Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Το Σύνταγμα του 1975 και η Εκκλησία - ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

12.1.1974. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (η φωτ. από την ορκωμοσία του στις 12.1.1974) στα 24 χρόνια της θητείας του όρκισε έξι Προέδρους της Δημοκρατίας και 13 πρωθυπουργούς. Στο Σύνταγμα του 1975 επαναλαμβάνεται ο στερεότυπος χαρακτηρισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας θρησκείας».


 Το Σύνταγμα του 1975 και η Εκκλησία
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ*
 
Με την κατάρρευση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και την επίλυση του πολιτειακού, κατατέθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 7 Ιανουαρίου 1975 στη Βουλή το οριστικό σχέδιο του πρώτου Συντάγματος της Μεταπολίτευσης, το οποίο περιείχε ρηξικέλευθες ρυθμίσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, που στόχευαν στην εκκοσμίκευση του τελευταίου. Μάλιστα, ακόμα πιο προωθημένη ήταν η αντιπρόταση του ΠΑΣΟΚ, η οποία απέβλεπε, με βάση και την καταστατική διακήρυξή του, στον «οριστικό διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος».
Η Ε΄ Αvαθεωρητική, όπως ονομάστηκε, Βoυλή τωv Ελλήvωv, η oπoία ψήφισε τo Σύνταγμα πoυ τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ioυvίoυ 1975, είχε εvώπιόv της τo Σύνταγμα του 1952, από τις περί θρησκείας διατάξεις του οποίου διαφοροποιήθηκε μεν σημαντικά, δεν επέφερε, ωστόσο, παρά τους αρχικούς σχεδιασμούς, μία ριζική αναδιάταξη στην τυπολογία των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο χαλάρωσης του σφικτού εναγκαλισμού τους, κατά το νέο Σύνταγμα, ο ανώτατος άρχοντας δεν απαιτείται πλέον να είναι χριστιανός ούτε ορκίζεται, παρουσία [και] της Ιεράς Συνόδου, «να προστατεύει την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων». Προσθέτως, ο προσηλυτισμός απαγορεύεται γενικώς, κατά όποιας δηλαδή «γνωστής» θρησκείας κι αν ασκείται, ενώ δεν επαναλαμβάνεται η διάταξη που απαγόρευε κάθε άλλη επέμβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας, η οποία πλέον δεν νοείται ως επίσημη θρησκεία. Από την άλλη μεριά, διατηρείται στην κεφαλίδα του Συντάγματος η επίκληση της Αγίας Τριάδος, περιλαμβάνονται δε στα νομοσχέδια που ψηφίζονται υποχρεωτικώς στην Ολομέλεια της Βουλής και εκείνα για τα θέματα του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Συνταγματικό «προοίμιο» και επικρατούσα θρησκεία


Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το Σύνταγμα της Ελλάδος «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Στο ισχύον Σύνταγμα επαναλαμβάνεται, έστω και εάν απουσίαζε από το κυβερνητικό σχέδιο, η επίκληση στην Αγία Τριάδα, η οποία προτασσόταν και στο πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου του έτους 1822. Είναι γεγονός ότι το σχέδιο Συντάγματος της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας διαπνεόταν από μια τάση ουδετερότητας έναντι της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας και επομένως η πρόταση για απάλειψη της θρησκευτικής επίκλησης υποδήλωνε «την τοιαύτην διαφοροποίησιν πνεύματος», διότι οι συνταγματικές διατάξεις θεσπίζονταν πλέον «όχι εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, αλλ’ εν ονόματι των δικαιωμάτων του ατόμου». Η στερεότυπη, πάντως, πλην συμβολική επανάληψη στο Σύνταγμα του 1975, παρά τις αρχικές αναστολές, της θρησκευτικής επίκλησης, ως έκφανση συνταγματικής συνέχειας και τεκμήριο ιστορικής μνήμης, ουδόλως ακυρώνει τον επιδιωκόμενο προοδευτισμό του…
Σε όλα τα προγενέστερα Συντάγματα οι «περί θρησκείας» πρόνοιες και ιδίως οι εγγυήσεις της επικρατούσας θρησκείας περιλαμβάνονταν ήδη στο Α΄ Τμήμα τους. Για πρώτη φορά, το Σύνταγμα του 1975 δεν υιοθετεί, ως τεκμήριο φιλελεύθερου πνεύματος και απόδειξη συνταγματικού εκσυγχρονισμού, αυτή τη μεθοδολογική πρόταξη. Ετσι, η διαρρύθμιση των «Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας» υποχωρεί από το άρθρο 1 στο άρθρο 3, δίνοντας ο συνταγματικός νομοθέτης αξιακή προτεραιότητα στις διατάξεις (άρθρα 1 και 2) για τη «μορφή του πολιτεύματος».

Ερμηνευτική τριβή
To Σύνταγμα του 1975 επαναλαμβάνει τον στερεότυπο χαρακτηρισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας θρησκείας». Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη, η οποία απαντάται ήδη στο πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα του 1822, αποτελεί σχεδόν αυτολεξεί μεταφορά της αντίστοιχης διάταξης από τη «Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», όπου μαρτυρείται ως τεκμήριο της αντίστοιχης επτανησιακής συνταγματικής εμπειρίας (1803).
Είναι κοινός τόπος, πάντως, ότι ο όρος αυτός έχει καταστεί σημείο ερμηνευτικής τριβής. Ετσι, άλλοτε νοείται ως επίσημη θρησκεία, που συνεπάγεται σχετικοποίηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, και άλλοτε ως η θρησκεία που πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, άποψη η οποία είχε άλλωστε υπoστηριχθεί ήδη κατά τις συζητήσεις στηv Αvαθεωρητική Βoυλή που ψήφισε το Σύνταγμα του 1975, όπως τούτο προκύπτει από τις αγορεύσεις κυρίως των Δ. Παπασπύρου και Χ. Γραμματίδη.

«Εκκλησία του Εθνους»


Το Σύνταγμα που ψήφισε η Συνέλευση της Επιδαύρου «Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Ως προς το Σύνταγμα του 1822, η ερμηνευτική σημασιοδότησή του γίνεται με τρόπο ασφαλή από τον ίδιο τον συντακτικό νομοθέτη, τον Θ. Νέγρη, σε μια άγνωστη, ως επί το πολύ, πραγματεία του με τίτλο «Ανάπτυξις του Νόμου της Επιδαύρου», που δημοσίευσε στο έντυπο «Εφημερίς των Αθηνών» τον Νοέμβριο του 1824. Σύμφωνα με αυτή, η εισαγωγή του όρου «επικρατούσα θρησκεία» έχει ως στόχευση να αποδώσει μιας μορφής επισημότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, «ως κυρίως Εκκλησίαν του Εθνους», με το τυπικό της οποίας θα γίνονται «όλαι αι το έθνος αφορώσαι επίσημοι τελεταί».
Ωστόσο, αυτή η πρόνοια μεταφέρεται στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 με μία ουσιώδη, κατά τη γνώμη μου, διαφορά. Για πρώτη φορά η διάταξη περί «επικρατούσας θρησκείας» διαχωρίζεται από εκείνη που καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία και παρατίθεται αυτοτελώς (άρθρο 3) ως ιδιαίτερο τμήμα των βασικών διατάξεων του Συντάγματος με τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας». Η εν λόγω «ασυνέχεια» δεν είμαι σίγουρος ότι «οικονομεί» τα πράγματα με τον προσφορότερο τρόπο. Εχω την αίσθηση ότι ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 δεν πείθει ότι εισήγαγε μια ορθότερη ρύθμιση, που να μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής καινοτομία. Και τούτο διότι η συγκεκριμένη μεθοδολογική διευθέτηση παραγνωρίζει τη μεταξύ των δύο διατάξεων (άρθρα 3 και 13 Σ.) στενή συνάφεια, με αποτέλεσμα να ευθύνεται για τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που, έστω ανεπίγνωστα, ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» συχνά προκαλεί…

Ρηξικέλευθη προσθήκη μιας αμφίσημης φράσης

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Μία άλλη καινοτομία του Συντάγματος του 1975 είναι η ρηξικέλευθη προσθήκη στη διάταξη που διακανονίζει τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας μιας αμφίσημης φράσης, που ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται «υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄ (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928». Με την προσθήκη αυτή μνημονεύονται, το πρώτον, σε συνταγματικό κείμενο δύο Πράξεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γεγονός το οποίο δικαιολογείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί η προστασία του οικουμενικού θρόνου, τα κανονικά δικαιώματα του οποίου είχαν αμφισβητηθεί κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας που είχε προηγηθεί. Πρόκειται για τον Τόμο 1850, που ανακήρυξε ex nunc, έπειτα από πολλές περιπέτειες, την «εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξον Εκκλησίαν… κανονικώς αυτοκέφαλον», υπό τον όρο ότι θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» και για την Πράξη 1928, με την οποία παραχωρήθηκαν, υπό δέκα ρητούς όρους, οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» στην Εκκλησία της Ελλάδος μόνο κατά τη διοίκησή τους.

Η συγκρότηση της ΔΙΣ
Ωστόσο, η διατύπωση της διάταξης άφησε αδιευκρίνιστο εάν ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να περιβάλει με ιδιαίτερη συνταγματική προστασία το σύνολο των κειμένων αυτών, όπως επιβάλλει το δικαίωμα στη θρησκευτική αυτοδιοίκηση ή μόνο το μέρος εκείνο που διέπει τη συγκρότηση της Διαρκούς Iεράς Συνόδου. Τη δεύτερη εκδοχή, η οποία συνάγεται «και εκ των εν τη Βουλή, κατά την ψήφισιν του Συντάγματος, γενομένων συζητήσεων», υιοθετεί παγίως το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ο Δημήτριος Παπασπύρου.
Ο τρόπος θέσπισης του Καταστατικού Χάρτη αντιμετωπίστηκε στη Βουλή κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Πιο συγκεκριμένα, ο Ευ. Παπανούτσος υποστήριξε ότι ο Καταστατικός Χάρτης θα καταρτίζεται από την Ιεραρχία, η οποία «έχει μακράν δημοκρατικήν παράδοσιν και ημπορεί να συζητήση και να αποφασίση τα καθ’ εαυτήν», χωρίς παρέμβαση της Πολιτείας και έγκριση της Βουλής. Με τη γνώμη Παπανούτσου συντάχθηκε ο Στ. Παπαθεμελής, ο οποίος πρότεινε εναλλακτικώς να ορισθεί ότι ο Καταστατικός Χάρτης ψηφίζεται από τη Βουλή κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εκκλησίας. Ο τότε υπουργός Παιδείας, όμως, Δ. Ζέπος, διατύπωσε τη γνώμη ότι είναι ανάγκη να κυρώνεται ο Καταστατικός Χάρτης από την Πολιτεία, διότι «έτσι αποδίδεται μείζον κύρος εις τα αφορώντα την Εκκλησία εκ μέρους της Πολιτείας». Τελικώς, επικράτησε η πολιτειοκρατική άποψη να είναι ο Καταστατικός Χάρτης Νόμος του Κράτους (άρθρα 3 και 72 παρ. 1 Σ.) και όχι απόφαση της ίδιας της Εκκλησίας, όπως πρώτος είχε υποστηρίξει με άρθρο του στην «Καθημερινή» της 15ης Αυγούστου 1987 ο Μητροπολίτης Δημητριάδος – και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος…

Κρίσιμη συγκυρία
Η αποτίμηση των ρυθμίσεων του Συντάγματος του 1975 για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπεται να αγνοήσει την κρισιμότητα της ιστορικής συγκυρίας που διερχόταν η χώρα μετά τη δικτατορία και την ανάγκη να διατηρηθεί η θρησκευτική ενότητα του λαού. Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνευτική προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται με τη λογική της «δυναμικής ερμηνείας τους», που εξασφαλίζει περισσότερο χώρο για αυτοδιοίκηση στην Εκκλησία, προκειμένου να είναι όντως μια Εκκλησία «ζώσα και ελεύθερη»…
 
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.
 
Πηγή: Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τον κ. Ανδρουτσόπουλο το έχω απολαύσει ως ομιλητή στην Διακίδειο της Πάτρας. Έχω διαβάσει και τα βιβλία του. Είναι εξαίρετος επιστήμονας και ερευνητής της εκκλησιαστικής ιστορίας.