Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή Στ´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν
« καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν » 
(Λουκ. η´ 37)  
    Ἡ κα­τά­στα­ση στήν χώ­ρα τῶν Γα­δα­ρη­νῶν εἶ­χε γί­νει πλέ­ον ἀνυπόφορη. Κα­νείς δέν τολ­μοῦ­σε νά πε­ρά­σει ἀ­πό τά μνή­μα­τα τῆς πόλης ὅπου ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος τῆς πε­ρι­ο­χῆς σάν ἀ­γρί­μι καί θη­ρί­ο τρι­γυρ­νοῦ­σε κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πό τά πο­νη­ρά πνεύ­μα­τα. Μέ μί­α δαι­μο­νι­κή δύ­να­μη ἔ­σπα­ζε τίς χον­τρές ἁ­λυ­σί­δες μέ τίς ὁ­ποῖ­ες τόν ἔ­δε­ναν καί τρο­μο­κρα­τοῦ­σε τόν κό­σμο. Μά σή­με­ρα πού ἦρ­θε στή χώ­ρα τους ὁ Κύ­ριος ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τό δυ­στυ­χι­σμέ­νο αὐ­τό πλάσμα ἀπό τά δαιμόνια καί ἀ­πάλ­λα­ξε τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῶν Γαδάρων, πού βρισκόταν ἀπέναντι στή Γαλιλαία, ἀ­πό τό φοβερό πρό­βλη­μά τους. Οἱ Γα­δα­ρη­νοί ὅ­μως ἀν­τί νά τρέ­ξουν στόν Κύ­ριο συγκλονισμένοι ἀπό τό μεγάλο θαῦμα καί νά Τοῦ ἐκφρά­σουν τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους, δι­ό­τι τούς ἀ­πήλ­λα­ξε ἀ­πό τή δαι­­μο­νι­κή μά­στι­γα τῆς πε­ρι­ο­χῆς τους τόν παρα­κά­λε­σαν νά φύγει ἀπό κοντά τους. Γιατί ὅμως συμπερι­φέρθηκαν ἔτσι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Γαδάρων; Μήπως ὑπάρχουν καί σήμε­ρα ἄνθρωποι πού τούς μοιάζουν καί πῶς μπορεῖ νά ξεφύγει κανείς ἀπό μιά τέτοια κατάσταση;

****
« καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν »
          Δέν ἦταν μόνον κάποιοι λίγοι κάτοικοι τῆς πόλεως πού ἤθελαν νά δι­ώ­ξουν τόν Κύ­ριο ἀλλά, ὅλοι οἱ κάτοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς συμφώνησαν νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κοντά τους. Ὅ­λοι τους τήν ἴ­δια ἐ­πι­θυ­μί­α εἶ­χαν: νά δι­ώ­ξουν τόν Χριστό ἀ­πό τή χώ­ρα τους καί τή ζω­ή τους. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά φο­βε­ρή ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους. Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ὁ ἴ­διος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος τήν πόλη τους. Τόν βλέ­πουν νά κά­νει δύ­ο ἐκ­πλη­κτι­κά θαύ­μα­τα. Τό ἕ­να θαῦ­­μα εὐ­ερ­γε­σί­ας, ἡ ἀ­παλ­λα­γή τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου ἀ­πό τά τάγ­μα­τα τῶν δαι­μό­νων καί τό ἄλ­λο θαῦ­μα θεί­ας δί­κης, ἡ κα­τα­στρο­φή τῶν χοί­ρων πού παρά­νομα ἐξέ­τρε­φαν. Καί τά δύ­ο θαύ­μα­τα ἦ­ταν μί­α πρό­­σκλη­ση με­τα­νοί­ας πού τούς ἔλεγε: Με­τα­νο­εῖ­στε. Ἀλ­λάξ­τε ζω­ή. Στα­μα­τεῖ­στε τίς πα­ρο­νομίες σας. Μή βά­ζε­τε τό κέρ­δος πά­νω ἀ­πό τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς σας.
Αὐ­τοί ὅ­μως ἀν­τί νά με­τα­νο­ή­σουν, Τόν δι­ώ­χνουν ἀ­πό κον­τά τους. Δι­ό­τι δέν σκέ­φθη­καν τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ συμ­πο­λί­τη τους ἀ­πό τά τάγ­μα­τα τῶν δαι­μό­νων ἀλ­λά καί τῆς χώ­ρας τους ἀ­πό τήν τρο­μο­κρα­τί­α τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου. Σκέφθηκαν περισ­σό­τε­ρο τό ὑλικό συ­μ­φέρον τους. Ἔχαναν πλέον τό παράνομο κέρ­δος τους ἀπό τήν ἐκτροφή τῶν χοί­ρων, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τό Μωσαϊκό Νόμο, ἐθεωροῦντο ἀ­κά­θαρ­τα ζῶα. Δέν ἀποκλεί­εται νά φοβήθηκαν ὅτι ἦταν δυνατό  νά πά­θουν καί ἄλ­λη μεγαλύτερη ζημιά καί τιμωρία. Ἀν­τί νά συ­ναι­σθαν­θοῦν ὅ­τι γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους τι­μω­ρή­θη­καν, νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά πι­στεύ­σουν στόν Σω­τή­ρα Χριστό, τόν πα­ρα­κα­λοῦν νά φύ­γει ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τους.
- Φύ­γε Κύ­ρι­ε ἀ­πό κον­τά μας. Δέν θέ­λου­με νά με­τα­νο­ή­σου­με. Δέν θέ­λου­με νά χά­σου­με τό ὑ­λι­κό συμ­φέ­ρον μας. Δέν θέ­λου­με νά στα­μα­τή­σου­με τίς πα­ρα­νο­μί­ες μας. Ἡ πα­ρου­σί­α σου μᾶς ἐ­λέγ­χει. Ἡ δύ­να­μή σου μᾶς τρο­μά­ζει. Ὁ φό­βος τῆς θεί­ας δί­κης μᾶς ἀναστατώνει.
Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό οἱ Γα­δα­ρη­νοί ἔ­δει­ξαν φα­νε­ρά ὅ­τι ὄ­χι μό­νο ἦ­ταν ἁ­μαρ­τω­λοί  ἀλ­λά ἦταν καί σκλη­ρυμένοι ἀπό τήν κα­κί­α τους· εἶχαν καταντή­σει ἀ­ναί­σθη­τοι καί φο­βε­ρά ἄ­πι­στοι. Οἱ καρδιές τους εἶχαν περιέλθει σέ κατάσταση πωρώσεως.  Δέν εἶ­χαν πό­θο τοῦ ἀ­γα­θοῦ ἀλ­λά με­γά­λη ἀ­προ­θυ­μί­α καί δυ­σκι­νη­σί­α καί ὀ­κνη­ρί­α γιά κά­θε ἀ­ρε­τή.
****
          Ὅ­μως ἡ κά­θε ἐ­πο­χή ἔ­χει ἀνθρώπους πού μοιάζουν πολύ μέ τούς Γα­δα­ρη­νούς. Ὅ­πως μᾶς ἐ­ξη­γοῦν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί ἄν­θρω­ποι πού πε­ρι­φρο­νοῦν τόν Χρι­στό καί τήν σω­τη­ρί­α τους διότι προ­τι­μοῦν νά ἐκ­τρέ­φουν τούς χοί­ρους τους, δη­λα­δή νά τρέ­φουν στήν καρ­διά τους ἀκάθαρτα πά­θη καί βρώ­μικες ἀδυ­να­μί­ες. Διώχνουν τόν Χριστό ἀ­πό τίς καρ­­δι­ές τους καί δέν ἀ­νέ­χον­ται ὁ λό­γος Του νά κα­τα­λά­βει κά­ποι­α θέ­ση σ’­αὐ­τές. Λένε στόν Κύριο, αὐτό πού σημειώνεται τό βι­βλί­ο τοῦ Ἰώβ: «ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰώβ κα 14). <Φύγε μακριά ἀπό μένα, λένε στό Θεό· δέν θέλω νά μάθω τούς δρόμους τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀρετῆς, στούς ὁποίους παραγγέλλεις νά βαδίζουν οἱ ἄνθρωποι>. Καί τοῦτο διότι εἶ­ναι ὑ­πο­δου­λω­μέ­νοι στίς ἁμαρτω­λές ἐ­πι­θυ­μί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες κυ­ρια­ρχοῦν στίς καρ­δι­ές τους. Ὁ Χριστός καί ὁ λό­γος του τούς ἐ­λέγ­χει, τούς δη­μι­ουρ­γεῖ πό­νο στήν συ­νεί­δη­σή τους.
Ἔ­τσι ἀν­τί νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στό Θε­ό ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ Αὐ­τόν. Ὅ­σοι καλ­λι­ερ­γοῦν στήν ψυ­χή τους τά πά­θη τους, ἀπεχθά­νονται τήν πα­ρου­σί­α τοῦ πα­να­γί­ου Θε­οῦ στήν ζω­ή τους. Νο­μί­ζουν πώς θά βροῦν τήν εὐ­τυ­χί­α τους μα­κριά ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν ἀ­ρε­τή, σπά­ζον­τας κά­θε φραγ­μό ἠ­θι­κῆς. Μέ λόγια καί πράξεις φωνάζουν: μήν ὑπολογίζετε τόν χριστιανισμό καί τό Χριστό, πού ζητεῖ καθαρότητα καρδιᾶς καί σώματος. Εἶσθε ἐλεύθεροι νά τρυγᾶτε τήν ἀπόλαυση καί τήν ἡδονή μέ κάθε τρόπο, σέ κάθε μέρος καί δημό­σια, σέ κάθε ἡλικία χωρίς φραγμό.
Δι­ώ­χνουν τόν Χρι­στό καί τό εὐ­αγ­γέ­λιό του ἀ­πό τήν ψυχή τους, ἀπό τή ζωή τους, ἀπό τό σπί­τι τους, διαλύοντας ἔτσι τήν οἰκογένειά τους. Ἀ­πο­στρέ­φον­ται τήν Ἐκ­κλη­σί­α, καί τά μυ­στή­ριά της. Ἐ­ξο­στρα­κί­ζουν κά­θε ἠ­θι­κή ἀ­πό τήν ζω­ή ­τους καί τήν σκέ­ψη τους ἀ­κό­μη. Τυ­φλώ­νον­ται ἀ­πό τό ἀ­χόρ­τα­γο κυ­νη­γη­τό τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­πο­λαύ­σε­ων. Καί εἶ­ναι φο­βε­ρό νά βλέ­πει κα­νείς στίς μέ­ρες μας τό­σες βα­σα­νι­σμέ­νες ὑ­πάρ­ξεις μέ ἀ­νει­ρή­νευ­τη ψυ­χή καί ἀ­γρι­ε­μέ­να πρό­σω­πα πού μέ­θυ­σαν ἀ­πό τό κρα­σί τῆς ἁμαρτίας καί ἀ­πο­γυ­μνώ­θη­καν ἀ­πό κάθε ἀ­ρε­τή νά πε­ρι­δι­α­βαί­νουν ἡ­μι­θα­νεῖς σέ χώ­ρους ἔ­ρη­μους ἀ­πό θεί­α χά­ρη, ζων­τα­νοί-νε­κροί.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει γιά τίς ψυχές πού παραμένουν ἀμετανόητες καί πωρω­μένες: Μιά ψυχή ἀμετανόητη καί πωρωμένη « μοιάζει μέ σπίτι χωρίς οἰκοδεσπότη, τό ὁποῖο εἶναι γεμάτο ἀπό σκοτάδι καί σκουπίδια... Μοιάζει μέ χωράφι πού δέν ἔχει γεωργό καί γεμίζει ἀγκάθια. Ἤ σάν πλοῖο πού δέν ἔχει κυβερνήτη, πού χτυπιέται στά ἄγρια κύματα καί βυθίζεται. Ἔτσι ἡ ψυχή, ὅταν δέν ἔχει οἰκοδεσπότη της τόν Κύριο Ἰησοῦ, εἶναι ἔρημη ἀπό κάθε καλό.
Τότε ὁ ἄνθρωπος θεληματικά περιφρονεῖ τόν Πανάγαθο Θεό. Διαπράττει ἑκούσιες παραβάσεις τοῦ θείου θελήματος. Κωφεύει στή φωνή συνε­τῶν καί πιστῶν ἀνθρώπων, γονέων, φίλων, ἀδελ­φῶν, πού τόν συμβουλεύουν νά διορθωθεῖ.
Πῶς ὅμως θά φυλαχθοῦμε ἀπό μιά τέτοια θλιβερή κατάσταση, πού παραμορφώνει τήν ψυ­χή τοῦ ἀνθρώπου; Ἤ πῶς θά περάσουμε ἀπό τήν παραμόρφωση στήν μεταμόρφωση τῆς ψυχῆς;
******
Τό μεγάλο ὅπλο μας εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ἀλλαγή ζωῆς. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα «ξύπνημα» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὑποδούλωση στόν Πονη­ρό. Ξύπνημα πού ἐκφράζεται μέ μιά εἰλι­κρινῆ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἐπιστροφή στόν Θεό. Σ᾽ αὐτή τή μετάνοια μᾶς καλεῖ ὁ Κύρι­ός μας μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους. Κι ὅταν δεῖ τήν προθυμία καί τή γνησιότητα τῆς μετανοίας μας, τότε μᾶς προσφέρει ἄφθονη τή Χάρη Του καί τήν ἄφεση. Ἡ θεία Χάρη εἶναι ἡ ἀφετηρία γιά τή δημιουργία καινῆς κτίσεως στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Διότι καταφέρει ἀποφασι­στικά πλήγμα­τα στά δεσμά, τά ὁποῖα τόν κρα­τοῦσαν αἰχμά­λωτο τῆς σάρκας καί τοῦ κόσμου.
Κι᾽ ἔτσι μέ τόν καιρό ἡ Θεία Χάρις θαυμα­τουργεῖ καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν καθιστᾶ ἀρεστόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἅγιο.
******
« καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν »
           Ἀ­δελ­φοί, στό ση­με­ρι­νό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Κύ­ριος δέ­χτη­κε νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τούς Γα­δα­ρη­νούς καί τήν πε­ρι­ο­χή τους, ἀλ­λά τούς ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ ἕ­να ση­μάδι τῆς πα­ρου­σί­ας του καί τῆς ἀγάπης του. Ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ μάρ­τυ­ρα τῆς χά­ρι­τός του τόν πρώ­ην δαι­μο­νι­σμέ­νο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν μιά δια­ρκής ζων­τα­νή ὑ­πό­μνη­ση τοῦ θαύ­μα­τος καί τῆς πα­ρου­σί­ας Του. Τό ἴ­διο κά­νει ὁ Ἅγιος Θεός μας μέ κά­θε ἀ­με­τα­νό­η­το ἁ­μαρ­τω­λό. Ἀ­φή­νει κά­ποι­α ση­μά­δια τῆς ἀ­γά­πης του καί τοῦ ἐλέους του καί πε­ρι­μέ­νει τήν με­τά­νοι­­ά του. Δι­ό­τι δέν θέ­λει τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀλ­λά τήν ἐ­πι­στρο­­φή του. Ἄς μᾶς συγ­κι­νή­σει αὐ­τό τό ἄπειρο ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ κι ἄς Τόν παρακα­λοῦμε, ἀντίθετα ἀπό τούς Γαδαρηνούς, νά μένει δια­ρκῶς κον­τά μας προστάτης καί βοηθός μας.

Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: