιση από μέρους του θύματος, είτε με θετικό είτε με απορριπτικό τρόπο και δεν κάνουν το παραμικρό σχόλιο στο κυρίως θέμα: την σεξουαλική παρενόχληση (ή κακοποίηση;) ενός κοριτσιού από τον πνευματικό του.
Αν το γεγονός είναι αληθινό (που δυστυχώς γιατί να μην πιστέψω ότι είναι) τότε νομίζω ότι το κείμενο του Βοήθιου θίγει για πρώτη φορά ένα θέμα ταμπού στη ελλαδική ορθόδοξη εκκλησία. Ένα θέμα που θέλουμε να πιστεύουμε πως αποτελεί τάχα δυστυχές “προνόμιο” της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σαν να έχουν τείχη και σύνορα τα ανθρώπινα πάθη!
Ένα κορίτσι –για την ακρίβεια πολλά κορίτσια- παρενοχλούνται – κακοποιούνται από τον π. “Δημήτριο”. Επί σειρά ετών. Ζει το δράμα του, τις ενοχές του, την πληγή του. Είναι αναγκασμένο να συνυπάρχει με τον κακοποιητή του. Ζει το χειρότερο εφιάλτη στην ιερότερη στιγμή της ζωής του. Μπερδεύει τα όσια με τα αισχρά. Οδηγείται στο βάραθρο της απώλειας έστω κι αν θαυματουργικώς σώζεται. Σώθηκαν όλες; (όλοι;) Και οι σχολιαστές αναλώνονται στο ποια διαδικασία επεξεργασίας του τραύματος έπρεπε να ακολουθήσει.
Αυτά προς το παρόν
Σοκάρει το θέμα, είναι από αυτά στα οποία στον χώρο μας δεν τολμά κανένας να μιλήσει. Μέσα σε αυτούς είμαι και εγώ.
Δ.
Συγχώρηση = Αμνήστευση;;;
Ψυχιατρική βοήθεια; Ή Χάρις;
Με στόχο την τιμωρία ή τη σωτηρία;
Είναι αντιθετικά αυτά τα δύο;
Πολύ θα επιθυμούσα τη γνώμη ψυχιάτρων και πνευματικών και κατά προτίμηση κάποιου που να είναι και τα δύο
Η πνευματικη ανοδος της ψυχης της γιαγιας ηταν αποτελεσμα για την συγχωρηση.
Τι να γράψει κάποιος για ένα θέμα ακανθώδες όπως αυτό που πονάει τρομερά.
Αν ήταν μια περίπτωση ρωμαιοκαθολικού τα σχόλια θα πέφταν σύννεφα κεραυνοβόλα.
Τώρα σιγή ψαριού.
Δημοσίευση σχολίου