ΤΟ
ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ
ΣΤΗ ΖΩΗ
ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ὁ Ὀρθόδοξος
κόσμος τιμᾶ τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Τούς
γιορτάζει σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη, διότι εἶναι διδάσκαλοι οἰκουμενικοί. Λάμπουν
σάν ἀστέρες πολύφωτοι στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μορφές τους, αἰῶνες
τώρα, δέν ἔχουν χάσει τίποτε ἀπό τή λάμψη τους. Ἀντίθετα, στούς σκοτεινούς
καιρούς μας, λάμπουν περισσότερο καί φωτίζουν τούς δρόμους μας.
Ἐλάχιστοι στήν
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάσθηκαν μεγάλοι, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος. Μόνον
τρεῖς ἅγιοι πῆραν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Καί κανείς
ἄλλος δέν ὀνομάσθηκε Χρυσόστομος ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη.
Εἶναι ἀπό τούς
πρώτους οἱ πρῶτοι, οἱ πιό μεγάλοι ἀπό τούς μεγάλους. Εἶναι οἱ πλατιά καί πολύπλευρα
μορφωμένοι, οἱ πολυγραφότατοι συγγραφεῖς, οἱ ἀξεπέραστοι ρήτορες, οἱ ἀκούραστοι
κοινωνικοί ἐργάτες, οἱ ἀνιδιοτελεῖς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ βαθεῖς μελετητές
καί γλαφυροί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ἀξιοθαύμαστοι ἀσκητές, οἱ μεγάλοι
ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.
Στήν ὁμιλία
μας αὐτή θά μελετήσουμε τό πέρασμά τους ἀπό τή ματαιότητα τοῦ πρόσκαιρου κόσμου
στήν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά δοῦμε τό μήνυμα, πού μέ τή δική
τους ἐπιλογή καί τήν ἁγία ζωή τους στέλνουν στόν κόσμο μας σήμερα.
Α.
Λαμπρή κατά κόσμον πορεία
Εὐγένεια
καταγωγῆς, ὑψηλή κοινωνική θέση, περιουσία, σπάνια εὐφυΐα, δυνατότητα σπουδῶν
ζηλευτῶν καί πόθος μορφώσεως, εἶναι κοινά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς καί τῶν
τριῶν.
Ὁ Βασίλειος ξεκίνησε ἀπό τήν Καισάρεια τῆς
Καππαδοκίας, ὅπου γνωρίσθηκε μέ τόν Γρηγόριο, μέ τόν ὁποῖο καί συνεδέθη μέ
φιλία ἰσόβια καί ὑποδειγματική. Στόν ἐπιτάφιό του στόν Μ. Βασίλειο, θυμᾶται
ἐκεῖνα τά χρόνια ὁ φίλος του Γρηγόριος καί γράφει: «πόσον μεγάλος ἦταν ὁ Βασίλειος
γιά τούς διδασκάλους καί πόσο γιά τούς συνομιλήκους! Τούς πρώτους προσπαθοῦσε
νά τούς φθάσῃ, τούς δεύτερους τούς ξεπερνοῦσε σέ κάθε εἶδος μορφώσεως. Πόση
δόξα κέρδισε μέσα σέ λίγο χρόνο ἀπ’ ὅλους καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καί
ἀπό τούς πρώτους τῆς πόλεως! Εἶχε μεγαλύτερη ἀπό τήν ἡλικία τή μόρφωσι,
μεγαλύτερη δέ ἀπό τή μόρφωσι τήν σταθερότητα τοῦ ἤθους. Ἦταν ρήτωρ ἀνάμεσα
στούς ρήτορας καί πρίν φοιτήσῃ στίς σχολές τῶν ρητοροδιδασκάλων· φιλόσοφος
ἀνάμεσα στούς φιλοσόφους πρίν διδαχθῇ τήν φιλοσοφία· τό πιό μεγάλο, «ἱερεύς
Χριστιανοῖς καί πρό τῆς ἱερωσύνης». Τόσο πολύ τόν παρεδέχοντο ὅλοι σ’ ὅλα (ΕΠΕ
6, 150).
Ὅπως συνήθιζαν
οἱ πλούσιοι νέοι τῆς ἐποχῆς του, ἐπισκέφθηκε ὁ Βασίλειος τά φημισμένα κέντρα
τῆς πνευματικῆς καλλιεργείας ἐκείνου τοῦ καιροῦ, γιά νά ἀκούσει ὅσο τό δυνατόν
περισσότερους διδασκάλους καί νά πάρει ἀπό τή γνώση καί τή σοφία τους. Ἔτσι ἀπό
τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά τελικά τόν προσείλκυσε
ἡ Ἀθήνα, ἡ ἑστία τοῦ ἑλληνισμοῦ μέ τή ζωηρή πνευματική κίνηση, τήν προγονική
αἴγλη, τήν ἀνάμνηση τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων τῆς ἀρχαιότητος, τά λαμπρά
μνημεῖα καί καλλιτεχνήματα, πού προσείλκυαν τούς νεαρούς φοιτητές ἀπ’ ὅλη τήν
αὐτοκρατορία.
Ὁ Γρηγόριος
εἶχε φθάσει νωρίτερα στήν Ἀθήνα, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε φοιτήσει στίς σχολές τῆς
Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καί τῆς
Ἀλεξανδρείας. Ὑποδέχθηκε τόν φίλο του Βασίλειο, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη εἶχε φθάσει
νωρίτερα. Πολλοί συζητοῦσαν γι’ αὐτόν καί θεωροῦσαν σπουδαῖο νά μαντεύσουν τό
ποιό θά ἦταν ἄραγε τό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς τοῦ περίφημου αὐτοῦ σπουδαστοῦ
πού θά ἔφθανε σέ λίγο.
Ὁ Βασίλειος
ὅμως ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Θά λέγαμε μέ σύγχρονους ὅρους, ὅτι σπούδασε ὅλες
τίς θεωρητικές καί πρακτικές ἐπιστῆμες καί τίς κατεῖχε ὅλες ὅπως ἄλλοι δέν
μποροῦσαν νά καταρτισθοῦν σέ μία ἀπ’ αὐτές: «ποῖο μέν εἶδος οὐκ ἐπῆλθε
παιδεύσεως; μᾶλλον δέ, ποῖον οὐ μεθ’ ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μέν ἅπαντα
διελθών, ὡς οὐδείς ἕν· οὕτω δέ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν ἄλλων οὐδέν»
(Γρηγορίου Θεολόγου, ΕΠΕ 6, 168).
Ὁ Γρηγόριος
παρηκολούθησε μέ ἀξιοθαύμαστη ἀπόδοση κυρίως μαθήματα ρητορικῆς, φιλολογίας,
ποιήσεως καί φιλοσοφίας.
Οἱ δύο ὑποδειγματικοί
φίλοι προόδευαν ἐντυπωσιακά καί ἦσαν ἀχώριστοι κατά τόν χρόνο τῶν σπουδῶν τους στήν
Ἀθήνα. Τό ἦθος καί ἡ ἀπόδοσή τους δέν τούς ἐπέβαλε μόνο στό στενό περιβάλλον
τους. Τούς εἶχε κάμει γνωστούς σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί πέρα ἀπό τά συνορά της:
«Αὐτά ἔκαμαν νά γίνωμεν γνωστοί εἰς τούς διδασκάλους καί τούς συναδέλφους μας,
γνωστοί εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα, καί μάλιστα καί εἰς τούς πιό ἐπιφανεῖς Ἕλληνας.
Εἴχαμε πλέον ξεπεράσει τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφές ἀπό διηγήσεις
πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοί μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα
καί ἐμεῖς οἱ δύο καί συναναφερόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καί οἱ
διδάσκαλοί μας…» (Γρηγ. Θεολ. ΕΠΕ 6,
167).
Μέ τό τέλος
τῶν σπουδῶν τους δέν ἦταν εὔκολη ἡ ἀναχώρησή τους ἀπό τήν Ἀθήνα. Διηγεῖται ὁ
ἅγιος Γρηγόριος: «Συμβαίνει τότε ἕνα θέαμα θλιβερόν πού ἀξίζει νά τό περιγράψω.
Μᾶς περικύκλωσε τό πλῆθος τῶν συντρόφων καί τῶν συνομιλήκων μας, καθώς καί
μερικοί ἀπό τούς διδασκάλους μας καί ἔλεγαν ὅτι δέν θά μᾶς ἀφήσουν ὅ,τι καί νά
γίνη. Καί μᾶς παρακαλοῦσαν καί μᾶς ἐξεβίαζαν καί ἤθελαν νά μᾶς πείσουν. Καί τί
δέν ἔλεγαν· καί τί δέν ἔκαναν ἀπό ὅσα κάνουν ὅσοι πονοῦν» (ΕΠΕ 6, 173).
Ὁ Βασίλειος
ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἐπέστρεψε στήν Καισάρεια σέ ἡλικία 25 περίπου ἐτῶν,
κατάφορτος μέ ἐφόδια, γνώσεις καί ἐμπειρίες. Ἄρχισε νά ἐξασκεῖ τό ἐπάγγελμα τοῦ
ρητοροδιδασκάλου μέ τόση ἐπιτυχία ὥστε τό μέλλον του διεγράφετο λαμπρό.
Ὁ Γρηγόριος
ὑποχώρησε στίς πιέσεις καί ἔμεινε γιά λίγο στήν Ἀθήνα νά διδάξει ἀμέσως ὡς
καθηγητής. Κατόπιν ἀναχώρησε καί ἐκεῖνος. Ἐπέστρεψε στή Ναζιανζό, ὅπου
ἐργάσθηκε ἐπίσης ὡς ρητοροδιδάσκαλος. Εἶχε μελετήσει συστηματικά τό μεγαλύτερο
μέρος τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας καί ἀνεδείχθη ἀργότερα ὁ
λογοτεχνικότερος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πού τά συγγράμματά του διαβάζονταν
πάντοτε εὐρύτατα καί μέ θαυμασμό γιά τή βαθύνοια πού τά διέκρινε καί τή χάρη
τους.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔρχεται λίγα
χρόνια ἀργότερα. Μέ εὐγένεια καταγωγῆς καί αὐτός, ἀπό ἐπίσημη οἰκογένεια τῆς
Ἀντιόχειας, ἔκαμε κλασσικές σπουδές . Διδάχθηκε ἀπό τόν περίφημο διδάσκαλο τῆς
ἐποχῆς Λιβάνιο τή ρητορική καί φιλοσοφία. Ἀπέκτησε τόσο πλοῦτο γνώσεων, ὥστε νά
μπορεῖ νά διαλέγεται γιά κάθε ζήτημα καί νά εἰσδύει στό βάθος ὅλων τῶν θεμάτων.
Δικηγόρος ἱκανότατος στήν ἀρχή, μέ τά πλούσια πνευματικά καί διανοητικά του
ἐφόδια, τήν εὐφράδεια καί διαλεκτική του δύναμη, κέρδισε τόν θαυμασμό τῶν
ἀκροατῶν του στήν πρώτη κιόλας δίκη, ὅταν ἦταν 20 μόλις ἐτῶν. Ὅλη ἡ ζωή του
κατόπιν ἀπέδειξε ὅτι ἦταν προικισμένος μέ μοναδικῆς ἀξίας ρητορικό τάλαντο.
Εἶναι συνείδηση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος
ἐκκλησιαστικός ρήτωρ καί κῆρυξ τῶν αἰώνων, ὁ πρύτανις τοῦ ἄμβωνος, ἀληθινά
χρυσόστομος. Ἡ πειστικότητα τοῦ λόγου του, ἡ εὐστροφία τῆς σκέψεως, ἡ δύναμη
τῶν ἐπιχειρημάτων, ἡ ζωηρότητα τῶν εἰκόνων, ἡ χειμμαρώδης συχνά ροή τοῦ λόγου,
τόν ἀνέδειξαν ἀπαράμιλλο κήρυκα τοῦ ἄμβωνος τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ πολλή
συντομία αὐτοί ἦσαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς πρός τά προσόντα τους. Νέοι πού
ἔμπαιναν στή ζωή μέ ὅλα τά ἐφόδια, μέ τίς εὐνοϊκότερες προοπτικές. Εἶχαν
μοναδικές προϋποθέσεις γιά μιά θαυμαστά ἐπιτυχημένη πορεία στή ζωή, μιά ζηλευτή
κατά κόσμον ἀνάδειξη.
Β.
Ἡ ἀπόρριψη τῶν προσκαίρων
Ἀλλά ποιό δρόμο
διάλεξαν αὐτοί, πού ἀπό τά πρῶτα τους χρόνια κέρδισαν ἀπεριόριστη τήν ἐκτίμηση,
τήν ἀναγνώριση καί τόν θαυμασμό τοῦ κόσμου;
Αὐτοί
ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο! Ἄφησαν τά δικανικά βήματα, τίς λαμπρές σταδιοδρομίες,
τήν ἄνετη ζωή. Διάλεξαν τή ζωή τοῦ Πνεύματος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος:
«Ἐπεστρέψαμε εἰς τήν πατρίδα μας καί ἐκάμαμε μικράν ὑποχώρησιν εἰς τό θέατρον
τοῦ κόσμου, ὅσον διά νά ἱκανοποιήσωμεν τήν ἐπιθυμίαν τῶν πολλῶν - προσωπικῶς
δέν εἴχαμεν καμμίαν διάθεσιν διά θεατρισμούς καί ἐπιδείξεις -. Ἀμέσως ἐγίναμε
κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἠλλάξαμεν ἀπό ἀγένεια παιδιά εἰς ἄνδρας, προχωροῦντες
ἀνδρικώτερα εἰς τήν πνευματικήν ζωήν» (ΕΠΕ 6, 172-175).
Ὁ Μ. Βασίλειος μετά τή βάπτισή του,
ἐπεδόθη στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ὁποία συνάντησε ἕνα φῶς διαφορετικό
ἀπό τό φῶς τῶν ἐθνικῶν συγγραμάτων. Γράφει σέ μιά ἐπιστολή του (223): «Ὥσπερ ἐξ
ὕπνου βαθέος διαναστάς, ἀπέβλεψα μέν πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου,
κατεῖδον δέ τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων».
Συνεχίζει τώρα ὁ Βασίλειος τίς σπουδές του σέ ἄλλο πεδίο, σέ ἄλλη κατεύθυνση,
γιά νά γνωρίσει τόν Χριστιανισμό καί ἰδιαίτερα τόν μοναχικό βίο. Περιέρχεται τή
Συρία, τή Μεσοποταμία, τήν Παλαιστίνη καί Αἴγυπτο. Συναντᾶ ταπεινούς μοναχούς καί
μαθαίνει κοντά τους τά μυστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί τελικά ἀναχωρεῖ γιά
τήν ἔρημο, ἀφοῦ διαμοιράζει στούς πτωχούς τό μέγιστο μέρος τῆς πατρικῆς
περιουσίας πού ἀναλογοῦσε σ’ αὐτόν.
Μαζί του
ἀσκητεύει γιά ἕνα διάστημα καί ὁ φίλος του Γρηγόριος,
σέ μιά κατάφυτη περιοχή τοῦ Πόντου.
Προτίμησε καί
ἐκεῖνος ἀπό τήν ἕδρα τοῦ καθηγητοῦ στό Πανεπιστήμιο τοῦ κόσμου, τήν ταπεινή
μαθητεία στό Πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου. Ἐπιδίδονται ἀπό κοινοῦ στούς ἀγῶνες τούς
πνευματικούς, στήν προσευχή, στή μελέτη.
Τόν ἴδιο δρόμο
ἀκολουθεῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος. Ἐγκαταλείπει τήν πορεία του στίς λεωφόρους τῆς πρόσκαιρης καί
ἐγκόσμιας ἐπιτυχίας. Τόν σαγηνεύουν τά δύσβατα, τά ἀνηφορικά καί ἀπόκρημνα, ἀλλά
συγχρόνως καί μαγευτικά μονοπάτια τῆς ἁγιότητος. Καθώς ἡ συνείδησή του τόν
παρακινεῖ νά μήν ἀρκεσθεῖ στούς ἀγῶνες του μέσα στήν πόλη, ἀποφασίζει νά ἀφήσει
τόν κόσμο. Μοιράζει τή μεγάλη του περιουσία στούς πτωχούς, ἐγκαταλείπει τήν
πολύβουη καί φημισμένη Ἀντιόχεια καί «καταλαμβάνει τά πλησίον ὄρη». Στά
γειτονικά βουνά συναντᾶ κάποιον ἀγράμματο, ἀλλά ἅγιο Σύρο γέροντα καί μαθητεύει
κοντά του τέσσερα χρόνια. Μιμεῖται τή σκληραγωγία του καί ἀποδύεται σέ μεγάλους
πνευματικούς ἀγῶνες. Στή συνέχεια ἀσκητεύει μόνος του ἐπί δύο χρόνια σ’ ἕνα
σπήλαιο, ἐπιθυμώντας τήν ἀφάνεια. «Ἄϋπνος διετέλει τό πλεῖστον, ἐκμανθάνων τάς
τοῦ Χριστοῦ διαθήκας πρός ἐξοστρακισμόν τῆς ἀγνοίας», σημειώνει ὁ βιογράφος του
(ΕΠΕ 1, 96). Σχεδόν δέν κοιμόταν αὐτά τά δύο χρόνια, οὔτε νύχτα οὔτε μέρα.
Ἀγωνιζόταν καί μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, μέχρι πού
ἐξαιτίας τοῦ κρύου πού ὑπέφερε κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του.
Αὐτόν τόν
δρόμο ἀκολούθησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Δέν τούς τύφλωσε ἡ πρόσκαιρη καί φθαρτή
ἀνθρώπινη δόξα, δέν τούς θάμπωσαν τά φῶτα τοῦ κόσμου. Ζήτησαν τήν ἄφθαρτη καί
αἰώνια δόξα. Τό φῶς τό ἄδυτο καί ἀληθινό εἵλκυσε τίς ψυχές τους. Ἐγκατέλειψαν τούς
ρητορικούς ἀγῶνες καί ἐπεδόθησαν στούς ἀγῶνες τούς πνευματικούς. Περιφρόνησαν
τή μάταιη σοφία τοῦ κόσμου καί προτίμησαν τήν ἀληθή ἐν Χριστῷ φιλοσοφία.
Ἔκλεισαν τά βιβλία τῶν ἀνθρώπων καί ἄνοιξαν τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Προτίμησαν ἀπό τήν
ἀνθρώπινη τή θεία σοφία. Οἱ μεγάλοι σοφοί ἔγιναν τώρα μαθητές στό διδασκαλεῖο
τοῦ Πνεύματος. Μακριά ἀπό τήν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀσκητεύουν στήν ἔρημο,
ἀγωνίζονται, προσεύχονται, μελετοῦν.
Καί μετά ἀπό
μερικά χρόνια, πάνοπλοι πνευματικά, ἐπιστρέφουν στόν κόσμο. Γιά νά ὑπηρετήσουν
τήν Ἐκκλησία μέ τήν πλούσια πνευματική ἐμπειρία τους, ἀλλά καί μέ τήν
ἀξιοποίηση τῶν κατά κόσμον προσόντων τους, πού τά θέτουν καί αὐτά στήν ὑπηρεσία
τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς τους.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναδεικνύεται ἀρχιεπίσκοπος
Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ἡγέτης τῆς Ὀρθοδοξίας στά χρόνια του. Ἀπό μία πόλη,
τήν Καισάρεια, ἔγινε πυρσός ὅλης τῆς οἰκουμένης, ὅπως παρατηρεῖ ὁ φίλος του
Γρηγόριος (ΕΠΕ 6, 175). Καί ὁ ἅγ.
Γρηγόριος καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος κατόπιν στό θρόνο τῆς Κων/πόλεως. Λυώνουν
σάν λαμπάδες στήν ὑπηρεσία τοῦ χρέους τους. Ἐργάζονται μέ ὑπομονή, ὑποδειγματική
αὐταπάρνηση καί θυσίες γιά νά λάμψει τό φῶς τῆς πίστεως. Δημιουργοῦν χρυσῆ
ἐποχή στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ζοῦν γιά τόν Θεό καί ὑπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο.
Γ.
Μέ τό βλέμμα στήν αἰωνιότητα
Ὁ κόσμος τούς
τά εἶχε δώσει ὅλα. Καί αὐτοί τά παρέδωσαν ὅλα στόν Θεό. Διότι σύντομα κατάλαβαν
τήν παροδικότητα καί ματαιότητα τοῦ πρόσκαιρου καί ἄστατου κόσμου. «Πάντων
περισκοπήσαντες τό ἄστατον, μόνον εὗρον ἀκίνητον τόν ὑπερουσίως ὄντα Δημιουργόν
τοῦ παντός», θά μπορούσαμε νά λέγαμε καί γιά τούς τρεῖς, χρησιμοποιώντας τούς
λόγους τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου γιά τόν Μ. Βασίλειο.
Θέλησαν νά
πλουτήσουν κατά Θεόν, περιφρονώντας ὅλες τίς κίβδηλες, τίς ἀμφίβολες καί
ἐπιφανειακές χαρές τοῦ κόσμου.
«Πλουτεῖν δ’
αὖ θεότητα μόνην, καί κόσμον ἅπαντα,
ἶσον
ἀραχναίοις νήμασιν αἰέν ἔχειν»,
γράφει ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Γνῶμαι δίστιχοι, ΕΠΕ 9, 400).
«Πλοῦτο σου
νἄχῃς μόνον τόν Θεό, καί ὅλο τόν κόσμο
νά τόν θεωρῇς
πάντοτε ὅπως τούς ἱστούς τῆς ἀράχνης».
Ἔστι,
πράγματι, εἶδαν με τούς ὀφθαλμούς τῆς φωτισμένης διανοίας τους οἱ ἅγιοι τοῦ
Θεοῦ τόν πρόσκαιρο κόσμο. Καί γι’ αὐτό ἀπό πολύ νωρίς τούς εἵλκυσε ὁ αἰώνιος
καί ἀληθινός κόσμος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγ.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει γιά τόν Μ. Βασίλειο, ὅτι δέν θεωροῦσε ἀξιέπαινο τόν
ἑαυτό του γιά τό ὅτι ἦλθε στήν Ἀθήνα γιά σπουδές. Ζητοῦσε αὐτά πού εἶχε ἐλπίσει
καί «κενήν μακαρίαν τάς΄Ἀθήνας ὠνόμαζεν». Ἀποκαλοῦσε τήν Ἀθήνα κούφια
μακαριότητα (ΕΠΕ 6, 160). Ὅταν δέ
ἀνεφέρετο στή φιλία του μέ τόν Μ. Βασίλειο καί στούς κοινούς ἀγῶνες, ἔλεγε, ὅτι
ἕνα ἔργο εἴχαμε καί οἱ δύο, τήν ἀρετή καί «τό ζῆν πρός τάς μελλούσας ἐλπίδας,
πρίν ἐνθένδε ἀπελθεῖν, ἐνθένδε μεθιστάμενοι» (ΕΠΕ 6, 162).
Ὁ Μέγας Βασίλειος καθώς
ἑρμηνεύει τόν ριδ΄ ψαλμό, δίνει μιά θαυμάσια περιγραφή τῆς μελλούσης ζωῆς καί,
συγκρίνοντάς την πρός τήν ἐπίγεια ζωή μας, καταλήγει στό συμπέρασμα, ὅτι ὁ κόσμος
στόν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι κόσμος «θνητός, καί χωρίον ἀποθνῃσκόντων». Καθώς δέ
στρέφει τό βλέμμα στήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Ζώντων ἐκείνη ἡ
χώρα», στήν ὁποία δέν ὑπάρχει νύκτα, δέν ὑπάρχει ὕπνος «τό τοῦ θανάτου μίμημα»·
δἐν ὑπάρχει βρῶσις καί πόσις, τά στηρίγματα τῆς ἀσθενείας μας, οὔτε ἀσθένεια
οὔτε πόνοι οὔτε θεραπεία οὔτε δικαστήρια, ἐμπόρια, τέχνες, χρήματα, «τῶν κακῶν
ἡ ἀρχή, ἡ τῶν πολέμων ὑπόθεσις, ἡ ῥίζα τῆς ἔχθρας, ἀλλά χώρα ζώντων, οὐκ
ἀποθνῃσκόντων διά τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ζώντων τήν ἀληθῆ ζωήν τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»
(ΕΠΕ 5, 412-414).
Εἶναι τόση ἡ
πεποίθησή του ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, ὥστε καί σ’ ἄλλη εὐκαιρία δέν
διστάζει νά διακηρύξει πώς ἡ κατάσταση τήν ὁποία ζοῦμε στό παρόν εἶναι
κατάσταση θανάτου: «… νῦν μέν οὐκ ἐσμέν ἐν ζωῇ, ἀλλ’ ἐν θανάτῳ» (Εἰς τόν ΛΓ΄
Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 232-234). Γι’ αὐτό καί ἡ ἀληθινή καί αἰώνια ζωή πρέπει νά
ἀποτελεῖ τόν σκοπό ὅλων τῶν πράξεών μας, τονίζει, ὅταν ἀντιπαραθέτει τήν ἐσχατολογική
προοπτική τοῦ Χριστιανισμοῦ πρός τίς κοντόφθαλμες θεωρίες τῶν ἐθνικῶν
φιλοσόφων. Ἐσκέφθησαν καί μερικοί ἀπό αὐτούς, λέγει, γιά τόν ἀνθρώπινο
προορισμό καί διάφορες γνῶμες διατύπωσαν γιά τό ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι σκοπός εἶναι ἡ ἐπιστήμη. Ἄλλοι, εἶπαν, ἡ
τέχνη. Ἄλλοι τό διαφόρως χρῆσθαι τῷ βίῳ καί τῷ σώματι». Οἱ κτηνώδεις δέ εἶπαν
ὅτι ἡ ἡδονή εἶναι ὁ σκοπός. «Ἡμῖν δέ τέλος, οὗ ἕνεκεν πάντα πράττομεν, καί πρός
ὅ ἐπειγόμεθα, ἡ μακαρία διαγωγή ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι» (Εἰς τήν ΜΗ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ
5, 320).
Μπροστά στήν
ἐπιτέλεση αὐτοῦ τοῦ ὑψίστου σκοποῦ ὅλα τά ἄλλα μποροῦν νά θεωροῦνται μηδαμινά
καί μέ εὐκολία νά θυσιάζονται. Γιά τόν μεγάλο φωστήρα τῆς Καισαρείας πλοῦτος
ἦταν τό νά μήν ἔχει τίποτε, καί ὁ σταυρός μέ τόν ὁποῖο καί μόνο ζοῦσε, ὅπως
λέγει ὁ φίλος του Γρηγόριος. Ἦταν πτωχός ἀφιλόδοξος καί ἀνεπιτήδευτος. Καί ἀφοῦ
ἄφησε ὅλα ὅσα εἶχε, ἀνάλαφρος διέπλεε τοῦ βίου τήν θάλασσα… «Τίς οὕτω μᾶλλον
ἄτροφος ἦν, οὐ πολύ δέ εἰπεῖν, καί ἄσαρκος;» Ποιός ἦταν περισσότερο ἀπό αὐτόν
χωρίς τροφή, καί δέν εἶναι ὑπερβολικό νά ποῦμε, καί χωρίς σάρκα;… Εἶχε ἕνα
χιτῶνα νά φορεῖ καί ἕνα ἐπανωφόρι καί ἠσκεῖτο μέ τήν «χαμευνία», πλάγιαζε κάτω,
καί τήν ἀγρυπνία… (ΕΠΕ 6, 228-230).
Αὐτόν ὅμως τόν
ἀνώτερο τρόπο ζωῆς τόν ὁποῖο θαυμάζει στό πρόσωπο τοῦ φίλου του Βασιλείου, ζεῖ
καί ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος. Καί ἡ δική
του ζωή κινεῖται στή διάσταση τῆς αἰωνιότητος. Ἡ σκέψη καί ὁ πόθος τῆς αἰωνίου
μακαριότητος τόν κατακτοῦν. Ἐκεῖ στρέφει τά βλέμματα καί τίς ἐλπίδες του. Σ’
αὐτή τήν ὑπέροχη προοπτική τῆς ζωῆς του θυσίασε τά πάντα, καί τά πιό ἀγαπητά.
Στό πρῶτο ποίημά του ἀπό τά «Ἔπη εἰς ἑαυτόν», στό ὁποῖο γράφει γιά τή ζωή του,
παρουσιάζει τόν δόλιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ πειραστής προσπάθησε νά τόν δελεάσει
καί νά τόν ρίξει στά δίχτυα του. Δέν μέ κέρδισε ὅμως ὁ κόσμος, γράφει, δέν μέ
μάγεψαν οἱ νόμιμες πρόσκαιρες χαρές, τά ἐπίσημα και πλούσια τραπέζια, οὔτε ὁ πλοῦτος,
τό χρυσάφι καί τ’ ἀσῆμι. Δέν μ’ εὐχαριστοῦσαν τά κτήματα καί οἱ δοῦλοι· οὔτε
τήν τιμή τῶν ἀνθρώπων καί τή δόξα πού σβήνει ἔχω ἀνάγκη οὔτε τήν εὔνοια τοῦ
βασιλιᾶ. Δέν ἐπεθύμησα ποτέ τά δικαστικά βήματα ἤ τίς ἐξουσίες τῶν ἀρχόντων.
Αὐτή εἶναι τῶν θνητῶν ἡ εὐτυχία, «ὅμοια μέ τ’ ἀβέβαια αὐλάκια τοῦ καραβιοῦ, πού
μπροστά τά χαράζει καί πίσω του σβήνουν». Ὑπῆρχε ὅμως κάτι ἀπό τά ἐγκόσμια πού
συγκινοῦσε τήν ψυχή τοῦ Γρηγορίου:
«Τῶν λόγων ἡ
δόξα μοῦ ἦταν μόνο ἀγαπητή, πού μάζεψα
σ’ Ἀνατολή καί
Δύση καί στήν Ἀθήνα, τήν περηφάνεια τῆς Ἑλλάδος
καί πού γι’
αὐτά χρόνια πολλά μόχθησα».
Νίκησε ὅμως
καί ἐδῶ. Τελικά καί τήν ἀνθρώπινη γνώση καί σοφία, τούς ἀνθρώπινους λόγους,
τούς ὑπέταξε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στή σοφία Του:
«πρηνέας ἐν
δαπέδῳ Χριστοῦ προπάροιθεν ἔθηκα»,
«γονατιστούς τούς
ἔριξα στό ἔδαφος μπροστά στό Χριστό,
γιατί
ὑποχώρησαν στό λόγο τοῦ μεγάλου Θεοῦ, πού ὑπερκαλύπτει
κάθε
εὐμετάβλητο, πολύπλοκο λόγο τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ» (ΕΠΕ 10, 16-18).
Λίγο παρακάτω
μέ λόγους πολύ ἐκφραστικούς, μέ τό δικό του ἀποφθεγματικό ὕφος, θά πεῖ ἁπλά καί
συμπερασματικά γιά τή σχέση του μέ τόν κόσμο:
«Ἔχω νεκρωθεῖ γιά
τόν κόσμο καί ὁ κόσμος γιά μένα»,
«καί νέκυς
ἔμπνοός εἰμι…» (εἶμαι ἕνας νεκρός πού ἀναπνέει)
«καί εἶμαι
νεκρός ζωντανός κι ἡ δύναμή μου ὅση τῶν ὀνείρων·
ἡ ζωή γιά μένα
εἶναι ἀλλοῦ…» (ΕΠΕ 10, 24).
Αὐτή ἡ στροφή
του πρός τήν ἄλλη, τήν ἀληθινή ζωή, ἐνισχύει τήν ἀγάπη του στή ζωή τῆς ἡσυχίας
καί συνεπῶς καί τήν τάση, πού τόν διακρίνει σ’ ὅλη του τή ζωή, νά φεύγει ἀπό τήν
πολύβουη κοινωνία τοῦ κόσμου καί, περιφρονώντας τίς χαρές του, νά ζεῖ τήν
κοινωνία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τῆς ἐρήμου, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει:
«Αὐτάρ ἐγώ
τέθνηκα τῷ βίῳ…»,
«Μά ἐγώ εἶναι
νεκρός γιά τή ζωή, καί λίγο ἀκόμη πάνω στή γῆ
θ’ ἀφήνω τήν
πνοή μου· ἀποφεύγω τίς πόλεις καί τούς ἀνθρώπους.
Μέ τ’ ἀγρίμια
καί τούς βράχους ζώντας, χώρια ἀπ’ τούς ἄλλους
κατοικῶ στίς
τραχιές κι ἀδούλευτες πέτρες,
μ’ ἕνα φόρεμα,
χωρίς πέδιλα, χωρίς στέγη, μέ τήν ἐλπίδα μόνο
ζώντας κι
εἶμαι ἀποδιοπομπαῖος γιά ὅλους τούς θνητούς.
Τό στρῶμα μου
εἶναι τά χόρτα, ὁ σκληρός σάκκος τό σκέπασμά μου
καί ἡ σκόνη
στό δάπεδο μουσκεμένη ἀπό τά δάκρυά μου» (Ἔπη εἰς ἑαυτόν, ΜΕ΄, Θρῆνος περί τῶν
τῆς αὐτοῦ ψυχῆς παθῶν, ΕΠΕ 10, 340).
Ἡ διαρκής
στροφή τῆς ψυχῆς του καί ὁ βαθύς πόθος του εἶναι γιά ἐκείνη τήν αἰώνια,
ἀσάλευτη καί ἀκατάλυτη βασιλεία, στήν ὁποία ἔνδοξοι, ἄφθαρτοι, λαμπροί καί
ἀθάνατοι «…μετά τῶν ἑστώτων καί οὐ ρεόντων ἐσόμεθα φῶτα μικρά, φῶς τό μέγα
περιχορεύοντες» (ΕΠΕ 6, 344).
Κάποτε
φαίνεται σάν νά ἀπευθύνεται μέ λόγους ἐλεγκτικούς πρός τόν ἑαυτό του: «Τί
μικροψυχῶ περί τάς ἐλπίδας; Τί γίνομαι πρόσκαιρος;» Καί ἀμέσως μετά διακηρύσσει
μέ παρρησία τήν πίστη του: «Ἀναμένω τήν τοῦ ἀρχαγγέλου φωνήν, τήν ἐσχάτην σάλπιγγα,
τόν οὐρανοῦ μετασχηματισμόν, τῆς γῆς μεταποίησιν, τήν τῶν στοιχείων ἐλευθερίαν,
τήν κόσμου παντός ἀνακαίνισιν». Καί ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ δική του σφοδρή προσδοκία,
στρέφεται πρός τούς προσκολλημένους στή ματαιότητα τοῦ πρόσκαιρου κόσμου
ἀνθρώπους καί ζητεῖ μέ λόγους συγκλονιστικούς νά τούς ἀφυπνίσει: Υἱοί ἀνθρώπων,
ἕως πότε θά εἶσθε βαρυκάρδιοι «καί παχεῖς τήν διάνοιαν;» Γιατί ἀγαπᾶτε τήν
ματαιότητα καί ζητεῖτε τό ψεῦδος; Θεωρεῖτε σάν κάτι μεγάλο τήν παροῦσα ζωή καί
νομίζετε πὠς εἶναι πολλές οἱ λίγες αὐτές μέρες, καί τήν ἀναχώρηση ἀπό τόν
πρόσκαιρο κόσμο, «τήν ἀσπαστήν καί ἡδεῖαν», τήν ἀποστρέφεσθε σάν κάτι βαρύ καί
φρικῶδες; Ἐπί τέλους· «οὐ γνωσώμεθα ἡμᾶς αὐτούς; Οὐ τά φαινόμενα ρίψωμεν; Οὐ
πρός τά νοούμενα βλέψωμεν;» (ΕΠΕ 6, 418, 420).
Δέν θά
ἐπιμείνουμε περισσότερο στό φρόνημα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, πού ἔχει γίνει ἤδη φανερό.
Θά ἀναφέρουμε μόνον ἕνα ἀπό τά πολλά ἐπιτάφια ἐπιγράμματα πού ἔγραψε γιά τόν
ἑαυτό του, καί στό ὁποῖο φανερώνει τόν μοναδικό πλοῦτο πού εἶχε στήν ἐπί γῆς
ζωή του:
«Ὁ ἀγαπημένος
τοῦ Γρηγορίου καί τῆς Νόννας γιός ἐνθάδε κεῖται,
ὁ ὑπηρέτης τῆς
ἱερῆς Τριάδος Γρηγόριος,
καί μέ σοφία
τή σοφία ἁρπάζοντας ἀπό νέος,
μοναδικό του
πλοῦτο εἶχε τήν οὐράνια ἐλπίδα» (ΕΠΕ 10, 430)
Καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος κατ’ ἐπανάληψιν στούς λόγους
του τονίζει τήν ματαιότητα τῶν προσκαίρων καί στρέφει τά βλέμματα τῶν ἀκροατῶν
του στόν αἰώνιο κόσμο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μνημειώδεις οἱ δύο λόγοι
πού ἐξεφώνησε «πρός Εὐτρόπιον», πρός τόν πρώην παντοδύναμο πρωθυπουργό, πού
κατήργησε τό ἄσυλο τῶν ἱερῶν ναῶν, ὅταν ὅμως ἄλλαξε ἡ πολιτική κατάσταση καί
ὅλοι ἐστράφησαν ἐναντίον του καί διέτρεξε τόν ἔσχατο κίνδυνο, γιά νά σωθεῖ
ζήτησε ἄσυλο στήν Ἐκκλησία. Ὁ μέγας Ἱεράρχης συγχωρεῖ τόν πρώην πολέμιο,
μεσολαβεῖ στόν αὐτοκράτορα, μέ συγκινητικούς λόγους κατευνάζει τήν ὀργή τοῦ
λαοῦ καί σώζει τόν Εὐτρόπιο, πού ἔντρομος παρακολουθεῖ τούς λόγους τοῦ
Χρυσοστόμου ἀπό τό ἱ. θυσιαστήριο. Συγχρόνως ὁ θεοφώτιστος διδάσκαλος βρίσκει
τήν εὐκαιρία νά φανερώσει τή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων, καθώς ἔχει μπροστά του
τόν εὐνοῦχο, πατρίκιο καί ὕπατο Εὐτρόπιο, πού ξαφνικά τά ἔχασε ὅλα καί
κινδυνεύει καί τή ζωή του νά χάσει ἀκόμη: «…οὐδέν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων
ἀσθενέστερον». Μέ ὅποιο τρόπο καί ἄν χαρακτηρίσει κάποιος τήν εὐτέλειά τους,
λιγώτερο ἀπό τήν ἀλήθεια θά πεῖ. Εἴτε καπνό εἴτε χόρτο εἴτε ὄνειρο εἴτε ἄνθη τῆς
ἀνοίξεως εἴτε ὁπωσδήποτε ἀλλιῶς τά ὀνομάσει. Τόσο πρόσκαιρα εἶναι «καί τῶν
οὐδέν ὄντων οὐδαμινώτερα…» (Πρός Εὐτρόπιον Α΄,
ΕΠΕ 33, 90).
Καί στό δεύτερο
λόγο του τονίζει τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλοι εἴμαστε περαστικοί ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
Παρομοιάζει τήν παρούσα ζωή μέ πανδοχεῖο. Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ μόνιμη κατοικία μας
λέγει: Δέν γνωρίζεις «ὅτι ἀποδημία ὁ παρών βίος;» Μήπως εἶσαι πολίτης ἐδῶ; Ὁδοιπόρος
εἶσαι. Κατάλαβες τί εἶπα; «Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλ’ ὁδίτης εἶ καί ὁδοιπόρος». Μή
πεῖς· ἔχω αὐτή τήν πόλη καί ἔχω τήν ἄλλη. «Οὐκ ἔχει οὐδείς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω
ἐστί. Τά παρόντα ὁδός ἐστίν…» Ὅταν εἰσέλθεις σἐ πανδοχεῖο, πές μου, τό
πανδοχεῖο καλλωπίζεις; Ὄχι, ἀλλά τρῶς καί πίνεις καί βιάζεσαι νά ἀναχωρήσεις.
«Πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρών βίος» (Στόν Εὐτρόπιον Β΄, ΕΠΕ 33, 120).
Σ’ ἄλλη εὐκαιρία
θά πεῖ ὅτι τά παρόντα δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τά ὄνειρα: «Οὐδέν τῶν
ὀνειράτων ἄμεινον τά ἐνταῦθα διάκειται» (ΕΠΕ 28, 786). Ὅ,τι εἶναι τό ὄνειρο μιᾶς μέρας σχετικά μέ ὅλη
μας τή ζωή, τό ἴδιο εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῶν ἐπιγείων συγκρινόμενη «πρός τήν τῶν
μελλόντων κατάστασιν». Ὑπάρχει ἄραγε κάποιος ὁ ὁποῖος γιά νά δεῖ ἕνα καλό
ὄνειρο θά διάλεγε νά κολάζεται γιά πάντα; «καί τίς οὕτω ἀνόητος, ὡς ἐπί ταύτην
ἐλθεῖν τήν ἀντίδοσιν;» (ΕΠΕ 28, 790).
Ὅτι τό κήρυγμα
τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου γιά τήν παροδικότητα τῶν ἐπιγείων δέν ἦταν ἁπλός λόγος, ἀλλά
γνήσια ἔκφραση τοῦ διαρκοῦς βιώματος τῆς ψυχῆς του, τό ἀπέδειξε ἡ ἀκλόνητη
πίστη καί ὁ ἀπαράμιλλος ἡρωϊσμός μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τίς δυσκολότερες
ὧρες τῆς ζωῆς του.
Ἐνῶ συνεδριαζε
ἡ παρά τήν Δρῦν Σύνοδος (Ἰούλιος 403), ἡ ὁποία τελικῶς τόν καθήρεσε καί τόν
κατεδίκασε σέ ἐξορία, καί ἐνῶ οἱ ἐχθροί του ὀργάνωναν τήν ἐναντίον του σκευωρία
καί μεθόδευαν τήν ἐξόντωσή του, οἱ σαράντα ἐπίσκοποι πού ἔμεναν πιστοί σ’ αὐτόν,
εὑρίσκονταν κοντά του, στήν ἐπισκοπή, γεμάτοι πικρία, ἀγωνία καί ταραχή.
Διηγεῖται ὁ
σπουδαιότερος βιογράφος του Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως Παλλάδιος: Καθώς βρισκόμαστε
σέ ἀπορία, φωτισμένος ἀπό τόν Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Ἰωάννης λέγει σ’ ὅλους:
Προσευχηθῆτε ἀδελφοί μου, ἐάν ἀγαπᾶτε τόν Χριστό, μήπως κάποιος ἐξ αἰτίας μου
χάσῃ τήν ἐκκλησία του. «Ἐγώ γάρ ἤδη σπένδομαι, καί ὁ καιρός τῆς ἀναλύσεώς μου
ἐφέστηκεν», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καί ἀφοῦ ὑποφέρω πολλές θλίψεις, θά ἐγκαταλείψω
τή ζωή, ὅπως βλέπω. Γιατί γνωρίζω τήν σκευωρία τοῦ Σατανᾶ, ἐπειδή δέν ἀνέχεται
πιά τήν ἐνόχλησι τῶν λόγων μου πού στρέφονται ἐναντίον του. Καί ἔτσι νά ἔχετε
τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· νά μέ θυμᾶστε στίς προσευχές σας. Μᾶς κατέλαβε τότε
ἀπερίγραπτη ἀθυμία, καί ἄλλοι δακρύζαμε, ἄλλοι δέ ἔβγαιναν ἔξω ἀπό τήν αἴθουσα
τῆς συνόδου καί ἠσπάζοντο τόν Ἰωάννη δακρυσμένοι καί περίλυποι στά μάτια καί
στήν ἱερά κεφαλή του καθώς καί στό εὔγλωττο καί μακάριο στόμα του. Ἀφοῦ μᾶς παρεκάλεσε
νά ἐπιστρέψουμε στή σύνοδο, γιατί περιφερόμαστε ἐδῶ καί ἐκεῖ, ὅπως οἱ μέλισσες
πού βουΐζουν γύρω ἀπό τήν κυψέλη, λέγει: Καθίστε, ἀδελφοί, καί μή κλαῖτε, καί
μέ συντρίβετε ἔτσι περισσότερο. «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός, καί τό ἀποθανεῖν κέρδος».
Ἐπειδή ἐφημολογεῖτο ὅτι θά τόν ἀποκεφάλιζαν λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ θάρρους του.
Καί ἄν θυμᾶστε ἀναζητήσατε καί βρῆτε στή μνήμη σας, ὅτι πάντοτε σᾶς ἔλεγα:
«Ὁδός ἐστιν ὁ παρών βίος, καί τά χρηστά αὐτοῦ καί τά λυπηρά παροδεύεται (ὅλα
περνοῦν)· καί πανήγυρις τά παρόντα (ἐμπορική πανήγυρις εἶναι τά παρόντα )·
ἠγοράσαμεν, ἐπωλήσαμεν, καταλύομεν. Τελειώνουμε. Μήπως εἴμαστε καλύτεροι ἀπό
τούς πατριάρχες, τούς προφῆτες, τούς ἀποστόλους, γιά νά παραμείνῃ σέ μᾶς
ἀθάνατη αὐτή ἡ ζωή;» (Βίος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 1, 124).
Ἡ ἰδέα αὐτή
ὅτι ἡ ἐπίγεια ζωή μας εἶναι μιά ἐμπορική πανήγυρις, συναντᾶται καί στούς Τρεῖς
Ἁγίους Ἱεράρχας. «Πάντες οἱ τήν εὐαγγελικήν ὁδόν πορευόμενοι ἔμποροί ἐσμεν, διά
τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τήν κτῆσιν ἑαυτοῖς τῶν οὐρανίων πραγματευόμενοι»,
λέγει ὁ Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 7, 412).
Καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος στό ποίημά του «Παραίνεσις
πρός ἑαυτόν», προτρέπει τόν ἑαυτό του νά ἀγοράζει μέ τόν πρόσκαιρο κόσμο τοῦ
παρόντος τόν μέγα καί αἰώνιο κόσμο τοῦ μέλλοντος: «Κόσμον πόριζε τῷ παρόντι τόν
μέγαν» (ΕΠΕ 10, 406). Καί ἀλλοῦ, ἀποκαλύπτοντας τήν τακτική τῆς θαυμαστῆς πορείας
καί τῆς ἁγίας ζωῆς του λέγει: «Ἠβουλήθην γενέσθαι μεγαλέμπορος». Μέ ὅλα ὅσα
ἔχω, θέλησα νά ἀγοράσω τόν πολύτιμον μαργαρίτην. Νά δώσω τά ρέοντα καί
συρόμενα, γιά νά κερδσίσω τά ἑστῶτα καί οὐράνια. Αὐτή ἡ ἐμπορία εἶναι ἡ
μεγίστη, καταλήγει. «Τοῖς γε νοῦν ἔχουσιν».
Ἄν ζήσουμε τήν
ζωή τοῦ Πνεύματος, ἄν γευθοῦμε τούς καρπούς τούς πνευματικούς, τότε δέν θά
θεωροῦμε τίποτε τά παρόντα «καθάπερ τινί μέθῃ καλλίστῃ τῇ τῶν μελλόντων ἐπιθυμίᾳ
ἁλόντες», λέγει τό χρυσοῦν στόμα τῆς
Ἐκκλησίας (ΕΠΕ 11, 838). Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχαι ἐμέθησαν αὐτήν «τήν
καλλίστην μέθην» καί ἐκυριεύθησαν ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων.
Μέσα στήν
Ἐκκλησία ὅμως τά μέλλοντα γίνονται παρόντα, οἱ ἀνταύγειες τοῦ φωτός τῆς
αἰωνιότητος φωτίζουν τόν πρόσκαιρο κόσμο καί διαλύουν τά σκοτάδια του, ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμενομένη, ἀλλά συγχρόνως καί παρούσα. Καί ἡ αἰώνιος
ζωή δέν ἀποτελεῖ μόνον μία μακρυνή προσδοκία τοῦ μέλλοντος· εἶναι καί ἡ διαρκής
ἐμπειρία τοῦ παρόντος. Μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή τους οἱ ἅγιοι φέρνουν τόν Ἄχρονο
μέσα στό χρόνο, φέρνουν τήν αἰωνιότητα στό παρόν. Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας
ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά μας, εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. στ΄ 21). Γι’ αὐτό καί ὅποιος
θησαυρίζει «ἐν οὐρανῷ», αὐτός μέ τήν καρδιά του βρίσκεται ἤδη στόν οὐρανό. Τό
πλῆρες καί τό τέλειο θά ὑπάρξει βέβαια μετά τό τέλος τοῦ χρόνου, στήν ἄχρονη
αἰωνιότητα. Στό παρόν ὅμως μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή πρόγευση καί προαπόλαυση
τοῦ μέλλοντος. Ἡ δυναμική νοσταλγία τοῦ μέλλοντος, φέρνει σ’ ἕνα βαθμό τό
μέλλον στό παρόν.
Γι’ αὐτό καί οἱ
Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔγραφαν, ὅπως τό ἀναφέραμε προηγουμένως, ὅτι πρίν ἀπέλθουν
«ἐνθένδε», εἶχαν μεταστεῖ στά ἐπέκεινα (Γρηγορίου Θεολόγου, ΕΠΕ 6, 162). Ζοῦσαν
τήν αἰωνιότητα στό παρόν, διότι ζοῦσαν γιά τόν πανταχοῦ καί πάντοτε παρόντα
Θεόν καί τήν αἰώνια βασιλεία Του.
Δ.
Τό μήνυμά τους στήν ἐποχή μας
Μέ τά πύρινα
λόγια τους καί τήν ἁγία βιοτή τους, ποιό ἄραγε μήνυμα στέλνουν ἀπό τή μακρυνή
ἐποχή τους στή σύγχρονη συγχυσμένη ἐποχή;
Ἡ ἐποχή μας
εἶναι ἡ ἐποχή τῶν θαυμαστῶν ἐπιτευγμάτων καί τῶν καταπληκτικῶν προόδων. Τά
σύνορα τῆς γνώσεως ἔχουν καταπληκτικά ἐπεκταθεῖ. Ἡ ἐπιστήμη προόδευσε πολύ.
Πέτυχε στίς τελευταῖες μόνο δεκαετίες ὅσα δέν πέτυχε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας
της. Ἡ τεχνική ἔδωσε στόν ἄνθρωπο μοναδικές δυνατότητες. Τοῦ ἐξασφάλισε
καταπληκτικές ἀνέσεις, τοῦ προμήθευσε πλοῦτο ἀγαθῶν, τόν ἀνέβασε στ’ ἀστέρια.
Θἄλεγε κανείς
πώς λύσαμε ὅλα τά προβλήματα τῆς ζωῆς καί πώς δέν ὑπάρχει κάτι πιεστικό νά μᾶς
ἀπασχολεῖ.
Καί ὅμως! Τά προβλήματά μας εἶναι παραδόξως περισσότερα
καί πιεστικότερα ἀπό ἄλλοτε. Ὁ ἄνθρωπος μέσα στίς λεωφόρους τοῦ πολιτισμένου
κόσμου κυκλοφορεῖ ἀνικανοποίητος. Τόν κατατρώγει ἡ ἀγωνία, ἡ ἀβεβαιότητα γιά τό
μέλλον, τόν ταλαιπωροῦν ποικίλοι φόβοι, τό αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας τόν
κατατυραννεῖ. Σκύβει μέσα του καί συναντᾶ ἐρήμους. Προσπαθεῖ νά θεραπεύσει τό
ἐσωτερικό του καί διαπιστώνει τρομακτικά κενά. Κινεῖται μέσα σέ πολυάνθρωπες
κοινωνίες καί αἰσθάνεται μόνος. Ὁ ρυθμός, ὁ τρόπος, ἡ νοοτροπία τῆς ζωῆς τοῦ
προκαλοῦν ἀφόρητο καί δυσθεράπευτο ἄγχος. Ἀλλοίμονο! Δέν γνωρίζει πιά ὁ
σημερινός τεχνολογικός καί καταναλωτικός ἄνθρωπος τί θά πεῖ ἀληθινή χαρά,
ἀδιατάρακτη εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἥσυχη συνείδηση, ἐσωτερική πληρότητα. Οἱ ἰατρικές
συνταγές καί τά φάρμακα ἀδυνατοῦν νά τοῦ δώσουν αὐτό πού ἔχει ἄμεση ἀνάγκη καί
βαθύτατα ἐπιθυμεῖ γιά νά ξεδιψάσει.
Συγχρόνως τά
γενικότερα προβλήματα παρουσιάζονται τόσο δύσκολα καί ἡ πολυπλοκότητά τους
φαίνεται νά ἀπειλεῖ με συνέπειες καταστρεπτικές. Ἄς σκεφθοῦμε τούς φοβερούς
πολέμους τοῦ περασμένου αἰώνα καί τούς φόβους γιά μεγαλύτερα δεινά, τήν
τρομακτική δυνατότητά μας νά αὐτοκαταστραφοῦμε. Ἄς σκεφθοῦμε τήν λιμοκτονία
μεγάλου τμήματος τῆς γῆς, ἁπλῶς γιατί ἀδιαφορεῖ ὁ πολιτισμένος τάχα κόσμος. Ἄς
ἀναλογισθοῦμε τήν καταστροφή καί τόν θάνατο πού βρίσκουν ὁλοένα περισσότεροι
νέοι μέσα στήν κόλαση τῶν ναρκωτικῶν καί τήν ἀνεξέλεγκτη πιά ἐξάπλωση πάνω στή
γῆ τῆς φοβερῆς μάστιγας τοῦ AIDS.
Τί φταίει;
Ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ζαλισμένος σήμερα ἀπό
τά μεγάλα καί ἐκπληκτικά ἐπιτεύγματά του, ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί τόν νόμο
Του. Μέ ἑωσφορική αὐτάρκεια θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νά ζήσει μόνος του σ’ αὐτό τόν κόσμο
καί ζητεῖ ὅλο τόν κόσμο νά περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὁ
ἀνθρωποκεντρισμός εἶναι τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς μας. Δέν ὑπάρχει
τόπος γιά τόν Θεό. Ἡ καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου θά ἑρμηνευθεῖ χωρίς τόν Θεό. Ἡ
σύγχρονη ζωή θά ὀργανωθεῖ χωρίς τόν Θεό.
Χωρίς ὅμως τόν
αἰώνιο καί ἀΐδιο Θεό οὔτε ὁ κόσμος μπορεῖ νά σταθεῖ οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά
ζήσει. Ὁ κόσμος θά ὑποφέρει κάτω ἀπό τά ἀπερίσκεπτα πλήγματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ
ἄνθρωπος θά ἀποδεικνύεται ὁ χειρότερος ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του. Χωρίς τόν αἰώνιο
καί ἀΐδιο Θεό θά χάνει τήν αἰώνια διάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, θά σμικρύνεται
ἀφόρητα, θά συνθλίβεται κυριολεκτικά κάτω ἀπό τά πλήγματα τῆς στυγνῆς
δυναστείας τοῦ παρόντος, θά αὐτοεγκλωβίζεται στό πρόσκαιρο, θά ἀσφυκτιᾶ μέσα
στή στενή φυλακή τοῦ κτιστοῦ. Χωρίς ὄραμα ζωῆς, χωρίς δυναμική προοπτική
μέλλοντος, θά κινεῖται στίς δύο διαστάσεις τοῦ μήκους καί τοῦ πλάτους, ἀγνοώντας
τό βάθος τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τό ὕψος τοῦ προορισμοῦ του. Χωρίς τόν αἰώνιο
Θεό καί τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος, ἡ εὐτυχία του δέν ἔχει διάρκεια, ἡ χαρά
του δέν ἔχει βάθος, ἡ ζωή του εἶναι χωρίς νόημα. Μόνο κάτω ἀπό τό βλέμμα τῆς
αἰωνιότητος λυγίζουν οἱ χαλύβδινες συντεταγμένες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου καί ὁ
ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται, ἀναπνέει καί ζεῖ. Ξεφεύγει τό πρόσκαιρο καί πεπερασμένο
καί κινεῖται δυναμικά καί ἐλεύθερα στόν ἄπειρο καί αἰώνιο κόσμο τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς
Ἱεράρχαι εἶχαν πλούσια ὅσα ὁ κόσμος σήμερα λατρεύει καί προσκυνεῖ. Γνώσεις,
ἐπιστῆμες, σοφία, πλούτη. Δέν στηρίχθηκαν ὅμως σ’ αὐτά. Ἀνακάλυψαν πώς κάτι
ἄλλο εἶναι τό πρῶτο στή ζωή καί ὅλα τά ὑπέταξαν σ’ αὐτό. Ἔζησαν γιά τόν Θεό καί
τόν αἰώνιο κόσμο Του καί ὁ Θεός ἦταν τό μέγιστο ἀγαθό τῆς ζωῆς τους.
Γι’ αὐτό καί
ὅταν ὁ ὕπαρχος Μόδεστος ἦλθε ἀπεσταλμένος τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα γιά νά
ὑποτάξει στά αἱρετικά του φρονήματα τόν Μ. Βασίλειο, καί μάλιστα ἐνῶ τόν
ἀπείλησε μέ τά χειρότερα πού μποροῦσε, δήμευση, ἐξορία, βασανιστήρια καί
θάνατο, ὁ μέγας ἱεράρχης ἔμεινε ἀλύγιστος καί κατέπληξε τόν Μόδεστο μέ τίς
ἀπαντήσεις του.
- Κανείς ἕως
τώρα δέν μίλησε σέ μένα τόν Μόδεστο ἔτσι καί μέ τόσο θάρρος.
- Ἴσως ἐπειδή
δέν συνήντησες ἀκόμη ἐπίσκοπο, ὁπότε θά σοῦ μιλοῦσε μ’ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ θά
ἀγωνιζόταν γιά τέτοια πράγματα. Στά ἄλλα ἐμεῖς, ὕπαρχε, εἴμαστε μετριοπαθεῖς
καί πιό ταπεινοί ἀπό τόν καθένα, διότι αὐτή τήν ἐντολή ἔχουμε. Ὄχι σέ τόσο
μεγάλη δύναμη σάν τή δική σου, ἀλλά καί σ’ ἕνα τυχαῖο δέν δείχνουμε
ὑπερηφάνεια. «Οὗ δέ Θεός τό
κινδυνευόμενον καί προκείμενον, τἄλλα περιφρονοῦντες, πρός αὐτόν μόνον
βλέπομεν». Ἡ φωτιά δέ καί τό ξίφος καί τά θηρία, καί οἱ σιδερένιοι ὄνυχες
πού τέμνουν τίς σάρκες, γιά μᾶς εἶναι ἀπόλαυση περισσότερο, παρά φόβος. Λοιπόν,
βρίζε, φοβέριζε, κάνε ὅ,τι σ’ ἀρέσει, ἀπολάμβανε τήν ἐξουσία σου. Ἄς τά ἀκούσει
αὐτά καί ὁ βασιλιάς. Διότι ἐμᾶς οὔτε θά μᾶς κερδίσεις οὔτε θά μᾶς πείσεις νά
συγκατατεθοῦμε στήν ἀσέβεια καί ἄν ἀκόμη ἀπειλεῖς χειρότερα» (Γρηγορίου
Θεολόγου, ΕΠΕ 6, 210-214).
* * *
«Οὗ δέ Θεός τό κινδυνευόμενον καί προκείμενον,
τἄλλα περιφρονοῦντες, πρός αὐτόν μόνον βλέπομεν».
Καί σήμερα ὁ
Θεός εἶναι τό «κινδυνευόμενον». Ὄχι, βέβαια, ὅτι κινδυνεύει ὁ παντοδύναμος Θεός
ἀπό τά ἀδύναμα ἀνθρώπινα βέλη. Κινδυνεύουμε ἐμεῖς νά χάσουμε τόν Θεό. Αὐτός
εἶναι ὁ μέγας κίνδυνος, τό δράμα τῆς ἐποχῆς μας, ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν πού μᾶς
βρίσκουν.
Ἀλήθεια, τό
πρῶτο, τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεῖ νά μᾶς βρεῖ, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν
Θεό, λέγει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἦ τῶν κακῶν τό πρῶτον ἐκ Θεοῦ πεσεῖν»
(ΕΠΕ 9, 170). Αὐτό ἦταν ἡ πρώτη πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα
πτώσεων καί ταλαιπωριῶν μας. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι «κατά τούς ὄφεις χαμαί
συρόμεθα καί γῆν ἐσθίομεν», ὅπως λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐνῶ ὁ
Χριστός «ἀετούς ἡμᾶς ἐκάλεσεν, ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλά πετώμεθα, τοῖς
πτεροῖς τοῦ Πνεύματος κουφιζόμενοι» (βλ. Ν. Κλίμακα, σελ. 233).
Στήν ὑλιστική
ἐποχή μας καλούμεθα νά ζήσουμε τή ζωή τοῦ Πνεύματος. Νά ὑπερνικήσουμε τήν ἔλξη
τῆς γῆς. Νά κινηθοῦμε σέ τροχιές ούράνιες.
Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι «θεόθεν είς Θεόν ἐρχόμενος», κατά τήν ἀποφθεγματική διατύπωση τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ἀρχή του εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ καί στόν Θεό πρέπει νά
ἐπανέλθει. Ἡ παρουσία του μέσα στόν κόσμο δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο συμβάν. Ἡ πορεία
του πάνω στή γῆ δέν εἶναι πρόσκαιρη. Ὁ ταπεινός ὁδοιπόρος τῆς γῆς εἶναι στό
σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων, μέ σκοπό ἡ πορεία του νά συνεχισθεῖ στόν
καινό κόσμο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτός εἶναι ὁ
ὕψιστος προορισμός, αὐτές εἶναι οἱ ἀληθινές, οἱ αἰώνιες διαστάσεις τοῦ
ἀνθρώπου. Δέν χωρεῖ μέ κανένα τρόπο στό πρόσκαιρο παρόν· οὔτε στό πρόσκαιρο
μέλλον. Μόνο στό αἰώνιο μέλλον τοῦ Θεοῦ καταξιώνεται ἡ ὕπαρξή του.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς
Ἱεράρχαι πίστεψαν ἀκράδαντα τήν ἀλήθεια αὐτή, τήν κήρυξαν μέ ἀπαράμιλλη δύναμη,
τήν ἔζησαν μέ ὑποδειγματική ἀκρίβεια στήν ἁγία ζωή τους.
Γι’ αὐτό καί ἡ
ζωή τους δέν ἦταν ἕνα πυροτέχνημα, πού θά φώτιζε γιά λίγες στιγμές τόν οὐρανό
μέ τά λαμπρά χαρίσματα καί τίς ἱκανότητές τους, καί σύντομα κατόπιν θά χανόταν.
Ὑποταγμένοι στόν Θεό ξεπέρασαν τά ὅρια τοῦ χρόνου, ἀνήκουν στήν αἰωνιότητα,
εἶναι πάντοτε σύγχρονοι καί ζωντανοί, ἀπλανεῖς καί ἀείφωτοι ἀστέρες τῆς
Ἐκκλησίας.
Τώρα οἱ τρεῖς μέγιστοι
φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεοότητος, ἀπολαμβάνουν τίς μαρμαρυγές τοῦ ἀρρήτου θείου
φωτός «τρανώτερόν τε καί καθαρώτερον ἐλλαμπόμενοι». Καί ἐμεῖς, στόν πρόσκαιρο
κόσμο μας, καλούμεθα, κατά τό ἅγιο παράδειγμά τους, νά χαράζουμε πορεῖες
αἰώνιες. Καί νά ἐλπίζουμε. Διότι στόν ἀγώνα μας ἐκεῖνοι οἱ μεγάλοι δέν εἶναι
μόνον οἱ ἀσφαλεῖς καθοδηγοί καί ἀλάνθαστοι διδάσκαλοί μας. Εἶναι συγχρόνως καί
οἱ διαρκεῖς καί πολύτιμοι συμπαραστάτες μας. «Αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι ὑπέρ ἡμῶν ἀεί
πρεσβεύουσι».
Αρχιμανδρίτης Αστέριος Χατζηνικολάου
Πηγή: Εκκλησία Κύπρου
1 σχόλιο:
Αναστάσιε σε ευχαριστούμε για την δημοσίευση της ομιλίας αυτής.
Δημοσίευση σχολίου