Χριστιανισμός και Υπαρξισμός, δύο ασύμπτωτα μεγέθη
Παντελεήμων Αντ. Τομάζος
O υπαρξισμός είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα, το οποίο πρεσβεύει την άποψη ότι πίσω από τα πράγματα δεν υπάρχει κάποια ουσία, δηλαδή κάποια αυθύπαρκτη ιδέα, η οποία τα προσδιορίζει και συνεπώς τα καθορίζει. Η αλήθεια δεν είναι μια δεδομένη πραγματικότητα, αλλά ένα γεγονός ανάδυσης (παρουσία)[1], δηλαδή φανέρωση εντός του χρόνου – γίγνεσθαι. Εν ολίγοις, αλήθεια είναι το φαινόμενο, δηλαδή μόνον αυτό που φαίνεται και οτιδήποτε φαίνεται έτσι όπως φαίνεται (η αλήθεια συμπίπτει με αυτό που καταλαβαίνουν οι αισθήσεις μας). Ο άνθρωπος δεν γεννάται απλώς, αλλά είναι ένα φαινόμενο που γίνεται, πράγμα που σημαίνει ότι καλείται να γίνει ύπαρξη, δηλαδή να διαφοροποιηθεί από τη μάζα, η οποία υπάρχει ως ένα σύνολο ατόμων με ιδιοτελή - ατομικιστική συμπεριφορά. Ύπαρξη γίνεται κάποιος μόνον όταν κατορθώσει να ταυτίσει το είναι του ως ελευθερία με αυτό που ο ίδιος πραγματικά θέλει. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος, οποίος ερμηνεύεται ως γεγονός πλήρους προσωπικής ελευθερίας – θελήσεως, δρα και πράττει εντός του χρόνου, δηλαδή του εμπειρικού ορίζοντα αναδύσεως από την απουσία, έχοντας συνάμα την απόλυτη βεβαιότητα ότι θέλει αυτή τη δράση και πράξη, καθώς αυτές ταυτίζονται με το είναι του, τότε γίνεται μία ελεύθερη ύπαρξη[2].
Ο άνθρωπος,
σύμφωνα με τον περσοναλισμό, δηλαδή τη φυσική εξέλιξη του υπαρξισμού, καλείται
να μεταμορφωθεί από άτομο σε πρόσωπο. Το άτομο είναι μία μονάδα κλεισμένη στον
εαυτό της, που σημαίνει ότι είναι υποταγμένο στη φυσική του αναγκαιότητα, καθώς
δεν υπάρχει σε αναφορά – σχέση με το άλλο (Θεός, κόσμος, άνθρωπος). Μόνον
όποιος σχετίζεται αγαπητικά - ερωτικά με άλλες υπάρξεις γίνεται πρόσωπο. Το
πρόσωπο δεν υπάρχει εξ αρχής, αλλά γίνεται μέσω της διαδικασίας της επιλογής,
επιλογές που υφίστανται όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις οριακές καταστάσεις
της ζωής του (π.χ. κάποιος θάνατος ενός φιλικά διακείμενου ανθρώπου). Αυτή η
άπειρη δυνατότητα επιλογής του ανθρώπου αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς ο
άνθρωπος, μέσω αυτών των απείρων επιλογών του, θυσιάζει τον προηγούμενο εαυτό
του, λόγω του γεγονότος ότι οι επιλογές αλλάζουν και μεταβάλλουν προς το
καλύτερο ή προς το χειρότερο τον κάθε άνθρωπο, πράγμα που σημαίνει ότι ο
άνθρωπος μπορεί ζώντας οριακές καταστάσεις να οικοδομήσει σχέσεις αγάπης,
ανυπότακτες στην αναγκαιότητα της φύσεως και τοιουτοτρόπως να υπερβεί την
φυσική του νομοτέλεια. Αυτή η διαδικασία υπέρβασης του προηγούμενου εαυτού
καλείται «personalization»,
σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό περσοναλισμό, έτσι όπως εκφράστηκε από τον Emmanuel Mounier[3].
Ο επίσκοπος
Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας είναι αυτός που εισήγαγε στη θεολογία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας τον όρο «Hypostasization»,
προφανώς επηρεασμένος από τη θεωρία της «personalization». Σύμφωνα με την ανωτέρα άποψη, ο άνθρωπος
γεννάται ως αποτέλεσμα ενός εκστατικού έρωτος, αυτού των γονέων του. Εν ολίγοις,
μέσω της βιολογικής του γέννησης αποκτά την βιολογική του υπόσταση. Αυτή, όμως,
η υπόσταση είναι εγκλωβισμένη στην αναγκαιότητα της φύσεως, καθώς αυτή
ταυτίζεται με το άτομο. Αυτό, ακολούθως, σημαίνει ότι οι γονείς κάθε ανθρώπου
του παρέχουν την υπόσταση ως ατομικότητα ή ιδιαιτερότητα. Αυτή, όμως, η
ατομικότητα υπόκειται στην βιολογική φθορά και αναγκαιότητα και επομένως στο
θάνατο. Η ανωτέρω αναγκαιότητα υπερβαίνεται με τον εξής τρόπο: «ο άνθρωπος
καλείται να μεταμορφωθεί από βιολογική υπόσταση σε εκκλησιαστική ή ευχαριστιακή
ύπαρξη, δηλαδή να μετατραπεί από άτομο σε
πρόσωπο»[4]. Αυτό, ακολούθως,
σημαίνει ότι η ελευθερία ως καθορισμός του είναι του ανθρώπου σχετίζεται με το
πρόσωπο, διότι το πρόσωπο εκφράζει την πληρότητα του είναι, ή μάλλον κάνει το είναι να είναι αυτό που
είναι και όχι η αναγκαστική φύση. Συνεπώς, ελευθερία, πρόσωπο και κατ επέκταση
βούληση είναι το ίδιο και το αυτό.
Η θεολογία,
όμως, των Πατέρων της Εκκλησίας δεν διαιρεί μεταξύ τους τις έννοιες «άτομο»,
«υπόσταση» και «πρόσωπο». Το άτομο δεν ερμηνεύεται αρνητικά, απλώς δηλώνει το
μη περεταίρω τεμνόμενο όν, δηλαδή τη φανέρωση του ιδιαίτερου τρόπου υπάρξεως
ενός ειδικότατου είδους (άνθρωπος, ίππος, άγγελος). Εν ολίγοις, το άτομο είναι
ο προσωπικός τρόπος ύπαρξης της ουσίας. Κάθε άτομο (π.χ. ο Πέτρος ή ο Παύλος)
είναι φορέας της κοινής ανθρώπινης φύσεως[5].
Γύρω από τη φύση υπάρχουν τα συμβεβηκότα, αυτά που δεν υπάρχουν καθαυτά, αλλά
παρατηρούνται σε κάποιο άλλο, δηλαδή οι ποιότητες, όπως το χρώμα, ο όγκος, το σχήμα,
το μέγεθος κ.τ.λ. Τα άτομα, λοιπόν,
διαφέρουν ως προς τα συμβεβηκότητα και όχι ως προς τη φύση, γι’ αυτό και ένα
έμβρυο είναι το ίδιο άνθρωπος με έναν υπερήλικα γέροντα, καθώς και οι δύο είναι
φορείς της ίδιας και της αυτής ανθρώπινης φύσης, άσχετα από το διαφορετικό
τρόπο ύπαρξης των συμβεβηκότων τους. Συνοπτικά, το άτομο (υπόσταση ή πρόσωπο)
είναι η ίδια ουσία με τα συμβεβηκότητα της. Το άτομο, απαλλαγμένο από
οποιαδήποτε αρνητική χροιά, είναι συνάμα και πρόσωπο, διότι βρίσκεται στραμμένο
προς την όψη κάποιου άλλου. Το πρόσωπο δεν είναι υστερογενής ιδιότητα του
ατόμου, καθώς, σύμφωνα με την πατερική θεολογία, «δεν μπορείς να γίνεις κάτι
που δεν είσαι». Επομένως, το πρόσωπο ταυτίζεται με το άτομο, όπως και το άτομο
ταυτίζεται με την υπόσταση, καθώς όλα αυτά αποτελούν την έκφανση ή τη φανέρωση
της ουσίας, εφόσον η ουσία δεν υπάρχει αποκομμένη ή πίσω από τα άτομα, αλλά
υπάρχει σε αυτά[6].
Με βάση τα
ανωτέρω εκτεθέντα ο άνθρωπος δεν καλείται να γίνει πρόσωπο μέσα από μία σωρεία
διαρκών και ατελείωτων μεταπτωτικών επιλογών, καθώς είναι ήδη πρόσωπο, άτομο
και υπόσταση, όπως και φύση. Αυτό που καλείται είναι να απαρνηθεί τα διαβρωτικά
και παρασιτικά στοιχεία του κακού, δηλαδή την πονηρή χρήση των φυσικών του
παθών, η οποία είναι απότοκο του σκοτισμού του νοός του, δηλαδή της εκούσιας
άρνησης του Θεού (αμαρτία). Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος οφείλει να αποβάλλει την
παρά φύσιν κατάσταση της αμαρτίας από την καρδιά του και να μείνει εντός τον
ορίων της φύσεώς του[7]. Καλείται
να φανερώσει την ήδη υπάρχουσα αγιότητα της φύσεώς του, η οποία καλύπτεται από
τη λήθη, δηλαδή την εκούσια άγνοια του Θεού. Επομένως, ο άνθρωπος δεν γίνεται
κάτι που δεν είναι εκ φύσεως, απλώς καλείται να αποδεχθεί αυτό που όντως είναι,
δηλαδή εικόνα και μίμημα της ακτίστου θείας φύσεως. Αυτή είναι και η θεμελιώδης
διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και υπαρξισμού.
[1] Ν. Ματσούκας, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-Δυτικοευρωπαϊκῆς. Μὲ
σύντομη εἰσαγωγή στη Φιλοσοφία, {Φιλοσοφική και Θεολογική βιβλιοθήκη-47},
εκδόσεις Πουρναρά, σελ. 707.
[2] Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, Τα σύγχρονα Φιλοσοφικά Ρεύματα, Αθήνα
1980, σελ. 45-71.
[3] Patricia A. Sayre,” Personalism”
στο “Α Companion to philosophy of
religion”, ed. By Philip L. Quinn and Charles
Taliaferro, Blackwell Publishers, U.S.A. 1999, p. 129.
[4] J. D. Zizioulas, Being as Communion,
Studies in Personhood and the Church, St’ Vladimir’s Seminary Press,
Crestwood, New York 1985, p. 62-65.
[5] AΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περὶ τῶν ἰδιωμάτων τῶν ἐν τῷ ἑνὶ Χριστῷ τῷ κυρίῳ ἡμῶν δύο φύσεων, ἐξ ἐπιδρομῆς δὲ καὶ περὶ δύοθελημάτων καὶ ἐνεργειῶν καὶ μιᾶς ὑποστάσεως, PG 95, 132D – 133A.
[6] Του Ιδίου, Διαλεκτικά, PG 94, 613Α: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς οἱ ἅγιοι πατέρες ὑπόστασιν καὶ πρόσωπον καὶ ἄτομον τὸ αὐτὸ ἐκάλεσαν, τὸ καθ’ ἑαυτὸ ἰδιοσυστάτως ἐξ οὐσίας καὶ συμβεβηκότων ὑφιστάμενον καὶ ἀριθμῷ διαφέρον καὶ τὸν τινὰ δηλοῦν οἷον Πέτρον, Παῦλον, τόνδε τὸν ἵππον».
[7] ΑΓ.
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρός Πύρρον, PG 91, 309B – 312A και ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, P.B. Kotter Die Schriften des Johannes von Damaskos,
τ. 4, σελ. 370 : «ἀρετή γάρ ἐστι τό μένειν έν τοῖς ὅροις
τῆς φύσεως»
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε για το πολύ ωραίο κείμενο το οποίο, με σεβασμό στον χρόνο και στην αντιληπτική ικανότητα των μέσου επιπέδου αναγνωστών, αποσαφηνίζει έννοιες τις οποίες πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι και φιλόσοφοι χρησιμοποιούν κατά κόρον υπολαμβάνοντας ότι όλοι υποχρεούνται να γνωρίζουν την σημασία τους!
Δημοσίευση σχολίου