Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η επανάπλευση της εν Χριστώ αδελφότητας και ο «αντισυνοδικός οίστρος » - Αριστείδη Πανώτη


Η επανάπλευση της εν Χριστώ αδελφότητας
και ο «αντισυνοδικός οίστρος »  


Η Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή που συνήλθε το 1930 στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους Καθήμενοι από αριστερά: ο Θυατείρων Γερμανός (Κπ), Ρουμάνος Ιεράρχης, ο Επιφανείας Ιγνάτιος (Αντ.), ο Βαρσοβίας Διονύσιος (Πολ.), ο Ηρακλείας Φιλάρετος (πρόεδρος), ο Λεοντουπόλεως Χριστοφόρος (Αλεξ.), ο Πτολεμαΐδος Κελλαδίων (Ιερ.), Σέρβος ιεράρχης, ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (Ελ.). Όρθιοι από αριστερά: Ρουμάνος ιεράρχης, ο Γροδένσκυ Αλέξιος (Πολ.), ο Τραπεζούντος Χρύσανθος (Κπ.), ο Αρχιμ. Κάλλιστος (Ιερ.), ο Κερκύρας Αθηναγόρας (Ελ.) και ο Πεκίου Αιμιλιανός ( Σερβ. ). Εκ του αρχείου του Αριστ. Πανώτη. 


Από αιώνες έχει κατανοηθεί ότι για τη ομαλή λειτουργία της Εκκλησίας έχει κεφαλαιώδη σημασία η έκφραση του γνήσιου εκκλησιαστικού φρονήματός της. Με αυτό παρά τις διαχρονικές αντιξοότητες διατήρησε την ενότητά της και έδειξε στην Οικουμένη ότι πως η πίστη της συμπίπτει με εκείνο που δίδαξε ο Χριστός και οι Απόστολοί του, στερέωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι και ανέπτυξαν οι Πατέρες. Αυτό που παρέλαβαν οι διάδοχες γενεές των Ορθοδόξων πάντοτε προτείνεται στους χριστιανούς των ῖστορικών εκφάνσεων της Εκκλησίας ως κοινό αγαθό για να ανακτήσουμε την εν Χριστώ κοινωνία και αδελφότητά μας, Όμως για να αποκατασταθεί αυτό πρέπει να καταπαύσει ο αλαζονικός απομονωτισμός που φέρνει περιτείχιση και όλοι μαζί να προσεγγίσουμε το ενδότερο πνεύμα της Ορθοδοξίας με τη διάκριση της ταπεινώσεως που απομακρύνει τον ομολογιακό φαρισαϊσμό.

Η Εκκλησία είναι ζωντανή έκφραση της χριστιανικής πίστεως και κοινωνίας που δεν πρέπει να μερίζεται από εθνικιστικές και πολιτικές διαφορές και από τον αθέμιτο ανταγωνισμό: «τις αν είη μείζων» ( Λουκ. θ΄. 46) . Όλοι πρέπει να καταλάβουμε πως κανείς δεν σώζεται μόνος του χωρίς τον πλησίον του. Ο Θεός που μας έπλασε μας υπέδειξε πώς η αρμονία επιτυγχάνεται με τη συγχορδία. Η βιβλική παράδοση μας έμαθε ότι ο άνδρας ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία από το πλευρό του της γυναίκας («ανδρίδας»), αλλά και αυτό το ανθρώπινο σώμα για να λειτουργήσει ομαλά έχει ζευγαρωτά όλα τα όργανα και τα μέλη του για να πορεύεται στη ζωή και να χαίρεται ότι : «τι καλόν ή τι τερπνόν, ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. μλβ΄132) .
Οι λόγοι που οδηγούν το σύνολο των Εκκλησιών να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις είναι φανεροί. Όλη η ανθρωπότητα επιδιώκει να βρει τρόπους διεθνούς συνεννοήσεως και συνεργασίας επάνω στο μικρό πλανήτη που επιβαίνουμε. Παράλληλη είναι και η επιθυμία του χριστιανικού κόσμου να εγκαταλειφθεί η παραφορά του απομονωτισμού και να αναζητηθεί η διαλογική προσέγγιση με τούς πλησίον για επακτήση της εν Χριστώ αδελφότητας. Οι καιροί επιβάλλουν να ξεχάσουμε τους κατ’ αλλήλων ομολογιακούς παιάνες και να σκεφθούμε τη σφραγίδα της δωρεάς που όλοι φέρουμε για να ενδυναμωθεί το εντός μας εκκλησιαστικό φρόνημα για να βιώσουμε το μυστήριο της παρουσίας μεταξύ μας του Παράκλητου Πνεύματος.
Η Εκκλησία μας, πολλά χρόνια πριν η Λατινική Δύση νιώσει την ανάγκη της «ανακαινίσεως» για την «ενότητά» της επιδιώκει την «επί το αυτό» σύναξή της προς ρύθμιση των του οίκου της. Οι οδυνηρές αναστατώσεις των λαών της στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μικρασία και τη Μέση Ανατολή τον 20ο αιώνα με τη παράλληλη έξαρση του εθνικισμού και του ανατρεπτικού μένους δημιούργησαν αναστολές για να ευοδωθούν η διορθόδοξες σχέσεις για τη σύναξη του επισκοπικού τους σώματος για τη λύση εκκρεμούντων προβλημάτων που θα αποδεχθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας μας. Το Φανάρι διέρχεται τη σκληρή Μεταλωζάννεια δοκιμασία του και εν τούτοις συνεχίζει να φροντίζει τη προαγωγή της ενότητας των κατά τόπους Εκκλησιών. Επιλέγει τον τόπο συνάξεώς των αντιπροσώπων τους στην ελεύθερη δικαιοδοσίας του στο Άγιο Όρος. Είναι η μεγαλώνυμη μονή του Βατοπεδίου, που παραμένει διαχρονικά συνδεδεμένη με τις επιδιώξεις του Οικουμενικού Θρόνου για το Γένος και φιλοξένησε από τις 8 – 23 Ιουνίου 1930 την 15μελή «Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή». Αυτή ασχολήθηκε με τον εντοπισμό των διαφόρων ζητημάτων που απασχολούν την Ορθοδοξία και με τη κατάθεσή τους στο Θεματολόγιο της προσδοκώμενης Συνόδου της Εκκλησίας μας προς επίλυσή τους με κανονικές αποφάνσεις. Στην επισήμανσή τους συνεργάστηκαν επιφανείς αρχιερείς της εποχής υπό την προεδρία του γηραιού μεγάλου ιστορικού μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλάρετου Βαφείδη († 1933). ΄Η επιλογή αυτή των ζητημάτων προκάλεσε πανορθόδοξο ενδιαφέρον και άρχισαν να εντρυφούν με μελέτη τους ιεράρχες και θεολόγοι για να καταθέσουν τις απόψεις τους σε άρθρα και μελέτες που δείχνουν την ευρυμάθεια και σοφία των εκκλησιαστικών των παλαιότερων χρόνων και όχι τις σύγχρονες δοκησίσοφες παρεμβάσεις τριόδων των αντιρρητικών πεζοδρομίων. 
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή στα Βαλκάνια απομόνωσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτή συνεχίστηκε και μεταπολεμικά με την ανέγερση του Σιδηρού Παραπετάσματος στην Ανατολική Ευρώπη και επεκτάθηκε με την επιβολή του ακραίου σοβιετικού καθεστώτος στους ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων πλην της Ελλάδος με παρέμβαση των Άγγλων. Η κατάσταση αυτή απομόνωσε πλήρως τις ορθόδοξες Εκκλησίες από τη Μητέρα τους Εκκλησία και τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής. Τη περίοδο αυτή το Πατριαρχείο της Μόσχας, κατευθυνόμενο από τη σοβιετική εξουσία, επιχείρησε την απομόνωση των Ορθοδόξων του βορρά από εκείνους του νότου. Η κατάσταση αυτή αφύπνισε τους Ορθοδόξους του ελεύθερου κόσμου και επιδιώχθηκε η δυναμική αντίσταση στην διάσπαση της ενότητας των Ορθοδόξων. Το Πατριαρχείο τη στιγμή αυτή κοσμείται από μία πατριαρχική μορφή, τον Μάξιμο Ε΄ καθημαγμένη από τις διώξεις των ηγετών της Τουρκίας, όταν ο πόλεμος δεν είχε ακόμη κριθή υπέρ των Συμμάχων, και αναγκάζεται να παραιτηθεί για «λόγους ασθενείας». Τότε αναζητήθηκε ιδιαίτερα έμπειρος διάδοχος στα εκκλησιαστικά και στις διεθνείς σχέσεις και με τη συμφωνία τριών κυβερνήσεων υποδείχθηκε η εκλογή προσώπου πολύ πέραν της Κων/​πόλεως, στη Νέα Υόρκη , που να συνδυάζει μαθητεία στη Σχολή της Κων/​πόλεως, στη Χάλκη και εύορκη διακονία στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μακεδονία και στο Νέο Κόσμο με σαφείς πεποιθήσεις τά προβλήματα της εποχής και προκρίθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας, παρά τη δωδεκαετή διακονία του στην Ελλάδα (1918−1930). Ενωρίς εκτιμήθηκε η γλωσομάθεια του και άξια εκπροσωπούσε την Εκκλησία σε διεθνή συνέδρια και εκδηλώσεις και ήταν παντού γνωστός Ο νέος Πατριάρχης ήταν ένας των μετασχόντων στη Σύναξη του 1930 και από εκεί εκτιμήθηκε πολύ η προσωπικότητά του από τον πολύφρωνα μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, Αποκρισιάριο του Πατριαρχείου στην Αθήνα και συνδέθηκε μαζί του. Έτσι τώρα που αξιώθηκε την ύψιστη τιμή του Πατριάρχη. της οικουμενικής καθέδρας έκανε χρήση του κανονικού προνομίου του και επανακίνησε την ομόθυμη επιθυμία για «Ανακαίνηση και Ενότητα» στη κατ’ Ανατολάς Αγίας μας Εκκλησίας.
Τη προσπάθειά του ξεκίνησε από τον εορτασμό το 1951 των 1500 χρόνων από τη σύγκληση στη Χαλκηδόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Τότε εξέδωσε ειδική εόρτια Εγκύκλιο στην οποία απευθύνθηκε και στους εγγύτερα ιστάμενους προς την Ορθοδοξία αδελφούς των Ελάσσονων Εκκλησιών της Ανατολής, Κόπτες, Αρμενίους και Συριάνους κ.ά. Τους προσκαλεί σε Διάλογο για να αρθεί το μετ’ αυτών σχίσμα γιατί ήθελε πάλι να επιβεβαιωθεί η απόφανση της συνελθούσας Συνόδου στα Ιεροσόλυμα το 1672 επί πατριάρχου Δοσιθέου και να παύσει ο κακεντρεχής χαρακτηρισμός ότι είναι και στην εποχή μας «Μονοφυσίτες» εφ’ όσον ένας έγκυρος δογματολόγος της εποχής εκείνης, ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός μας δήλωσε ότι: «προφάσει του εν Χαλκηδόνι συντάγματος του τόπου είναι αυτοί αποσχισθέντες της Εκκλησίας, τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες» (MigneP.G. τ.94,στ. 741).
Τα βάρβαρα γεγονότα κατά του Πατριαρχείου και της Ομογενείας μας στη Κων/​πολη του 1955 ανέστειλαν κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως με άλλους χριστιανούς. Μόλις επέστρε πάλι κάποια ομαλότητα ο πατριάρχης Αθηναγόρας επανήλθε στη σταθερή γραμμή της επιθυμίας να προετοιμαστεί το κατάλληλο κλίμα για τη Προσύνοδο των Ορθοδόξων. Το 1959 ξεκίνησε μακρά περιοδεία στα παλαίφατα Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής για να εξασφαλίσει την απόλυτη συγκατάθεσή των Πατριαρχών τους. Μετά συγκροτήσει το επιτελείο του για τον ιερό αυτό σκοπό. Όμως το 1959 η εκλογή διαδόχου στην αρχιεπισκοπή Αμερικής προκάλεσε διάσταση μεταξύ του Πατριάρχη και την αντίσταση της Ιεράς Συνόδου στην πατριαρχική υπόδειξη την εισέπραξε ο Ηλιουπόλεως Μελίτων που είχε αποστασιοποιηθεί από κάθε πατριαρχική ενέργεια. Πολύ αργότερα θέλησα να μάθω την αφορμή αυτής της διαφωνίας και τον ερώτησα και εκείνος με ειλικρίνεια μου απάντησε: «΄Ακουσε παιδί μου. Εκεί έπρεπε να πάει ο Ιάκωβος, που είχε ζήσει στην Αμερική και γνώριζε πρόσωπα και καταστάσεις. Εδώ έπρεπε να παραμείνει ο Μελίτων, που γνωρίζει άριστα την εδώ ιστορία και παράδοση και οι ικανότητές του αποτελούν εγγύηση για τη διασφάλιση της πορεία του Θρόνου στο μέλλον». Και πράγματι, ο Μελίτων ήταν μιά επίλεκτη προσωπικότητα κοσμημένη με πολλά χαρίσματα. Πρώτα σεβόταν τους θεσμός και τους υπηρετούσε με δεινότητα σκέψεως και ενοράσεως, κριτικό πνεύμα αλλά και διαλεκτικότητα. Ο πολύς λαός θαύμαζε την υψηπετή ρητορική του ικανότητα. Όμως ήταν πλασμένος γιά ηγέτης και το έδειξε στη Μέση Ανατολή κατά τον πόλεμο, στην Ίμβρο που την ανέστησε και τέλος στην έναρξη του Διαλόγου, τουλάχιστον με τη Παλαιά Ρώμη που κατατρομάζει τους προκατειλημμένους και κυρίως τους αδιάβαστους.
Για την οργάνωση της συγκλήσεως των προσυνοδικών Διασκέψεων ο Πατριάρχης κάλεσε κοντά του τον μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Μελίτωνα και τον Μύρων Χρυσόστομο. Η πρώτη ευκαιρία προσεγγίσεως αλλήλων και εγκολπώσεως της συνοδικής διαδικασίας δόθηκε στην Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο το 1961 που προήδρευσε ο γέροντας μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος Χατζησταύρου με τη συνεργασία κυρίως του Ηλιουπόλεως Εκεί αναθεώρησαν και συμπλήρωσαν το Θεματολόγιο του 1930. Η επιτυχία αυτής της Διασκέψεως παρέσχε σπουδαία εμπειρία και για τον ενδορθόδοξο διάλογο, αλλά και για να ευοδωθεί η σύγκληση Γενικής Συνόδου των Ορθοδόξων. Ο Πατριάρχης εκτίμησε τη διπλωματική ευστροφία του μητροπολίτη Μελίτωνα και τις γνώσεις του Μύρων Χρυσόστομου και τους περιέβαλε με την απόλυτη εμπιστοσύνη του. Έτσι το Φανάρι και πάλι αρχίζει να διαδραματίσει κορυφαία και πάλι συμβολή στην Ιστορία της Ορθοδοξίας φωτίζοντας τη συνοδική αυτοσυνειδησία στις κατά τόπους Εκκλησίες για να συνεργαστούν στις προσυνοδικές Διασκέψεις.
Την σκυτάλη της ιερής αυτής πρωτοβουλίας την παρέδωσε ο πατριάρχη Αθηναγόρας στον «εν ταπεινώσει αξιωθέντα τα υψηλά» πατριάρχη Δημήτριος και εκείνος πάλι την εμπιστεύθηκε ως τίμια παρακαταθήκη στον διάδοχό του πατριάρχη Βαρθολομαίο, που αξιώνεται μετά αναμονή 85 χρόνων (1930 – 2016). να πραγματοποιήσει τη σύγκληση της πρώτης συνάξεως της Γενικής Συνόδου της Εκκλησίας μας τη προσεχή εβδομάδα της Αγίας Πεντηκοστής. Όμω τώρα που επιβεβαιώνεται η πολυετής αυτή προσδοκία ανησύχησε ο πρώτος εναντιολόγος και κινητοποίησε »τοις αγγέλεις αυτού και τη πομπή αυτών» και μάλιστα από αυτούς που δυστυχώς ενδημούν στον «ιερό κατάλογο» και στους «ακαδημαϊκούς κύκλους» για να απλώνουν τα δίκτυα της περισκέψεως και καχυποψίας για τη προσδοκόμενη Σύνοδο. Υπερτιμούν την «ομολογιακή τους θεμελιοκρατία» και τις απαγορεύσεις και υποτιμούν τις κανονικές δεσμεύσεις που δόθηκαν μαζί με την «αυτοκεφαλία» καθώςε και την Συνοδική Διαγνώμη της Πηγής της χειροτονίας υποθάλπτοντας την ασύνετη και τραγική «αυτοκεφαλαρχία» που σπέρνει αμφιβολίες και ψυχρότητες που μεταβάλλεται τον «Αντισυνοδικό οίστρο» . σε εργαλείο σποράς ζηζανίων για τα τώρα δρώμενα στην Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία μας βρίσκεται εγγύτερα στην αλήθεια της Μίας Εκκλησίας, χωρίς να υποτιμά τις πλησίον της άλλες εκφράσεις των ιστορικών μορφών της Εκκλησίας. και αυτές πως εκφράζουν πίστη και λατρεία ορθόδοξη που παρέλαβαν από τους πατέρες τους, Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα πρέπει να βοηθήσει το οικουμενικό πνεύμα, που δεν έφθασε πρόσφατα όπως ψευδολογούν κάποιοι έξαλλοι σύγχρονοι «κορύβαντες», αλλά αναδύεται μέσα από τις ορθόδοξες ψυχές επί τρις τουλάχιστον αιώνες! Η υπερβολή της γνησιότητας εκτρέφει την υψηγορία του εγωπαθούς φαρισαϊσμού και πρέπει να εκλείψει. Η παλαίφατη πίστη μας πρέπει να βοηθήσει όσους βρίσκονται σε Διάλογο μαζί μας να αναζητούν το ανώτατον όριο αποκαταστάσεως της συμφωνίας τους με την παγκόσμια Ορθοδοξία. Τα υπόλοιπα επιλύονται με την ευλογία του Θεού, όπως έλεγε ο Μ. Βασίλειος: «Με τη διαχρονική συνδιαγωγή και την αφιλόνεικη συγγυμνασία» (MigneP.G. τ. 32. στ. 525).
Η πνευματοκίνητη «Συνοδικότητα» πρέπει να παράγεται ακατάπαυστα ως η μόνη αλήθειά που αποκαλύπτει την παρουσία του Παρακλήτου μέσα στη εκκλησιαστική ζωή μας. Θυμηθείτε πώς το Παρακλητό πνεύμα συνοδικά ασφάλιζε τη κοινή Ομολογία πίστεως, αλλά και αυτή τη κανονική τάξη για να λειτουργήσει ο θεσμός της Εκκλησίας. Μη τη διαβάλουμε, ούτε και να τη περιφρονούμε με κάποια πονηρά άρθρα εγκόσμιων νόμων. Ο « αντισυνοδικός οίστρος», που με μανία απλώνεται από μερικούς ιστότοπους, δεν αποτελεί έκφραση της γνήσιας ορθόδοξης συνειδήσεως. Είναι αποτέλεσμα της εγγενούς τάσεώς μας προς διχασμό. Τώρα επιχειρεί να εξάγει τις εσωτερικές προστριβές μας στη Γεωργία, στη Βουλγαρία και στη Σερβία προς τους εκεί λογομαχούντες περί την σκοπιμότητα της Συνόδου!
Αυτά γράφονται για να υπογραμμίσουμε πόσο ανευλόγητος είναι ο «αντισυνοδικός οίστρος» των ημερών μας, όταν το Πνεύμα που τον κατευθύνει δεν είναι «εν είδει Περιστεράς», αλλά θλιβερά κρώζει του νυκτόβιου πτηνού της Κουκουβάγιας, για το κατάντημα των ημερών μας !

 Α. Π.

Πηγή:.panotis.gr

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ασφαλως πολλοι που εχουν δικαιες ενστασεις για αρκετα θεματα της συνοδου δεν διακαταχονται απο ανευλογητο αντισυνοδικο οιστρο αλλα διακαταεχονται απο ευλογημενη ανυσηχια για τα κακως κειμενα.

Οι μητροπολιτες Ναυπακτου , Πειρεως, Λεμεσσου , ο πατερας Θεοδωρος Ζησης αλλα και ο καθηγητης πανεπιστημιου κ. Τσελεγγιδης γνωριζουν πολυ καλα τι λενε. Οσοι εχουν τις προυποθεσεις να τα καταλαβουν, τα καταλαβαινουν.
Ακολουθει μια προσωπικη μαρτυρια του καθηγητου κ. Τσελεγγιδη που ξεκαθαριζει το θεμα χωρις μακροσκελης αναλυσεις που επειχηρουν φιλοοικουμενιστικοι ιστοτοποι για να δικαιολογησουν τα αδικαιολογητα.

Τι απάντησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός γιά τον Οικουμενισμό στον αγιασμένο γέροντα π. Εφραίμ Κατουνακιώτη!

Συγκεκριμένο σημείο από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης του Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., κ. Δημ. Τσελεγγίδη στον Διευθυντή Προγράμματος του Ρ/Σ της Πειραϊκής Εκκλησίας κ. Λυκούργο Μαρκούδη. (24-02-2016)


π. Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­της
«ἄνωθεν ἀποκάλυψη»

Καί ὅ­ταν πή­γαι­να κον­τά του, χω­ρίς νά τοῦ θέ­σω κἄν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε μέ αὐ­τήν τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού εἶ­χα καί μέ τό λε­ξι­λό­γιό μου. (!)
Τό λέ­ω, ὡς προ­σω­πι­κή πεί­ρα. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι και­νο­φα­νές. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε καί μέ πολ­λούς ἄλ­λους.
Κά­πο­τε, λοι­πόν, νε­α­ρός τό­τε κα­θη­γη­τής στή Θε­ο­λο­γι­κή, μι­λᾶ­με τώ­ρα πρίν ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια, τοῦ εἶ­πα τό ἑ­ξῆς.
Ἐ­πει­δή καί στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό κλῖ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­θεῖ, εἶ­χα κά­ποι­α ἔν­το­να προ­βλή­μα­τα καί ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πα νά ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό σε­βα­στούς, κα­τά τά ἄλ­λα, κα­θη­γη­τές.
Φυ­σι­κά, τό­σο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ὅ­σο καί οἱ γνώ­σεις μου ἀν­τι­δροῦ­σαν μέν, ἤ­θε­λα ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή μου θέ­ση,
νά ἔ­χω καί τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση, πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­να καί σέ πά­ρα πολ­λά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Τόν ρώ­τη­σα, λοι­πόν, ἐ­πί τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου, μή­πως μπο­ρεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγ­μα εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί χω­ρίς καμ­μί­α δυ­σκο­λί­α:
«Αὐ­τήν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, παι­δί μου, μοῦ τήν ἔ­χει κά­νει κι ἕ­νας ἀ­κό­μη νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό σέ­να.
Ἐ­γώ, ἐ­δω­πέ­ρα ἐ­πά­νω, βρί­σκο­μαι σα­ράν­τα χρό­νια στά βρά­χια.
Ἔ­χω ξε­χά­σει καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου»- ση­μει­ω­τέ­ον τε­λεί­ω­σε σχο­λαρ­χεῖ­ο-«ἀλ­λά μ’ αὐ­τό τό θέ­μα δέν ἔ­χω ἀ­σχο­λη­θεῖ.
Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἔ­πρε­πε νά τό ἀ­παν­τή­σω, ἀ­φοῦ δέ­χτη­κα ἐ­ρώ­τη­μα καί δέν εἶ­χα κα­μί­α γνώ­μη πά­νω στό θέ­μα,
πῆ­γα στό κελ­λί μου καί προ­σευ­χή­θη­κα καί ρώ­τη­σα τόν Χρι­στό νά μέ πλη­ρο­φο­ρή­σει τί εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Πῆ­ρα τήν ἀ­πάν­τη­σή του, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χει πνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα».
Καί τόν ρώ­τη­σα, πῶς ἀ­κρι­βῶς πι­στο­ποι­ή­θη­κε αὐ­τό.
Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε, πώς «με­τά τήν προ­σευ­χή γέ­μι­σε τό κελ­λί μου ἀ­πό ἀ­φό­ρη­τη δυ­σω­δί­α, ἡ ὁ­ποί­α μοῦ ἔ­φερ­νε ἀ­σφυ­ξί­α στήν ψυ­χή, δέν μπο­ροῦ­σα νά ἀ­να­πνεύ­σω πνευ­μα­τι­κά».
Τόν ρώ­τη­σα, ἄν αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να ἔ­κτα­κτο γε­γο­νός γι’ αὐ­τόν ἤ ἄν ἔ­τσι τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Χρι­στός σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις καί μέ βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «σέ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, πού εἶ­ναι μπλεγ­μέ­νες μέ μά­για, μέ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α μέ εἰ­σά­γει.
Με­ρι­κές φο­ρές ὑ­πάρ­χει καί λε­κτι­κή ἀ­πάν­τη­ση, ἀλ­λά στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση καί ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη τή βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός δέν ἔ­χει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἀλ­λά τό πνεῦ­μα τό ἀ­κά­θαρ­το».