Οι δύο δρόμοι για τα
Χριστούγεννα
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής
Ακαδημίας Αθήνας
Ακαδημίας Αθήνας
(10-Δεκεμβρίου 2014)
π. Βασιλείου Θερμού,
επίκουρου καθηγητή
«Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ
παρθένος,
Τι μείζον καινόν άλλον είδεν
η κτίσις;»
Στον όρθρο των Χριστουγέννων ακούγεται το παραπάνω δίστιχο, το οποίο
εισάγει την συζήτηση για το νέο, το πρωτότυπο. Ο προβληματισμός αυτός έχει
αποτελέσει πανανθρώπινη ενασχόληση στην ιστορία του κόσμου. Οι άνθρωποι
αποστρεφόμαστε την στασιμότητα και διψάμε για το καινούργιο, για την ανανέωση,
την οποία δυστυχώς επιδιώκουμε συχνά με τρόπους ουσιαστικά μάταιους, ή και
παθολογικούς.
Η επιθυμία για το καινούργιο χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους νέους, πρέπει να
τονίσουμε μια και βρισκόμαστε σε έναν χώρο ο οποίος δημιουργήθηκε για νέους,
κατακλύζεται από νέους, και προορίζεται να υπηρετεί τους νέους. Στην ιστορία
του δυτικού κόσμου οι νέοι υπήρξαν συχνά οι φορείς μιας αλλαγής η οποία
παραμέρισε το παλιό και γνώριμο εισάγοντας το νέο και πρωτότυπο.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, έρχονται να μάς πληροφορήσουν ότι το καινούργιο
δεν είναι ζήτημα διάρκειας. Με άλλα λόγια, δεν εξαρτάται από το πόσο καιρό υπάρχει κάτι ή κάποιος αλλά
από το πώς υπάρχει, με ποιόν τρόπο. Θεός το νεογέννητο και η μητέρα
Παρθένος. Αυτά τα δύο δεδομένα δεν είναι ούτε αιώνια ούτε πρόσφατα, έχουν αρχή
μέσα στον ιστορικό χρόνο. Από την στενά χρονική πλευρά υπάρχουν πάμπολλα άλλα
γεγονότα παλαιότερά τους και νεώτερά τους. Όμως ο τρόπος τους είναι μοναδικός,
υπό την έννοια ότι εγκαινιάζει μια άλλη τάξη της ύπαρξης, μια εντελώς
διαφορετική πορεία του κόσμου.
Στην καθημερινή μας ζωή φαίνεται να επικρατεί το πρώτο κριτήριο, αυτό που
συνδέεται με τον εμπειρικό χρόνο των αισθήσεών μας. Στην χριστουγεννιάτικη
ατμόσφαιρα, δηλαδή, η αίσθηση του καινούργιου προκύπτει κυρίως από την ανανέωση
της διακόσμησης της πόλης και του σπιτιού μας, από την απόκτηση καινούργιων
δώρων, και από τις ευχές ενόψει του νέου έτους που εγγίζει. Το καινούργιο, στην
καθημερινότητά μας, προσεγγίζεται με όρους ενδοκοσμικού χρόνου.
Στην όντως εκκλησιαστική ζωή, από την άλλη, ο άνθρωπος γίνεται καινούργιος
αλλιώς: στον βαθμό που μετέχει στον τρόπο των Χριστουγέννων. Ερμηνεύοντας
βιαστικά το δίστιχο της αρχής κινδυνεύουμε να ξεγελαστούμε νομίζοντας ότι το
ειδοποιό χαρακτηριστικό του τρόπου των Χριστουγέννων έγκειται στο θαύμα: ‘Θεός
το τεχθέν και η Μήτηρ παρθένος’… Πρόκειται αναμφίβολα για θαύματα πρωτοφανή
στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά όχι, το θαύμα αποτελεί καρπό και αποτέλεσμα
του αληθινού και πρωταρχικού τρόπου της εορτής: ο τρόπος των Χριστουγέννων δεν
είναι παρά ο τρόπος της αγάπης. Είναι
η αγάπη που παράγει το θαύμα. Μας θυμίζει ο χριστουγεννιάτικος κανόνας:
«Ιδὠν ο κτίστης ολλύμενον
τον άνθρωπον χερσίν ον εποίησε κλίνας ουρανούς κατέρχεται, τούτον δε εκ
Παρθένου θείας αγνής όλον ουσιούται». Ο Δημιουργός, δηλαδή, έρχεται από ξεχείλισμα
αγάπης, επειδή δεν άντεχε να βλέπει τον άνθρωπο που έπλασε να χάνεται, και
λαμβάνει έτσι την ουσία του (φύση του) από την Παρθένο… Η έντονη, σχεδόν
δραματική αυτή εικόνα θυμίζει την υπόσχεση του Χριστού: «έρχομαι και τα κάνω
όλα νέα, καινούργια» (Αποκ. 21: 5). Η ανακαίνιση έρχεται, βέβαια, για όποιον
δέχεται να μιμηθή τον τρόπο της αγάπης. Η αγάπη είναι που φέρνει το θαύμα. Η
αγάπη και μόνο είναι η εγγύηση της παντοτινής πρωτοτυπίας.
Αυτός ο καινούργιος τρόπος ύπαρξης τον οποίο εγκαινίασε ο Ενανθρωπήσας Θεός
είναι τόσο ριζοσπαστικός και κοσμοϊστορικός, υπερβαίνει τόσο πολύ την
δυνατότητα της ανθρώπινης κατανόησης και αφομοίωσης, ώστε δεν είναι τυχαίο ότι
όσοι επεχείρησαν ανά τους αιώνες να τον υμνήσουν έκριναν απαραίτητο να
βασισθούν στην εμπειρία των προηγουμένων. Οι πρώτοι Πατέρες που μίλησαν για τα
Χριστούγεννα επικαλέσθηκαν τους προφήτες, κατόπιν οι υμνογράφοι στηρίχθηκαν
στους Πατέρες (βλ. «Χριστός γεννάται, δοξάσατε»), εμείς σήμερα προσφεύγουμε σε
όλους αυτούς. Φαίνεται δύσκολο έως ανυπέρβλητο να γίνει κάποιος, ως ατομική
ύπαρξη, ικανός να εξυμνήσει, αφ’ εαυτού και μόνο, ένα γεγονός που άλλαξε τον
τρόπο με τον οποίο καλείται να υπάρχει ο άνθρωπος.
Για τον ίδιο λόγο και εγώ, και για
να ασφαλίσω πληρέστερα τα νοητικά μου διαβήματα, αλλά και για να απευθύνω
πειστικότερο τον λόγο προς την δική σας αγάπη, μετά τις προηγηθείσες
υμνογραφικές αναφορές θα προστρέξω στον άγιο Φιλάρετο Μόσχας. Αυτή η σημαντική
μορφή του 19ου αιώνα, που μόλις πρόσφατα άρχισε να γίνεται γνωστή
στον τόπο μας, σε ένα κήρυγμά του για την Γέννηση του Χριστού, λέγει μεταξύ
άλλων τα εξής:
«Δύο
ὁδοί υπάρχουν πρός τόν Χριστό: ἡ ὁδός τῶν Μάγων καί ἡ ὁδός τῶν ποιμένων. Οἱ
Μάγοι ἀκολουθοῦν τήν ὁδό τῆς λογικῆς, οἱ ποιμένες τήν ὁδό τῆς πίστεως».
Εξ αρχής οριοθετούνται, ακριβώς για να γίνουν αγαπητικά δεκτές, δύο
θεμελιακές δυνατότητες του ανθρώπου. Η λογική και η πίστη (νοούμενη ως
συναισθηματική και βουλητική προδιάθεση και εμπιστοσύνη) αποτελούν
συμπληρωματικούς δρόμους που θα χειραγωγήσουν προς την θεογνωσία. Αν υπάρχει
μια ηλικία στην οποία και οι δύο διεκδικούν μαχητικά, κάποτε και συγκρουσιακά
μεταξύ τους, την πρωτοκαθεδρία ως προς την αναζήτηση της Αλήθειας, αυτή είναι
κατ’ εξοχήν η νεανική ηλικία.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας οι οποίοι δεν επιστρατεύουν
ιδιαίτερα την διάνοια στην θρησκευτικότητά τους. Κατά τεκμήριο, όμως, όσοι
κινούνται σε ένα χώρο που καλλιεργεί τα θεολογικά γράμματα, δίνουν ιδιαίτερη
σημασία σε αυτή την ανθρώπινη λειτουργία. Και πράγματι, στον χώρο ετούτο
σπουδάζουν πιστοί νέοι οι οποίοι διανοούνται περί τα θεία. Έτσι προκύπτει
καίριο το αίτημα για ισορροπία και συνεργασία των δύο αυτών ‘οδών’ της
ανθρώπινης φύσης. Ας ακούσουμε πώς συνεχίζει:
«Στό Εὐαγγέλιο βλέπουμε δύο
δρόμους πρός τόν γεννώμενο Χριστό: τήν ὁδό τῶν Μάγων καί τήν ὁδό τῶν ποιμένων. Ἡ
ὁδός τῶν Μάγων εἶναι ὁδός φωτός καί γνώσεως, καθώς κατευθύνονται μέ τό καθαρό
σημεῖο τοῦ ἀστέρα πού εἶδαν στήν ἀνατολή καί τούς ὁδήγησε στήν Ἰερουσαλήμ καί
στή Βηθλεέμ. Ἡ ὁδός τῶν ποιμένων, ὁδός σκιᾶς καί μυστηρίου, ὁδός πίστεως καί ὄχι
ὁράσεως, ἡ ὁποία μετά τή βραχύχρονη ἐπίλαμψη μέ τή δόξα τοῦ Κυρίου θά μετατραπεῖ
σέ φοβερή νύχτα, διανύεται χωρίς χειραγωγό καί δέν ἐξασφαλίζεται μέ κανένα ἰδιαίτερο
σημεῖο ἐκτός ἀπό τό ἀμφιλεγόμενο σημεῖο τοῦ ‘βρέφους ἐσπαργανωμένου κειμένου ἐν
φάτνῃ’ (Λουκ. 2: 12)».
Η λογική, ιδίως όταν χρησιμοποιείται με την απολυτότητα της νεανικής
ηλικίας, κάνει τα πράγματα να φαίνονται φωτεινά, χωρίς ασάφειες και ερωτήματα.
Η πίστη φαίνεται πιο συνεσταλμένος δρόμος, λιγώτερο ελκυστικός. Τα σημάδια της
είναι αμφιλεγόμενα: γιατί πρέπει να πιστέψουν σε ένα άγνωστο βρέφος μέσα σε
κάποιο αγροτικό χώρο που μυρίζει δυσάρεστα; Αλλά θα ακολουθήσουν ανατροπές.
Επανέρχομαι στο κείμενο:
«Ποιός δέν θά ἐνόμιζε ὅτι ἡ
λαμπρά ὁδός τῶν Μάγων πρέπει νά εἶναι ἡ πιό ἀκίνδυνη, βολική καί συντομότερη; Ἀπεναντίας,
αὐτή ἦταν καί μακρύτερη καί δυσκολότερη παρά ἡ σκοτεινή ὁδός τῶν ποιμένων. Ἀντί
τῆς Βηθλεέμ οἱ σοφοί ἐμφανίζονται πρῶτα στήν Ἰερουσαλήμ - ἐδῶ οἱ γνώσεις πού αὐτοί
κήρυτταν δέν τούς χρησιμεύουν, παρά μόνο γιά τή γενική ταραχή. Ἔρχονται σέ ἀμηχανία
γιά τή συνέχιση τῆς πορείας τους... Οἱ ποιμένες διαπερνοῦν τό στάδιο τοῦ γνόφου
καί φθάνοντας στή Βηθλεέμ, φθάνουν ἐκεῖνο πού ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ κάποτε
τούς ἐπισκίασε ἀπό τόν οὐρανό, τώρα ἀόρατα σκηνώνει μέσα στούς ἴδιους: ‘ὑπέστρεψαν
οἱ ποιμένες δοξάζοντες καί αἰνοῦντες τόν Θεόν ἐπί πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καί εἶδον’ (Λουκ. 2: 20)».
Στην ζωή υπάρχουν εκπλήξεις, όπως το ότι η πίστη τελικά ανταμείβει
περισσότερο από τη λογική. Την αλήθεια αυτή διαπιστώνουν εμπειρικά ανά τους
αιώνες πλήθη ανθρώπων. Αλλά Αυτός που ενανθρώπησε από υπερβολή ευσπλαγχνίας,
δεν παρέλειψε, μαζί με το πλάσμα Του, να αγκαλιάσει με αγάπη ό,τι αυτό ασκεί
στη ζωή του προκειμένου να ξεδιπλώσει τα δώρα του κατ’ εικόνα. Μεταξύ αυτών την
επιστήμη, με κορύφωση την θεολογική τοιαύτη. Η ταπεινή θεολογική έρευνα γίνεται
και αυτή δρόμος και πεδίο συνάντησης με τον Χριστό, αρκεί να συνοδεύεται
διαρκώς από την πίστη ώστε να μην ξαστοχήσει.
Ο άγιος Φιλάρετος Μόσχας καταλήγει:
«Ἄς δοξάσουμε τόν δοξάσαντα
τήν ὁδό τῶν Μάγων, ἄς μή περιφρονήσουμε ὅμως τήν ὁδό τῶν ποιμένων. Ἄν ἡ φωτεινή
ὁδός τῆς γνώσεως ἑλκύει τά βλέμματά μας, ἄς μή λησμονήσουμε ὅτι ὀφείλουμε νά εἴμαστε
ὄχι ταξιδεύοντες θεατές, ἀλλά προσεκτικοί ὁδοιπόροι. Τή στιγμή πού τά μάτια μας
χάνονται στή θεωρία τῶν μεγαλειωδῶν ὄψεων πού μᾶς παρουσιάζονται, εὔκολα μπορεῖ
νά συμβεῖ ὥστε νά μή παρατηρήσουμε κάτω ἀπό τά πόδια μας τίς πέτρες, τίς
πλεκτάνες καί τά χάσματα ἤ νά σταματήσουμε στό δρόμο μας, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἐπεκταθοῦμε
πρός τά ἐμπρός. Ως ἐκ τούτου λοιπόν, οἱ φωτεινές ἐπιλάμψεις τοῦ νοῦ δέν μποροῦν
πάντοτε νά ἐκληφθοῦν ὡς ἀμετάθετα σημεῖα προσεγγίσεως πρός τόν Χριστό καί ὡς ἀξιόπιστες
ἐνδείξεις τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναγεννήσεως. Ὑπάρχουν φωτισμένα πνεύματα, ὅμοια μέ
διαφανή σώματα, πού δέχονται καί μεταδίδουν τό φῶς, ἀλλά τά ἴδια δέν τό αἰσθάνονται
καί μάλιστα προκαλοῦν σέ ἄλλους τή φλόγα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι μένουν ψυχροί καί
νεκροί».
Σε ένα χώρο όπως ετούτος, που επιθυμεί να καλλιεργεί την θεολογική γνώση
και την εκκλησιαστική παιδεία, η επισήμανση αυτή είναι κάτι παραπάνω από
πολύτιμη. Σπουδαστές, καθηγητές της θεολογίας, κληρικοί, όλοι υποκείμεθα στον
ίδιο κίνδυνο: να καταστούμε αδρανείς δέκτες και ‘αποθηκευτικοί χώροι’ μιας
θεολογικής γνώσης ή μιας εκκλησιαστικής πρακτικής η οποία δεν ζωογονεί. Η
θεογνωσία των ποιμένων, όμως, επισφραγίσθηκε με την δοξολογία των αγγέλων. Η
θεολογική σπουδή έχει κληθή να είναι δοξολογία.
Με λόγια και –προ πάντων – με έργα.
Ένας ‘προσεκτικός οδοιπόρος’, για τον οποίο μας μιλά το προαναφερθέν
κείμενο, αποδίδει την δέουσα προσοχή ακόμη και στις λεπτομέρειες. Σπουδάζει
επιμελώς την οδό την οποία διανύει, φροντίζει να απομακρύνει εμπόδια, να
αναγνωρίζει κακοτοπιές, να υπερπηδά δυσκολίες, με μόνο στόχο και κύριο κίνητρο
την συνάντηση με τον Ενανθρωπήσαντα Θεό. Αγωνίζεται διαρκώς να εναρμονίζει
διάνοια και πίστη, έτσι ώστε η μια να στηρίζει την άλλη ώστε συντροφικά πλέον
οι δυό τους να προσεγγίζουν το Μυστήριο. Προσεγγίζοντας δοξολογούν,
δοξολογώντας μεταμορφώνονται. Και σε κάποιο σημείο ο δρόμος της διάνοιας
σταματά, παραχωρώντας την συνέχεια στον δρόμο της πίστης: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν».
Πώς συνδέονται όλα αυτά με τον τρόπο της αγάπης για τον οποίο μίλησα στην
αρχή; Μιας αγάπης η οποία παρακίνησε τον Δημιουργό να αναμίξει το άκτιστο με το
κτιστό, να λάβει φύση ξένη προς Αυτόν; «Μιγέντα
μορφῃ τῃ βροτησίᾳ Θεόν», θα μας πει πάλι ο Χριστουγεννιάτικος κανόνας, διακηρύσσοντας ένα Θεό που ανέμιξε τη μορφή Του με την ανθρώπινη και έλαβε
χαρακτηριστικά που δεν είχε.
Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε πως είναι η αγάπη που δικαιώνει τόσο την
λογική όσο και την πίστη. Μια λογική που δεν αγαπά θα εκφυλισθή νομοτελειακά σε
υπεροψία και ναρκισσισμό ή θα καταλήξει σε αδιέξοδο. Μια πίστη που δεν αγαπά
κινδυνεύει να εκπέσει σε τυφλή υποταγή και θρησκοληψία. Με άλλα λόγια, τόσο ο
δρόμος της διάνοιας όσο και ο δρόμος της πίστης ευρίσκουν την ολοκλήρωσή τους
και την υγιά τους λειτουργικότητα στην ανώτερη πασών των αρετών, στην αγάπη, η
οποία αποτελεί και το νόημα καθεαυτό της θεϊκής Ενανθρωπήσεως.
Τι σημαίνει η αγάπη για τον δρόμο της διάνοιας; Τι άλλο παρά να μην
επιζητεί την διερεύνηση για την διερεύνηση, να μην επιδιώκει τον εντυπωσιασμό ο
οποίος ουσιαστικά έγκειται σε μια κλειστή αυτοαναφορικότητα. Μιλώντας
συγκεκριμένα για την θεολογική γνώση, η αγαπητική πρόσκτησή της σημαίνει την
βούληση να χρησιμοποιηθή προς όφελος των αδελφών μας, να διαχυθή σε αυτούς ως
εφαρμοσμένη θεολογία, ως έμπονη ποιμαντική μέριμνα.
Για την πίστη, από την άλλη, η αγάπη λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα
έτσι ώστε να μην εγκλωβίζεται σε στείρα αυταπάτη ή σε απλή βουλησιαρχική
ιδιωτική ‘θεολογία’ ή σε φανατικό απομονωτισμό. Μια πίστη που αγαπά εμπνέει
αφιέρωση και διακονία, υποκινεί την καταλλαγή, πασχίζει για ενότητα, αναβλύζει
χαρά.
Τόσο η λογική όσο και η πίστη, στο βαθμό που διαποτίζονται από τον τρόπο
των Χριστουγέννων, τον τρόπο της αγάπης δηλαδή, μιμούνται το υπερφυές γεγονός
της Ενανθρωπήσεως και το προεκτείνουν. Ενεργοποιούν δηλαδή στον συγκεκριμένο
τόπο και χρόνο τις συνέπειές του, το κάνουν ζωντανό και δημιουργικό,
καθιστώντας τον άνθρωπο συνεργό σε αυτή την κοσμοϊστορική δημιουργικότητα. Ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητης διατύπωσε αυτή την αλήθεια στην επιγραμματική φράση
του «βούλεται γάρ ἀεί καί ἐν πᾶσιν ὁ τοῦ
Θεοῦ Λόγος και Θεός τῆς Αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως ἐνεργεῖσθαι τό μυστήριον». Επιθυμία
του Χριστού, δηλαδή, είναι η Ενανθρώπηση να ζωντανεύει, να γίνεται ενεργή, σε
κάθε στιγμή του σήμερα με συνεργούς τον καθένα από εμάς.
Εν ολίγοις, ο συνδυασμός πίστης και διάνοιας, με την υπακοή αμφοτέρων στον
νόμο της αγάπης, κομίζει μεθ’ εαυτής ανακαινιστική δύναμη, αιώνια πρωτοτυπία,
ενσαρκωμενη δοξολογική έκπληξη. Με άλλα λόγια η αγαπητική ένταξη και του δρόμου
των ποιμένων και του δρόμου των μάγων στο μυστήριο της σωτηρίας, ανανεώνει τόσο
τον αγαπώντα όσο και τον δέκτη της αγάπης. Τους επιτρέπει να μετάσχουν στο
οντολογικά νέο, σε αυτό που ανακαινίζει την κτίση.
Σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο άγιος Φιλάρετος μάς θυμίζει ότι «Βηθλεέμ σημαίνει ‘οἶκος τοῦ Ἄρτου’, ποίου ἄν
ὄχι τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς τοῦ καταβαίνοντος ἀπό τοῦ οὐρανοῦ; (Ἰω. 6: 51)». Η
Βηθλεέμ είναι ο τόπος όπου οι πεινασμένοι μπορούν να βρουν τροφή παρά Θεού. Η
εκπλήρωση είναι μεσσιανική. Με άλλα λόγια, ο μόνος Νέος, ο κομίζων το παντοτινά
και μόνιμα καινούργιο, στην πραγματικότητα κομίζει στον κόσμο τον Εαυτό Του για
να γίνει τροφή. Έρχεται «οὐ ζητῶν τά ἑαυτοῦ», με μόνο σκοπό να διαμοιρασθή
στους αδελφούς Του ώστε από τη τροφή αυτή να ζωογονηθούν και να ζήσουν αιώνια.
Δεν βλέπω ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η κλήση μιας σχολής σαν την δική
μας, παρά να συνεχίσει το έργο Του. Να στοχεύουν, δηλαδή, διδάσκοντες και
διδασκόμενοι, μόνο στη δική Του δόξα και στην ‘θρέψη’ της Εκκλησίας, του
Σώματός Του. Τόσο η θεολογική γνώση όσο και η εκκλησιαστική διακονία, οι οποίες
παράγονται σε τούτο εδώ τον χώρο και εμπνέουν όσους συχνάζουμε σε αυτόν,
καλούνται να θρέψουν τον λαό του Θεού. Άλλωστε μόνο γι’ αυτόν υπάρχουμε
κληρικοί και θεολόγοι, όπως μόνο γι’ αυτόν γεννήθηκε ως άνθρωπος ο Δημιουργός
του.
Μας δόθηκε ως προνόμιο και ευλογία η δυνατότητα να ακολουθήσουμε τον τρόπο
των Χριστουγέννων, τον τρόπο της αγάπης. Η ευγνωμοσύνη είναι πάντα το
ισχυρότερο κίνητρο για δράση. Σας ευχαριστώ.
9 σχόλια:
Ευχαριστούμε πολύ για την ανάρτηση! ευλογημένα Χριστούγεννα!
Έμεινα γοητευμένος και ωφελημένος από την ανάγνωση του θεολογικού αυτού κειμένου. Ότι το καλύτερο για αυτή την περίοδο.
Ο π. Βασίλειος Θερμός μιλάει ή γράφει όταν έχει κάτι να πει. Εδώ μας είπε πολλά. Τον ευχαριστώ για το πνευματικό αυτό δώρο. Να βάζεις περισσότερο συχνά κείμενα του π. Βασιλείου.
Μου άρεσε το κοινοποίησα στο facebook.
Καταπληκτικό. Δεν είναι από τα τετριμμένα που συνήθως ακούμε.
Είναι από τους λογίους κληρικούς και καλούς θεολόγους που χαιρόμαστε να ακούμε κ. Κωστόπουλε. Να τον προβάλεις συχνότερα.
Αχ! και να ήμουν μαθητής του. Ο τρόπος που αναλύει το θέμα του είναι σπουδαίος. Από τις δυναμικότερες θεολογικά ομιλίες επί του θέματος!!!
Ἀπὸ τὰ καλύτερα γραπτὰ ποὺ μᾶς εἰσάγουν στὸν ἀληθινὸ τῶν Χριστουγέννων ἑορτασμό. Θὰ πρέπει νὰ προσεχθεῖ καὶ νὰ διαδοθεῖ, πιστεύω. Τὸ ἀξίζει, ἄλλωστε παπα-κων. ν. καλλιανός σκοπελος
Είναι τιμητικό το ότι μας προσφέρεις και μας "προβάλλεις" αυτή την σπουδαία ομιλία σε όλους εμάς που παρακολουθούμε τον ιστοχώρο σου. Σε εποχές που η προβολή της ξετσιπωσιάς και τις ξεδιαντροπιάς κυριαρχούν χωρίς ντροπή είναι η ανάρτηση αυτή μια αντίσταση αγάπης.
Ευχαριστούμε πολύ π. Βασίλειε!
Καλά Χριστούγεννα σε όλους μας!
Δημοσίευση σχολίου