Το 1825 ήταν μία χρονιά καμπής για την Ελληνική Επανάσταση. Αφού οι εμφύλιες διαμάχες είχαν λήξει με την εξουδετέρωση των ηττημένων: μία ομάδα από αυτούς βρέθηκαν φυλακισμένοι στην Ύδρα (Κολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Σισίνης κλπ ) ,άλλοι στην εξορία (Ζαΐμης ,Λόντος )και άλλοι κρυπτόμενοι (Νικηταράς ),οι νικητές Υδραίοι και Ρουμελιώτες (υπό την διοίκηση του Γ. Κουντουριώτη και τους Αλεξ. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη σε ηγετικές θέσεις ) έκαναν ό,τι ήθελαν .Και μάλιστα διασπάθιζαν το χρήμα από τα Αγγλικά δάνεια, για να δημιουργήσουν μισθοφόρους στην υπηρεσία τους.
Αυτήν την αντιφατική κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Σουλτάνος για να αποστείλει στην Πελοπόννησο τον θετό υιό του Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου ,τον Ιμπραήμ ,για να καταπνίξει την Επανάσταση. Έτσι ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε ανενόχλητος τον Φεβρουάριο του 1825 στην Μεθώνη της Μεσσηνίας και άρχισε να σβήνει με συστηματικό τρόπο τις επαναστατικές εστίες(Νεόκαστρο, Παλαιόκαστρο, Σφακτηρία, Κρεμμύδι ). Όλοι φοβόνταν το χειρότερο ,καθώς έβλεπαν την μία ήττα μετά την άλλη. Την στιγμή εκείνη ένας αγωνιστής (που τότε συνέπλεε προκλητικά με τους κυβερνώντες)ανέλαβε μία δύσκολη αποστολή .Όχι μόνο να αντισταθεί στον Ιμπραήμ, αλλά και να διδάξει τους άλλους την έννοια της μέχρις εσχάτων μάχης ,σαν τον βασιλιά Λεωνίδα στις Θερμοπύλες το 480 π. Χ. Αυτός ήταν ο Αρχιμανδρίτης και Υπουργός Εσωτερικών τότε Γρηγόριος Φλέσσας ή Παπαφλέσσας .
Ο Παπαφλέσσας οργανώνει την αντίσταση
Ο Παπαφλέσσας ή Φλέσσας (Γρηγόριος Δικαίος ήταν το κοσμικό όνομά του) υπήρξε ένας εκ των πιο δραστήριων πρωτεργατών της Ελληνικής Επαναστάσεως του '21, φλογερός ομιλητής, από τους ακρογωνιαίους λίθους της Φιλικής Εταιρείας και δεινός πολεμιστής - διακρίθηκε σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, όπως π.χ. στα Δερβενάκια ενάντια στη στρατιά του Δράμαλη.
Ο Παπαφλέσσας είχε διατελέσει μοναχός σε μοναστήρια του Μοριά, στην συνέχεια αρχιμανδρίτης, Φιλικός, έμπιστος του Υψηλάντη και γερουσιαστής στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Υπό αυτή λοιπόν την ιδιότητα ανέλαβε να οργανώσει ο ίδιος την ελληνική άμυνα στις αρχές του 1825 προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση του Ιμπραήμ στην καρδιά της Πελοποννήσου.
Συναισθανόμενος την επικινδυνότητα της κατάστασης ο Παπαφλέσσας ζητούσε επίμονα την απελευθέρωση του «αντάρτη» Κολοκοτρώνη και των υπολοίπων εγκλείστων οπλαρχηγών και τη χορήγηση αμνηστίας προκειμένου να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση της αιγυπτιακής λαίλαπας. Η έκκλησή του ωστόσο δεν έγινε εγκαίρως δεκτή (όταν ο Κολοκοτρώνης τελικά αποφυλακίστηκε, ήταν πολύ αργά για τον Παπαφλέσσα).
Κατόπιν αυτών ο Παπαφλέσσας δήλωσε ενώπιον Βουλής και Εκτελεστικού ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει το Ναύπλιο και να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι δήλωσε πως είτε θα επέστρεφε νικητής είτε θα έπεφτε στο πεδίο της μάχης.
Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν σχεδόν 700 πολεμιστές, με τους οποίους κατευθύνθηκε στο σημείο Λεοντάρι, όπου και ενώθηκαν με τον ανιψιό του Παπαφλέσσα Δημήτρη Φλέσσα και τα περίπου 150 «τουφέκια» του. Ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσης Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσης Κουλοχέρας με τα «ασκέρια» τους. Όταν η στρατιά προχώρησε στους Λάκκους, στο δυναμικό της προστέθηκαν ο Γιώργος Μπούτος και ο πολέμαρχος Καρακίτσος με τους άνδρες τους. Αργότερα ο Παπαφλέσσας πληροφορήθηκε ότι ο Πλαπούτας σκόπευε να προστρέξει σε βοήθειά του με περίπου 1.600 πολεμιστές του, ενώ και οι Αρκάδες οπλαρχηγοί τού διεμήνυαν ότι θα έσπευδαν προς ενίσχυση της ελληνικής στρατιάς με τουλάχιστον 2.000 «τουφέκια».
Ο Παπαφλέσσας ανέμενε ακόμη την άφιξη του αδελφού του Νικήτα με 700 στρατιώτες καθώς και την αρωγή του Ηλία Κατσάκου με άλλους 1.000 αγωνιστές. Από αυτούς οι περισσότεροι δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Τελευταία στιγμή προστέθηκαν στην ελληνική δύναμη ο Ηλίας Κορμάς, ο Θανασούλας Καπετανάκης, ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, ο Σταύρος Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας, ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης και ο αδελφός του Παπαφλέσσα Γεώργιος Δικαίος.
Η μάχη στο Μανιάκι
Αφού συγκέντρωσε δύναμη περίπου 2.000 ελλήνων αγωνιστών (1.500 ή μόλις 1.200 κατ' άλλους) από την Αρκαδία, την Μεσσηνία και την Μάνη, ο Παπαφλέσσας πορεύθηκε προς την περιοχή της Πυλίας και συγκεκριμένα κοντά στο χωριό Μανιάκι, που βρισκόταν βορειοανατολικά της Πύλου, σε υψόμετρο 580 μ. Εκεί οχυρώθηκε στις 16 Μαΐου και έστησε τρία πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια) σε θέση που επέτρεπε την εποπτεία της γύρω περιοχής από ψηλά. Στο ένα πρόχωμα επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, με τους Μεσσηνίους, το άλλο ανέλαβαν να προστατεύσουν ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και τέλος στο τρίτο, το βόρειο, το πιο επικίνδυνο και εκτεθειμένο, έμεινε ο ίδιος με μερικά από τα παλικάρια του.
Ξημέρωνε 20ή Μαΐου 1825. Ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από τον κάμπο. «Είχεν μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος. Στην θέα του πολυάριθμου αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού - περί τους 6.000 άνδρες συνολικά (άλλοι μιλούν για 2.500-3.000 Αιγυπτίους) - που πλησίαζε ορμώμενο από την καταληφθείσα πόλη της Πύλου πολλοί ήταν οι Έλληνες που δείλιασαν και εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσο μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια τη γενικευμένη λιποταξία. Περισσότεροι από 1.000 Έλληνες εγκατέλειψαν το μέτωπο.
Ο Παπαφλέσσας, εμμένοντας στην άποψή του ότι η μάχη έπρεπε πάση θυσία να δοθεί στο Μανιάκι, απέμεινε να το υπερασπιστεί με μόνο 600 ή 500 ή κατ' άλλες ιστορικές πηγές 300 πιστούς συντρόφους, κυκλωμένος από τουλάχιστον 3.000 αιγυπτίους πεζούς και ιππείς. Με μοναδικά του όπλα ένα γιαταγάνι που του είχε χαρίσει ο βοεβόδας της Καλαμάτας Αρναούτογλου και ένα στολισμένο με φίλντισι καριοφίλι που έγραφαν το όνομά του , ο Παπαφλέσσας ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει με τη θυσία του την προέλαση της αιγυπτιακής στρατιάς, την οποία οδηγούσε ο Γάλλος εξωμότης συνταγματάρχης Ντε Σεβ Σουλεϊμάν μπέης μαζί με τον ίδιο τον Ιμπραήμ πασά.
Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει τις στιγμές λίγο πριν από τη μάχη ο Φωτάκος στον τρίτο τόμο των Απομνημονευμάτων του, «βλέπων δε ο Φλέσσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν. [...] Αφού δε συνήλθαν οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και ηύρεν αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. [...] Αφού δε ο στρατός συνηθροίσθη [...] ο Φλέσσας ήλθεν εν τω μέσω των στρατιωτών και εξεφώνησε λόγον, ενθαρρύνων αυτούς και υπενθυμίζων εις τους στρατιώτας τας πρότερον μάχας και τας νίκας του Βαλτετσίου, του Λεβιδίου, της Γράνας, των Βερβένων και των Δολιανών, την άλωσιν της Τριπολιτσάς, την καταστροφήν του πολυπληθούς στρατεύματος του Δράμαλη, και τους παρέστησε νίκην άφευκτον• διότι τους είπεν ότι έρχονται τόσα στρατεύματα εις βοήθειαν εντός ολίγου τα οποία θα υπερβούν τας 15.000, ότι έρχεται ο Πλαπούτας και όλοι οι Αρκαδινοί, ο αυτάδελφός του Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες, ότι όλοι ούτοι θα φθάσουν μετά μίαν ώραν και θα είναι εδώ ολοτρόγυρα του Ιμβραήμ να τον κτυπούν από τις πλάτες και τελειώνων είπεν ότι: "Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της διά της νίκης ταύτης!"».
Η θυσία του Παπαφλέσσα
Εκείνη τη στιγμή παρενέβησαν και μερικοί εκ των οπλαρχηγών του Παπαφλέσσα, οι οποίοι πρότειναν τη διάσπαση του κλοιού που είχε σχηματίσει το αιγυπτιακό ιππικό και τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερο σημείο. Ελπίζοντας στην άφιξη πολυάριθμων στρατιωτικών ενισχύσεων ο Παπαφλέσσας επέμεινε πεισματικά να παραμείνουν στο σημείο και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, όπως και τελικώς έγινε.
Τα μοιρασμένα σε λόχους αιγυπτιακά τάγματα βάδιζαν σταθερά σε στήλες με κατεύθυνση τα χαρακώματα των λιγοστών ελλήνων υπερασπιστών. Η λιποταξία από την ελληνική πλευρά συνεχιζόταν. Οι τάξεις του στρατού φυλλορροούσαν. Μολαταύτα η μάχη μαινόταν για περισσότερες από οκτώ ώρες και η αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων στα αναχώματα υπήρξε αξιοθαύμαστη. Μεσούσης της μάχης πλησίαζε στο σημείο η δύναμη του Πλαπούτα. Δεν ενεπλάκη όμως στη μάχη. Περιορίστηκε σε μια διαταγή να πέσουν ομαδικές τουφεκιές για να αναθαρρήσουν οι άνδρες του Παπαφλέσσα και να «πτοηθούν» οι Αιγύπτιοι.
Ύστερα από αλλεπάλληλες βολές του αιγυπτιακού πυροβολικού και από σειρά εφόδων του ιππικού το πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα. Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στα στίφη των Αιγυπτίων - περισσότεροι από 600 Αιγύπτιοι νεκροί - τα ελληνικά τυφέκια σίγησαν μέχρις ενός. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γιαννάκης Παπάς, γιος του μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Εμμανουήλ Παπά. Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα. Όταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του Πελοποννησίου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο. Αφού τοποθέτησαν και το κεφάλι του, ο Ιμπραήμ έμεινε να τον κοιτάζει θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα. Σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, αφού ο αιγύπτιος στρατηγός είπε ότι ήταν κρίμα που δεν τον έπιασαν ζωντανό και ότι αν οι Έλληνες είχαν δέκα πολεμιστές σαν αυτόν θα ήταν αδύνατον να καταπνιγεί η Επανάστασή τους, πλησίασε και τον ασπάστηκε.
Ο Νέος Λεωνίδας και η Αμνηστία για τους «αντάρτες»
Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους Πελοποννησίους «αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας και η θυσία του παρομοιάστηκε με αυτήν του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Η μάχη στο Μανιάκι χαρακτηρίστηκε Λεωνίδειος .
Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ' ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας». Με την θυσία του μεγάλου αυτού πρωταγωνιστή του 1821 τα ονόματα Μανιάκι και [Παπαφλέσσας απέκτησαν την ξεχωριστή τους θέση στην Ελληνική Ιστορία ως δείγματα Πίστης και Αυτοθυσίας .
Γεώργιος Διον. Κουρκούτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου