Στό ἄλλο ἄκρο, ἡ κακοδοξία τοῦ Ἀπόλυτου Προορισμοῦ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ὄχι μόνον ἀχρειώθηκε καί ἀμαυρώθηκε λόγω τῆς ἁμαρτίας τῶν προπατόρων μας, ἀλλά καταστράφηκε ὁλοκληρωτικά. Κατά συνέπειαν εἶναι ἀδύνατον νά σωθοῦμε μέ τίς δικές μας ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁπότε ἡ παντοδύναμη Θεία Χάρις εἶναι ὁ ἀποκλειστικός συντελεστής τῆς σωτηρίας μας. Πλήν ὅμως ἡ ἀκαταγώνιστη Θεία Χάρη ὠφελεῖ μόνο λίγους, τούς ἐκλεκτούς, τούς ὁποίους προ(καθ)ορίζει γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυση, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι θά ὁδηγηθοῦν αὐθαιρέτως («προορίζονται») ἀπό τόν Θεό στήν αἰώνια καταδίκη.
Ὁ Πελαγιανισμός, μέ τό νά ἐξοβελίζει τόν Θεό καί νά ἀρνεῖται τήν κύρια καί πρωτεύουσα συμβολή Του στή σωτηρία μας, συνδέεται στενά μέ τήν κακοδοξία τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ αἵρεση τοῦ ἀπόλυτου Προορισμοῦ, τονίζοντας ὑπερβολικά τόν Θεῖο παράγοντα σέ βάρος τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντα καί καταπνίγοντας τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἤπιος Μονοφυσιτισμός. Πελαγιανισμός καί Νεστοριανισμός εἶναι φιλοσοφικά συστήματα ἀνθρωποκεντρικά, προάγγελοι καί πρόδρομοι τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ καί ἐγωϊστικοῦ Δυτικοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, μέ ἐνδιάμεσους σταθμούς τόν Προτεσταντισμό ἤ θρησκευτικό Διαφωτισμό καί τόν κοσμικό Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, συστήματα ἐπίσης ἀνθρωποκεντρικά καί ἐγωϊστικά. Ἀντίθετα, ὁ Μονοφυσιτισμός καθώς καί ὁ ἀπόλυτος Προορισμός ἐκφράζουν καί ἀπηχοῦν τόν θεοκρατικό πολιτισμό τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, ὅπου τό ἀνθρώπινο ἐγώ συντρίβεται καί ἀπορροφᾶται ἀπό τήν Θεϊκή παντοδυναμία.
Καί ποιά σημασία λοιπόν ἔχουν ὅλα αὐτά τά θεωρητικά γιά τήν καθημερινή μας ζωή; Ἀντίθετα ἀπ’ ὅτι νομίζεται, ἔχουν μεγάλη σημασία. Γιά παράδειγμα, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ: Ἡ εἴσοδος («Τά Εἰσόδια») στόν Ναό καί ἡ θαυμαστή καί παράδοξη πλήρης ἀφιέρωση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Παναγίας μας στόν Θεό, στήν πολύ νεαρή ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ἦταν προϊόν τῆς ἐλεύθερης βούλησής της ἤ ἦταν ἔργο τῆς Θείας Χάριτος, τῆς Θεϊκῆς Παντοδυναμίας (τοῦ Θεϊκοῦ σχεδίου γι’ αὐτήν); Ἡ ὑπέρ φύσιν ἄκρως ἀσκητική καί ὑπέραγνη βιοτή τῆς Παναγίας μας ἐγκωμιάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν δικό της κατόρθωμα. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἦταν σέ καμμία περίπτωση ἕνα ἄβουλο ὄργανο στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀντίθετα μέ σκληρό καί ὑπεράνθρωπο προσωπικό ἀγώνα καθάρισε τόν ἑαυτό της ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί ἀξιώθηκε νά φιλοξενήσει στή μήτρα της τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου.
Ἀπ’ τήν ἄλλη ὅμως μεριά, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐξέλεξε καί προόρισε τήν Ἀειπάρθενο Μαρία καί ὄχι κάποιαν ἄλλη γυναίκα, ἐνῶ ἦταν μικρό ἀκόμα κοριτσάκι(!), γιά νά τήν εἰσαγάγει στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί νά τήν ἀξιώσει νά γίνει μητέρα Του, κατά τήν κατ’ ἄνθρωπον γέννησή Του, χωρίς ὅμως ἐπ’ οὐδενί νά ἀναιρέσει τήν προσωπική της ἐλευθερία. Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός ἐξέλεξε τούς Ἰουδαίους ὡς περιούσιο λαό Του, ἀλλά ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, πλήν ἑνός ἐκλεκτοῦ ὑπολοίπου (=λείμματος), τοὐτέστιν τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπέρριψε τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί παραβίασε καί ἀθέτησε τήν Διαθήκη (=συμφωνία) πού εἶχε συνάψει μαζί Του. Τό ἐντελῶς ἀντίθετο συνέβη μέ τήν Πανάχραντο Θεοτόκο: ἐξελέγη καί προορίστηκε ἀπό τόν Κύριο γιά νά γεννηθεῖ δι’ αὐτῆς ὁ Ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, καί ἡ Παναγία Δέσποινα ἀνταποκρίθηκε πλήρως καί ἀπολύτως στό Οὐράνιο αὐτό κάλεσμα.
Ἀνάλογα ἰσχύουν καί γιά τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ: Ἡ ἐγκληματική συμπεριφορά ἑνός ψυχροῦ δολοφόνου, ἡ κτηνώδης πράξη ἑνός βιαστῆ, ἡ ἀπάνθρωπη σκληρότητα ἑνός πατέρα πρός τά παιδιά του ἤ ἡ ἀλαζονική, γεμάτη οἴηση καί κομπασμό συμπεριφορά ἑνός ἄλλου, ἀναντίρρητα εἶναι πράξεις κακές καί βδελυρές, προερχόμενες ἀπό τήν ἐλεύθερη βούλησή τους, ἡ ὁποία συνειδητά καί ἑκούσια στράφηκε πρός τό κακό («ἔτσι ἔγιναν»). Τό νά ἀποδίδαμε λοιπόν τίς ἁμαρτωλές καί ἀποτρόπαιες πράξεις μας στόν πανάγαθο Θεό, θά ἦταν βαρειά βλασφημία ἐναντίον Του.
Ὅμως δέν θά πρέπει νά παραβλέπουμε τό ρόλο πού παίζει, στίς περιπτώσεις αὐτές, ἡ κληρονομική προδιάθεση, οἱ κληρονομικές καταβολές, τό ὅτι κατασκευάστηκαν δηλαδή μέ τόν συγκεκριμένο αὐτό γονιδιακό ἐξοπλισμό ἀπό τόν Δημιουργό («ἔτσι γεννήθηκαν»). Ἔτσι, βλέπουμε ἀνθρώπους νά ἔχουν μιά φυσική, τοὐτέστιν δοσμένη ἀπό τόν Θεό καλωσύνη, ἄλλους νά ἔχουν μιά φυσική, τοὐτέστιν δεδομένη ἀπό τόν Δημιουργό συστολή (ντροπή). Ἀντίθετα παρατηροῦμε ἄλλους συνανθρώπους μας μέ τραχύτητα, σκληρότητα χαρακτήρα ἤ μέ τάσεις ἡγεμονίας καί ἐπιβολῆς πάνω στούς ἄλλους. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ ἔτσι κατασκευάστηκαν ἀπό τόν Θεό, αὐτές τίς συγκεκριμένες κληρονομικές καταβολές (γονιδιακό φορτίο) κουβαλᾶνε μαζί τους, κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο πού οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται ψηλοί ἤ κοντοί, ξανθοί ἤ μελαχροινοί, ἔξυπνοι ἤ λιγότεροι ἔξυπνοι, ἤ οἱ γυναῖκες γεννιοῦνται ὄμορφες ἤ λιγότερο ὄμορφες.
Ὅμως ἐπαφίεται στήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ καθενός μας νά ἀναπτύξουμε –καλλιεργήσουμε τίς φυσικές, τίς δεδομένες ἀπό τόν Θεό ἀρετές μας καί νά καταστείλουμε, νά καταπνίξουμε τά κακά, τά ἀρνητικά χαρακτηριστικά μας. Ἤ ὀρθότερα, προσωπική μας ἀποκλειστική εὐθύνη εἶναι τό νά ἐξευγενίσουμε –μεταμορφώσουμε τά πάθη μας, δηλαδή τίς δοσμένες ἀπό τόν Δημιουργό φυσικές ἐπιθυμίες καί κλίσεις («καταβολές») μας, σέ ἀρετές: τό σκληροτράχηλο τοῦ ψυχισμοῦ μας, σέ σκληρό καί ἀνένδοτο ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί τίς ἡγεμονικές –κυριαρχικές του καταβολές, κάποιος ἄλλος, σέ χάρισμα καί ἔργο διακονίας, ἐξυπηρέτησης τῶν συνανθρώπων του.
Τελικά, ἡ θρησκεία μας ἀπορρίπτει τήν καταθλιπτική μοιρολατρία τοῦ ἀπόλυτου Προορισμοῦ, πού συνθλίβει καί στραγγαλίζει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλά καί τόν Ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού θεωρεῖ τή σωτηρία καί τήν κατά χάριν θεοποίηση (θέωση) τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀποκλειστικά καί μόνο ἐπίτευγμα καί κατόρθωμα δικό του. Υἱοθετεῖ δέ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τήν ἀρχή τῆς Θεανθρώπινης συνέργειας, δηλαδή τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάριτος καί τῆς ἀνθρώπινης βούλησης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ σωτηρία (θέωση) τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς παντοδυναμίας τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ μας, πού χαρίζεται ὅμως ἀπ’ Αὐτόν σ’ ὅσους ἀνθρώπους τηροῦν τίς ἐντολές Του καί μετανοοῦν εἰλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες τους.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη λοιπόν ἀρχή τῆς Θεανθρώπινης συνεργείας (=συνεργασίας), ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός εἶναι Αὐτός πού ἐνεργεῖ τήν σωτηρία μας, ἀλλά δέν τήν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα καί καταναγκαστικά, καθώς σέβεται καί δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία μας (Φιλιπ. 2,12-13). Χρειάζεται γιά τοῦτο ἀπαραίτητα καί ἡ δική μας συμβολή, ἡ δική μας συνέργεια στήν ὑψίστη ὑπόθεση τῆς κατά χάριν σωτηρίας μας. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ τεράστια εὐθύνη τοῦ καθενός μας! Διότι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ τελικά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀνυψωθεῖ μέχρι τήν ἄκτιστη Οὐράνια Βασιλεία, μπορεῖ ὅμως καί νά νά καταποντισθεῖ στήν αἰώνια Κόλαση. Στό χέρι του καθενός μας εἶναι!
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε τον θεολόγο κ. Γκούρβελο για το άρθρο του.
Σκεπτόμενος
Δημοσίευση σχολίου