Κυριακή (ΚΕ ´) Θ´Λουκᾶ
Ὁμιλία
εἰς τό Εὐαγγέλιον
Δεν χορταίνουν τή ψυχή
(Λουκ. ιβ´16-21)
Α΄Δέν
χορταίνουν τή ψυχή
Β΄
Ἡ τελευταία νύχτα
****
Α΄Δέν
χορταίνουν τή ψυχή
Ἄνθρωπος πλούσιος, ὁ ἄνθρωπος τῆς
σημερινῆς παραβολῆς. Γαιοκτήμονας μεγάλος μέ ἐκτάσεις γῆς ἀπέραντες καί
εἰσοδήματα ἀξιόλογα. Θά περίμενε κανείς πώς θά ἔννοιωθε ὡς ὁ εὐτυχέστερος
ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Νά ὅμως πού ξαφνικά βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Ἐκείνη τή
χρονιά, γιά τήν ὀποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στό εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα, ἦταν πολύ
ἀποδοτική. Οἱ καιρικές συνθῆκες ὑπῆρξαν ἄριστες καί τά χωράφια ἀπέδωσαν μεγαλύτερη παραγωγή.
Κι αὐτός ἀπό πλούσιος ἔγινε πλουσιώτερος. Ὅμως τό γεγονός αὐτό, ἀντί νά τόν κάνει εὐτυχέστερο, ἀντί νά τόν
γεμίσει χαρά, τόν βύθισε σέ πελάγη ἀγωνίας. «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς
καρπούς μου; ». Τί νά κάνω; ποῦ νά συγκεντρώσω τούς καρπούς πού μοῦ περισεύουν;
Ποῦ νά ἀποθηκεύσω τά περισσευούμενα σιτάρια, τά λάδια, τά κρασιά μου, γιά νά μή
τά χάσω;
Ἔπεφτε
γιά ὕπνο, ἀλλά ὕπνος δέν ἐρχόταν. Στριφογύριζε στό κρεββάτι, σηκωνόταν κι
ἔφερνε βόλτες στό δωμάτιο, ἔσφιγγε τά χέρια στό στῆθος του, λύση ὅμως πουθενά.
Ὥσπου κάποια στιγμή ἄστραψε ἡ ἰδέα μέσα στό μυαλό του. Τό βρῆκα συλλογίστηκε.
Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καί θά φτειάξω ἄλλες μεγαλύτερες. Ἐκεῖ θά συγκεντρώσω
ὅλους τούς καρπούς μου. Καί μετά θά καθήσω νά τούς ἀπολαύσω. Θά πῶ στήν ψυχή
μου: Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού σοῦ φτάνουν νά περάσεις μέσα στήν ἄνεση καί
τή χλιδή μιά ὁλόκληρη ζωή. Λοιπόν, καιρός νά ξεκουρασθεῖς. «Ἀναπαύου, φάγε,
πίε, εὐφραίνου». Ἀπόλαυσε τή ζωή σου. Χόρτασε τόν πλοῦτο σου.
Ἕνα
ὅραμα κυριολεκτικά παρανοϊκό. Τρέλλα, παραλογισμός πρώτου μεγέθους. Ὁ πλούσιος
τῆς παραβολῆς ἀποδεικνύεται πραγματικά ἄφρων, ἄμυαλος, ἀνόητος. Φαντάζεται πώς
μέ τήν ἐπέκταση τῶν ἀποθηκῶν του θά χαρεῖ καί θά χορτάσει τήν ψυχή του.
Ὅμως
τό ἴδιο λάθος πού ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἐπαναλαμβάνεται ἀπό πολλούς
ἀνθρώπους σέ κάθε ἐποχή. Αὐτό γίνεται ἰδιαιτέρως σήμερα στήν ἄπληστη καί
ἀχόρταγη κοινωνία μας. Καί ὄχι μόνο στούς πλούσιους, ἀλλά στούς περισσότερους
ἀνθρώπους· ἀκόμη καί σέ ἀρκετούς πιστούς χριστιανούς. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι
ἄνθρωποι σήμερα στηρίζουμε τή ζωή μας
στήν οἰκονομική ἄνεση, στό χρῆμα καί τήν ἐπίδειξη. Καί τώρα πού μᾶς
ἐπισκέφθηκε ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση, πού στήν οὐσία της δέν οἰκονομική ἀλλά
ἠθική, καθαρά πνευματική κρίση, τώρα λοιπόν νοιώθουμε νά φεύγει τό ἔδαφος κάτω
ἀπό τά πόδια μας. Γιατί ἀναζητοῦμε ἐπιτυχίες ἐγκόσμιες καί μάταιες. Θέλουμε νά
ἔχουμε κάθε τι πού προσφέρει ἡ σύγχρονη ζωή. Ἐξαρτοῦμε λίγο πολύ τή ζωή μας ἀπό
τά ὑλικά ἀγαθά. Καί πιστεύουμε πώς ἔτσι θά εὐτυχίσουμε.
Τά
ὑλικά ἀγαθά ὅμως δέν μποροῦν νά χορτάσουν τή ψυχή μας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δέν
εἶναι μόνο ὑλική ὕπαρξη, ὑλικό ὄν. Ἔχει σῶμα, ἀλλά ἔχει καί ψυχή πνευματική,
ἀθάνατη. Εἶναι ποτέ δυνατόν, ἀδελφοί μου, νά χορτάσει ὀ ἄνθρωπος τή ψυχή του μέ
τά ὑλικά ἀγαθά; Ἄν θέλετε ἀκόμη καί μέ
τά θεωρούμενα καί λεγόμενα πνευματικά ἀγαθά δέν μπορεῖ νά χορτάσει ἡ ψυχή μας.
Τή ψυχή οὔτε τό ψωμί μπορεῖ νά τή στηρίξει, οὔτε τό νερό τήν ξεδιψᾶ. Οὔτε τά
καλά φορέματα καί τά στολίδια καί ἡ συμμόρφωση μέ τή μόδα τήν εἰρηνεύει. Οὔτε ἡ
φιλοσοσία τή γεμίζει, οὔτε ἡ τέχνη τήν ἱκανοποιεῖ, οὔτε ἡ ἐπιστήμη τήν
ἀναπαύει. Τή ψυχή δέν τήν χορταίνουν τά πολλά ἀγαθά. Ἡ ψυχή θέλει τό ἀνώτερο,
τό πνευματικό, τό ἅγιο γιά νά χορτάσει καί νά εὐτυχήσει. Οἱ πόθοι τῆς ψυχῆς
εἶναι ἄπειροι καί μόνο ἀπό τόν ἄπειρο Θεό μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν. Τή
ἀνθρώπινη ψυχή τήν γεμίζει, τήν κάμνει
εὐτυχισμένη μόνο τό Ἕνα, τό ἄκρον
ἀγαθόν. Ἡ Αὐτοαγαθότης, ὁ ἀπειροτέλειος Θεός, «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς
χορηγός».
Νά
σκεφθοῦμε ὅμως καί τό ἄλλο: μέχρι πότε μπορεῖ νά διατηρήσει κανείς τόν πλοῦτο
του; Κι ἄν δέν τόν χάσει ὄσο ζεῖ, ἔρχεται κάποτε ξαφνικά καί ἀμετάκλητα νά τόν
ληστέψει ὁ μεγάλος κλέφτης· ὁ θάνατος ὅπως ἔγινε καί μέ τόν πλούσιο τῆς
παραβολῆς.
****
Β΄
Ἡ τελευταία νύχτα
Τήν ὥρα πού ἔνοιωσε ξένοιαστος καί
ξαλαφρωμένος. Τήν ὥρα πού εἶδε τά σχέδιά του πραγματοποιημένα στή λεπτομέρεια
καί τούς καρπούς του ἀσφαλισμένους καί καλοκλει-δωμένους στίς καινούργιες του
ἀποθῆκες, κι ἔπεσε εὐχαριστημένος νά κοιμηθεῖ. Τήν ὥρα πού ἑτοιμαζόταν νά πεῖ
στήν ψυχή του τό «ἀναπαύου, φάγε, πίε,
εὐφραίνου»· τήν ὥρα πού τήν περίμενε σάν τήν πιό εὐτυχισμένη τῆς ζωῆς του, ἦρθε
ξαφνικά καί ἀπροειδοποίητα ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης. Καί τί ἐπισκέπτης...
Μήπως, ἀναρρωτιόταν, ἔγινε κάποιο λάθος;
Μήπως ὁ ἐπισκέπτης αὐτός ψάχνει κάποιον ἄλλο καί κατά λάθος παραβίασε
τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καί μπῆκε στό ὑπνοδωμάτιό του ἔτσι ξαφνικά καί
ἀδιάντροπα; Εἶναι δυνατόν; Καί ὅμως ἦταν. Ἡ τρομερή ὥρα εἶχε φθάσει καί
ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ ἀντηχοῦσε τώρα σάν τή βροντή στή συνείδησή του: «ἄφρον, ταύτῃ
τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». Ἀνόητε
ἄνθρωπε, αὐτή τή νύχτα πεθαίνεις καί οἱ δαίμονες ἀπαιτοῦν νά πάρουν τή ψυχή
σου. Ὅλα λοιπόν αὐτά πού ἑτοίμασες, σέ ποιανοῦ τά χέρια θά πᾶνε;
Καί
κλείνει τήν παραβολή ὁ Κύριος λέγοντας πώς ἔτσι θά πάθει καί καθένας πού
θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του ἐπίγειους θησαυρούς καί δέν πλουτίζει μέ οὐράνιους
θησαυρούς, στούς ὁποίους εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Καί πρόσθεσε: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν
ἀκουέτω». Ὅποιος ἔχει αὐτιά γιά νά ἀκούει, ἄς ἀκούει.
Ἄν
ζοῦσε σήμερα ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποκάλεσε
ἀνόητο, σίγουρα κάθε ἄλλο παρά ἀνόητος θά ἐθεωρεῖτο. Οἱ πολλοί ἄνθρωποι θά τόν
ἐπαινοῦσαν γιά ἔξυπνο, ἐνεργητικό καί δραστήριο, καί οἱ περισσότεροι θά τόν
ἐζήλευαν. Ἀκόμη καί εὐσεβεῖς χριστιανοί δέν ἀποκλείεται νά ἔλεγαν στά παιδιά
τους: «βλέπετε, αὐτός εἶναι σπουδαῖος καί ἔξυπνος. Λοιπόν κυττάξετε νά τοῦ
μοιάσετε».
Φυσικά,
ἄν ζοῦσε σήμερα θά ἦταν ἐργοστασιάρχης, ἐφοπλιστής, ἰδιοκτήτης κάποιας
πολυεθνικῆς ἑταιρείας ἤ κάτι σχετικό. Δέν ἀποκλείεται ἀσφαλῶς νά εἶχε καταλάβει
καί θέση ὑψηλή στόν κρατικό μηχανισμό τῆς πατρίδας του.
Πιθανόν
ὅμως νά ἦταν καί ἁπλός ἐργάτης ἤ ὑπάλληλος τοῦ δημοσίου ἤ αὐτό πού εἶναι ὁ καθένας
μας, διότι, ἀδελφοί μου, αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ νοοτροπία, τό πνεῦμα τοῦ
πλουσίου, καί αὐτή τήν νοοτροπία τήν ἔχουμε δυστυχῶς πολλοί. Τή νοοτροπία
δηλαδή τῶν μακρόπνοων προοπτικῶν, αὐτό τό «κείμενα εἰς ἔτη πολλά».
Τή
νοοτροπία δηλαδή νά λογαριάζουμε πώς ἔχουμε καιρό. Νά μή σκεπτόμαστε πώς εἶναι
δυνατόν νά φύγουμε ξαφνικά ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί κατά συνέπεια νά βρεθοῦμε
ἀπροετοίμαστοι. Κινδυνεύουμε νά τήν πάθουμε σάν τόν ἄφρονα πλούσιο, σάν τίς
μωρές παρθένες. Νά τήν πάθουμε ἐμεῖς πού νομίζουμε πώς ἐδῶ στόν κόσμο αὐτό θά
εἴμαστε αἰώνιοι «εἰς ἔτη πολλά». Καί δυστυχῶς μ᾽αὐτή τήν προοπτική πορευόμαστε.
Καί οἱ ὁποῖοι θά σκεφθοῦμε ξαφνικά πώς: «δέν εἶναι δυνατόν... κάποιο λάθος θά
ἔγινε καί χτύπησε τήν πόρτα μας ὁ σκληρός ἐπισκέπτης ἐνῶ ἔπρεπε νά χτυπήσει τήν
πόρτα τοῦ διπαλνοῦ διαμερίσματος, τοῦ παρακάτω σπιτιοῦ. Καί μᾶς πιάνει πανικός
ὅταν ξαφνικά ἀκούσουμε τό τραῖνο νά σφυρίζει γιά τήν ἀναχώρηση: «Ἔκτακτη
ἁμαξοστοιχία γιά τό ὑπερπέραν. Φεύγεις».
Μά
ἐγώ φεύγω; Κάποιο λάθος θά ἔγινε. Ἀσφαλῶς καί ἔγινε λάθος. Τό λάθος αὐτό ὄμως
εἶναι δικό μας. Δέν εἴχαμε προσέξει πώς τό ἔγγραφο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός κατά τή
γέννησή μας ἔγραφε πάνω; «Ἀναχώρηση ἀνά πᾶσαν στιγμή».
Ἐμεῖς
λοιπόν αὐτό τό «ἀνά πᾶσαν στιγμήν» τό ἐρμηνεύσαμε: «εἰς ἔτη πολλά». Καί ἐδῶ
ἀκριβῶς βρίσκεται τό λάθος. Λάθος μάλιστα φρικτό. Νά νομίζουμε ὁ καθένας μας
ὅτι ἐγώ «θά τύχω κάποιας εἰδικῆς μεταχείρισης. Ξέρει ὁ Θεός πώς δέν εἶμαι ἀκόμη
ἕτοιμος καί δέν θά μέ πάρει ξαφνικά. Ἑπομένως... ἔχω ἀκόμη καιρό».
*****
Ἄμυαλε ἄνθρωπε, νά ποῦμε στόν ἑαυτό μας: ἔχεις ἀκόμη καιρό
ὅσο σέ ἀφήνει ὁ Θεός στή ζωή, ἀλλά γιά νά μετανοήσεις, ὄχι γιά νά συνεχίζεις
τήν ἀμέλειά σου καί τίς παρανομίες σου. «Μή ξεγελιέσαι ἀνόητε ἐργάτη, λέγει ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι θά ἀναπληρώσεις ἀργότερα τό χρόνο πού χάνεις
σήμερα. Διότι δέν φτάνει ἡ κάθε ἡμέρα νά ξεπληρώσει πλήρως τό δικό της χρέος
πρός τόν Θεόν». Ἀληθινά ἔξυπνοι ἑπομένως εἶναι μόνο αὐτοί πού θησαυρίζουν
οὐράνιους θησαυρούς καθημερινά. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης
Ἱερός
Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Ἰωάννου
Λευκωσίας
Κυριακή
22.11.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου