Τί νόημα ἔχει
μιά θεολογία
πού δέν εἶναι πράξη;
πού δέν εἶναι πράξη;
Προλογίζοντας κάποιο βιβλίο[2]
ὁ ἀρχισυντάκτης τῆς «Σύναξης» Θ.Π. γράφει ἀνάμεσα στά ἄλλα:
«...΄Πιό
κοφτερός κι ἀπό κάθε δίκοπο σπαθί΄ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 4,12)· πράγμα
πού σημαίνει πώς κάτι τρέχει, ὅταν οἱ Χριστιανοί πιάνουν στό στόμα τους τόν
λόγο αὐτό, γιά νά τόν κάνουν διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ, δίχως ἐνέργεια καί
δίχως ΄μαχαιροσύνη΄. Στή δίκοπη λεπίδα, ἡ μιά ἀκμή βλέπει τόν ἀντίπαλο, ἡ ἄλλη
βλέπει τόν χρήστη... Καλεῖσαι νά κόψεις, μόνο ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά κοπεῖς, μόνο
ἄν εἶσαι πρόθυμος νά ἀφήσεις τόν Χριστό νά ξεχωρίσει τά ροκανίδια σου...
»Τί νόημα ἔχει μιά θεολογία, πού δέν εἶναι
πράξη; Μά καί τί νόημα ἔχει μιά θεολογία, πού κραδαίνεται σάν ὅπλο κατά
ἀπίστων καί δέν ζυμώνει αὐτούς πού τήν διατυπώνουν; Ἡ θεολογία δέν ἔχει τήν
νεκρική ἀσφάλεια τοῦ διακοσμητικοῦ. Ζητάει κόπο, ρεαλισμό, ἑτοιμότητα γιά διόρθωση.
Ὅ,τι ζητάει, δηλαδή, ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ...»
Τά ἴδια τονίζει καί ὁ μακαριστός π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης, καί μέ ἐξ ἴσου παραστατικό τρόπο:
«Τί νά τό κάνω τό δόγμα ξεκομμένο ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως; Νά
τό βάλω πάνω στό ντουλάπι μου καί νά τό προσκυνάω; Ἤ νά τό ἔχω γιά νά κάνω ἠθικολογία; Ἡ ὀρθόδοξη
διδασκαλία, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς,
εἶναι μιά σκέτη βλακεία. Δέν πείθει κανένα. Μόνο μέ στρατιωτικές δυνάμεις μπορεῖ
νά σταθῆ. Καί ὁ πρῶτος πού δέν θά ἐπειθόμην, θά ἤμουν ἐγώ. Διότι, ἄν ἡ
Ὀρθοδοξία ἦταν ξεκομμένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθείας, τότε πρῶτος ἐγώ θά
γινόμουν ἄθεος!»[3]
* * *
Ἀναμφισβήτητα ὁ θεολογικός ἀκαδημαϊσμός καί ὁ διανοουμενισμός ἀποτελοῦν
«κακοήθεις ὄγκους» μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ κύρια συμπτώματα α) τόν
χωρισμό τῆς θεολογίας ἀπό τήν ζωή καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, καί β) τήν
ἀντικειμενοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας σέ ἀφηρημένα διανοητικά
σχήματα, μέ «δογματικό» - δηλαδή ἀξιωματικό - χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια τῆς
Ἐκκλησίας καταντάει μιά ξερή διατύπωση κάποιων θεωρητικῶν ἀρχῶν, πού μπορεῖ νά
τίς δέχεσαι σάν ἰδεολογικές πεποιθήσεις, χωρίς ἡ ζωή σου νά μεταβάλλεται σέ
τίποτα. Καί ἀπόρροια μιᾶς τέτοιας διαστροφῆς εἶναι ἡ πλάνη ὅτι, κρατώντας ἁπλῶς
στά χέρια σου ἕνα καλό ἐγχειρίδιο δογματικῆς, εἶσαι πιστός Χριστιανός καί
σωσμένος!
Ὅμως, θά
ξαναποῦμε ὅτι ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα «δίκοπο ἐγχειρίδιο», πού δέν
προορίζεται μόνο γιά τήν «ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς» «σφαγή» τῶν αἱρετικῶν ἀλλά πρωτίστως
ἔχει σκοπό ἐμᾶς νά «χειρουργήσει», καθαρίζοντας ὄχι μόνο τίς
ἐπιφανειακές μας πληγές ἀλλά φτάνοντας «ἄχρις ἁρμῶν τε καί μυελῶν» (Ἑβρ. 4,12),
μέχρι τό μεδούλι τῶν ὀστῶν μας, γιά νά ξεχωρίσει τό σάπιο ἀπό τό ὑγιές, τό νεκρό
ἀπό τό ζωντανό, τό ψεύτικο ἀπό τό ἀληθινό.
Οὔτε οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι οὔτε οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ποτέ στεγνό ὕφος ἤ ξύλινη γλῶσσα,
γιά νά κηρύξουν τά «ρήματα ζωῆς αἰωνίου». Ἀντίθετα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ
αὐτόπτης τοῦ Λόγου ἅγιος Ἰωάννης ὀ Θεολόγος, μίλησαν μέ τήν γλῶσσα τῆς
ἐμπειρίας: «Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα
καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφανερώθη,
καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον» (Α΄
Ἰω. 1, 1-2). Καί αὐτή ἡ ἐμπειρία, ὅπως κάθε ἐπαφή μέ «δίκοπα
μαχαίρια», ἀλλά καί ἡ στηριγμένη πάνω σ’ αὐτήν μαρτυρία, ΜΑΤΩΝΕΙ. Προκαλεῖ
πόνο καί ἀπαιτεῖ θυσίες.
Πρόκειται γιά μιά «ματωμένη»
μαρτυρία, πού - ἀκριβῶς γι’ αὐτό -δέν μπορεῖ ποτέ νά καταντήσει προπαγάνδα. Μέ λόγια σταράτα μᾶς τό ξεκαθαρίζει
αὐτό ὁ συχωρεμένος Κωστῆς Μπαστιᾶς:
«Ἡ πίστη ὁμολογεῖται
μέ τήν Μαρτυρία· καί Μαρτυρία εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς προπαγάνδας. Ὁ Χριστός
δέν γύρεψε οὔτε δικηγόρους, οὔτε προπαγανδιστές. Ζήτησε Μάρτυρες. Καί ἡ
Μαρτυρία εἶναι ὁλοκληρωτική παράδοση στόν Χριστό. Ὁλοκληρωτική ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὅταν χαθῆ ἡ Μαρτυρία, τότε ἀρχίζουνε οἱ ἐγκόσμιες ἐπινοήσεις: ἡ προπαγάνδα καί
ὁ προσηλυτισμός... Ἡ ἀληθής μαρτυρία εἶναι δύναμη κεντρομόλος, ἐπειδή ἀκτινοβολεῖ. Ὁ Μπέρξον τό εἶχε συλλάβει αὐτό,
ὅταν ἔγραφε γιά τούς ἁγίους: ‘Οἱ ἅγιοι,
δέν μᾶς χρειάζεται νά κάνουν τίποτε ἄλλο, ... παρά μόνο νά ὑπάρξουν. Ἡ ὕπαρξή
τους καί μόνο ἀποτελεῖ κλήση’....»[4].
Ἄν ἡ ἀληθής μαρτυρία εἶναι - ὅπως πετυχημένα λέει
ὁ Μπαστιᾶς - δύναμη κεντρομόλος, τότε ἀναμφισβήτητα ἡ ἄψυχη καί «ξύλινη»
μαρτυρία εἶναι «φυγόκεντρος» καί
ἀπωθητική. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μίλησε πολύ αὐστηρά γι’ αὐτούς πού «κραδαίνουν»
τό «σπαθί» μιᾶς ἐγκεφαλικῆς καί ἄψυχης πίστης, «παίζοντας» ἀπό τήν μιά τούς δῆθεν
«στυλοβάτες» καί «σωτῆρες» τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἀποφεύγουν συστηματικά
τό σωτήριο «μάτωμα», πού προκαλεῖ ἡ ζωντανή συνάντηση καί ἀναμέτρηση μέ τόν
«δίκοπο» λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἀλίμονό σας», τούς λέει ὁ Χριστός, «...
γιατί ὄχι μόνο δέν μπήκατε ἐσεῖς (στήν Βασιλεία μου) ἀλλά καί ἐμποδίσατε κι αὐτούς,
πού θέλανε νά μποῦν...»! (Λουκ. 11, 52).
Καί τό κύριο ἐμπόδιο, πού τούς ἔκλεισε τήν πόρτα εἶναι - κατά τήν ἐπίσης
εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μακαρίτη καθηγητῆ τῆς Φιλοσοφίας Σπύρου Κυριαζόπουλου - «ὁ ξεπεσμός τῆς ζωντανῆς χριστιανικῆς πίστης σέ μιά νεκρή ὁμολογιακή
γλῶσσα[5]».
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς «φωτογραφίζει» μέ τόν δικό του «φακό» αὐτή τήν
τραγική ἔκπτωση:
«Ἡ
θεολογική γλῶσσα στήν Ἑλλάδα», λέει, «εἶναι συνήθως μιά γλῶσσα ὁλότελα ἄσχετη
μέ τήν ἀγωνία γιά τήν ἀλήθεια, τήν ζωή καί τόν θάνατο. Προϋποθέτει σάν αὐτονόητες
καί ἀξιωματικά δεδομένες ὅλες τίς ἀπαντήσεις στά οὐσιώδη καί ἔσχατα
ἐρωτήματα. Πάντοτε ὅταν ἀκούω νά μιλᾶνε αὐτή τήν γλῶσσα, ἔχω τήν ἀπορία: Ἆραγε
αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πέρασαν ποτέ ἀπό τήν ἀγωνία γιά τήν πραγματικότητα πού
ἐκπροσωποῦν οἱ λέξεις τῆς γλώσσας τους; Μάτωσαν
ποτέ; Ξαγρύπνησαν ἆραγε ποτέ, παλεύοντας μέ τήν ἀμφιβολία, μέ τήν
ἀντίθετη ἄποψη; Ὀλιγοπίστησαν ποτέ; Ἔζησαν ποτέ τήν τραγική ἀνάγκη καί δίψα
γιά κάποιο αἰσθητό, χειροπιαστό ‘σημεῖο’ ἐμπειρίας τῆς ζωῆς πού νικάει τόν
θάνατο; Ἄν ναί, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά μιλᾶνε γι' αὐτά τά συγκλονιστικά
κατορθώματα, πού εἶναι οἱ βεβαιότητες τῆς πίστης, μέ τρόπο τόσο οὐδέτερο καί
ἐπαγγελματικό;»[6]
Καί συνεχίζει ὁ Γιανναρᾶς ἀναφερόμενος σέ κάποιον μεταστραφέντα ρῶσο
φίλο του, πρώην ἄθεο:
«Ὁ
φίλος μου ὁ Μίτια βαφτίστηκε στά τριανταδύο του χρόνια, ἔχοντας ζήσει ὡς τότε
μέ τίς πεποιθήσεις τοῦ συνεπέστατου ἄθεου μαρξιστῆ. Γιά νά φτάσει στήν
Ἐκκλησία καί στό βάπτισμα, ἔπρεπε νά ἀντιπαλέψει ὅλο τόν ὀρθολογισμό μιᾶς
ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, φυτεμένης στά μύχια τῆς ὕπαρξής του - χώρια ἡ
μαθηματική του σπουδή καί νοοτροπία. Ποιός ἆραγε καί μέ ποιά γλῶσσα τοῦ
μετάγγισε τήν μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Σταυροῦ, τήν παλαβομάρα, πού σαρώνει
τήν μαθηματική λογική;»
*
* *
«Ἡ
παλαβομάρα, πού σαρώνει τήν μαθηματική λογική»,
δηλαδή ἡ ζωντανή πίστη καί ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν ὑγιής
«παλαβομάρα», δέν περιγράφεται καί δέν ὁριοθετεῖται εὔκολα. Ὅμως ἐπειδή ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ πῆρε Σάρκα ἀνθρώπινη, ἔχουμε κάποια περιθώρια προσδιορισμοῦ καί
περιχαράκωσης. Θά περιοριστοῦμε σέ τρεῖς τέτοιους «προσδιορισμούς»:
1. Ἡ
ζωντανή πίστη πηγάζει καί τρέφεται ἀπό τήν Λατρεία
Μόνο μέσα στήν στήν Θεία Εὐχαριστία γευόμαστε αἰσθητά τήν ᾿Αλήθεια, ἡ
ὁποία αὐτοπροσφέρεται ὡς βρῶσις καί
πόσις ἐν τόπῳ καί ἐν χρόνῳ. Ἐκεῖ δέν ἀποκτᾶμε ἁπλῶς τήν
σωστή ἄποψη περί ᾿Αληθείας, δέν «καταλαβαίνουμε» ἁπλῶς καλύτερα ἀπό κάποιον
ἄλλον τήν ᾿Αλήθεια. Ἐκεῖ γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τήν Σαρκωμένη
᾿Αλήθεια, τόν Χριστό.
Λέγοντας αὐτά δέν ὑποτιμᾶμε οὔτε τό θεμελιῶδες ἔργο τῆς ὁριοθέτησης
τῆς πίστης οὔτε τό διδακτικό ἔργο τῆς κατήχησης. ῾Απλῶς ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ
Ἐκκλησία ποτέ δέν ἰδεολογικοποίησε τήν ποιμαντική της ἀγωνία γιά τά ἐντός καί
γιά τά ἐκτός τῆς Μάνδρας «πρόβατα» οὔτε ἐξάντλησε τό διδακτικό της ἔργο στήν
σύνταξη μιᾶς λίστας «λογικῶν» ἐπιχειρημάτων, πού ἔχουν σκοπό «νά κολλήσουν τούς
αἱρετικούς στόν τοῖχο». Σκοπός πάντοτε ἦταν, οἱ ἐντός τῆς Μάνδρας «μίσθιοι τοῦ
Πατρός», οἱ ὁποῖοι «περισσεύουσιν ἄρτων», νά βοηθήσουν τούς ἐκτός νά
καταλάβουν ὅτι στό Σπίτι τούς περιμένει
ὁ Πατέρας τους, ὄχι γιά νά τούς κατσαδιάσει, πού τόσο καιρό περιπλανήθηκαν ἐδῶ
κι ἐκεῖ, ἀλλά γιά νά τούς ταΐσει τόσο χορταστικά, «ὥστε νά ἔχουν Ζωή καί περίσσεια
Ζωῆς» (Ἰω. 10, 10).
Ἀντιπροσωπευτικό σύγχρονο παράδειγμα εἶναι ὁ μακαριστός ἀμερικανός
ἱερομόναχος π. Seraphim Rose, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ
γιά χρόνια περιπλανήθηκε «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», βρῆκε τήν ‘Φιλοκαλία’,
δηλαδή τήν «Ἐπιτομή τῆς Ὀρθοδόξου Χειρουργικῆς», πού παρουσιάζει πῶς
δουλεύει στήν πράξη τό δίκοπο «νυστέρι» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί μετά ὁδηγήθηκε
σέ μιά ὀρθόδοξη ἐκκλησία τοῦ San Francisco. Μετά τήν Θεία Λειτουργία
ὁμολόγησε: «᾿Εδῶ ἐπί τέλους εἶναι τό πατρικό μου σπίτι, πού ἔψαχνα τόσο
καιρό»[7].
2.
Ἡ ζωντανή πίστη εἶναι ἐκκλησιαστικά Βιβλική
Στηρίζεται στήν
ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, τῆς ὁποίας ἡ συστηματική μελέτη ἀποτελεῖ
τό δεύτερο βασικότατο στοιχεῖο «διατροφῆς», μετά τήν Εὐχαριστία.
Πρίν ἀπό καιρό, κάποιοι Μορμόνοι πού δροῦν στήν Ἑλλάδα ὁμολογοῦσαν
ὅτι ἐντυπωσιάστηκαν μέν, γιατί οἱ περισσότεροι ἕλληνες ξέρουν ἀγγλικά, ἀλλά διαπίστωσαν
ὅτι σέ θέματα πίστης καί σέ γνώση τῆς Γραφῆς εἶναι παντελῶς ἀστοιχείωτοι! Τό
μόνο, γιά τό ὁποῖο μποροῦσαν νά μιλήσουν οἱ χριστιανοί μας, ἦταν... τά
θαύματα τῶν ἁγίων καί οἱ εἰκόνες[8]!
Σίγουρα δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπάντηση στό προτεστάντικο σύνθημα «sola scriptura» νά εἶναι τό
δῆθεν ὀρθόδοξο «sola miracula»! Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἄφησε τά θαύματα νά γίνουν βασικό στοιχεῖο τῆς
ποιμαντικῆς Της. Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό «γιατί δέν γίνονται σήμερα (στήν ἐποχή
του!) θαύματα ὅπως παλιότερα;» λέει
ὅτι «δέν εἶναι ἐγκατάλειψη Θεοῦ ἡ μείωση
τῶν θαυμάτων ἀλλά τιμή ἀπό τόν Θεό»! Καί ἐξηγεῖ ὅτι «παλιότερα ἐγίνοντο θαύματα ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι τότε – μόλις πρίν
λίγο ἀπαλλαγμένοι ἀπό τά εἴδωλα – ἦταν ἀνόητοι, ἀναίσθητοι, χοντροκέφαλοι
καί ‘ψόφαγαν’ γιά show (‘πρός τά
σωματικά ἐπτόηντο καί ἐκεχήνεσαν’)[9]»! Ἑπομένως ἡ «φαγούρα» γιά θαύματα, ὁράματα
καί χαρίσματα δέν εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ὑγιοῦς καί ζωντανῆς πίστης[10].
3. Ἡ ζωντανή πίστη ἐσχατολογεῖ ὑγιῶς
Δέν φλυαρεῖ γιά τσιπάκια, bar-code καί «σφραγίσματα»
ἀναμασώντας προτεστάντικες φαιδρότητες οὔτε «ὁραματίζεται» ἀνάκτηση τῆς Πόλης,
«ἀνάσταση» τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη καί ἄλλα (ἐπιεικῶς) ξεκαρδιστικά, ἀλλά
ἐσχατολογεῖ, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὅταν ἑρμηνεύει τήν
ἐσχατολογική προφητεία τοῦ Χριστοῦ: «ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι».
Λέει ὀ ἅγιος Γρηγόριος: «Νύξ ἐρχομένη ἐστίν ἡ παντελής ἀνενεργησία τοῦ μέλλοντος
σκότους· ἤ καθ’ ἕτερον τρόπον (γιά νά
ἔλθουμε πιό κοντά) νύξ ἐρχομένη ἐστίν ὁ ἀντίχριστος, νύξ καί σκότος καί
ὤν καί καλούμενος· ἤ πάλιν (γιά νά
ἔλθουμε ἀκόμη πιό κοντά) νύξ ἐρχομένη ἐστίν ἡ καθ’ ἑκάστην ἀμέλεια (τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ) καί ἀναισθησία...»[11]!
Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Γρηγόριος, κάνοντας ἕνα ἀφυπνιστικότατο zoom ἀπό τά ἔσχατα στό σήμερα, μᾶς συμβουλεύει: «Ἀφῆστε
τό πῶς θά εἶναι ἡ ‘ἀνενεργησία τοῦ μέλλοντος σκότους’ · ἀφῆστε τό πότε θά ἔλθει καί ποιός θά εἶναι ὁ ἀντίχριστος· καί φροντίστε νά διορθώσετε τήν
‘καθ’ ἑκάστην ἀμέλειαν’ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ!». Ἡ ἐσχατολογία δέν εἶναι μιά
θεωρητική ἀναφορά σέ κάποια ἀσαφῆ μακρινά μελλούμενα, ἀλλά «ξεκινάει» ἀπό τό ἐδῶ καί τώρα.
Χωρίς νά ἔχει διαβάσει τόν ἅγιο Γρηγόριο, μέ τό ἴδιο πνεῦμα ἐσχατολογοῦσε
καί ἐκεῖνος ὁ τσαγκάρης τῆς Ἀλεξάνδρειας, στόν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Θεός τόν Ἅγιο
Ἀντώνιο γιά ... ἐπιμόρφωση. Ὁ ὑγιῶς ἐσχατολογῶν τσαγκάρης ἐξομολογήθηκε στόν
ἅγιο τί ἔλεγε κάθε μέρα στόν ἑαυτό του: «Πᾶσα ἡ πόλις αὕτη εἰσέρχονται εἰς τήν
Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν διά τάς δικαιοσύνας αὐτῶν· ἐγώ δέ μόνος κολάζομαι διά τάς
ἁμαρτίας μου...»!
* *
*
Μιᾶς καί ἀναφερθήκαμε στόν ἀγράμματο
τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἄς ἐπιτραπεῖ νά κλείσουμε τό σύντομο σημείωμά μας
περί τῆς σημασίας τῆς ζωντανῆς πίστης μέ μιά (κατά τήν γνώμη μας) λίαν ἀπαραίτητη
ἐπισήμανση:
Συχνά, ἀπό ἀντίδραση στόν θεολογικό
ἀκαδημαϊσμό καί στόν διανοουμενισμό ὑπερτονίζεται ὅτι αὐτοί, πού πραγματώνουν
τήν ζωντανή πίστη καί τήν ὑγιᾶ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι σχεδόν ...«κατά κανόνα» (!)
ἀγράμματοι καί ἀπαίδευτοι. Ἐκτός βέβαια ἀπό τήν δῆθεν ... ἀγραμματοσύνη τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων, πλεῖστα ὅσα χωρία «ἐπιστρατεύονται» εἰς ἐπίρρωσιν τῆς ἐν
λόγῳ στατιστικῆς: «Τά μωρά τοῦ κόσμου
ἐξελέξατο ὁ Θεός», «ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου ἐμώρανε» κλπ. κλπ.
Παράλληλα γίνεται κατά κόρον ἀναφορά σέ ἀγράμματα γεροντάκια καί γριοῦλες,
ἀγραμμάτους ἀσκητές κ.ο.κ. καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά δημιουργοῦνται
... ἐνοχές, σέ ὅσους ἔτυχαν πανεπιστημιακῆς μορφώσεως ἤ (ἀκόμη χειρότερα)
ἀπέκτησαν κανένα μαστεράκι ἤ διδακτορικό!
«Μπαϊράκι» αὐτῶν τῶν ὑμνητῶν τῆς
«ἁγίας» ἀγραμματοσύνης εἶναι τά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (ἄν τά εἶπε): «Τό κακό θά ἔρθει ἀπό τούς γραμματισμένους».
Ὅμως ὁ «λιπαρῶς» γραμματισμένος ἅγιος Κοσμᾶς σέ ἄλλη συνάφεια τόνισε: «Αἱ πολλαί Ἐκκλησίαι οὔτε διατηροῦν οὔτε
ἐνισχύουν τήν πίστιν μας, ὅσον καί ὅπως πρέπει, ἐάν οἱ πιστεύοντες δέν εἶναι
φωτισμένοι ὑπό τῶν παλαιῶν καί νέων Γραφῶν. Ἡ πίστις μας δέν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεἰς ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί
πεπαιδευμένους, οἵτινες καί τάς ἁγίας Γραφάς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καί διά
θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν[12]...».
Ὁ
π. Γεώργιος Φλωρόφσκι εἶναι – δικαιολογημένα – πολύ ὀξύς στήν ἀναίρεση τῶν πιό πάνω ἀκροτήτων. Γράφει
χαρακτηριστικά: «Ἡ Ὀρθοδοξία κατάντησε
νά εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ‘ἁπλῶν ἀνθρώπων’ καί τῶν χωρικῶν. Ἡ πίστη τῆς
ἀγράμματης γερόντισσας θεωρεῖται πρότυπο καί ὁ αὐθεντικότερος τύπος εὐσέβειας.
Κατάντησε νά φαίνεται ἀσφαλέστερο νά ρωτᾶνε νά μάθουν σχετικά μέ τήν Ὀρθοδοξία
μᾶλλον τόν ‘λαό’ παρά τούς ἁγίους Πατέρες. Αὐτή ὅμως εἶναι ἡ πιό ἐπικίνδυνη μορφή σκοταδισμοῦ,
πού μετατρέπει τήν Ὀρθοδοξία σέ κάποιο εἶδος ἠθικολογικοῦ φολκλόρ».
Καί καταλήγει τό ἴδιο ὀξύς ὁ
Φλωρόφσκι: «Ὁ Χριστιανισμός τῆς ταπεινῆς
χωρικῆς σήμερα εἶναι ἕνας ΜΥΘΟΣ... Ἦταν μιά διαμαρτυρία καί μιά ἄμυνα ἐναντίον
μιᾶς ἄψυχης πολυγνωσίας... Ὅμως, μόνο ἡ
δημιουργική θεολογική σκέψη θά μπορέσει νά ὑπερνικήσει αὐτές τίς ἀντίξοες
περιστάσεις, ὅταν ἡ θεολογία ξαναγυρίσει στά ‘βάθη’ τῆς Ἐκκλησίας καί τά
φωτίσει ἀπό μέσα, ὅταν ἀφ’ ἑνός τό λογικό βρῆ τό κέντρο του μέσα στήν καρδιά,
καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ καρδιά ὡριμάσει μέ τήν βοήθεια τῆς λογικῆς σκέψης. Μόνο τότε θά γίνει μιά ἀρχή γιά τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας.»[13].
Δόξα τῷ
Θεῷ, δέν εἶναι μικρή ἡ χορεία τῶν πεπαιδευμένων Ἁγίων Πατέρων, πού ὄχι ἁπλῶς δέν πῆραν τά μυαλά τους «ἀέρα» ἀπό
τήν εὐρύτατη μόρφωσή τους ἀλλά ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει ἔγιναν εὔχρηστα σκεύη στήν μαρτυρία τῆς Μιᾶς Ἀληθείας καί
ἐστερέωσαν τήν πίστη κάνοντάς τη ΠΡΑΞΗ.
π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος
[1] Ὁ τίτλος οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν νεοεισαχθεῖσα «μόδα»
τῆς ἀνακρούσεως τοῦ ἐθνικοῦ ὕμνου στό «κλείσιμο» ... ἐκκλησιαστικῶν ἡμερίδων.
[2] Προλογικό σημείωμα
στό βιβλίο τοῦ Ἀνδρέα Ἀργυρόπουλου, Τό ἐπαναστατικό
μήνυμα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Σειρά «Ἔξοδος στήν Κοινωνία καί τή Ζωή», Ἀθήνα
2010, σσ. 9-12.
[3] π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική
Θεολογία, ἐκδ. Παρακαταθήκη 2004, σελ. 244
[4] Κωστῆ Μπαστιᾶ, Παπαδιαμάντης, Ἀθήνα 1974, σελ.224-225
[5] Σπυρίδωνος Κυριαζοπούλου, Ἡ Καταγωγή τοῦ Τεχνικοῦ Πνεύματος, Ἀθῆναι 1965, σελ. 237
[6] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἡ Κόκκινη Πλατεῖα
καί ὁ θεῖος Ἀρθοῦρος, ἐκδ. Δόμος, σελ.48-49
[7] A Letter of Fr. Seraphim Rose to a Spiritual
Seeker, The
Orthodox Word, 187-8, 1996
[8] Περιοδ. Κυπριακοῦ συλλόγου ‘Φίλοι ἁγίου Ὄρους’ Ὀρθόδοξη
Μαρτυρία, 89/2009, σελ. 92
[9] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυστοστόμου, Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν, ὁμιλία Α΄, P.G. 50, 459
[10] Βλ. καί Ἁγ. Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα καί Σημεῖα, μτφρ. †Νικοπόλεως Μελετίου, ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2000.
[11] Ἁγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ὠφέλιμα, νδ΄, Φιλοκαλία, ἔκδ. Ἀστήρ, 1986, τ. Δ΄,
σελ. 38.
[12] ἐν π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παιδεία φωτιστική, ὄχι φωταδιστική, περ. Ἐφημέριος, Μάρτιος 2014,
σελ.9.
[13] π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐκδ.
Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1979, σελ. 219-222
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου